κι απ των Υπερβορείων τη μεγάλη ευτυχία
πολύ ανώτερ' ακόμη· κ' είν' αυτό που μπορείς.
Αλλά τώρα ως εκεί φτάνει ο χτύπος βαρύς
της διπλής σας της μάστιγας· κ' είναι στη γης
οι προστάτες σας μέσα· ενώ αυτοί που κρατούν
την αρχήν, έχουν χέρια λερά, κι απ' αυτούς
ποιος μισήθηκε πιότερο απ' όλους;
Σαν σαϊτιά πέρα και πέρα χτύπησε
την ακοή μου αυτός σου ο λόγος.
Ω Δία, ω Δία, που κάτω από τη γης
στέλλεις την αργοτιμωρούσα Δίκη
στο χέρι, που όλα τα κακά τολμά
να τα πλερώση όμως με τον τόκο.
Άμποτε να ταξιωθώ
πικρόχολο να κελαδήσω μοιρολόγι
πάνου του εκεί που θα τον σφάζουνε
και πάνω της που θα την κόβουν·
γιατί πώς να το κρύψω αυτό
που μες στα φρένα μου πετά;
και μου χτυπάει κατάπρωρα
σαν άνεμος δριμύς,
η βράσι της καρδιάς
και το θεόργητό μου μίσος.
Μα πότε κι ο προστάτης μας
το χέρι του θα βάλη ο Δίας
και τα κεφάλια τους θα σχίση;
Στη χώρα μας η πίστις ας γυρίση,
το δίκιο από τους άδικους ζητώ
κι ακούσετέ μου, σεβαστές
του κάτω κόσμου εσείς Θεές.
Μα είναι νόμος, των αιμάτων οι στάλες
που στο χώμα χυθούν να ζητούν κι άλλο αίμα
γιατί κράζει εκδίκησι ο φόνος,
για να φέρη, από κείνους που χάθηκαν πριν,
άλλο πάθος στο πρώτο το πάθος.
Αλλοίμονο, του κάτω κόσμου βασιλιάδες,
δέτε, κατάρες παντοδύναμες
των σκοτωμένων,
δέτε και ταποδέλοιπα των Ατρειδών
έρμα κι απελπισμένα, δίχως στέγη·
πού να στραφή, θε μου, κανείς;
Πάλι ραγίζει μου η καρδιά
νακούω αυτά τα μοιρολόγια
και χάνω καθ' ελπίδα,
μαυρίζουν μου τα σωτικά
στα λόγια που γρικώ·
μα όταν σε βλέπω πάλι ν' αντρειεύεσαι
το θάρρος μου ξανάρχεται και διώχτει
το φόβο απ την καρδιά μου κατ' ανέμου.
Πώς να τα πη κανείς σωστά; να πη τις συμφορές
που πάθαμ' από κείνη που μας 'γέννα;
καλόπιανε τις όσο θες,
μ' αυτές δεν είναι να μερέψουν·
γιατί είναι λύκος κακοτράχηλος
που δεν μερεύει με τα χάδια
η λύσσα, που κρατώ της μάννας μου.
Άριον θρήνο εμοιρολόγησα
σε νόμο Κισσιανής μοιρολογήτρας
κ' έβλεπες μαλλιοτράβηγμα και πάνω πανωτά
χέρι το χέρι, εδώ και κει, να συχνοπέφτη
κι από τους χτύπους βούυζε
το βροντημένο μου πανάθλιο το κεφάλι.
Ωιμέ ωιμένα φόνισσα
κακούργα μάννα!
σαν νάταν ξόδι ενός εχθρού
και δίχως νακλουθά ο λαός
την εκφορά του βασιλιά του,
το βάσταξ' η καρδιά σου αθρήνητο
τον άντρα σου να θάψης.
Είπες την πάσα, ωιμέ, ατιμία της
μα βέβαια και θα την πλερώση
την καταφρόνια του πατέρα μας·
πρώτα ο θεός κ' έπειτ' αυτό
το χέρι το δεξί μου,
θα την σκοτώσω κι ας χαθώ.
Το λείψανό του το ερεζίλεψαν,
μάθε και τούτο ακόμα
κ' έτσι σ' αυτό το χάλι τόνε θάψανε,
τέτοια ατιμία ανυπόφερτη
ζητόντας να κολλήσουν στη ζωή σου·
άκουσες του πατέρα σου τάτιμα πάθη.
