Free

Άννα Καρένιν

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

Ησθάνετο ότι, παρ' όλας τας αγωνιώδεις της προσπαθείας δεν θα καθίστατο ποτέ κυρία της καταστάσεώς της και ότι ουδέποτε θα εγνώριζε την ελευθερίαν εν τω έρωτι, αλλά θα παρέμενεν αείποτε η γυνή η ένοχος, ζώσα υπό την απειλήν ν' αποκαλυφθή, η γυνή η απατώσα τον σύζυγόν της μετ' ανδρός ανεξαρτήτου, του οποίου δεν δύναται να συμμερισθή την ζωήν.. Εγνώριζεν ότι εκεί θα κατέληγον τα πράγματα, αλλά το πεπρωμένον της ήτο τόσον τρομερόν, ώστε δεν ηδύνατο να το αντιμετωπίση, και έκλαιεν αδιαπαύστως, όπως κλαίουν τα τιμωρημένα παιδιά.

Τα βήματα του πλησιάζοντος υπηρέτου την ανεκάλεσαν εις την πραγματικότητα.

Υπεκρίθη δε ότι έγραφε διά να κρύψη την μορφήν της.

– Ο ταχυδρόμος του κυρίου περιμένει την απάντησιν.

– Την απάντησιν; Ναι.. να περιμένη, θα κωδωνίσω.

– «..Τι ειμπορώ να του γράψω; Τι δύναμαι ν' αποφασίσω ολομόναχη; Τι γνωρίζω; Τι επιθυμώ; Τι αγαπώ;.»

Ησθάνθη και πάλιν ότι τα πάντα εντός της ψυχής της ήρχιζον να διχάζονται. Και εφοβήθη εκ νέου από το αίσθημα αυτό και ήρπασε το πρώτον παρουσιασθέν πρόσχημα ίνα ενεργήση, διά ν' αποδιώξη τας πλημμυρούσας της σκέψεις.

«.. Πρέπει να ίδω τον Βρόνσκυ.. Αυτός μόνος θα δυνηθή να μου είπη τι οφείλω να πράξω..»

Επλησίασε δε αποφασιστικώς εις την τράπεζαν και έγραψε προς τον σύζυγόν της:

«Έ λ α β ο ν – τ η ν – ε π ι σ τ ο λ ή ν – σ α ς. Α.»

* * *

Επλησίαζεν η έκτη ώρα, και, διά να φθάση επακριβώς εις την συνέντευξιν, την οποίαν του είχεν ορίσει η Άννα, χωρίς ν' αναγνωρισθή, ο Βρόνσκυ απέστειλεν οπίσω τους ίππους και επέβη της ταξειδιωτικής αμάξης του Γιασβίν.

Εις τον ηνίοχον έδωκε την διαταγήν να προχωρήση ολοταχώς.

«Ζη καλά κανείς, ναι, είναι ωραία η ευζωία!» διελογίσθη.

Άλλοτε, είχε πολλάκις δοκιμάσει το ευχάριστον αυτό συναίσθημα της φυσικής ευεξίας, αλλ' ουδέποτε ακόμη δεν είχε τόσον αγαπήσει το ίδιόν του άτομον, όσον την στιγμήν αυτήν.

– Γρηγορώτερα, γρηγορώτερα! εφώναξε προς τον ηνίοχον.

Προέβαλε την κεφαλήν από της θυρίδος, εξήγαγε τρία ρούβλια και τα έθεσεν εις την χείρα του ηνιόχου.. Ούτος εψηλάφησε το χαρτονόμισμα, είτα δε ηκούσθη ο συριγμός του μαστιγίου και η άμαξα ώρμησε πτερωτή επί του λιθοστρώτου.

«.. Εκτός αυτής της ευτυχίας, ουδενός άλλου έχω ανάγκην!» εσκέφθη ο Βρόνσκυ αναπολών εν τη φαντασία του την Άνναν όπως την είχεν ίδει κατά την τελευταίαν του συνέντευξιν.

«.. Και την αγαπώ κάθε μέρα περισσότερον.. Αλλ' ιδού ο κήπος της αγροικίας Βρέδε».

Ηκολούθησε την μεγάλην δενδροστοιχίαν όπου δεν διέκρινε κανένα, αλλά παρατηρήσας προς τα δεξιά του, αντίκρυσε την Άνναν.

Η μορφή της εκάλυπτετο ορμητικώς διά πέπλου, αλλ' ο νέος περιέβαλε δι' ενός χαρμοσύνου βλέμματος το βάδισμά της, την κλίσιν των ώμων και την στάσιν της κεφαλής, ήτις εχαρακτήριζε την νεαράν γυναίκα. Και ανησθάνθη μετά μείζονος εντάσεως την χάριν του σώματός της, από των ελαστικών κινήσεων των κνημών αυτής μέχρι του ρυθμικού αναπαλμού των πνευμόνων της και κάποιος ηδυπαθής γαργαλισμός προσεθώπευσε τα χείλη του.

Όταν επλησίασε την Άνναν, του έθλιψεν αύτη δυνατά την χείρα.

– Δεν θα μου θυμώσης διότι σε έκαμα να έλθης, είχα ανάγκην να σε ίδω..

Η σοβαρά και αυστηρά πτυχή των χειλέων της Άννας, ην ο Βρόνσκυ διέκρινεν όπισθεν της καλύπτρας της μετέβαλεν αποτόμως την ευδιαθεσίαν του.

– Εγώ, να σου θυμώσω!.. Αλλά πώς ήλθες; Και πού θα πάμε;

– Ολίγον ενδιαφέρει, είπεν εκείνη στηρίζουσα την χείρα της επί του βραχίονος του νέου. Πάμε να σε συμβουλευθώ.

Ο Βρόνσκυ ενόησεν ότι κάτι σοβαρόν είχεν επισυμβή.

– Τι συνέβη; τι συνέβη! ηρώτησεν.

