Free

Άννα Καρένιν

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

Αλλ' η συναίσθησις αύτη της ποταπότητός του ενώπιον ανθρώπου ον είχε περιφρονήσει αδίκως, απετέλει την ελαχίστην των βασάνων του.. Ήτο πολύ περισσότερον δυστυχής, διότι αντελαμβάνετο ότι ο προς την Άνναν έρως του, όστις εφαίνετο ψυχραθής, τόρα ότε επρόκειτο να την χάση διά παντός, είχε καταστή παρά ποτε φλογερός.. Κατά το διάστημα της ασθενείας της, την είχε γνωρίσει κατά βάθος πλέον και κατενόησεν ότι δεν την είχεν ακόμη αγαπήσει τόσον, όσον ησθάνετο ότι την ελάτρευε τόρα. Και ήδη, ότε την εγνώρισε τελείως, ότε την ηγάπα όπως ώφειλε να την αγαπά, είχε ταπεινωθή ενώπιόν της και την έχανε διά παντός. Και θα διετήρει απ' αυτόν ανάμνησιν ποταπότητος!

Και το φρικωδέστερον όλων ήτο η ανάμνησις της αξιοθρηνήτου και γελοίας θέσεώς του, καθ' ήν στιγμήν ο Καρένιν του είχεν αποσύρει τας χείρας από της ηλλοιωμένης εκ του αίσχους μορφής του.

Παρέμεινεν επί της προθυραίας κλίμακος ως αποπλανηθείς και δεν εγνώριζε πλέον τι να πράξη.

– Επιθυμείτε να καλέσω αμάξι; ηρώτησεν ο θυρωρός.

– Ναι, έν αμάξι.

Επιστρέψας εις την οικίαν του, ο Βρόνσκυ χωρίς να χάση καιρόν να εκδυθή, εξηπλώθη επί τινος διβανίου. Ησθάνετο βάρος εις τον εγκέφαλον, αναμνήσεις και σκέψεις αλλόκοτοι διεδέχοντο αλλήλας προ των οφθαλμών αυτού με έκτακτον γοργότητα και διαύγειαν: έβλεπε το φάρμακον, το οποίον προσέφερεν εις την πάσχουσαν αφίνων να εκχειλίζη το κουτάλι, τας λευκάς χείρας της μαίας και την αλλόκοτον στάσιν του γονυπετούς προ της κλίνης Καρένιν.

«.. Δύνασθε να με καλύψετε με βόρβορον»· οι λόγοι ούτοι αντήχουν εις τα ώτα του, και έβλεπεν ενώπιόν του τον Καρένιν και την φλογισμένην μορφήν της Άννας, και τα φλογοβόλα της μάτια, παρατηρούσα μετ' έρωτος, όχι πλέον αυτόν, αλλά τον σύζυγόν της. Ανεμνήσθη δ' ακόμη και την ιδικήν του μορφήν, οποία παρουσιάσθη όταν ο Καρένιν του απέσυρε τας χείρας από του προσώπου.

Και είδεν ακόμη ευκρινέστερον την μορφήν της Άννας, οποίαν την αντίκρυσε κατά το αλησμόνητον βράδυ, το προηγηθέν των ιπποδρομιών,

«.. Τετέλεσται το παν, και εκείνη ποθεί τώρα ν' απαλείψη την ανάμνησίν μου από της μνήμης της.. Και εγώ δεν δύναμαι να ζήσω άνευ αυτής!.. Πώς δυνάμεθα ν' ανασυμφιλιωθώμεν, πώς ν' ανασυμφιλιωθώμεν;».. Επρόφερε τας λέξεις ταύτας υψηλοφώνως και ήρχισε να τας επαναλαμβάνη ασυναισθήτως, ίνα εμποδίση τας νέας εικόνας, που παρουσιάζοντο εις τον εγκέφαλόν του, να τον βασανίζουν.

Αλλά βραχεία τούτο υπήρξεν ανάπαυλα. Και ανεμνήσθη πάλιν τας γλυκυτέρας στιγμάς του έρωτός των και την ταπείνωσιν άμα της προτεραίας.

«.. Ξεσκέπασε το πρόσωπόν σου», του έλεγεν η φωνή της Άννας, και υπήκουεν αυτός και συνησθάνετο την επαίσχυντον εντύπωσιν εκ της ιδίας του φυσιογνωμίας.

Παρέμεινε κατακεκλιμένος, προσπαθών ν' αποκοιμηθή, αλλά συνησθάνετο ότι δεν θα το κατώρθωνεν. Επανελάμβανεν ημιφώνως, εις την τύχην, μίαν σκέψιν ήτις διεμορφούτο εις το πνεύμα του, επιποθών να επιβάλη τοιουτοτρόπως σιγήν εις τον εγκέφαλόν του,. Ηκροάτο εαυτού ομιλούντος προς εαυτόν, και ήκουσε λόγους, τους οποίους συνήρθρωνεν ως παράφρων.

«.. Δεν κατώρθωσες να εκτιμήσης, δεν κατώρθωσες να επωφεληθής.. δεν κατώρθωσες να επωφεληθής, δεν κατώρθωσες να εκτιμήσης!»

«.. Μήπως πρόκειται να τρελλαθώ;» ηρώτησεν εαυτόν.

«.. Δυνατόν και τούτο! Μη δεν υπάρχει λόγος να τρελλαθώ;.. Μήπως εις παρομοίας περιστάσεις δεν φυτεύουν μια σφαίρα εις το κεφάλι τους;»

«Το παν τετέλεσται δι' εμέ», διελογίσθη. «Πρέπει λοιπόν να σκεφθώ τι μου υπολείπεται να κάμω.»

Και η σκέψις του ανεπόλησεν αίφνης την ανάμνησιν της έξω του έρωτός του προς την Άνναν ζωής του.

«.. Η φιλοδοξία; Η Αυλή; Ο Κόσμος; Ο φίλος του Σερπουκχόβσκη;»

Δεν ηδυνήθη να σταματήση εις καμμίαν εκ των παρατηρήσεων τούτων. Άλλοτε, τα πράγματα αυτά είχαν κάποιαν έννοιαν δι' αυτόν, αλλά τόρα ήσαν όλα κενά εννοίας.

Ηγέρθη, αφήρεσε τον επενδύτην του, έλυσε την ζώνην του και ήρχισε να βηματίζη ανά τον θάλαμόν του.