Είδες την τύχη του πατέρα μας·
κ' εγώ από μακριά εστεκόμουν
για τίποτε άξια, περιφρονημένη
σαν δαγκανιάρικο σκυλλί
σ' ένα κατώι μαντρισμένη·
κλάιμα από γέλοια πιο άτιμο
μ' ανέβαινε, και στα κρυφά
πολύθρηνη βογγούσα·
μα εσύ τα τόσα πάκουσες
γράφε τα μες στο νου σου.
Κι ας τριβελίσουνε τα δυο σου αυτιά
τα λόγια αυτά και να κατασταλάξουν
στα ήσυχα βάθη της ψυχής σου·
έτσι είναι όπως μας τάκουσες
κ' έχεις λαχτάρα να τα μάθης
και τώρα πια μ' αλύγιστη
τη γνώμη τράβα εμπρός.
Κράζω σου με το μέρος μας νάσαι, πατέρα.
Και γω μαζί, στα δάκρυά μου πνιγμένη.
Με μια φωνή κ' εμείς όλες μαζί,
άκου, σου κράζουμε κ' έβγα στο φως
και στάσου αντίκρυ στους εχθρούς, δίπλα με μας.
Θαρθούν στα χέρια ο Άρης με τον Άρη
κ' η Δίκη με τη Δίκη.
Και σεις πια φέρτε τα, ω θεοί,
όπως το δίκιο ορίζει.
Τρέμω π' ακούω αυτές σας τις ευχές·
το τι θα γίνη στέκει από καιρό,
μ' άμποτε καθώς εύχεσθε ναρθή.
Ωιμέν' αρρώστεια από γενιάς
και συμφοράς παράχορδη
πληγή αιματωμένη·
ω πένθη βαρυστέναχτα κι αβάσταγα
και πάθος που δε λέει να λουφάξη.
Γιατ' είν' η αρρώστεια ριζωμένη
στα σπίτια αυτά, κι όχι παρμένη
απόξω απ' άλλους, μα απ των ίδιων
την έχθρα, που αίμα δε χορταίνει.
Στις θεές του κάτω κόσμου αυτός ο ύμνος!
Μ' ακούσετε μου, εσείς θεοί της γης,
αυτή μας την ευχή, και στα παιδιά
στείλτε βοήθεια πρόθυμη για να νικήσουν.
Πατέρα, που δεν πέθανες σα βασιλέας,
δόσε να πάρω κατοχή των παλατιώ σου.
Τέτοια κ' εγώ παράκλησι κάνω, πατέρα,
δος να σωθώ, μ' αφού τον Αίγιστο σκοτώσω.
Κ' έτσι μόνο τα νόμιμα δείπνα θε νάχης
της γης, αλλιώς, μες στους καλόδειπνους τους άλλους
νεκρούς, έμπυρα κνισωτά θε να στερείσαι.
Χοές κ' εγώ, στους γάμους μου, θε να σου φέρω
απ' όλη μου των πατρικών σπιτιών την προίκα
και πρώτο απ' όλ' αυτόν τον τάφο θα τιμήσω.
Άφις τον, Γη, να βγη να ιδή τον πόλεμό μας.
Κι ω Περσεφόνη, δόσε νίκη ευτυχισμένη!
Θύμας πατέρα τα λουτρά που σε σκοτώσαν!
Θύμας και κείνο που εγκαινίασες το δίχτυ!
Σαν πιάστηκες στ' αχάλκευτά τους τα πεδούκλια.
Στ' άτιμα που σοφίστηκαν σκεπάσματά τους.
Τέτοιες ντροπές δε σε σηκώνουνε, πατέρα;
Δεν σηκώνεις τάχα ορθό το αγαπητό κεφάλι;
Καν στείλε στους δικούς τη Δίκη σύμμαχό τους
κ' έτσι όμοια δος να λάβουνε ταπίχειρά τους,
αν θες μια που νικήθηκες ναντινικήσης.
Άκου κι αυτήν, πατέρα, τη στερνή βουή μου·
μας βλέπεις τα πουλιά σου αυτά πάνω στον τάφο
κ' ελέησε του γυιού τους θρήνους και της κόρης.
Και των Πελοπιδών το σπέρμ' αυτό μη σβύσης,
γιατ΄ έτσι κι αν απέθανες δε θα πεθάνης.
Αφού απ' αλήθεια ο πεθαμένος ζη και μένει
στόνομα των παιδιώ, που σα φελλοί κρατούνε
απ' το βυθό το κλώστινο του διχτυού νήμα.
Άκου, κ' είναι για σέν' αυτά τα μοιρολόγια·
συ 'σαι που θα σωθής τα λόγι' αυτ' αν τιμήσης.