Εκείνη έκαμεν ολίγα βήματα χωρίς να αποκριθή, συγκεντρούσα το θάρρος της· είτα δε, εσταμάτησε:

– Δεν σου είπα χθες, ήρχισε ζωηρώς και με διακοπτομένην πνοήν.. Δεν σου είπα χθες, ότι επιστρέφουσα από τας ιπποδρομίας μετά του Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς, του τα είπα όλα.. Του είπα ότι δεν δύναμαι πλέον να είμαι σύζυγός του, ότι.. Τα είπα όλα!

Την ήκουε κύπτων αθέλητα δι' ολοκλήρου του αναστήματός του, ως να ήθελε να μετριάση δι' αυτήν το αλγεινόν της θέσεώς της. Αλλά μόλις του αφηγήθη τα διατρέξαντα, ηνωρθώθη και η μορφή του προσέλαβεν έκφρασιν υπερήφανον και αυστηράν.

– Ναι, ναι, προτιμώτερον αυτό, μυριάκις προτιμώτερον! Κατανοώ πόσον υπήρξε σκληρόν.

Αλλ' η Άννα δεν ήκουε τους λόγους του· ανεγίνωσκε τας σκέψεις αυτού εν τη εκφράσει της μορφής του. Δεν ηδύνατο να εννοήση ότι η έκφρασις εκείνη αντινάκλα την πρώτην σκέψιν του Βρόνσκυ, την ανάγκην της μονομαχίας. Ουδέποτε είχεν αναλογισθή το τοιούτον ενδεχόμενον και ηρμήνευσεν όλως διαφορετικά την αυστηρότητα της εκφράσεώς του.

Η Άννα ήλπιζεν ότι η συνέντευξις εκείνη θα μετεμόρφωνε την θέσιν των και θα την έσωζεν.

«.. Αν μου είπη, όταν θα του τα διηγηθώ όλα, σταθερώς, μετά πάθους και άνευ στιγμής δισταγμού: – «Εγκατάλειψον τα πάντα και ακολούθει με!», θα εγκαταλείψω τον υιόν μου και θα τον ακολουθήσω..

Αλλ' η εξομολόγησίς της δεν παρήγαγεν επί του Βρόνσκυ την εντύπωσιν, ην ανέμενεν· εφάνη ως να είχεν αισθανθή προσβολήν.

– Δεν υπήρξε δύσκολον δι' εμέ, είπε με τόνον οργίλον.. ήλθεν αφ' εαυτού.

Ανέσυρε δε την επιστολήν, ην ο σύζυγός της τη είχε γράψει την πρωίαν, και την έτεινε προς τον Βρόνσκυ:

– Ιδού, παρατήρησον.

– Εννοώ, εννοώ! είπεν εκείνος διακόπτων αυτήν.

Έλαβε δε την επιστολήν, αλλά δεν την ανέγνωσε και προσεπάθησε να καθησυχάση την Άνναν.

– Έν και μόνον εζήτουν, έν και μόνον ηυχόμην, να σε ίδω απαλλασσομένην της θέσεως αυτής ίνα δυνηθώ να αφιερώσω εις την ευτυχίαν σου ολόκληρον την ζωήν μου.

– Διατί μου το λέγεις αυτό; εφώνησεν η Άννα, μήπως δύναμαι να αμφιβάλλω;.. Αν αμφέβαλα.

Εις τον Βρόνσκυ εφάνη ότι οι οφθαλμοί της, υπό τον πέπλον, τον παρετήρουν με αλλόκοτον οργήν.

– Είπον.. επανέλαβεν η Άννα, ότι δεν θέλω να αμφιβάλλω περί σου· αλλά, διάβασε τι μου γράφει.

Εσιώπησε και πάλιν.

Ο Βρόνσκυ, αναγινώσκων την επιστολήν, όπως κατά την αναγγελίαν της ρήξεως της Άννας με τον σύζυγόν της, ακουσίως όμως, αφέθη να κυριαρχηθή υπό της σκέψεως των ιδίων του σχέσεων προς τον προσβληθέντα σύζυγον.

Κρατών ανά χείρας την επιστολήν εκείνην, ανελογίζετο χωρίς να το θέλη την πρόκλησιν, ην θα εύρισκεν εις την οικίαν του, και, κατόπιν, την μονομαχίαν, οπότε θα επυροβόλει εις τον αέρα με το αυτό εκείνο άφροντι και αγέρωχον ύφος, όπερ είχε την στιγμήν εκείνην, προτείνων τα στήθη του εις τας σφαίρας προσβληθέντος συζύγου.

Όταν δ' ετελείωσε την ανάγνωσιν, ύψωσε τους οφθαλμούς προς αυτήν και το βλέμμα του εστερείτο αποφασιστικότητος.

Η Άννα κατεννόησεν αμέσως, ότι είχεν ήδη αναμετρήσει την θέσιν των και ότι δεν της απεκάλυπτεν ολόκληρον την σκέψιν του.

Αντελήφθη ότι και η τελευταία ελπίς της διελύετο.

Δεν ανέμενε δε τοιούτο τι παρ' αυτού.

– Βλέπεις τι άνθρωπος είνε; είπε διά φωνής τρεμούσης.. Δύναται.

– Συγγώμην, αλλ' αυτό μ' ευχαριστεί, διέκοψεν ο Βρόνσκυ.. Φανού επιεικής, άφες με να τελειώσω, προσέθηκεν ικετεύων αυτήν διά του βλέμματος.. Χαίρω, διότι τα πράγματα δεν ειμπορούν να μείνουν στάσιμα, όπως το φαντάζεται.

– Διατί όχι; είπεν η Άννα συγκρατούσα τα δάκρυα της.

Δεν απέδιδε πλέον καμμίαν σημασίαν εις τους Βρόνσκυ· συνησθάνετο ότι η τύχη της, κατά την γνώμην του, ήτο αναπότρεπτος· τα πράγματα δεν ηδύναντο να συνεχισθώσιν όπως πρότερον· αλλά της ωμίλει υπό όλως διάφορον πνεύμα.

