Τώρα σου δέομαι, των Ολύμπιων
θεών πατέρα Δία,
εμείς που λαχταρούμε το καλό μ' ευλάβεια,
δόσε να δούμε αλήθεια ευδία·
το δίκιο η κάθ' ευχή μας σου ζητά,
εσύ να τον φυλάγης, Δία.
Ναι, κάμε, ω Δία, νικητής,
μες στα παλάτια, των εχθρών να γίνη
κι αν τον υψώσης συ τρανό,
διπλή τριπλή την οφειλή
πρόθυμα θα σου δίνη.
Φίλου σου ανθρώπου ταρφανό
πουλάρι, γνώριζέ το,
σ' έν' άρμα συμφορών εζεύχτηκε
και στο τρεχιό του βάλε συ ένα μέτρο·
ποιο βήμα τρέχοντας με τόση ορμή
σ' έδαφος τέτοιο να φυλάη το μέτρο;
Ναι, κάμε, ω Δία, νικητής,
μες στα παλάτια, των εχθρών να γίνη
κι αν τον υψώσης συ τρανό,
διπλή τριπλή την οφειλή
πρόθυμα θα σου δίνη.
Και σεις, που μέσα στο παλάτι, τάδυτα
χαίρεσθε με τα πλούτη τα φαιδρά των,
ακούστε μας, ομόγνωμοι θεοί,
και με την νέα στερνήν εκδίκησι
των πρωτινών ξεπλύνετε το αίμα κριμάτων^
και πια εδώ μέσ' ας μη ακλουθήση
ο γέρος φόνος να γεννοβολήση.
Συ που την τρίσβαθη σπηλιά
την ώριαν έχεις κατοικία,
κάμε το σπίτι τούτο ναναβλέψη
και λαμπρό φως ελευθεριάς
να δη με μάτια χαρωπά
μες απ τη σκοτεινή του σκέπη.
Κι άμποτ' ο Ερμής, της Μαίας ο γυιός,
κ' είναι το δίκιο – χέρι να του δώση,
γιατ' είν' ο μόνος οπού δύνεται
μια πράξι αν θέλη να καταβοδώση·
κάτι σαν αίνιγμα θα πω:
στα μάτια και τη νύχτα σκότος χύνει
και την ημέρα πιότερο φως δεν αφίνει.
Συ που την τρίσβαθη σπηλιά
την ώριαν έχεις κατοικιά,
κάμε το σπίτι τούτο ναναβλέψη
και λαμπρό φως ελευθεριάς
να δη με μάτια χαρωπά
μέσ απ τη σκοτεινή του σκέπη.
Και τότε πια φανερά
θα διώξω φόβους μακριά
και με γυναίκεια τραγούδια
φαιδρό θα στήσω χορό,
και όχι στριγγά μοιρολόγια
θε να κινήσω να πω·
πλέομε πρίμα, δική μου χαρά,
μακριά απ τους φίλους η συμφορά.
Και συ με θάρρος σαν έρθη
του έργου η ώρα κι ακούσης
να σου φωνάζη «παιδί μου! »
τόνομα πες του πατέρα σου
και τάψογο τέλειωνε κρίμα.
Σαν του Περσέα καρδιά
κάμε στα στήθη σκληρά
και για τους φίλους που κάτω
κ' επάνω είναι στη γης
ξόφλησε τέλος το χρέος
της άτιμής του σφαγής,
να τρέξη το αίμα του μέσα ρονιά
και να ξεκάμης άθλιο φονιά.
Και συ με θάρρος σαν έρθη
του έργου η ώρα κι ακούσης
να σου φωνάζη «παιδί μου! »
τόνομα πες του πατέρα σου
και τάψογο τέλειωνε κρίμα
Μήνυμα μόστειλαν κι ακάλεστος δεν ήρθα·
καινούριαν είδησι έμαθα πως κάποιοι ξένοι
ήρθαν απόξω κ' έφεραν, όπου καθόλου
δεν είν' ευχάριστη, το θάνατο του Ορέστη·
και τούτο ακόμη να μας βρη, γι' αυτό το σπίτι·
θα είταν αιματοστάλαχτη πληγή, στις πρώτες
που ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε·
πώς είναι τάχα και σωστά να το πιστέψω;
ή λόγια γυναικών που τόχουν να φοβούνται,
μαζώματα του ανέμου και στο βρόντο σβύνουν;
τι έχεις να πης γι' αυτά και μένα να φωτίσης;
Τακούσαμε και μεις μα κάλλιο να περάσης
μέσα και να ξετάσης μόνος σου τους ξένους·
γιατί καμιά το μήνυμα δεν έχει αξία,
όσο αν τα μάθης απ' αυτούς τα πάντα ο ίδιος.