Μ' όλα τα δίκια σας αυτός ο πολύς θρήνος,
τιμή του τάφου για την άκλαυτή του μοίρα·
και τώρα, μια που τη βουλή σου έχεις στεριώση,
καιρός να δοκιμάζης στη δουλειά την τύχη.
Θα γίνη· μα δεν βλάβει ναρωτήσω ακόμα:
πόθε και πώς να στείλη τις χόες; ποιος λόγος
να θυμηθή τώρα στερνά ταγιάτρευτο κακό,
και πήε την άθλια χάρι σε νεκρό να στείλη,
που δεν αιστάνεται; και γω δε ξέρω τι να πω
γι' αυτά τα δώρα· μα 'ναι πάντ' από το κρίμα
μικρότερα· γιατ' όσους θησαυρούς κι αν δώσης
για το ένα το αίμα πόχυσες, του κάκου ο κόπος·
λοιπόν, αν ξέρης, πες μου ό,τι ζητώ να μάθω.
Ξέρω, παιδί μου, τι 'μουν μπρος: αλλαλιασμένη
απ' όνειρα και νυχτοπλάνητες τρομάρες
έστειλε αυτά τα δώρα η άθεη η γυναίκα.
Μη μάθατε και τόνειρο να μου το πήτε;
Φαντάστηκε πως γέννησ' έναν όφιο λέει.
Κ' έπειτα τι; ποιο τέλος είχε τόνειρό της;
Στα σπάργανα τον τύλιξε σαν να είταν βρέφος.
Τι ζήταε το νιογέννητο θεριό να φάη;
Αυτή βυζί του πρόσφερε μες στόνειρό της.
Και τάφησε το σερπετό ασπάραχτο έτσι;
Τράβηξε με το γάλα της και κόμπον αίμα.
Λοιπόν θα πη πως τόνειρο δε θάν' του κάκου.
Κ' έκραξ' εκείνη από τον ύπνο τρομαγμένη
και πλήθος φώτα, τυφλωμένα στο σκοτάδι,
ξανάφτουνε για χάρι της μες στα παλάτια·
και στέλλει ευθύς τα νεκρικά τα δώρα ετούτα
θαρρόντας πως μ' αυτά το κακό θα γιατρέψη.
Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τόνειρο να βγη για μένα·
κ' έτσι το κρίνω αλήθεια νάναι ταιριασμένο:
Αφού απ την ίδια την κοιλιά βγήκε με μένα
και κουλουριάστηκε στα σπάργανά μου ο όφης
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ' έχει θρέψη
κι ανάμιξε στο γάλα μου μια στάλα αίμα
κι έντρομη εκείνη ωλόλυξε γι' αυτό το πάθος
πρέπει λοιπόν, ως τόθρεψε τάγριο το τέρας,
να ποθάνη με βιά· και γω θα γίνω ο δράκος
καθώς το λέει και τόνειρο να τη σκοτώσω.
Ονειροκρίτη το λοιπόν γι' αυτά σε παίρνω
κ' έτσι ας γενή· για τάλλα τώρα οδήγησέ με
τι έχει να κάμη ο ένας κι ο άλλος να μην κάμη.
Απλός ο λόγος: πρώτ' αυτή να πάη στο σπίτι,
και θέλω όσα μιλήσαμε κρυφά να μένουν,
κι όπως με δόλο εσκότωσαν τον τίμιον άντρα
έτσι με δόλο να πιαστούν, και στα όμοια βρόχια
να σκοτωθούν καθώς το πρόσταξε κι ο Φοίβος
ο άναξ Απόλλων, μάντις αψευδής ως τώρα.
Λοιπόν ντυμένος στην εντέλεια ωσάν ξένος
θα πάω μ' αυτόν εδώ που βλέπεις τον Πυλάδη
στην πόρτα της αυλής σα φίλος σπιτικός των,
όπου κ' οι δυο, σαν νάμαστ' απ τα μέρη τάχα
του Παρνασού, θα κρένομε τη γλώσσα εκείνη
δίνοντας προφορά Φωκέικια στη φωνή μας·
πρόθυμοι βέβαια οι θυρωροί δε θα μας 'νοίξουν
γιατί δαιμόνου πείραξι βαστάει το σπίτι·
μα εμείς εκεί θα μείνουμε, ώσπου περνόντας
από κει κάποιος μας ιδή κ' έτσι μιλήση:
«Γιατί ναφήνη τον ικέτη έξω απ την πόρτα
ο Αίγιστος, αν είναι μέσα και το ξέρη;»
Μ' αν θα περάσω μια της πόρτας το κατώφλι
και νάβρω εκείνον στου πατέρα μου το θρόνο,
ή και κατόπι βγη μπροστά μου και σηκώση