– Δεν δύναται να συνεχισθή η κατάστασις αυτή. Ελπίζω – εταράχθη και ηρυθρίασεν, – ελπίζω ότι θα μου επιτρέψης να διακανονίσω εγώ την ζωήν σου!.. Αύριον.

Δεν τον αφήκε να τελειώση.

– Και ο υιός μου; εφώναξεν. Ανέγνωσες τι γράφει;.. Οφείλω να εγκαταλείψω τον υιόν μου, αλλ' ούτε δύναμαι ούτε θέλω να χωρισθώ απ' αυτού.

– Αλλά, παρακαλώ, τι είνε προτιμότερον: να εγκαταλείψης τον υιόν σου ή να συνεχίσης την ταπεινωτικήν αυτήν κατάστασιν;

– Διά ποίον είνε ταπεινωτική;

– Δι' όλους μας, αλλά κυρίως.

– Λέγεις ταπεινωτική.. Μη το λέγεις αυτό! Τα λόγια αυτά δεν έχουν καμμίαν έννοιαν δι' εμέ.

Η φωνή της έτρεμε.

Δεν ήθελε να του επιτρέψη να λέγη ό,τι δεν ήτο αληθές.. έν μόνον της απέμενεν, ο έρως του, και ήθελε να την αγαπά.

– Κατενόησον ότι αφ' ης ημέρας σε ηγάπησα, τα πάντα μετεβλήθησαν δι' εμέ. Έν μόνον μου μένει εν τω κόσμω: ο έρως σου· η απόλαυσίς του με ανυψώνει τόσον, με κάμνει να αισθάνωμαι εμαυτήν τόσον ισχυράν, ώστε τίποτε δεν δύναται να με ταπεινώση! Είμαι βεβαία περί της θέσεώς μου! Είμαι υπερήφανος δι' αυτήν, διότι.

Δεν επεράτωσε την φράσιν της· δάκρυα αίσχους και απογνώσεως απέπνιξαν την φωνήν της. Ανεκόπη και κατελήφθη υπό λυγμών.

– Αλλά κ' εκείνος ενόησεν ότι κάτι του έσφιγγε τον λάρυγγα, και, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του, ησθάνθη ότι ήτο έτοιμος να κλαύση.. Δεν θα ηδύνατο να εκφράση εκείνο που τον ετάραττε τόσον, ησθάνετο οίκτον προς αυτήν και κατενόει ότι δεν ηδύνατο να την απαλλάξη της θέσεως εις ην είχε περιστή. Εγνώριζε δε συνάμα ότι αυτός ο ίδιος ήτο η αιτία της συμφοράς της και ότι είχε κακώς ενεργήσει.

– Δεν θα ηδυνάμεθα άρα γε να επιτύχωμεν το διαζύγιον;

Εκείνη δεν απεκρίθη. Έσεισε μόνον την κεφαλήν.

– Δεν θα ηδύνασο ν' απαγάγης τον υιόν σου, να εγκαταλείψης τον σύζυγον;

– Ναι, αλλ' όλα ταύτα εξαρτώνται από αυτόν.. Εγώ τόρα οφείλω να επιστρέψω πλησίον του, είπεν εκείνη διά φωνής ξηράς.

Το προαίσθημά της ότι τα πάντα θα συνεχίζοντο όπως και πρότερον δεν την είχεν απατήσει.

– Την Τρίτην θα μεταβώ εις Πετρούπολιν και θ' αποφασισθώσι τα πάντα, είπεν ο Βρόνσκυ.

– Ναι, απεκρίθη εκείνη. Αλλ' ας μη ομιλώμεν πλέον περί αυτού.

Η άμαξα της Άννας, ην είχεν αφήσει διατάξασα τον ηνίοχον να επανέλθη να την παραλάβη, επέστρεφε την στιγμήν εκείνην.

Η Άννα απεχαιρέτησε τον Βρόνσκυ και επέστρεψεν εις την οικίαν της.

* * *

Απησχολημένος εις εργασίαν μετά του αρχιγραμματέως του, ο Καρένιν ελησμόνει ότι ήτο η ημέρα καθ' ήν είχε διατάξει την Άνναν να επιστρέψη εις Πετρούπολιν. Εξεπλάγη δε και δυσηρεστήθη μάλλον όταν ο υπηρέτης προσήλθε να του αναγγείλη την άφιξιν της συζύγου του.

 

Η Άννα είχεν αφιχθή κατά την πρώτην πρωινήν ώραν, είχε δε ζητήσει την άμαξαν τηλεγραφικώς και υπέθετεν ότι ο Καρένιν είχε λάβει γνώσιν της επανόδου της.

Η Άννα διέταξε τον θαλαμηπόλον να αναγγείλη την άφιξίν της, είτα δε εισήλθεν εις το δωμάτιόν της και ήρχισε να λύη τας αποσκευάς της, πεπεισμένη ότι ο Καρένιν θα ήρχετο εις συνάντησίν της. Μία όμως παρήλθεν ώρα και εκείνος δεν παρουσιάσθη.

Η Άννα εισήλθεν εις την αίθουσαν του φαγητού υπό την πρόφασιν να δώση διαταγάς· ωμίλησε δε μεγαλοφώνως επίτηδες, ελπίζουσα ότι θα ήρχετο εις συνάντησίν της, αλλά δεν εφάνη, αν και τον ήκουσε βαδίζοντα μέχρι της θύρας του γραφείου του όπως κατευοδώση τον γραμματέα του. Εγνώριζεν ότι, σύμφωνα προς την συνήθειάν του, θα μετέβαινεν εντός ολίγου εις το Υπουργείον του, και είχε την απόφασιν να τον ίδη πρότερον, ίνα κανονισθώσιν αι μεταξύ των σχέσεις.

