Free

Χοηφόροι

Text
Author:
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa
 
τα μάτια καταπάνω μου – να το γνωρίζης,
πριν να προφτάση να μου πη «πούθεν ο ξένος;»
νεκρό με μια γοργή σπαθιά σου τον ξαπλώνω.
Κ' η Ερινύα, που δεν της λείβουνται σκοτώσια,
τρίτο ποτήρι θε να πιή άκρατον αίμα.
Εσύ λοιπόν το νου σου νάχης μες στο σπίτι,
για νάρθουν όλα βολικά τόνα με τάλλο·
και σεις διακριτικιά τη γλώσσα να κρατάτε,
λέγοντας όσα πρέπει κι όσα μη σιωπόντας.
Για τάλλα, τον θεόν καλώ να τα φροντίση
που μ' άμπωσε σ' αυτούς τους φονικούς αγώνες.
 
ΧΟΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
 
Θρέφει κ' η γη πολλές
σκιάχτρων φριχτών τρομάρες,
οι αγκαλιές της θάλασσας
τέρατ' ανθρωπομάχα βράζουν·
κι ανάμεσα γης κι ουρανού
φωτιές επάνωθέ μας 'γγιάζουν.
Πετούμενα και στεριανά
έχουν να πουν
τις άγριες μπόρες σαν μανιάζουν.
 
 
Μα ποιος θα πη του αντρός
τη δίχως όρια τόλμη
και των ξωφρένων γυναικών
τις άγριες αγάπες,
που μες στις συμφορές μας βόσκουν;
Ο θηλυκός ο έρωτας,
ο ανέρωτας, που δε λογιάζει
ταντρογυνοζευγάρωμα,
θηρία και μπόρες παρομοιάζει.
 
 
Κι ας μάθη ναναθυμηθή
όποιος το νου δεν έχει κούφιο,
το τι σοφίστηκε η πανάθλια
κακούργα μάννα, του Θεστίου η κόρη,
που πήε να κάψη το δαυλό
το συνομήλικο του γυιού της,
που αφόντας απ' τον κόλφο της
πέφτοντας εκελάδησε, η ζωή του
ήταν δεμένη όλη μ' αυτόν
ως τη μοιρόγραφτή του μέρα.
 
 
Κι ανάθεμα την άλλη που ιστορούν
την κόρη την κακούργα,
που χάλασε τον ίδιο τον πατέρα της
για έναν εχθρό, γιατί το νου της
ξεσήκωσαν τα κρητικά
του Μίνου δώρα, τα χρυσά γιορτάνια,
κ' έκοψε Νίσου του πατέρα της
που αξέγνοιαστα εκοιμόνταν
την τρίχα, η σκύλλα, την αθάνατη
κι άρπαξε τη ψυχή του ο χάρος.
 
 
Πρώτο λογιέται μέσα σ' όλα τα κακά
της Λήμνου, κ' έχουν να το λένε
με σιχαμό το πομπιασμένο,
τόσο που και την ίδια συμφορά
«Λημνία» της έχουν όνομα δοσμένο·
από ένα κρίμα θεομίσητο
κάθε καμάρι ανθρώπινο πάει χαμένο·
γιατ' ό,τι εχθρεύουνται οι Θεοί κανείς δεν προσκυνά·
σε τι δεν έχω δίκιο απ' όλα αυτά;
 
 
Και μια που πάθη ανήμερα μελέτησα,
δεν έχει εδώ τον τόπο του και τούτων των σπιτιών
τάνομο το ζευγάρωμα το ξορκισμένο,
κι ο άπιστος δόλος του γυναίκειου της μυαλού
για άντρα πολεμιστή αρματοζωσμένο
για άντρα που τούχαν ως κ' οι εχθροί του σέβας;
και να ψηφώ σπιτιών αθέρμαντη γωνιά,
την άναντρη εξουσία μιας γυναίκας;
 
 
Της Δίκης στέκουν τα θεμέλια στερεά
και τον χαλκό από πριν δουλεύει η Μοίρα
που φτιάνει τα σπαθιά·
και μες στα σπίτια μπάζει το παιδί
των αρχαίων αιμάτων, για να εκδικηθή
με τον καιρό το κρίμα
η δοξαστή βαθύβουλη Ερινύς.
 
 
Το κοφτερό πικρότατο σπαθί
κοντά στο ψυχικό τη δίνει
πέρα και πέρα τη λαβωματιά του
σε κείνον, που στα πόδια του πατεί
ανίερα κι άνομα τη Δίκη
και δεν ψηφάει το σεβαστό
του Δία το νόμο ταθανάτου.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Παιδί, αι παιδί, άκω η αυλόπορτα βροντάει,
ποιος είναι μέσα; αι παιδί, ματά σου κράζω·
νά, που φωνάζω τρεις φορές για να βγη κάποιος
αν είν το σπίτι του Αίγιστου ανοικτό στον ξένο.
 