«.. Εις τοιαύτας περιστάσεις γίνεται κανείς τρελλός!» επανέλαβε, «και εις περιστάσεις τοιαύτας φυτεύει κανείς μια σφαίρα εις τον κρόταφον.. διά ν' αποφύγη το αίσχος!» προσέθηκε βραδέως.

Επλησίασεν εις την θύραν και την έκλεισεν, είτα δε, βλέμμα ατενές, με τους οδόντας συνεσφιγμένους, προυχώρησε προς την τράπεζαν, επήρε το περίστροφόν του, το εξήτασεν, έστρεψε προς εαυτόν την κάνην του, και εβυθίσθη εις διαλογισμούς.

Έμεινεν ούτω, επί δύο λεπτά, με την κεφαλήν χαμηλωμένην, συγκεντρών τας σκέψεις του μετά καταφόρου εντατικότητος και με το ρεβόλβερ διαρκώς εις το χέρι.

«.. Βεβαίως!» διελογίσθη, ωσανεί ανεκάλυπτε το συμπέρασμα μακράς σειράς συλλογισμών λογικών και διαυγών. Πράγματι όμως συνεστρέφετο εντός του αυτού κύκλου των ιδεών και των νοερών απασχολήσεων, αίτινες τον εβασάνιζον από μιας ήδη ώρας. Ήσαν αι αυταί αναμνήσεις της διά παντός απωλεσθείσης ευτυχίας, το αυτό συναίσθημα ότι το μέλλον δεν είχε πλέον καμμίαν ευτυχίαν δι' αυτόν, η αυτή συναίσθησις του εξευτελισμού του,

«.. Βεβαίως!» διελογίσθη, όταν η σκέψις του διεισέδυσεν, εντός του αναλλοιώτου εκείνου κύκλου των συλλογισμών και των αναμνήσεων, είτα δε, στηρίξας το ρεβόλβερ επί της αριστεράς πλευράς του στήθους του, έθλιψε δυνατά το όπλον εις την χείρα του και επίεσε την σκανδάλην.

Δεν ήκουσε την εκπυρσοκρότησιν, αλλά κάποιος ισχυρός τιναγμός εντός του στήθους του, τον έκαμε να κλονισθή· εδοκίμασε να κρατηθή από του χείλους της τραπέζης, απέρριψε το ρεβόλβερ, εταλαντεύθη παρατηρών γύρω του με ύφος εκπλήξεως.

Δεν ανεγνώριζε πλέον το δωμάτιόν του.

Τα ταχέα και θορυβώδη βήματα του υπηρέτου του διασχίζοντος τον αίθουσαν, τον επανήγαγον εις τας αισθήσεις του· κατέβαλεν αγώνα πνεύματος και αντελήφθη ότι ευρίσκετο εξηπλούμενος κατά γης, και ότι είχεν αποπειραθή ν' αυτοκτονήση, διότι έβλεπεν αίμα επί της χειρός του.

«.. Απέτυχα!» είπεν, αναζητών διά της χειρός το περίστροφόν του.

Το όπλον ήτο παραπλεύρως αυτού, αλλά το ανεζήτει πολύ μακράν.

Μίαν μόλις ώραν βραδύτερον η νύμφη του Βρόνσκυ, η Βάσια, κατέφθασε μετά τριών ιατρών, οίτινες εξήπλωσαν τον τραυματίαν επί της κλίνης και επέδεσαν το τραύμα του.

* * *

Σπεύδων εις την επίκλησιν της συζύγου του, ο Καρένιν δεν είχεν προΐδει ότι η μετάνοια της Άννας ηδύνατο να είνε ειλικρινής, ότι θα την συνεχώρει και ότι θα επέζη.. Ήτο σφάλμα, το οποίον δύο μήνας μετά την εκ Μόσχας επιστροφήν του, εβάρυνεν επαχθώς επ' αυτόν.

Είχε διαπράξει το σφάλμα τούτο, ουχί μόνον διότι δεν είχε προΐδει την λύσιν ταύτην, αλλά και διότι μέχρι της ημέρας εκείνης δεν είχε γνωρίσει καλώς την ιδίαν του καρδίαν.

Προ της επιθανατίου κλίνης της συζύγου του, κατά πρώτην φοράν εις την ζωήν του είχεν εγκαταλειφθή εις το αίσθημα της τρυφεράς συμπαθείας, ην εγέννα εν αυτώ η θέα των συμφορών των άλλων και το οποίον άλλοτε εξελάμβανεν ως αδυναμίαν διά την οποίαν έπρεπε να εντρέπεται.

Ο οίκτος, ον ησθάνθη διά την Άνναν, η μεταμέλεια ην εδοκίμασεν αναμνησθείς ότι είχεν ευχηθή τον θάνατόν της, και ιδίως η εκ της συγνώμης χαρά, επράυναν όλας του τας βασάνους και τω εγέννησαν ποιόν τι συναίσθημα ενδομύχου γαλήνης, το οποίον του ήτο άγνωστον έως τότε.

Κατενόησεν εξαίφνης ότι εκείνο που του ήτο πηγή πάσης βασάνου, είχε μετατραπή εις πηγήν πνευματικής ευφροσύνης δι' αυτόν, και ότι αι αμφιβολίαι αίτινες εφαίνοντο αδιάλυτοι όταν κατεδίκαζεν, όταν κατηγόρει και εμίσει, είχον καταστή απλαί και διαυγείς όταν εσυγχώρησε και ηγάπησε.

Εσυγχώρησε την σύζυγόν του και την ελυπήθη εξ αιτίας των βασάνων της και της μετανοίας της.

Εσυγχώρησε τον Βρόνσκυ και τον ελυπήθη όταν κυρίως έμαθε το απεγνωσμένον του διάβημα.

Ελυπείτο ήδη τον υιόν του πλειότερον ή πρότερον και εμέμφετο εαυτού διότι τον είχε καθ' υπερβολήν παραμελήσει.. Διά δε την νεογέννητον κόρην του, ησθάνετο κάποιο ιδιάζον αίσθημα, ου μόνον συμπαθείας και πόνου, αλλ' αληθούς στοργικής τρυφερότητος.

Καθ' όσον όμως ο χρόνος παρήρχετο, παρετήρει ότι, όσον φυσική και αν του εφάνη η θέσις του, δεν θα του επετρέπετο να παραμείνη εν αυτή.