Έκαμε τότε επανειλημμένως τον γύρον της αιθούσης, είτα δε, διά βήματος αποφασιστικού, διηυθύνθη προς το γραφείον του Καρένιν.

Όταν εισήλθεν, ο σύζυγός της έφερεν ήδη την στολήν του, έτοιμος να αναχωρήση, εκάθητο δε παρά τινα μακράν τράπεζαν, με την κεφαλήν στηριζομένην επί της χειρός και ατενίζων θλιβερώς ενώπιόν του.

Εκείνη τον αντίκρυσε, προτού δυνηθή να την ίδη, και εννόησεν ότι εσκέπτετο περί αυτής.

Όταν την αντελήφθη, ηθέλησε να εγερθή, αλλ' είτα μετήλλαξε γνώμην. Αίφνης η μορφή του εφλογίσθη, τούθ' όπερ ουδέποτε του συνέβαινεν, ηγέρθη δε αποτόμως, εβάδισεν εις συνάντησιν της συζύγου του, ατενίζων αυτήν ουχί εις τους οφθαλμούς, αλλ' υπεράνω αυτών, ωσεί διερευνών το μέτωπον αυτής και την κόμμωσιν. Όταν δ' ευρέθη πλησίον της, έλαβε την χείρα αυτής και την παρεκάλεσε να καθήση.

– Λογίζομαι λίαν ευτυχής που σας βλέπω ενταύθα, είπεν.

Εκάθησε παραπλεύρως αυτής και ηθέλησε να ομιλήση, αλλ' υπετραύλισε κάτι χωρίς τίποτε να συναρθρώση.

Η Άννα, προετοιμασθείσα διά την συνέντευξιν ταύτην, είχε παρασυρθή εις την περιφρόνησιν και ενοχοποίησιν αυτού· δεν ευρήκεν εν τούτοις τίποτε να είπη, και της εγέννησε τον οίκτον μάλλον.

Η σιγή παρετάθη επ' αρκετόν.

– Ο Σεριόγια είνε καλά; είπε τέλος ο Καρένιν.

Είτα δε, χωρίς να αναμείνη απάντησιν, προσέθηκε:

– Δεν θα γευματίσω εις το σπίτι σήμερον, και πρέπει μάλιστα να απέλθω τώρα.

– Εγώ επροτιθέμην να αναχωρήσω διά Μόσχαν, είπεν η Άννα.

– Όχι, όχι, εκάματε άριστα να έλθητε εδώ.

Εσιώπησε.

Βλέπουσα ότι δεν είχε την δύναμιν να εξηγηθή η Άννα επρόλαβεν αυτόν:

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς, είπε χωρίς να ταπεινώση τους οφθαλμούς προ του ερευνώντος την κόμην της βλέμματός του. Είμαι γυναίκα ένοχος, κακή γυναίκα, αλλ' είμαι οποία ήμην, όπως σας το απεκάλυψα ήδη.. Ήλθα δε να σας είπω ότι δεν δύναμαι να μεταβάλω απολύτως τίποτε.

– Δεν σας ηρώτησα περί τούτου, είπεν εκείνος με τόνον άκρως αποφασιστικόν και προσβλέπων αυτήν μετά μίσους κατάματα.

Υπό το κράτος της οργής, είχεν ανακτήσει την εφ' εαυτού θέλησιν.

Όπως σας είπον ήδη, και όπως σας έγραψα, επανέλαβε διά φωνής λεπτής και οξείας, σας επαναλαμβάνω δε και τώρα, ούτε επιθυμώ καν να το μάθω. Το αγνοώ εντελώς. Όλαι αι γυναίκες δεν είνε όσον σεις αγαθαί, και δεν σπεύδουν να ανακοινώνουν εις τους συζύγους των ειδήσεις τόσον ε υ χ α ρ ί σ τ ο υ ς.

Και ετόνισε την λέξιν «ευχαρίστους».

– Θα το αγνοώ εφ' όσον δεν θα το γνωρίζη ο κόσμος, εφ' όσον το όνομά μου δεν θα υποστή ατίμωσιν. Διά τούτο σας προειδοποιώ ότι αι σχέσεις μας οφείλουν να είνε οποίαι πάντοτε υπήρξαν, και θα διαρκέση τούτο έως ου εκτεθείτε, οπότε θα ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω μέτρα προς υπεράσπισιν της τιμής μου.

– Αλλ' αι μεταξύ μας σχέσεις δεν δύνανται να ώσιν οποίαι ήσαν άλλοτε, είπεν η Άννα αιδημόνως και ατενίζουσα αυτόν μετά φρίκης.

Όταν αντίκρυσε και πάλιν τας ηρέμους κινήσεις του, όταν ήκουσε την διαπεραστικήν και είρωνα φωνήν του, η αποστροφή ην ησθάνετο προς αυτόν της διέλυσε τον οίκτον ον είχε συναισθανθή· της υπελείπετο μόνος ο φόβος, αλλ' οπωσδήποτε, ηθέλησε να καθορίση τας μελλούσας σχέσεις των.

– Δεν δύναμαι να είμαι σύζυγός σας, οπόταν.

Παγερός χλευαστικός γέλως διέφυγεν εκείνον:

– Πρέπει να πιστεύσω ότι το νέον είδος της ζωής το οποίον υιοθετήσατε επέδρασεν επί των ιδεών σας. Σέβομαι και περιφρονώ τόσον τούτο και εκείνο όσον,. σέβομαι το παρελθόν σας και περιφρονώ το παρόν σας.. τόσον απείχον από του να σκεφθώ ότι θα ηδύνασθε να δώσητε τοιαύτην ερμηνείαν εις τους λόγους μου. Δεν είχετε δισταγμούς όταν επρόκειτο να μοι αποκαλύψητε τα σφάλματά σας, διατί θα είχετε τοιούτους εν τη εκπληρώσει των καθηκόντων σας ως συζύγου;.

