Free

Χοηφόροι

Text
Author:
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa
 
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Καθένας εύκολα μπορεί να ταπεικάση.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πώς από σε τη νεώτερή μου θε να μάθω;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Άλλος, έξω από με, δεν μπόρειε να την κόψη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Γιατί 'ναι εκείνοι εχθροί πόπρεπε να πενθήσουν.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Κι όμως είν' ομοιότατη αυτή η πλεξίδα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Με ποια μαλλιά; αυτό ίσα ίσα να μου μάθης.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Με τα δικά μου να τα βλέπης πάρα μοιάζουν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μην είναι τάχα κρυφό δώρο του Ορέστη;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Πάρα πολύ μ' εκείνου μοιάζει τις πλεξίδες.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και πώς εκείνος τόλμησε ναρθή εδωπέρα;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Έστειλε τάμμα τα μαλλιά του στον πατέρα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αυτά που λες μου φέρνουν τώρα κι άλλα δάκρια,
αφού ποτέ δεν θα πατήση εδώ το πόδι.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και μένα στην καρδιά μου ανέβη πικρό κύμα
χολής, σαν να με πέρασε σπαθί για πέρα,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες
αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
ότι είδα την πλεξίδα αυτή· γιατί ποιανού άλλου
να φανταστώ πως ειμπορεί νάν' αυτ' η κόμη;
και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,
η μάννα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη
μ' αυτό η κακούργα τόνομα για τα παιδιά της.
Μα και πώς πάλι να παραδεχθώ πως είναι
του Ορέστη δώρο τακριβό στολίδι τούτο,
του φίλτατού μας; κι αχ, με τυραγνά η ελπίδα,
αλλοίμονο!
δεν ήταν νάχε μίλημα και κρίσι ανθρώπου
να μη στεκόμουν δίγνωμη στο ναι και στ' όχι,
μα ή να μπορούσα μια καλή να την πετάξω
αν είτανε κομμένη από κεφάλι εχθρού μας,
ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίη μαζί μου
στόλισμα και τιμή σ' αυτό το μνήμα επάνω.
Μα εσείς θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες νάστε
μέσα σε ποιους χειμώνες, σα θαλασσομάχοι,
παραδέρνουμ' εμείς! μα αν είναι να σωθούμε
τρανά θεμέλια από μικρή αφορμή στεριώνουν.
Μα νά και πατησιές, δεύτερο αυτό σημάδι,
γιατί είναι χνάρια δυο ποδιών στη γης γραμμένα
του ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,
μετρώ και βρίσκω πως οι φτέρνες κ' οι πατούσες
με των δικώ μου συμφωνούν ποδιών το μέτρος·
ω πόνος που με παίρνει και του νου μου αντράλα!
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κ' ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό νάβγουν.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Πώς τάχα τι από χάρι τους καλό με βρήκε;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Βλέπεις εμπρός σου αυτόν, που από καιρόν ευχόσουν
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και ποιον απ' τους ανθρώπους ξέρεις πως καλούσα;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ξέρω πως τον Ορέστη πάρα ελαχταρούσες.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και σε τι τάχα εισακουστήκανε οι ευχές μου;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Εγώ είμ' αυτός! κι άλλον πιο φίλο μη γυρεύης.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Μα δόλους τώρα εδώ πλέκεις για μένα, ξένε;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Τότε στον εαυτό μου πάει να πη τους πλέκω.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Μα τάχα θες ναναγελάς στις συμφορές μου;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Και στις δικές μου τότε, αφού στις εδικές σου.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Να λέω λοιπόν πως είν' ο Ορέστης που μου κρίνει;
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ενώ τον ίδιο βλέπεις, όμως αμφιβάλλεις·
μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες
και των ποδιώ μου αναμετρούσες τα σημάδια,
σαν νάβλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου·
σίμωσε την πλεξίδα αυτή στην κεφαλή μου
και ιδές με τα μαλλιά πώς μοιάζει ταδερφού σου·
νά και τούτο το φόρεμα, έργο των χεριώ σου
και της σαΐτας σου διάσιμο τα ξόμπλια τούτα.
Κράτα το νου σου· κ' η χαρά σου ας μη ξεσπάση
γιατί πικροί μας είναι, ξέρω – οι φίλτατοί μας.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,
πολύκλαυτη της σωτηρίας μας ελπίδα,
θαρρεύοντας στη δύναμί σου θε να πάρης
πίσω το θρόνο του πατέρα μας· ω μάτια,
γλυκύτατά μου μάτια, πόχετε για μένα
τέσσερ' αγάπης μερδικά, γιατί έχω χρέος
πατέρα μου να σ' ονομάζω, και μιας μάννας
που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,
και της θυσιασμένης άσπλαχν' αδερφής μου·
αλήθεια αδέρφι μου πιστό, τιμή μου φέρνεις.
Μόνον η Δύναμι κ' η Δίκη με τον τρίτο
το Δία τον πανυπέρτατον ας σου συντρέξουν.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ναι, Δία, στρέψε τα μάτια σου στις συμφορές μας,
και ιδές την ορφανή γενεά αητού πατέρα,
που μέσα στα σφιχτά ξεψύχησεν αρπάγια
καταραμένης όχεντρας· και τα ορφανά του
πείνα τρανή μας έσφιξε· γιατί δεν μπόρειου
άγρη στην πατρική φωλιά να φέρνω ακόμα.
Κ' έτσι νά μας, κ' εγώ και τούτη εδώ η Ηλέκτρα,
καθώς μας βλέπεις, ορφανούς από πατέρα,
κι αποδιωγμένους μέσ' από το γονικό μας·
και σαν εμάς, τανήλικα πουλιά, μας πήρες
πατέρα που σου θύσιαζε και σε τιμούσε,
τέτοιων δώρων τιμές από ποιο χέρι θάχης;
ούτ' αν τη γέννα φτείρης ταητού θε νάχης
να στέλλης μαντικά σημάδια στους ανθρώπους,
κι' ουδ' απ τη ρίζα αν μαραθή το αρχαίο το δέντρο
για τους βωμούς σου θα φελά στα πανηγύρια.
Βόηθα! κι απ' το τίποτα μπορείς να υψώσης
σπίτι ψηλό που για καλά τόχουν πεσμένο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ω τέκνα, ω της πατρικής εστίας σωτήρες,
σωπάτε μήπως και κανείς σάς νοιώση, ω τέκνα,
και πάει με γλώσσα έτσι άκριτη και πη τα πάντα
στους άρχοντες μας· που είθε να τους δω μια μέρα
νεκρούς μες τους πισσένιους τους ατμούς της φλόγας.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Δεν θα προδώση ο αλάθευτος χρησμός του Φοίβου,
που μ' έσπρωξε σ' αυτό τον κίντυνο και τόσο
με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες
και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα,
αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατρός μου
κι αν μ' όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω,
με μια άγρια λύσσα, που άλλη πλερωμή δε στρέγει·
αλλιώς θαν το πλερώσω εγώ με τη ψυχή μου,
μ' όσα πολλά κι αγλύκαντα θα μ' εύρουν πάθια·
γιατί οι οργές των χολιασμένων απ' τον άδη
είπε πως στους δικούς θέλουνε προξενήση
φριχτές αρρώστειες, μ' άγριες να τραβούν σαγόνες
τις σάρκες, και λειχήνες που θα τις σπαράζουν
και θα κάνουν παράλλαμα την πρώτην όψι,
ως που να βγουν μ' άσπρα μαλλιά 'πό την αρρώστεια·
κι άλλες των Εριννύων πληγές μόλεγε ακόμα
που θα με βρουν από το αγδίκητο το γαίμα.
 