Ησθάνετο ότι πάντες όσοι τον εγνώριζον, τον παρετήρουν μετά τινος εκπλήξεως αορίστου, ότι δεν τον ενόουν και ότι ανέμενον παρ' αυτού αποφασιστικήν ενέργειαν.

Ησθάνετο κυρίως ότι αι μετά της Άννας σχέσεις του ήσαν φυσικαί και εστερούντο σταθερότητος.

Φθίνοντος του Φεβρουαρίου, η νεογέννητος παιδίσκη ησθένησεν. Ο Καρένιν επέρασεν όλας τας πρωινάς ώρας πλησίον της μικράς, έδωκε δε κατόπιν διαταγήν να κληθή ο ιατρός και μετέβη εις το υπουργείον.

Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν του, μετά τινας ώρας, εθώπευσε την κεφαλήν του υιού του και ηρώτησε την παιδαγωγόν τι είχεν είπει ο ιατρός δια την μπαίμπυ.

– Ο ιατρός είπεν ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος· διέταξε μπάνια, κύριε.

– Αλλά το παιδί υποφέρει; είπεν ο Καρένιν ακούσας φωνάς από του εγγύς δωματίου.

Εσκέφθη επί στιγμήν, είτα δε εισήλθεν εις το συνεχόμενον δωμάτιον.

Η μικρά ήτο κατακεκλιμένη, με το κεφάλι προς τα οπίσω, εις τας αγκάλας της τροφού, και ηρνείτο να πίη.

– Δεν είνε καλλίτερα; ηρώτησεν ο Καρένιν.

– Πολλή ταραχή έχει, απήντησεν ημιφώνως η τροφός.

Επί μίαν στιγμήν ητένισε σιωπηλώς το βρέφος με έκφρασιν πόνου, αλλ' αίφνης κάποιο μειδίαμα διέστειλε το δέρμα του μετώπου του και εξήλθε του δωματίου ακροποδητί.

Εις την αίθουσαν του φαγητού εκωδώνισε καλέσας τον υπηρέτην και διέταξεν αύθις να κληθή ο ιατρός.

Ήθελε να μη αναμιχθή η Άννα εις την περίθαλψιν του θελκτικού εκείνου μικρού, και προυτίμα να μη εισέλθη και αυτός εις τον κοιτώνα της υπό την πνευματικήν κατάστασιν που ευρίσκετο, τόσω δε μάλλον καθ' όσον εφοβείτο να ευρεθή αντιμέτωπος της πριγκηπίσσης Μπέτσυ, της οποίας είχεν ίδει το όχημα προ της θύρας του.

Αλλ' η Άννα θα εύρισκεν ίσως παράδοξον το πως δεν μετέβαινεν όπως συνήθως, να την χαιρετήση. Κατέβαλε τότε αγώνα επιβολής αφ' εαυτού και διηυθύνθη προς τον κοιτώνα της συζύγου του.

Αλλ' εν ώ επλησίαζεν είς την θύραν, ήκουσε, χωρίς να το θέλη κάποιαν συνομιλίαν.

– Θα εννοούσα την άρνησίν σας και την ιδικήν του αν δεν ανεχώρει.. Αλλ' ο σύζυγός σας πρέπει λοιπόν να υπερέχη όλων αυτών; έλεγεν η Μπέτσυ.

 

– Δεν το θέλω δι' εμέ, όχι διά τον σύζυγόν μου. Μη μου ομιλείτε πλέον περί αυτού, απήντησεν η Άννα διά φωνής συγκεκινημένης.

– Αναμφιβόλως, αλλ' εν τούτοις είνε αδύνατον να μη επιθυμήτε ν' αποχαιρετήσετε ένα άνθρωπον, που παρ' ολίγον να σκοτωθή διά σας;.

– Δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον προτιμώ να μη τον επανίδω.

Ο Καρένιν εσταμάτησε με το ύφος τρομαγμένον και ένοχον.

Εσκέφθη ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλά το τοιούτον θα ήτο ανάξιον αυτού. Έβηξε δυνατά και επλησίασεν εις την θύραν.

Αι φωναί εσιώπησαν. Εισήλθεν.

Η Άννα φέρουσα φαιόν κοιτωνίτην και τα μαύρα της μαλλιά κομμένα κοντά και καταπίπτοντα εις θυσάνους πυκνούς περί την στρογγύλην της κεφαλήν, εκάθητο επί τινος αναπαυτήρος.

Μόλις παρετήρησε τον σύζυγόν της, η ζωηρότης της μορφής της εξέλιπεν, όπως πάντοτε· εχαμήλωσε την κεφαλήν και ητένισε την Μπέτσυ ανησύχως.

Η πριγκήπισσα Τβερσκάια, με την κεφαλήν χαμαί νεύουσαν, υπεδέχθη τον Καρένιν διά σκωπτικού μειδιάματος.

– Α! είπε με τόνον εκπλήξεως σχεδόν. Λογίζομαι λίαν ευτυχής που σας βλέπω. Δεν φαίνεσθε πουθενά. Δεν σας είδα από της εποχής που ησθένησεν η Άννα.. Αλλά γνωρίζω τα πάντα, είσθε θαυμάσιος σύζυγος!

Επρόφερε τας λέξεις ταύτας με ύφος χαρακτηριστικόν και κολακευτικόν, ως να απένεμεν εις τον Καρένιν παράσημον μεγαλοψυχίας διά την προς την σύζυγόν συμπεριφοράν του.

Ο Καρένιν εχαιρέτησε ψυχρώς, ησπάσθη την χείρα της συζύγου του και ηρώτησε περί της υγείας της.

– Νομίζω ότι πηγαίνω καλλίτερα, απήντησεν η Άννα, αποφεύγουσα το βλέμμα του συζύγου της.

– Έχετε χρώμα πυρετού, είπεν εκείνος, τονίσας την τελευταίαν του λέξιν.

– Την έκαμα να ομιλήση επί πολύ! είπεν η Μπέτσυ.. Είνε εγωισμός εκ μέρους μου, και.. το σκάζω..

Ηγέρθη, αλλ' η Άννα, γενομένη κατακόκκινη, την εκράτησεν από το χέρι.

– Όχι, μείνατε, σας παρακαλώ, έχω να σας ομιλήσω..