– Τι αξιοίτε παρ' εμού;

– Αξιώ να παραιτηθήτε του ανθρώπου εκείνου· αξιώ να παύσητε να τον βλέπετε. Νομίζω ότι δεν ζητώ πάρα πολλά!

Διηυθύνθη προς την θύραν, αλλ' αντιληφθείς ότι είχεν εγερθή και η Άννα, υπεκλίθη ενώπιον της και την αφήκε να περάση πρώτη.

Ημέραν τινά καθ' ήν η Δόλλυ επέστρεφεν από την μικράν λίμνην όπου είχε λούσει τα παιδιά της, ενώ τα τελευταία ταύτα είχον τα μαλλιά υγρά ακόμη και η ιδία είχε διπλώσει τα δικά της δι' ενός μανδυλίου, ο αμαξάς της τής είπε:

– Νά μια μ π α ρ ί ν α που έρχεται, θαρρώ πώς είναι η μπαρίνα του Ποκροβσκόιε.

Η Δόλλυ παρετήρησε μακράν και αντελήφθη μετά χαράς την γνωστήν σιλουέτταν του Λεβίν, όστις ήρχετο προς συνάντησίν της.

Ηυχαριστείτο πάντοτε να τον βλέπη, αλλά την φοράν αυτήν ήτο κατενθουσιασμένη διά την παρουσίαν του, διότι ηδύνατο να την αντικρύση εν όλη της τη δόξη. Ουδείς ήτο ικανώτερος του Λεβίν να εκτιμήση την μητρικήν της μεγαλοπρέπειαν.

Πράγματι, όταν την διέκρινεν, ανεκάλυψε μίαν εικόνα οικογενειακής ευτυχίας τοιαύτην, οποίαν την ωνειροπόλει δι' εαυτόν εις το μέλλον.

– Φαίνεσθε ευτυχής εν μέσω των παιδιών σας, της είπε.

– Α! πόσον είμαι ευχαριστημένη που σας βλέπω, απήντησεν εκείνη τείνασα αυτώ την χείρα.

Υπέρ παν άλλο επεθύμει να ομιλήση περί της Κίττυ.

– Η αδελφή μου μού γράφει, είπεν η Δόλλυ μετά στιγμιαίαν σιγήν, ότι αρέσκεται κυρίως εις την μόνωσιν και την ηρεμίαν.

– Και πώς πηγαίνει η υγεία της; Είνε καλλίτερα; ηρώτησεν ο Λεβίν κατασυγκεκινημένος.

– Χάρις τω Θεώ, πηγαίνει θαυμάσια, ανέρρωσεν εντελώς!..

Εγώ, άλλως τε, ουδέποτε επίστευσα ότι υπέφερεν από τους πνεύμονας..

– Α! αυτό μ' ευχαριστεί υπερμέτρως! υπέλαβεν ο Λεβίν.

Καθ' όσον επρόφερε τας λέξεις ταύτας και την παρετήρει, η Δόλλυ διέκρινεν επί της μορφής του έκφρασιν συγκινούσαν και θλιβεράν.

– Ακούσατε, Λεβίν, είπε με το κάπως είρον χαρωπόν της μειδίαμα. Διατί είσθε θυμωμένος εναντίον της Κίττυ;

– Εγώ;.. Δεν έχω τίποτε εναντίον της.

– Ναι.. της έχετε θυμώσει!. ,. Δεν ήλθατε να μας ιδήτε όταν διεμένατε εις Μόσχαν, και ούτε εκ της Κίττυ επήγατε.

– Δάρια Αλεξανδρόβνα, απήντησεν εκείνος ερυθριάσας, σεις που είσθε τόσον καλή, ειμπορείτε να μου 'μιλήτε κατ' αυτόν τον τρόπον;.. Πώς δεν με λυπείσθε, αφού γνωρίζετε;

– Τι γνωρίζω;

– Φυσικά, γνωρίζετε ότι εζήτησα την χείρα της Κίττυ και ότι..

Όλη η αγάπη ην ησθάνετο προ μιας στιγμής διά την Κίττυ, μήπως παρεχώρησε την θέσιν της εις την μνησικακίαν, την οποίαν εδημιούργει η πληγή εκείνη;

– Τι σας κάμνει να υποθέτετε ότι είμαι εις θέσιν να γνωρίζω;

– Όλος ο κόσμος το γνωρίζει!.

– Λοιπόν! απατάσθε, εγώ δεν το εγνώριζα, αν και το είχον υποπτεύσει..

– Τόρα όμως το γνωρίζετε.

– Εγώ εγνώριζα μόνον ότι κάτι είχε συμβή, το οποίον έκαμνε την Κίττυ να υποφέρη φοβερά. Και επειδή δεν μου το ενεπιστεύθη, επίστευσα ότι δεν θα είχε κάμει λόγον προς ουδένα.

Τι συνέβη λοιπόν μεταξύ σας; Είπατέ μου το.

– Σας το είπον ήδη.

– Πότε εκάματε την πρότασίν σας;

– Την τελευταίαν φοράν που σας επεσκέφθην.

– Ε λοιπόν! οικτείρω τρομερά την Κίττυ… Σεις, σεις επλήγητε εις την φιλαυτίαν σας. ,

– Λέτε; έκαμεν ο Λεβίν.

Η Δόλλυ τον διέκοψε.

– Αλλά εκείνην, την καϋμένη, την λυπούμαι.. με όλη μου την καρδιά.. Τώρα, εννοώ τα πάντα!

– Ευαρεστήθητε να με συγχωρήσητε, Δάρια Αλεξανδρόβνα, είπεν ο Λεβίν εγερθείς, ω ρεβουάρ.

– Όχι, μείνατε, αντείπεν εκείνη κρατούσα αυτόν από του βραχίονος.. Μείνατε, καθήσατε.

– Σας παρακαλώ, ας μη ομιλώμεν περί του ζητήματος αυτού.