Θέλω να ιδώ και νανακρίνω αυτό το ξένο
αν είτανε παρών που πέθανε κοντά του,
ή αν έτσι τόχει απ' ακουστά, λόγια τ' αέρα·
εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιέμαι.
Ω Δία, ω Δία, τι να πω κι από πού
ναρχινήσω ευλογίες να λέω κ' ευχές
και πώς λέγοντας πέρα να βγάλω
όσα θέλ' η καρδιά μου γι' αυτόν;
Γιατί έφθασ' η ώρα ταντρόφονα ξίφη
με την κόψι βαμμένη στο αίμα,
ή για πάντα τα σπίτια του Ατρείδη
από πρόσωπο γης ναφανίσουν,
ή φως και φωτιά για τη λευτεριά
στους βωμούς μας επάνω ν' ανάψη
και στα χέρια του πίσω τα σκήπτρα να πάρη
και τους πατρικούς θησαυρούς του.
Τέτοιο αγώνα μονάχος του έφεδρος έχει
ο ανδρείος Ορέστης με δύο να παλέψη
κι ο θεός πια ας του δίνη τη νίκη.
Ώι, ώι, συμφορά μου!
Άκου, άκου· πώς νάγινε;
πώς το πράμα να τέλειωσε μέσα;
Μ' ας τραβηχτούμε κι ότι νάναι παίρνει τέλος,
για να μην πέση επάνω μας καμιά υποψία
όσο γι' αυτά· γιατ' έχει πια κριθή ο αγώνας.
Αλοί και πάλι αλοίμονο! πάει ο αφέντης
και τρεις φορές αλοίμονο ξανά φωνάζω·
τέλειωσε πάει ο Αίγισθος· ανοίξετέ μας
ευτύς αμέσως· ξεμπαρώσετε τις πόρτες
του γυναικείου· μα εδώ χρειάζεται άντρας κι άντρας,
όχι γι' αυτόν, τι τόφελος; πάει δουλειά του.
Ε, σεις, ε σεις!
Βροντώ σε κουφού πόρτα κι άγνοιαστοι κοιμούνται·
του κάκου κράζω· πούν' η Κλυταιμνήστρα, πούναι;
Μα θαρρώ τώρα κρέμεται κοπίδι επάνω
στο σβέρκο της να πέση δίκια χτυπημένος.
Τι τρέχει; τι 'ν' αυτή που σήκωσες η αντάρα;
Το ζωντανό σκοτώνουν, λέω, οι πεθαμένοι.
Ωιμέ!
κατάλαβα τι παν να πουν τα αινίγματά σου
καθώς με δόλο εσφάξαμε και θα σφαγούμε·
μα ένα μπαλτά ας μου δώσουν γρήγορ' αντροφόνο,
να δούμε αν θα νικήσομε ή θα νικηθούμε,
αφού ως εδώ κατάντησε νάρθη το πράμα.
Σένα και 'γω ζητώ· όσο γι' αυτόν, καλά ναι.
Ωιμένανε! νεκρός, Αίγισθε φίλτατέ μου!
Τον αγαπάς αυτόν; λοιπόν στον ίδιο τάφο
μαζί, δε θα τον χωριστής νεκρόν ποτέ σου.
Στάσου, παιδί· και ντράπου καν ετούτο, γυιέ μου,
το στήθος, που πολλές φορές σ' αυτό υπνωμένος
άρμεξες με τα γούλια σου θραψερό γάλα.
Πυλάδη, τι να κάνω; πώς να σφάξω μάννα;
Πού είναι λοιπόν οι επίλοιποι χρησμοί του Φοίβου
απ τους Δελφούς κ' οι ορκοδεμένες συμφωνίες;
πιο φίλο απ' τους θεούς κανένα μη νομίζης.
Κρίνω πως έχεις δίκιο και σωστά ορμηνεύεις·
ακλούθα μου· δίπλα του θέλω να σε σφάξω·
και ζώντας τον προτίμησες απ τον πατέρα,
κοίμου λοιπόν πλάι του νεκρή, αφού αγαπούσες
αυτόν και κείνον, που είταν ναγαπάς, μισούσες.
Σ' έθρεψα εγώ, μαζί σου θέλω να γεράσω.