Και, αποτόμως, είπε προς τον σύζυγόν της:

– Προς υμάς έχω να ομιλήσω, δεν θέλω και δεν δύναμαι να έχω μυστικά διά σας.. Η Μπέτσυ ήλθε να μου είπη ότι ο κόμης Βρόνσκυ επεθύμει να έλθη να σας ίδη, ίνα μας αποχαιρετήση προ της αναχωρήσεώς του εις Τασκένδην.

Ομιλούσα, δε ητένιζε τον σύζυγόν της και έσπευδε να διατυπώση παν ό,τι ήθελε να είπη, αν και πολύ της εστοίχιζε τούτο.

– Εγώ απήντησα ότι δεν δύναμαι να τον δεχθώ.

– Αγαπητή Άννα, είπατε ότι τούτο εξαρτάται από τον σύζυγόν σας, επεδιώρθωσεν η Μπέτσυ.

– Αλλ' όχι, δεν επιθυμώ εγώ να τον δεχθώ, διότι το τοιούτο θα μ' έφερεν εις.

Δεν συνεπλήρωσε την φράσιν της και ητένισε τον Καρένιν ερωτηματικώς, αλλ' εκείνος είχεν αποστρέψει την κεφαλήν.

– Εν μια λέξει, δεν θέλω εγώ, επανέλαβεν.

Ο Καρένιν την επλησίασε με την πρόθεσιν να λάβη την χείρα της.

Η πρώτη κίνησις της Άννας υπήρξε να υπεκφύγη την θλίψιν της χειρός του Καρένιν, αλλά κατέβαλεν αγώνα εφ' εαυτή και έσφιγξε τα δάκτυλά του.

– Σας ευχαριστώ διά την εμπιστοσύνην που μου εκδηλούτε, είπεν εκείνος, συγκεχυμένος και στενοχωρημένος διότι ησθάνετο, ότι εκείνο που θα ηδύνατο ευκόλως να λύση μόνος του, πρόσωπον προς πρόσωπον μεθ' εαυτού, ήτο πολύ βαρύ ν' αποφασισθή επί παρουσία της πριγκηπίσσης Τβερσκάια.

Η Μπέτσυ ήτο δι' αυτόν η ενσάρκωσις της αγροίκου εκείνης δυνάμεως, ήτις ώφειλε να καθοδηγή την ζωήν του εις τα μάτια του κόσμου και τον ημπόδιζε να παραδοθή εις το ίδιόν του αίσθημα της αγάπης και της συγγνώμης. Εσιώπησε λοιπόν και ητένισε την πριγκήπισσαν.

– Λοιπόν! χαίρε, ωραία μου, είπεν η Μπέτσυ εγερθείσα. Ησπάσθη δε την Άνναν και εξήλθεν.

Ο Καρένιν την κατευώδωσε.

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς, γνωρίζω την μεγάλην σας καρδίαν, τω είπε, σταματήσασα εις το μικρό σαλόνι και θλίψασα δυνατά την χείρα του. Εγώ είμαι ξένη, αλλά αγαπώ την Άνναν και σέβομαι υμάς, λαμβάνω δε την τόλμην να σας δώσω μίαν συμβουλήν.. Δεχθήτε τον κόμητα Βρόνσκυ, είνε η προσωποποίησις της τιμής.. άλλως τε αναχωρεί διά Τασκένδην.

– Σας ευχαριστώ, πριγκήπισσα, διά την καλήν σας συμβουλήν και διά την συμπάθειάν σας, αλλά μόνη η Άννα θ' αποφασίση ποίον θέλει να δεχθή.

Ο Καρένιν απεχαιρέτησε την Μπέτσυ εις το σαλόνι και επέστρεψε πλησίον της συζύγου του.

Είχεν εξαπλωθή, αλλ' εις τον κρότον των βημάτων των ηγέρθη ζωηρώς εκάθησεν εις ην στάσιν και πρότερον και τον ητένισε μετά τρόμου.

Εκείνος αντελήφθη ότι είχε κλαύσει.

– Σου είμαι λίαν ευγνώμων διά την εμπιστοσύνην που μου εκδηλώνεις, είπεν ο Καρένιν.. Σου είμαι δ' επίσης ευγνώμων και διά την απόφασίν ην έλαβες. Και εγώ φρονώ ότι, αφού ο Κόμης Βρόνσκυ αναχωρεί, είνε περιττόν να έλθη εις επίσκεψίν μας. Εν τούτοις.

Η Άννα τον διέκοψε μετά τινος ερεθισμού, τον οποίον δεν ηδύνατο ν' αποκρύψη.

– Είπον ήδη ότι δεν θα τον δεχθώ, προς τι να το επαναλάβω.

«Είνε περιττόν να έλθη εδώ», διελογίσθη, «περιττόν να έλθη ν' αποχαιρετήση την γυναίκα που αγαπά, διά την οποίαν ηθέλησε ν' αυτοκτονήση, χάριν της οποίας κατέστρεψε το μέλλον του, την γυναίκα που δεν δύναται να ζήση άνευ αυτού.. Ναι, είνε περιττόν.»

– Ας μη ομιλώμεν πλέον περί του ζητήματος τούτου, προσέθηκεν ηρεμώτερον.

– Σε αφήκα ελευθέραν ν' αποφασίσης συ η ιδία επί του θέματος τούτου και λογίζομαι λίαν ευτυχής βλέπων.. Ο βραδύς του τρόπος του ομιλείν και λέγειν πράγματα, τα οποία εγνώριζεν εκ των προτέρων την ηρέθιζε, και συνεπλήρωσε την φράσιν του.

– Ότι η επιθυμία του συμπίπτει με την ιδικήν σας;

– Ναι, απήντησεν εκείνος επιβεβαιωτικώς. ,. Η δε πριγκήπισσα Τβερσκάια ατόπως αναμιγνύεται εις ζητήματα οικογενειακά τόσον περίπλοκα. Και κυρίως αυτή, ήτις.

– Δεν πιστεύω τίποτε αφ' όσα λέγονται περί αυτής, είπεν η Άννα ζωηρώς.. Εγώ γνωρίζω ότι με αγαπά ειλικρινώς.

Ο Καρένιν εστέναξε και εσιώπησε.

– Παρήγγειλα να έλθη ο ιατρός, είπεν.

– Είμαι καλά, δεν έχω ανάγκην ιατρού.

– Διά την μικράν εννοώ, δεν παύει να φωνάζη.

Η Άννα εκωδώνισε και διέταξε να της φέρουν το βρέφος.

Ο Καρένιν εξήλθε του δωματίου.