Επανεκάθησε και ησθάνθη ότι η ελπίς, η οποία του εφάνη ότι είχε πτερυγίσει διά παντός, ανεπτερούτο εντός της καρδίας του.

Το αίσθημα, όπερ είχε νομίσει νεκρωθέν, ανεγεννάτο και ηνδρούτο επί μάλλον και μάλλον, καταλαμβάνον ολόκληρον τη καρδίαν του.

– Ναι, τα εννοώ όλα τώρα, επανέλαβεν η Δόλλυ.. Οι άνδρες δεν ημπορούν να τα εννοήσουν αυτά.. Σεις που είσθε ελεύθεροι, σεις που κάμνετε την εκλογήν σας, γνωρίζετε πάντοτε ποίαν αγαπάτε. Αλλά μία νεαρά κόρη, εις την ηλικίαν της αναμονής, με την παρθενικήν της επιφυλακτικότητα, η νεαρά κόρη που σας βλέπει μακρόθεν, που πιστεύει τα πάντα επί λόγω τιμής, δυνατόν να κυριαρχήται από αίσθημα, το οποίον δεν ειμπορεί να διαγνώση, και να μη γνωρίζη τι να αποκριθή.

– Ναι, αν δεν ομιλεί η καρδία.

– Όχι, η καρδία ομιλεί. Αλλά σκεφθήτε· οι άνδρες έχουν βλέψεις επί μιας νέας· πηγαίνουν εις ένα σπίτι, το σπουδάζουν, αναμένουν έως ότου εύρωσι το πρόσωπον που δύνανται να αγαπήσουν και, όταν πεισθώσιν εντελώς ότι αγαπούν, προβαίνουν εις την αίτησίν των.

– Ε λοιπόν! όχι, δεν πρόκειται εδώ περί εντελώς όμοιας περιπτώσεως.

– Ναι, ναι, οι άνδρες προβαίνουν εις την αίτησίν των όταν ο έρως των ωριμάση, ή όταν ζυγίσωσι καλά την εκλογήν των. Κανείς όμως δεν ζητεί από μίαν νέαν την γνώμην της, και όμως επιθυμούν να κάμνη μόνη της την εκλογήν της· αλλ' αυτή δεν δύναται να το πράξη.

«.. Ναι, την εκλογήν μεταξύ εμού και του Βρόσκυ», εσκέφθη ο Λεβίν.

Και, εντός της ψυχής του, το πτώμα, το οποίον ενόμισεν αναστηθέν ανέλαβεν αύθις την νεκρικήν του παγερότητα και συνεπίεσεν οδυνηρώς την καρδίαν του.

– Τοιουτοτρόπως εκλέγεται ένα φόρεμα, ένα κομψοτέχνημα, αλλ' ουχί ο έρως, είπεν ο Λεβίν.. Όταν δε η επιλογή γείνη, τόσον το καλλίτερον.. δεν ξαναρχίζουν.

– Ω! τι υπερηφάνεια! τι εγωισμός! υπέλαβεν η Δόλλυ, ως να τον περιεφρόνει διά το τόσον ποταπόν αυτό αίσθημα εν συγκρίσει προς εκείνο, όπερ μόναι αι γυναίκες εγνώριζον – Όταν εκάματε την δήλωσίν σας προς την Κίττυ, ευρίσκετο ακριβώς εις την κατάστασιν εκείνην καθ' ήν μία νέα δεν δύναται ν' αποφασίση. Εδίσταζε.. διηρώτα εαυτήν, σας ή τον Βρόσκυ; Εκείνον, τον έβλεπε καθ' εκάστην, εν ώ σας, είχε να σας ιδή προπολλού. Αναμφιβόλως, αν συνέπιπτε να είναι μεγαλειτέρα την ηλικίαν.. Εγώ, εν παραδείγματι, εις την θέσιν της, δεν θα εδίσταζον. Μου απήρεσε πάντοτε απολύτως αυτός ο άνθρωπος.

Ο Λεβίν ενεθυμήθη την απάντησιν της Κίττυ: – «Όχι! αυτό δεν δύναται να γείνη!»

– Εκτιμώ την προς με εμπιστοσύνην σας, είπε, αλλά νομίζω ότι απατάσθε. Πιθανόν να έχω άδικον ή δίκαιον την στιγμήν αυτήν, αλλ' η υπερηφάνεια την οποίαν τόσον περιφρονείτε εν εμοί μου απαγορεύει να σκέπτωμαι ακόμη την Κατερίνα Αλεξανδρόβνα.. Αυτό μου είνε απολύτως αδύνατον!

– Επιτρέψατέ μου να σας είπω κάτι τι ακόμη, πρόκειται περί της αδελφής μου, την οποίαν αγαπώ ως να ήτο παιδί μου.. δεν βεβαιώνω ότι σας αγαπά, αλλ' ηθέλησα να είπω ότι η τότε άρνησίς της δεν απεδείκνυε τίποτε.

Ο Λεβίν ανετινάχθη:

– Δεν γνωρίζω, ανεφώνησεν… Α! τι κακό που μου κάμνετε.. Είνε ως να είχετε χάσει ένα παιδί και ήρχοντο να σας είπουν: «Α! τι ώμορφο που ήταν, τι έξυπνο, τι χαρά που σας έφερνε.. και το παιδάκι επέθανεν, επέθανεν, επέθανεν!»

– Τι αλλόκοτος που είσθε, είπεν η Δόλλυ μετ' επωδύνου μειδιάματος αντιληφθείσα την συγκίνησιν του Λεβίν.. Ναι, εννοώ τόρα πολύ καλλίτερον όσα συνέβησαν.. Ώστε δεν θα έλθητε να μας ιδήτε όταν η Κίττυ θα είνε μαζύ μας;

– Όχι, δεν θα έλθω.. Δεν θ' αποφεύγω την δεσποινίδα Κίττυ, αλλ' εφ' όσον θα δύναμαι, θα την απαλλάττω της δυσαρεσκείας να με βλέπη.