ΔΟΥΛΟΣ
 
Καλά. Ακούω. Ποιος και πούθεν είν' ο ξένος;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Δόσε στ' αφεντικά σου είδησι, όπου ήρθα
ξάργου γι' αυτούς κάτι μαντάτα να τους φέρω —
και βιάσου, γιατί βιάζεται θωρείς κ' η νύχτα
με τα μαύρα της τάλογα, κ' οι στρατολάτες
ώρα να ρίξουν άγκυρα σε κάποιο χάνι —
πες νάρθη εδώ η νοικοκερά έξω στην πόρτα
του παλατιού· μα πιο καλά θα ταίριαζε άντρας,
γιατ' η ντροπή δεν κάνει σκεπαστά τα λόγια
πόχει να πη και θαρρετά τα λέει ο άντρας
στον άντρα κ' έτσι καθαρά τα ξεδιαλύνει.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Λέγετε, ξένοι, ότι χρειάζεσθε· γιατί όλα
υπάρχουν όσα πρέπει τέτοιο σπίτι νάχη,
θερμά λουτρά κι ανάπαψι του κουρασμένου,
κρεββάτι και δικαίων ματιών η παρουσία·
αν όμως σπουδαιότερη σας φέρνη ανάγκη
αυτό 'ναι των άντρων δουλειά κ' ειδοποιούμε.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ξένος είμαι, Δαυλιώτης από τη Φωκίδα·
καθώς ξεκίναγα για τ' Άργος, φορτωμένος
τα πράματά μου μόνος μου, έτσι όπως ήρθα,
μ' εσίμωσ' ένας, που δε γνώριζα – κατόπι
τόμαθ' απ την κουβέντα: Στρόφιος Φωκιδιώτης —
κι αφού για πού με ρώτησε κ' είπε και κείνος
μου λέει «αφού έτσι κ' έτσι, ξένε, πας για τ' Άργος,
θύμας να πης για τον Ορέστη στους γονιούς του
πως πέθανε· και κοίταξε μην ταμελήσης·
κ' είτε κρίνουν εκεί να στείλουν να τον πάρουν,
είτ' εδώ να ταφή ξένος κ' έρμος στα ξένα,
μας λες στο γυρισμό σου τις παραγγελιές των·
τώρα το χάλκινο λεβέτι στα πλευρά του
κρύβει του νιου, που καλά κλάψαμε, τη στάχτη».
Είπα εγώ κείνα πάκουσα· τώρα δεν ξέρω
αν τάπα σ' όποιους έπρεπε και σε δικούς του,
μα βέβαια πρέπει να το μάθουν οι γονιοί του.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Ωιμέ, ποιος κατακέφαλα χαμός μας βρήκε!
Ω ανίκητη των παλατιών αυτών κατάρα,
πόσο πολλά, καλά καθούμενα, μακρυάθε
μ' αλάθευτες ματίζεις σαϊτιές και βρίσκεις!
όλους μου απομαδάς τους φίλους της τρισάθλιας·
και τώρα ο Ορέστης, πούχε την καλή την τύχη
νάν' έξω απ την κατάρατην αυτή τη λάσπη,
η μόνη ελπίδα πόμενε να μας γιατρέψη
απ το καλό μας χαροκόπι – πάει τανέμου!
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Εγώ σε ξένους τόσο καλοτυχισμένους
από καλύτερη αφορμή να γνωριζόμουν
θάθελα και στο σπίτι τους να φιλευόμουν·
γιατί ποιος το καλό του ξένου του δε θέλει;
όμως αμάρτημα θα τόχα στη ψυχή μου
σε φίλους τέτοιο πράμα να μη φανερώσω,
μια πόδωκα το λόγο μου και με φιλεύουν.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Δε θάχης από μας πιο λίγο απ' ότι αξίζεις
κι ουδέ πιο λίγο φίλος του σπιτιού θα γένης·
τ' όμοιο ένας άλλος θάρχονταν τα νέα να φέρη.
Μα είναι καιρός οι ξένοι, που όλη την ημέρα
σε δρόμο επέρασαν μακρύ, ναναπαυθούνε·
οδήγησέ τον στο φιλόξενο ανδρωνίτη
κι αυτόν που τον ακολουθεί το σύντροφό του·
και να φροντίσης τίποτε να μην τους λείψη,
γιατί με σένα, ξέρε το, θάχω να κάμω.
Κ' εγώ στον άρχοντα του παλατιού θα φέρω
την είδησι· και δόξα ο Θεός έχομε φίλους
για να σκεφθούμε όσο γι' αυτά που μας ευρήκαν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Λοιπόν πότε, γυναίκες πιστές του σπιτιού,
θενά δείξομ' εμείς
των ευχών μας τη δύναμι για τον Ορέστη;
Ω γη σεβαστή και χώμα ιερό
του τάφου του τώρα κρατεί το κορμί
βασιλιά του στολάρχου,
τώρ' απάκουσε τώρα βοήθεια ναρθής,
γιατί τώρα καιρός να κατέβουν μαζί
η δολία η Πειθώ και ο νύχτιος Ερμής
να επιβλέψουν σ' αυτές
των σπαθιών τις σκληρόψυχες μάχες.
 