«.. Όχι», διελογίσθη, «τα πράγματα δεν επιτρέπεται να εξακολουθήσουν κατ' αυτόν τον τρόπον».

Ουδέποτε έως τότε είχε εννοήσει τόσον καταφανώς όσον κατά την ημέραν εκείνην, ότι θα του ήτο αδύνατον να διατηρήση την κατάστασιν εκείνην εις τα μάτια του κόσμου και να νικήση το μίσος της συζύγου του. Ουδέποτε έως τότε είχεν αντιληφθή εκδηλουμένην ευκρινέστερον την μυστηριώδη εκείνην κτηνώδη δύναμιν, η οποία, αντιθέτως προς τας ηθικάς του διαθέσεις, καθωδήγει την ζωήν αυτού, τον εξηνάγκαζε να ενεργή συμφώνως προς τους ιδίους νόμους και δεν του επέτρεπε να διατηρή μετά της Άννας τας σχέσεις, ας επεθύμει.

Αλλά τι η σύζυγός του και ο κόσμος εζήτουν απ' αυτόν; Δεν ηδύνατο να το εννοήση.

Αντιθέτως δε, κατενόει ότι κάποιον αίσθημα οργής, όπερ ετάραττε την ησυχίαν του και εξουδετέρωνεν όλην την αξίαν της γενναιόφρονος διαγωγής του, εκυριάρχει ήδη της ψυχής αυτού.

* * *

Καθ' ήν στιγμήν η Μπέτσυ εξήρχετο του σαλονίου, ο Ομπλόνσκυ την εσταμάτησεν εις την θύραν.

– Α! πριγκήπισσα, σεις είσθε! Τι θελκτική συνάντησις! Επέρασα από το σπίτι σας.

– Συνάντησις πολύ βραχεία, διότι φεύγω, είπεν η Μπέτσυ, μειδιώσα ενώ εφόρει τα γάντια της.

– Μη βάζετε τα γάντια, πριγκήπισσα, προτού ασπασθώ το χεράκι σας. Ευλογώ την επάνοδον της παλαιάς μόδας μόνον δι' αυτό της το ευεργέτημα.

Ησπάσθη τα δάκτυλα της πριγκηπίσσης, την συνόδευσε μέχρι του αντιθαλάμου, την απεχαιρέτησε και εισήλθεν εις το διαμέρισμα της αδελφής του.

Την ευρήκε κλαίουσαν. Παρά την σπινθηροβολούσαν εκ φαιδρότητος ευδιαθεσίαν του, ο Ομπλόνσκυ προσέλαβεν αμέσως τον τόνον εκείνον της συμπαθείας, όστις ήρμοζεν εις την πνευματικήν κατάστασιν της Άννας. Την ηρώτησε περί της υγείας της και περί του τρόπου καθ' όν είχε διέλθει τας πρωινάς της ώρας.

– Άσχημα, πολύ άσχημα… το πρωί όπως τη νύχτα σήμερα όπως χθες και αύριον όπως σήμερον.

– Νομίζω ότι αφίεσαι να βλέπης τα πράγματα υπερβολικά μαύρα. Ανάγκη να αλλάξης σκέψεις, ν' ατενίσης την ζωήν κατά μέτωπον.. Είνε οδυνηρόν, αλλά.

– Έχω ακούσει να λέγουν, ότι υπάρχουν γυναίκες, αίτινες αγαπώσι μερικούς άνδρας διά τα ελαττώματά των, αλλ' εγώ τον αποστρέφομαι διά την αρετήν του. Δεν ημπορώ να ζήσω μαζί του. Θέλησε να μ' εννοήσης, και να τον βλέπω απλώς μου κάμνει κακό και με εξοργίζει.. Δεν ειμπορώ, δεν ειμπορώ να ζήσω μαζί του!.. Τι να κάμω!.. Ήμην δυστυχής και ενόμιζα ότι είνε αδύνατον να γείνω δυστυχεστέρα, αλλά μου ήτο αδύνατον να φαντασθώ τας αρρήτους βασάνους που υφίσταμαι τόρα. Εννόησέ το λοιπόν, εννόησέ το, γνωρίζω ότι είνε αγαθός, εξαίσιος άνθρωπος και τον απεχθάνομαι!.. Τον αποστρέφομαι διά την μεγαλοψυχίαν του! Δεν μου μένει παρά.

Ήθελε να είπη: «ν' αποθάνω»· αλλ' ο Ομπλόνσκυ δεν την αφήκε να συμπληρώση την φράσιν της.

– Είσαι υπερβολική, αγαπητή μου, είσαι άρρωστη, παρωργισμένη· η κατάστασις δεν είναι τόσον τρομερά, είπε μειδιών.

Ουδείς, εκτός του Ομπλόνσκυ, ενώπιον μιας τοιαύτης απελπισίας, θα επέτρεπεν εαυτώ να μειδιά. Από κάθε άλλον το μειδίαμα θα εθεωρείτο απρεπές, αλλ' εις το μειδίαμα του Ομπλόνσκυ ενυπήρχε τόση καλλωσύνη και τρυφερότης σχεδόν γυναικεία, ώστε αντί να πειράζη, το μειδίαμά του επράυνε και εγλύκαινε τον πόνον.

Οι βραδείς και καθησυχαστικοί του λόγοι ενείχον την μαλλακτικήν ιδιότητα του αμυγδαλελαίου, και η Άννα συνησθάνθη το πραϋντικόν των αποτέλεσμα.

– Όχι, αγαπητέ Στίβα, είπεν, είμαι χαμένη, χαμένη.. Και, κάτι χειρότερα· δεν επέθανα ακόμη, δεν θέλω να είπω ότι ετελείωσε το παν, εξ εναντίας, αισθάνομαι ότι δεν έφθασα ακόμη εις το τέρμα. Ομοιάζω με σχοινί τεντωμένο που οφείλει να κοπή.. Το τέλος δεν επήλθε ακόμη, και.. όταν επέλθη, θα είνε τρομερόν!

– Συγγνώμην, πρέπει το σχοινί να χαλαρωθή σιγά-σιγά.. Καμμία κατάστασις δεν είνε αδιέξοδος.

– Το εσκέφθην. Μία μόνη διέξοδος υπάρχει.

Ο Ομπλόνσκυ κατενόησε πάλιν ότι η διέξοδος αύτη, εις τα όμματά της, ήτο ο θάνατος, και την διέκοψεν εκ νέου.