– Είσθε αλλόκοτος! αντείπεν εκείνη παρατηρούσα αυτόν τρυφερώς.. Έστω.. Ας μείνουν τα πράγματα ως να μη είχομεν είπει τίποτε.

Εν τούτοις, από της στιγμής εκείνης, ο Λεβίν ευρήκε τα πάντα δυσάρεστα εν τη οικία· ούτε η Δόλλυ, ούτε τα παιδιά της τω εφαίνοντο τόσον αξιαγάπητα όσον προτήτερα. Έμεινε διά να πάρη το τσάι, αλλ' η φαιδρότης του είχεν εξαφανισθή.

Περί τα μέσα του μηνός Ιουλίου, ο Λεβίν ευρέθη ηναγκασμένος να μεταβή εις τα κτήματα της αδελφής του διά να εξελέγξη την διαχείρισιν του επιμελητού.

Ενώπιόν του, πλήθος γυναικών με πολυχρώμους περιβολάς εκινούντο λογοκοπούσαι φαιδρώς με τας ηχηράς των φωνάς, και επί του ανοικτοπρασίνου λειμώνος εστιβάζοντο αι ξανθαί σωρείαι του ξηρού χόρτου. Όπισθεν αυτών ήρχοντο οι χωρικοί με τα δίκρανά των, και αι στίβαι του χόρτου μετεβάλλοντο εις υψηλάς, ευρείας και μαλακάς θημωνίας.

Εξαίφνης μία νεαρά γυνή, με την τραχείαν και αγροίκον φωνήν της, ετόνισεν ένα τραγούδι, και, όταν αυτή ετελείωσεν οι δύο πρώτοι όμιλοι, πενήντα άλλαι φωναί, αι μεν δροσεραί, αι δε τραχείαι, επανέλαβον εν χορώ το τραγούδι.

Ο Λεβίν εζήλευσε την εκχειλίζουσαν εκείνην υγείαν και φαιδρότητα, και ηθέλησε να σημμερισθή την εκδήλωσιν εκείνην της χαράς της ζωής. Αλλά δεν ηδύνατο ν' αναμιχθή ενεργώς, και παρέμεινε κατακεκλιμένος, ακροώμενος και παρατηρών.

 

Όταν δε οι χωρικοί και αι χωρικαί εξηφανίσθησαν από τας όψεις του, και ο βόμβος των φωνών των απεσβέσθη, ο Λεβίν κατελήφθη από ακατανίκητον συναίσθημα λύπης εξ αιτίας της μονώσεώς του.

Ο Λεβίν, εις τον οποίον ουδείς πλέον προσείχεν, εξηκολούθει να μένη εξηπλωμένος επί της θημονιάς, να παρατηρή, να ακροάται, να ονειροπωλή.

Οι χωρικοί που παρέμειναν εις τον λειμώνα δεν εκοιμήθησαν διόλου σχεδόν κατά το διάστημα της βραχείας εκείνης θερινής νυκτός.

Εν αρχή ο Λεβίν ήκουσε φαιδράς συνομιλίας και γέλωτας κατά το διάστημα του δείπνου, έπειτα δε νέα τραγούδια και νέους γέλωτας. Η μακρά ημέρα της δουλειάς εις αυτούς τους ανθρώπους άφινε μόνον φαιδρότητα. Περί την χαραυγήν, όλα εσιώπησαν. Όταν ο Λεβίν αφυπνίσθη, ητένισε τους αστέρας και ενόησεν ότι η νυξ είχε παρέλθει.

– Λοιπόν! τι θα κάμω; Πώς θα το κάμω; διελογίσθη προσπαθών να αναπαραστήση εις εαυτόν παν ό,τι είχεν αισθανθή και σκεφθή κατά την βραχείαν εκείνην νύκτα.

«.. Να νυμφευθώ;.. Να εργασθώ; Ν' αναγνωρίσω την ανάγκην της εργασίας; Να καταστώ απλούς χωρικός; Να νυμφευθώ μίαν χωρικήν;» ηρώτα εαυτόν.

Κατέλιπε δε τον λειμώνα και διηυθύνθη προς την μεγάλην οδόν διά μέσου του χωρίου.

Έπνευσεν ελαφρά αύρα και ο αήρ κατέστη φαιόχρους και σκιερός: ήτο η αμφίρροπος στιγμή ήτις προηγείται της αυγής, της πλήρους νίκης του φωτός κατά του σκότους.

Ο Λεβίν εβάδισε γοργώς ατενίζων το έδαφος. Εξαίφνης ήκουσε κροταλισμούς και ανύψωσε την κεφαλήν.

– Ένα αμάξι! Τι να είνε;

Εις απόστασιν τεσσαράκοντα βημάτων απ' αυτού ήρχετο εις συνάντησίν του έν όχημα συρόμενον υπό τεσσάρων ίππων.

Εις μίαν γωνίαν εκοιμάτο γηραιά κυρία, αλλά, παρά την θυρίδα, εκάθητο μία νεαρά κόρη κρατούσα δι' αμφοτέρων της των χειρών τας ταινίας του λευκού της κεκρυφάλου, μόλις αφυπνισθείσα.

Λαμποκοπούσα και σκεπτική, γεμάτη από ζωήν εκλεκτήν, πολύπλοκον και ξένην προς τον Λεβίν, η νεαρά κόρη παρετήρει ύπερθεν της κεφαλής της την ανατολήν του ηλίου.

Καθ' ήν δ' ακριβώς στιγμήν η οπτασία εκείνη επρόκειτο να εξαφανισθή, ο Λεβίν αντίκρυσε τα άδολα μάτια της ταξειδιώτιδος. Την ανεγνώρισε και χαρά μεστή εκπλήξεως εφώτισε την μορφήν του.

Ήτο εκείνη! Ήτο η Κίττυ.