Μαζί μου, του πατρός μου φόνισσα, να ζήσης;
Η μοίρα, γυιέ μου, σ' όλ' αυτά είν' η αιτία.
Λοιπόν η μοίρα ετοίμασε κι αυτόν το φόνο.
Παιδί μου, δεν ψηφάς διόλου κατάρες μάννας;
Στη δυστυχία μ' εγέννησες για να με ρίξης.
Σε χέρια φιλικά μονάχα σε είχα ρίξη.
Ελεύθερος εγώ, πουλήθηκα έξω σκλάβος.
Και πού 'ναι η πλερωμή που δέχτηκα για σένα;
Ντρέπομαι φανερά και τούτο να σου βρίσω.
Μη, μόνον πες και τάδικα και του πατρός σου.
Μην κρίνης το ξωμάχο εσύ, που μένεις σπίτι.
Τρώει τις γυναίκες ο καϋμός του αντρός να λείπη.
Μέσα στα σπίτια αυτές, του αντρός τις θρέφει ο κόπος.
Τόχεις το βλέπω απόφασι να με σκοτώσης.
Συ, κι όχι εγώ, τον εαυτό σου θα σκοτώσης.
Φυλάξου από τις μάννας σου τις άγριες σκύλλες.
Κι απ του πατέρα μου, πώς θα σωθώ αν σ' αφήσω;
Θαρρώ του κάκου ζωντανή κλαίω μπρος στον τάφο.
Σου ορίζει αυτό το θάνατο του αντρός σου η μοίρα.
Ωιμένα, εγώ τον γέννησα κ' έθρεψα φίδι·
ω πόσο αληθινός του ονείρου βγήκε ο φόβος!
Σκότωσες τόν δεν έπρεπε· και τ' όμοιο πάθε.
Σπλαχνίζομαι κι αυτών των δυο τη μαύρη μοίρα·
μ' αφού στα τόσα τα αίματα έβαλεν άκρη
ο άθλιος ο Ορέστης, πιο καλά τουλάχιστο έχω
να μη χαθή για πάντα του σπιτιού το μάτι.
Ήρθε στους Πριαμίδες η Δίκη με καιρό
βαρύδικη ποινή·
ήρθε και στο παλάτι του Αγαμέμνονος
διπλό λιοντάρι, Άρης διπλός·
πέρα για πέρα τόβγαλεν
ο εξόριστος, που ανάγγειλε η Πυθώ
και την ορμή του ωδήγησεν η γνώμη των θεών.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλύτωσε ταρχοντικό το σπίτι και το βιoς
από τα νύχια της φθοράς,
από τους δυο ιερόσυλους – κακό τους ριζικό.
Ήρθε κι ο που της μάχης γνοιάζεται της κρυφής
τη δολερή ποινή·
και τούπιασε το χέρι στη μάχ' η αληθινή
του Δία η κόρη – Δίκη εμείς
το βρήκαμε με πιτυχιά
τόνομα που της δίνομ' οι θνητοί,
και που έχθρα πνέει θανάσιμη για όσους της είν' εχθροί.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλύτωσε ταρχοντικό το σπίτι και το βιος
από τα νύχια της φθοράς,
από τους δυο ιερόσυλους – κακό τους ριζικό.
Εκείνα που ο Λοξίας, από τον Παρνασό,
πόχει το μέγα σπήλαιο στης γης τον ομφαλό,
εμάντευσε, τους βρήκαν
για το άπιστό τους κρίμα πόγινε χρονιακό·
ποτέ η θεία η δύναμις
δε βοηθάει κακούς·
δόξα στη δικαιοσύνη της ψηλά στους ουρανούς.
Τέλος μπορείς να δης το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς.
Σήκω παλάτι ορθό· πάρα πολύν καιρό
χαμωπεσμένο στη γης.
Ταχιά ο Καιρός, που σ' όλα βάζει τέλος,
την όψι θε ναλλάξη κι αυτών των παλατιών,
όταν το μίασμα ξορκιστή
απ τη γωνιά με καθαρμούς, που διώχτουν το κακό·
κ' η τύχη ιλαροπρόσωπη γυρνάει κατά μας
νακούη που θενά ψάλλομε:
«ο ξένος που σπιτώθηκε καιρός να βγη απεδώ».
Τέλος μπορείς να δης το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς.
Σήκω παλάτι ορθό· πάρα πολύν καιρό
χαμωπεσμένο στη γης.
Ιδέτε τους διπλούς της χώρας μας τυράννους
φονιάδες του πατρός μου και ξεσπιτωτήδες·