– Δεν δύνασαι ν' αντιληφθής την θέσιν σου τόσον ευκρινώς, όσον την αντιλαμβάνομαι εγώ. Επίτρεψόν μου λοιπόν να σου είπω ειλικρινώς την γνώμην μου.

Και εμειδίασεν αύθις καταπραϋντικώς.

– Θα πάρω τα πράγματα από την αρχήν των: ενυμφεύθης ένα άνδρα κατά είκοσιν έτη μεγαλείτερόν σου. Ενυμφεύθης χωρίς έρωτα και εν τη αγνοία του έρωτος. Δέχομαι ότι τούτο ήτο σφάλμα.

– Σφάλμα τρομερόν, είπεν η Άννα.

– Αλλ' είνε γεγονός τετελεσμένον. Κατόπιν, σου συνέβη, θα το είπω, το δυστύχημα να μη αγαπάς τον σύζυγόν σου και ν' αγαπήσης άλλον. Είνε δυστύχημα, αλλ' είνε και αυτό γεγονός τετελεσμένον. Και ο σύζυγος σου ανεγνώρισε το γεγονός αυτό και σε συνεχώρησε.

Μεθ' εκάστην φράσιν διεκόπτετο διά να της δώση καιρόν να ομιλήση, αλλ' εκείνη ετήρει σιγήν.

– Έτσι είνε.. Τόρα λοιπόν το ζήτημα τίθεται ως εξής: ειμπορείς να εξακολουθήσης συζώσα με τον άνδρα σου;. Το επιθυμεί εκείνος!

– Δεν γνωρίζω τίποτε, τίποτε!.

– Αλλά, μου είπες προ ολίγου ότι δεν ειμπορείς να τον υποφέρης;

– Όχι, δεν το είπα, παίρνω 'πίσω τα λόγια αυτά, δεν γνωρίζω τίποτε και δεν εννοώ τίποτε.

– Εν τούτοις, επίτρεψόν μου. Βασανίζεσθε και οι δύο, και, πού τούτο ειμπορεί να καταλήξη;. Το διαζύγιον, εξ εναντίας, λύει όλους τους δεσμούς.

Έδωκε την συμβουλήν ταύτην, ήτις απετέλει την δεσπόζουσαν ιδέαν του, όχι άνευ δισταγμού, και την εκύτταξεν εμφαντικώς.

Η Άννα τον ητένισε με τα σκεπτικά της μάτια, που ηκτινοβόλουν, και δεν είπε λέξιν.

* * *

Ο Ομπλόνσκυ εισήλθεν εις το δωμάτιον του Καρένιν με κάπως επίσημον ύφος. Ο γαμβρός του όρθιος, με τας χείρας ηνωμένας επί της ράχεως, εσκέπτετο ακριβώς επί των ζητημάτων, τα οποία ο Ομπλόνσκυ είχε συζητήσει μετά της Άννας.

– Μήπως σ' ενοχλώ; ηρώτησε.

– Όχι δεν μ' ενοχλείς, απήντησεν ο Καρένιν αδιαφόρως, έχεις τίποτε να μ' ερωτήσης;

– Ναι.. Θα επιθύμουν.. Έχω ανάγκην.. Ναι, πρέπει να σου ομιλήσω, είπεν ο Ομπλόνσκυ, κατάπληκτος διότι ησθάνθη εαυτόν διστακτικόν.

Κατέβαλεν αγώνα και εδέσποσε της συγχύσεώς του.

– Ελπίζω ότι έχεις πεποίθησιν περί της αγάπης που τρέφω προς την αδελφήν μου και περί της αφοσιώσεως και του σεβασμού μου προς σε, είπεν ερυθριάσας.

Ο Καρένιν έμεινεν όρθιος ενώπιόν του και δεν απεκρίθη, αλλ' η μορφή του έσχε την έκφρασιν υπομονητικού μάρτυρος· ο Ομπλόνσκυ συνεκινήθη.

– Επιθυμώ να σου ομιλήσω περί της αδελφής μου και περί της αμοιβαίας σας θέσεως, είπεν ο Ομπλόνσκυ εξακολουθών να παλαίη κατά της διστακτικότητός του.

Ο Καρένιν τον ητένισε με μειδίαμα πλήρες θλίψεως, είτα δ' επλησίασεν εις την τράπεζαν, έλαβε μίαν επιστολήν, ην είχεν αρχίσει να γράφη και την έτεινε προς τον γυναίκαδελφόν του.

– Δεν παύω σκεπτόμενος πάντοτε το αυτό· αφ' ού η παρουσία μου εξοργίζει την Άνναν, ιδού τι έγραψα, σκεπτόμενος ότι θα εξεφραζόμην καλλίτερα αφ' όσον θα ηδυνάμην να το πράξω προφορικώς.

Ο Ομπλόνσκυ έλαβε το χειρόγραφον, εκύταξε μετ' εκπλήξεως τα στυγνά μάτια του Καρένιν που τον προσέβλεπον ατενώς και ανέγνω:

«Παρατηρώ ότι η παρουσία μου σας είνε επαχθής. Όσον οδυνηρόν και αν μου είνε να το ομολογήσω οφείλω να πεισθώ περί τούτου. Ούτως έχει το πράγμα και δεν δύναται να έχη διαφορετικά. Δεν σας κατηγορώ, και, μάρτυς μου ο Θεός, ότι όταν σας είδα κατά το διάστημα της ασθενείας σας, έλαβα την απόφασιν να λησμονήσω παν ό,τι συνέβη και ν' αρχίσω νέαν ζωήν. Δεν μεταμελούμαι, δεν θα μεταμεληθώ ποτέ δι' ό,τι έπραξα· μόνον το καλόν σας επόθησα, την ανακούφισιν της ψυχής σας, αλλά βλέπω ότι δεν επέτυχον του σκοπού μου. Ειπέτε μου, σεις η ιδία, τι δύναται να σας δώση την αληθή ευτυχίαν και τι δύναται ν' αποδώση την γαλήνην εις την ψυχήν σας. Επαφίεμαι εξ ολοκλήρου εις την θέλησίν σας και εις την ευθυκρισίαν σας».

 

Ο Ομπλόνσκυ απέδωκε την επιστολήν εις τον γαμβρόν του και εξηκολούθησε να τον παρατηρή με την αυτήν και πρότερον κατάπληξιν.