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Κάτι κακό μου φαίνεται σκαρώνει ο ξένος·
βλέπω του Ορέστη τη βυζάστρ' αυτή κλαμμένη·
για πού πηγαίνεις, Κίλισσα, έξω απ τις θύρες
και λύπη, ακόλουθο άμισθο, σέρνεις μαζί σου;
 
Η ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Τον Αίγισθο η βασίλισσα πρόσταξε αμέσως
να τρέξω για τους ξένους που ήρθαν να καλέσω,
για νάρθη και πιο ξάστερα σαν άντρας πούναι
το νέο αυτό το μήνυμα καλοεξετάση.
Και μπρος στους δούλους κάνοντας τη λυπημένη
κρύβει μες στα πικρά της μάτια τη χαρά της,
για την καλή τη συντυχιά, που ήρθε για κείνη,
μα συμφορά τρισάμοιρη γι' αυτό το σπίτι,
απ' το σωστό το μήνυμα που οι ξένοι εφέραν.
Α! πως θα ευφράνη βέβαια τη ψυχή του εκείνος
σα μάθη αυτή την είδησι, αλλοίμονό μου!
πόσο οι παλιές και τόσες συμφορές που ετύχαν
αβάσταγες μες στα παλάτια αυτά του Ατρέα
μου σπάραξαν τα σωτικά μέσα στα στήθια!
μα άλλη μια τέτοια δε δοκίμασα ως τα τώρα,
γιατί με υπομονή τα τράβηξα όλα τάλλα·
μα τον Ορέστη, της ψυχής μου γλυκειάν έγνοια,
π' από μάννας κοιλιά δέχτηκα κ' έθρεψά τον —
πόσα ξενύχτια ορθή στο πόδι απ τις φωνές του
και πόσα βάσαν' ανωφέλευτα για μένα
δεν πέρασα! γιατί σαν δεν αιστάνεσαι, είσαι
σα ζώο, που πρέπει με το νου κανείς να βρίσκη
ό,τι χρειάζεται, και μες στα σπάργανά του
το βρέφος δε μιλεί για να σου πη αν έχη
ή πείνα ή δίψα ή άλλη προς νερού του ανάγκη,
μα μόνη της δουλεύεται η κοιλιά του βρέφου.
Εγώ όλ' αυτά τα πρόβλεπα, μα πάντα βέβαια
γελιόμουν και πολλές φορές κ' έπρεπε τότε
πλύστρα μαζί λουτράρισα και βάγια νάμαι·
κι αυτές επάνω μου έχοντας τις διπλές τέχνες
του ανάθρεψα του βασιλιά μας τον Ορέστη·
τώρα μαθαίνω η άμοιρη το θάνατό του!
και πάω να 'βρω αυτόν πόχει ρημάξει τούτα
τα σπίτια· αχ, τι χαρά θα κάμη σαν το ακούση!
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και πώς του παραγγέλνει νάρθη ετοιμασμένος;
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Τι πώς; ξηγήσου καθαρώτερα να νοιώσω;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τάχα με τους στρατιώτες του, ή μοναχός του;
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Μαζί και δορυφόρους του μηνάει να πάρη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Λοιπόν αυτό μην του το πης, αν του έχης έχθρα,
αλλά μόνος ναρθή, μην έμπη σε υποψία,
πες του το γρηγορότερο, χαρούμενη έτσι·
σαν θέλη κάνει ο μηνυτής το στραβό ίσιο.
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Τάχεις σωστά; κατόπι απ' αυτά τα νέα;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μ' αν τέλος θέλη ο Ζευς ναλλάξη πια την τύχη;
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Και πώς; ο Ορέστης, των σπιτιών η ελπίδα, πάει.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ακόμη! όποιος το πη μάντις κακός θε νάταν.
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Τι λες; μη ξέρεις τίποτε χώρια 'πό τάλλα;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πήγαιν' εκεί που σ' έστειλαν, το χρέος σου κάμε
και για όσα γνοιάζεται ο θεός την έγνοια του έχει.
 
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
 
Τραβώ και καταπώς μ' ορμήνεψες θα πράξω,
κι' άμποτ' ο θεός ότι 'ν' το πιο καλό ας μας δίνη.