Ο Λεβίν αντελήφθη ότι ήρχετο εκ του σιδηροδρομικού σταθμού και μετέβαινεν εις της αδελφής της.

Πάνθ' όσα είχον βασανίσει τον Λεβίν κατά το διάστημα της φωτεινής εκείνης νυκτός, και όλαι αι αποφάσεις τας οποίας είχε λάβει διεσκεδάσθησαν διά μιας. Και ανεμνήσθη μετ' αηδίας τα όνειρά του τού μετά χωρικής γάμου.

Η λύσις του αινίγματος της ζωής, ήτις τόσον τον είχε βασανίσει από τινος χρόνου, ευρίσκετο εκεί, εντός της αμάξης εκείνης, ήτις απεμακρύνετο ταχέως και είχεν ήδη περάσει εις την αντίθετον πλευράν του αγρού.

Η Κίττυ δεν παρετήρει πλέον από της θυρίδος. Δεν ηκούετο πλέον άλλο τι πλην του κρότου των ελατήρων και μόλις διεκρίνετο ο κρότος των κροτάλων.

Αι υλακαί των κυνών ενεδείκνυον ότι η άμαξα διέσχιζε το χωρίον, και, πέριξ του Λεβίν, ανεπτύσσοντο μόνον αγροί κενοί. Ήτο μόνος, μεμονωμένος, ξένος προς όλον τον κόσμον, βαδίζων μονήρης επί της μεγάλης ερήμου λεωφόρου.

– Όχι, διελογίσθη, η απλή και εργατική ζωή είνε πολύ ωραία, αλλά δεν δύναμαι να ταχθώ μετ' αυτής!.. Αγαπώ την Κίττυ!

* * *

Η νυξ, την οποίαν ο Λεβίν διήλθεν εις τον λειμώνα προώριστο να έχη επίδρασιν οριστικήν επί της ζωής του: η αγροτική ζωή, την οποίαν διήγε του εφάνη βαρεία και έχασε πάσαν κλήσιν προς αυτήν.

Εις την δυσφορίαν αυτήν προσετίθετο ήδη η άμεσος γειτνίασις της Κίττυ, ην ηύχετο να ίδη χωρίς να τολμά να ικανοποιή τον πόθον τούτον.

Η Δόλλυ, από της τελευταίας του επισκέψεως, τον είχε καλέσει να επανέλθη, ίνα τω παράσχη την ευκαιρίαν ν' απευθύνη νέαν πρότασιν προς την αδελφήν της, ήτις, αναμφιβόλως, θα απεδέχετο την φοράν ταύτην.

Αυτός ο Λεβίν, αντικρύσας την Κίττυ, είχε κατανοήσει ότι δεν είχε παύσει να την αγαπά, αλλά δεν ηδύνατο να μεταβή παρά τη κομήσση Ομπλόνσκυ γνωρίζων ότι ευρίσκετο εκεί. Το γεγονός ότι εκείνη είχεν απορρίψει την πρότασίν του, ήγειρε μεταξύ των φραγμόν ανυπέρβλητον.

– Δεν δύναμαι να της ζητήσω να καταστή σύζυγος μου μόνον και μόνον διότι δεν δύναται να γείνη σύζυγος εκείνου τον οποίον επόθει, διελογίζετο καθ' εαυτόν.

Και η σκέψις αύτη τον καθίστα εχθροπαθή και ψυχρόν προς την Κίττυ.

– Δεν θα δυνηθώ να ομιλήσω μαζί της χωρίς ν' αφήσω να μου διαφύγη έκφρασις μομφής, ούτε να την ατενίσω χωρίς οργήν, και θα με αποστραφή περισσότερον.

«.. Έπειτα, πώς δύναμαι, τώρα μεθ' όσα μοι είπεν η Δόλλυ, να μεταβώ εις το σπίτι των;.. Ειμπορώ να αποκρύψω ότι ενθυμούμαι όσα μοι είπε; Και, θα την πλησιάσω, με την συγγνώμην εις τα χείλη μετά μεγαλοψυχίας;.. Διατί η Δόλλυ μου τα είπεν αυτά;.. Θα ηδυνάμην μάλλον να συναντήσω την Κίττυ τυχαίως και όλα θα διεκανονίζοντο· τώρα όμως, δεν είνε πλέον δυνατόν τούτο.»

Ολίγας ημέρας βραδύτερον, η Δόλλυ του έγγραψε διά να του ζητήση μίαν γυναικείαν σέλλαν διά την Κίττυ.

«.. Μοι είπον ότι έχετε μίαν σέλλαν», του έγραφε, «και ελπίζω ότι θα μας την φέρετε αυτοπροσώπως».

Τούτο ήτο υπερβολικόν δι' αυτόν· δεν ηδύνατο να υποφέρη τας προλειάνσεις ταύτας. Πώς μία γυνή πνευματώδης ηδύνατο τοιουτρόπως να προσβάλη την αξιοπρέπειαν της αδελφής της;

Έκαμε δέκα σχέδια σημειώσεων, τα εξέσχισε δε όλα και απέστειλε το εφίππιον άνευ εξηγήσεων. Δεν ήθελε να γράψη ότι δεν ηδύνατο να υπάγη διότι κάτι τον εμπόδιζεν ή διότι θ' ανεχώρει.

Απέστειλε το εφίππιον, και, έχων την συναίσθησιν ότι είχε διαπράξει πράξιν πρόστυχον, ενεπιστεύθη την επιούσαν την διεύθυνσιν των κτημάτων του εις τον επιμελητήν του, και μετέβη είς τινα απόστασιν παρά τω φίλω του Σβιάσκη.

Την φοράν αυτήν ήτο ευτυχής φεύγων μακράν της Κίττυ, μακράν της αγροτικής του ζωής, και προ πάντων διότι ηδύνατο να θηρεύση, τούθ' όπερ, μέσα εις όλας του τας ασχολίας, ήτο δι' αυτόν η αρίστη ανακούφισις.