Η σιγή εκείνη εφάνη εις αμφοτέρους τόσον επαχθής, ώστε ο Ομπλόνσκυ ησθάνθη ότι τα χείλη του έτρεμον.

– Αυτό είχα να της είπω, ετόνισεν ο Καρένιν υποστραφείς.

– Ναι, ναι.. απεκρίθη ο Ομπλόνσκυ.

Δεν ηδύνατο να ομιλήση, τα δάκρυα του απέπνιγον τον λάρυγγα.

– Ναι, ναι, σας εννοώ, είπε τέλος.

– Επιθυμώ να μάθω τι αυτή επιθυμεί, επανέλαβεν ο Καρένιν.

Φοβούμαι ότι η ιδία δεν αντιλαμβάνεται σαφώς την θέσιν της.. Δεν δύναται να είνε αυτή δικαστής. Είνε συντετριμμένη, αυτή είνε η λέξις, από την μεγαλοψυχίαν σου. Όταν αναγνώση την επιστολήν σου, δεν θα δυνηθή να εύρη τίποτε ν' απαντήση, θα κύψη μόνον την κεφαλήν ακόμη χαμηλότερα.

– Αλλά, πώς λοιπόν δύναμαι να μάθω τας επιθυμίας της;

– Ας μου επιτρέπης να σου δώσω την γνώμην μου, φρονώ ότι συ οφείλεις να εξεύρης τα μέσα δι' ων θα τεθή τέρμα εις αυτήν την κατάστασιν.

– Ώστε, φρονείς ότι πρέπει να τεθή τέρμα; διέκοψεν ο Καρένιν. Αλλά, πώς να το κάμω; προσέθηκεν υψώσας τας χείρας του μέχρι των οφθαλμών του.. Δεν βλέπω την δυνατήν διέξοδον.

Ο Ομπλόνσκυ ηγέρθη και είπε ζωηρώς:

– Δεν υπάρχει κατάστασις άνευ διεξόδου· πρό τινος χρόνου, επεθύμεις την ρήξιν!.. Αν σήμερον φθάσης εις το συμπέρασμα ότι δεν δύνασθε να καταστήτε αμοιβαίως ευτυχείς.. Φίλε μου, είνε, απόλυτος ανάγκη, εις ην κατάστασιν ευρίσκεσθε, να καθιερώσητε νέας αμοιβαίας σχέσεις, αι δε σχέσεις αύται δεν δύνανται να καθιερωθώσι παρά μόνον αν αποδοθή η ελευθερία εις αμφοτέρους σας.

– Διά του διαζυγίου! ανεφώνησεν ο Καρένιν μετ' αποτροπιασμού.

– Μάλιστα, διά του διαζυγίου, διά του διαζυγίου, επανέλαβεν ο Ομπλόνσκυ. Αυτή είνε η λογικωτέρα λύσις διά τους συζύγους, των οποίων αι σχέσεις καθίστανται τόσον τεταμέναι. Τι γίνεται όταν οι σύζυγοι αποκαλύψουν ότι η συμβίωσίς των δεν τοις είνε πλέον δυνατή;.

Ο Καρένιν εστέναξεν οδυνηρώς και έκλεισε τους οφθαλμούς

– Έν μόνον είνε συζητήσιμον: ο έτερος των συζύγων επιθυμεί να έλθη εκ νέου εις γάμον; Αν όχι, το πράγμα λύεται αφ' εαυτού.

Την φοράν ταύτην ο Ομπλόνσκυ ηνόησεν εαυτόν απηλλαγμένον παντός αισθήματος στενοχωρίας ή δισταγμού.

Η μορφή του Καρένιν συνεσπάσθη εκ συγκινήσεως, εψιθύρισε δε κατά μέρος λέξεις ανάρθρους και δεν απεκρίθη.

Χιλιάκις είχεν αναλογισθή τα πράγματα εκείνα, τα οποία εφαίνοντο τόσον απλά εις τον Ομπλόνσκυ, και τα εύρισκεν απαράδεκτα. Δεν εδέχετο πλέον το διαζύγιον, διότι το αίσθημα της ιδίας του αξιοπρεπείας και ο προς την θρησκείαν σεβασμός δεν τω επέτρεπον ν' αναλάβη την κατηγορίαν μιας υποθετικής μοιχείας, ακόμη δε ολιγώτερον να δεχθή να μαρανθή η σύζυγός του, την οποίαν είχε συγχωρήσει και ην ηγάπα.. Έπειτα, τι θ' απεγίνετο ο υιός του εν περιπτώσει διαζυγίου; Να τον αφήση μετά της μητρός του δεν ήτο δυνατόν. Η διεζευγμένη μήτηρ θ' απέκτα αθέμιτον οικογένειαν εν τη οποία η θέσις του νομίμου υιού θα ήτο ψευδής και η ανατροφή του ατελής. Να τον κρατήση; Το τοιούτο θα ήτο εκ μέρους του πράξις εκδικήσεως, την οποίαν δεν ήθελε να διαπράξη.. Ο Καρένιν τέλος απέκρουε το διαζύγιον κυρίως διότι εγνώριζεν ότι τούτο θ' απετέλει την καταστροφήν της Άννας. Το ν' αποδώση εις την γυναίκα του την ελευθερίαν της, ήτο, κατά τας ιδέας του Καρένιν, ως να αφίετο ν' αποσπασθή απ' αυτού του ιδίου ο τελευταίος προς την ζωήν δεσμός, τα παιδιά του, τα οποία ηγάπα και ως να εστέρει ταυτοχρόνως την Άνναν του εσχάτου στηρίγματός της επί της οδού του αγαθού!

Εγνώριζεν ότι άπαξ διαζευγνυμένη, θα ηκολούθει τον Βρόνσκυ και θα προσεχώρει εις σύνδεσμον αθέμιτον και εγκληματικόν, καθ' όσον, συμφώνως προς τους εκκλησιαστικούς κανόνας, μία γυνή δεν δύναται να νυμφευθή έτερον άνδρα εφ' όσον ο σύζυγος της ζη.

«.. Θα τον ακολουθήση», εσκέπτετο ο Καρένιν, «και, μετά έν ή δύο έτη θα την εγκατάλειψη, ή θα προσχωρήση εις νέον δεσμόν και το σφάλμα θα επαναπέση εις βάρος μου, διότι θα έχω συγκατατεθή εις διαζύγιον ανήθικον».