 
Γιατί των σκοτωμένων συγγενών, που θέλουν
εκδίκησι, το μαύρο βέλος απ' τον Άδη
η λύσσα κι ο νυχτερινός ο μάταιος φόβος
σειεί και ταράζει κι όξω από τη χώρα διώχτει
με χαλκή μάστιγα κορμί παραδαρμένο·
και δεν μπορούν οι τέτοιοι μήτε σε τραπέζια
μήτε σε γιορτινές σπονδές να λάβουν μέρος·
κι' απ' τους βωμούς, αθώρητος, μακριά τον διώχτει
ο χολιασμένος του πατέρας· και κανένας
ουδέ στέγη του δίνει, μ' ουδέ και βοήθεια,
όσο που τέλος έρμος, καταφρονεμένος
κακήν του κακού, άθλιος να τον τυλίξη χάρος.
Πώς να μη μπιστευτώ λοιπόν σε χρησμούς τέτοιους,
που κι αν δεν μπιστευτώ, μα πρέπει να το πράξω;
γιατί πολλές μαζί αφορμές σ' ένα συντρέχουν:
η θεϊκιά η διαταγή, και του πατρός μου
το μέγα πένθος, κ' η ανέχεια με στενεύει,
για να μη μένη ένας λαός, γενναίος μες σ' όλους,
παφάνισεν από προσώπου γης την Τροία,
σκλάβος σε δυο γυναίκες· γιατ' αλήθεια εκείνος
γυναίκεια 'χει καρδιά.. ειδέ ταχιά θα μάθη
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αλλ' ω Μοίρες μεγάλες, ας δώση ο θεός ένα τέλος καλό
εκεί πόχουν το δίκιο μαζί τους.
«Με γλώσσα κακιά η γλώσσα η κακιά
να πλερώνεται πρέπει» φωνάζει τρανά
που ξοφλά τα χρωστούμενα η Δίκη.
«Κι αντίς φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή,
να πλερώνεται· κάμεις θα βρης»
ο παμπάλαιος ο μύθος φωνάζει.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ω πατέρα τρισάμοιρε,
τι τάχα να πω ή να κάμω
που ήθε σου καλοσυντύχη
στη γη που κοιμάσαι;
Χώρια 'ν' το φως και χώρια το σκότος,
έτσι κλεισμένη κ' η χάρι των θρήνων
για τους αρχηγούς του σπιτιού μας
τους πρώτους Ατρείδες.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τέκνον, το πνεύμα του νεκρού δεν το δαμάζει
η φλογερή η φάουσα της φωτιάς
και κάπου φανερώνει την οργή του·
θρηνολογιέται ο πεθαμένος,
βγαίνει στη μέση ο εκδικητής του·
κι αν οι πατέρες γίνουν στάχτη
μπαίνει με βια και τους γυρεύει
μέσα στη γης το μοιρολόγι
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Άκου λοιπόν στη σειρά μου και μένα, πατέρα,
πολύκλαυτα πένθη·
των δυο των παιδιώ σου σε κλαίει επιτάφιος θρήνος
και ικέτες μαζί κ' εξορίστους
μας δέχεται αυτό σου το μνήμα·
τι καλόν έχομε; ποιο κακό λείπει;
δεν είν' απολέμητη η μαύρη μας μοίρα;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μ' αν θέλη ο θεός, ακόμη μπορεί κι απ' αυτά
να δώση τραγούδια γιομάτα χαρά·
κι' αντίς για επιτάφιους θρήνους
στου βασιλιά τα παλάτια, παιάνες
καινούργια να στήσουν κροντήρια χαράς.
 
ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Καν νάπεφτες νεκρός
κάτω στην Τροία, πατέρα,
απ' το κοντάρι κάποιου Τρωαδίτη,
δόξα στα σπίτια αφίνοντας
και κάνοντας στους δρόμους των παιδιώ σου
ζωή καλοπερπάτητη,
τάφο θε νάχες ψηλοστοίβαχτο
στη χώρα την περατινή
κ' υποφερτό για μας θε να είταν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Φίλος στους φίλους πόπεσαν γενναία πέρα εκεί
θε νάπρεπες ξεχωριστός και κάτω από τη γης,
αφέντης πολυοτιμημένος,
κ' υπουργός πλάι στους δυνατούς
του κάτω κόσμου βασιλιάδες·
γιατ' ήσουν και σαν ζούσες βασιλιάς
και τέτοιον κλήρον έλαχες από τη μοίρα
να κυβερνάς με δύναμι και σκήπτρο τους λαούς.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Μα ουδέ και κάτω από τα Τρωικά
πατέρα μου, τα κάστρα σκοτωμένος
μάλλους που το κοντάρι δάμασε λαούς
νάσουν πλάι στο Σκάμαντρο θαμμένος.
Κάλλιο πριν έτσι να είχαν σκοτωθή
εκείνοι που σε σκότωναν και κάποιος
<από μακριά> να την εμάθαινε
τη φονικιά τη συντυχιά τους
ξένος σ' αυτές τις συμφορές.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πιο καλές κι απ το μάλαμα είν' αυτές σου οι ευχές