Δεν εδέχετο λοιπόν ο Καρένιν ουδέν εξ όσων έλεγεν ο Ομπλόνσκυ, αλλά τον ηκροάτο, διότι ησθάνετο ότι διά του στόματος αυτού εξεφράζετο η ισχυρά εκείνη κτηνώδης δύναμις, ήτις, παρά την θέλησίν του, εδέσποζε της ζωής του και εις την οποίαν θα ήτο υπόχρεως να υποκύψη.

– Το ζήτημα έγκειται τόρα εις τούτο: Υπό τίνας όρους θα εδέχεσο το διαζύγιον; Ε κ ε ί ν η δεν επιθυμεί τίποτε, δεν τολμά να ζητήση τίποτε, επαφίεται δ' εξ ολοκλήρου εις την γενναιοψυχίαν σου.

«Ύψιστε, Ύψιστε, διατί;» εσκέφθη ο Καρένιν αναλογισθείς όλας τας λεπτομερείας του διαζυγίου όταν ο σύζυγος αποδέχεται εις βάρος του την ευθύνην. Και, εξ αισχύνης, εκάλυψε την μορφήν διά των χειρών του με το αυτό κίνημα, όπερ είχε κάμει ο Βρόνσκυ παρά την κλίνην της παραληρούσης Άννας.

– Ναι, ναι, εκραύγασε διά της οξείας φωνής του, αναλαμβάνω εγώ το αίσχος, της δίδω μάλιστα και τον υιόν μου, αλλά δεν θα ήτο συμφερώτερον να τ' αποφύγωμεν όλα αυτά;.. Άλλως τε κάμε όπως επιθυμείς.

Ο Ομπλόνσκυ συνεκινήθη.

– Πίστευσόν με, είπε, μετά στιγμήν σιωπής, θα εκτιμήση πληρέστατα το μεγαλείον της ψυχής σου!

Τα δάκρυα ημπόδιζον τον Καρένιν να ομιλήση.

– Είνε πεπρωμένον, και πρέπει να υποταχθώμεν εις αυτό, είπεν ο Ομπλόνσκυ. Αποδέχομαι την δυστυχίαν αυτήν ως γεγονός τετελεσμένον και βιάζω εμαυτόν να προσέλθω εις βοήθειαν αμφοτέρων σας.

Όταν εξήλθε του δωματίου του γαμβρού του, ο Ομπλόνσκυ ήτο συγκεκινημένος, τούθ' όπερ όμως δεν τον ημπόδισε να συγχαρή εαυτόν διότι τόσον τελείως είχεν επιτύχει η αποστολή του. Ήτο βέβαιος ότι ο Καρένιν δεν θα ήλλασσε γνώμην.

* * *

Το τραύμα του Βρόνσκυ είχε θέσει εις κίνδυνον την ζωήν του, αν και η σφαίρα δεν είχε θίξει την καρδίαν. Επί πολλάς ημέρας παρέμεινε μεταξύ ζωής και θανάτου.

Όταν διά πρώτην φοράν ηδυνήθη να ομιλήση, εις το δωμάτιόν του ευρίσκετο μόνη η νύμφη του Βάρια.

– Βάρια, της είπε διά τόνου αυστηρού, ετραυματίσθην εξ απροσεξίας. Σε παρακαλώ, να μη κάμης υπαινιγμόν περί του γεγονότος τούτου, ειπέ εις όλους ότι πρόκειται περί τυχαίου επεισοδίου. Δεν παραληρώ πλέον, σου το ζητώ σοβαρώς: κανείς να μη είπη ότι ηθέλησα να συντομεύσω τας ημέρας μου!

– Ουδείς το λέγει, απήντησεν εκείνη· ελπίζω μόνον ότι δεν θα ξανατραυματισθής εξ απροσεξίας.

– Το ελπίζω, αν και προτιμότερον θα ήτο,.

Νευρικόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του. Παρά τους λόγους του δε, οίτινες κατετρόμαξαν την Βάρια, μόλις η φλεγμονή παρήλθε και ήρχισε ν' ανακτά τας δυνάμεις του, συνησθάνθη ότι είχεν απαλλαγή κατά τι από το άλγος του. Του εφάνη ότι απειλήσας την ιδίαν του ζωήν είχεν εκπλύνει το αίσχος και την ταπείνωσιν, ην είχεν αισθανθή. Τόρα ηδύνατο να σκέπτεται ηρέμως περί του Καρένιν. Ανεγνώριζε δε το μεγαλείον της ψυχής αυτού χωρίς να αισθάνεται πλέον εαυτόν τεταπεινωμένον,. Κατόπιν επανέλαβε την παλαιάν του ζωήν· τω κατέστη ηθικώς δυνατόν ν' αφεθή να οδηγήται από τους παλαιούς κανόνας της συμπεριφοράς του, και ν' ατενίζη τους ανθρώπους κατά πρόσωπον, χωρίς να ερυθριά. Αλλ' είχε και την πικράν απόγνωσίν ότι είχε χάσει διά παντός την Άνναν. Δεν ηδύνατο ν' αποσπάση της καρδιάς του το αίσθημα τούτο, αν και δεν έπαυσε παλαίων κατ' αυτού.

Είχε σταθερώς αποφασίσει, αφ' ότου το σφάλμα του είχεν εξαγορασθή ενώπιόν του συζύγου, να παραιτηθή της Άννας και να μη παρεντεθή ουδέποτε πλέον μεταξύ αυτής, της μετανοίας της και του συζύγου της, του ήτο όμως αδύνατον να παρηγορηθή διά την απώλειαν του έρωτός του. Δεν ηδύνατο ν' αποσβέση εκ της μνήμης του τας στιγμάς της ευτυχίας ην είχεν απολαύσει μαζί της. Τότε ελάχιστα είχεν εκτιμήσει ταύτα, τόρα όμως τον εβασάνιζον διά γοητείας επιμόνου.

Ο στρατηγός Σερπουχόβσκη εσκέφθη να του προμηθεύση κάποιαν ανωτέραν θέσιν εις την Τασκένδην, και ο Βρόνσκυ, άνευ δισταγμού απεδέχθη την τοποθέτησιν. Αλλά, καθ' όσον επλησίαζεν η στιγμή της αναχωρήσεώς του, ησθάνετο πολύ βαρύτερον την θυσίαν ην έκαμνε δι' εκείνο, το οποίον έκρινεν ως καθήκον του.