Δωμάτων εις το σπίτι του ΠΟΛΩΝΙΟΥ.
Εισέρχονται ΠΟΛΩΝΙΟΣ και ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Πάρε και δος του αυτά τα χρήματα, Ρεϋνάλδε,
και αυτά τα γράμματα.
Θα γίνη, Κύριέ μου.
Καλέ Ρεϋνάλδε, πόσην φρόνησιν θα δείξης
αν, πριν πας να τον εύρης, εξετάσης πρώτα
την διαγωγήν του.
Κύριε, κατά νουν το είχα.
Εύγε σου, εξαίρετα, λαμπρά, μα την ζωήν μου.
Πρόσεχε τώρα· πρώτα θέλει μου ερευνήσης
τίνες ευρίσκονται Δανοί 'ς τους Παρισίους,
ποίοι και πώς, τα μέσα 'πώχουν, και πού μένουν,
ποια συντροφιά, τι δαπανούν και άμα με τούτο
το κλωθογύρισμα του λόγου μάθης ότι
γνωρίζουν τον υιόν μου, ιδού πώς θέλει φθάσης
ταχύτερα παρ' αν αμέσως ερωτούσες·
δείξε πώς τάχ' από μακρυά μόνον τον ξεύρεις·
«τον πατέρα του» ειπέ «και φίλους του γνωρίζω,
και αυτόν κάπως». Νοείς τούτο, Ρεϋνάλδε;
Κύριε,
πολύ καλά.
«Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης
«ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω,
είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος».
και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι
τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, – έχε
εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις,
τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη
η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.
Λόγου χάριν πώς παίζει.
Ναι, και πώς του αρέσει
να πίνη, να σπαθοκοπά, να θεουλίζη,
να μαλόνη, να βλέπη αμαρτωλαίς· να φθάσης
ημπορείς ως αυτού.
Τούτο αν ειπούμε, Κύριε,
θε να τον ατιμάσωμε.
Ποσώς, διόλου·
όπως εσύ θ' αρτύσης την κατηγορίαν·
μη πάλι του φορτώσης τ' όνειδος πως είναι
εις άσωτην ζωήν παραδομένος· τούτο
δεν εννοώ· θα χρωματίσης τα κακά του
όμορφα, ωσάν ψεγάδια της ελευθερίας,
μιας φλογερής ψυχής οπού ξεσπά και αστράφτει,
αίματος ζωντανού, 'πού χαλινόν δεν έχει,
πάθημα γενικόν.
Αλλά, καλέ μου Κύριε, —
Και προς τι θέλω αυτό να κάμης;
Κύριέ μου,
τούτο να μάθω επιθυμούσα.
Αυτού, καλέ μου,
είν' όλο μου το σχέδιο, μηχανή, πιστεύω,
μεγάλη· και ιδού πώς. Ενώ συ τον υιόν μου
με τέτοιους ρύπους ελαφρούς χρισμένον δείχνεις,
ως πράγμα, οπού 'ς το μεταχείρισμα ελερώθη, —
εδώ πρόσεχε – αν ο συνομιλητής σου,
αυτός, 'πού τον ψαχνοερωτάς, είδε ποτέ του
'ς τα ελαττώματα εκείνα να 'χη πέση ο νέος,
οπού του μελετάς, μην αμφιβάλης ότι
τούτο μαζί σου το συμπέρασμα θα κλείση·
Άρχοντά μου' θα ειπή ή «φίλε» ή κ' «Εντιμότης»,
όπως η γλώσσα το 'χει και κατά τον τρόπον
'πού ο τόπος συνηθά.
Κάλλιστα, Κύριέ μου.
Και τότε, φίλε, αυτός αρχίζει, αυτός αρχίζει —
Α! τι 'θελα να ειπώ; Μα την ζωήν μου κάτι
είχα 'ς τον νουν να ειπώ! Πού στάθηκεν ο λόγος;
Εις το «συμπέρασμα θα κλείση» και εις το «φίλε»
ή κ' «Εντιμότης».
'Σ το «συμπέρασμα θα κλείση»
Α! τωύρηκα! ιδού με σέ πώς θε να κλείση·
«Τον κύριον γνωρίζω· χθες εγώ τον είδα
ή και προχθές, ή τότε, ή τότε, με τον δείνα
άνθρωπον ή τον δείνα, και, καθώς το λέγεις,
εδώ να παίζη εκεί με φίλους να μεθάη,
αλλού, την σφαίραν ενώ ρίχναν, να μαλόνη».
Ίσως ειπή και αυτό' «Τον έχω ιδή να εμπαίνη
'ς ένα σπίτι κακό» τουτέστι πορνοστάσι,
και καθεξής· είδες λοιπόν συ, με το ψέμα
δόλωμα, πιάνεις τούτο το γριβάδι αλήθειαν.
Να, πώς εμείς οι γνωστικοί και πνευματώδεις
ευρίσκομε με γύραις, από παρακλάδια
στραβά, τον ίσιον δρόμον· και μ' αυτόν τον τρόπον,
'πού σώχω δείξη και διδάξη, και συ πρέπει
να ξεσκεπάσης τον υιόν μου. Εμπήκες τώρα;
Εμπήκα, Κύριε.
Χαίρε, και ο Θεός κοντά σου.
Καλέ μου Κύριε!
Κρίνε (1) συ την διάθεσίν του
από τον εαυτόν σου.
Αυτό, Κύριε, θα κάμω
Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του (2).
Κύριέ μου, καλό.
[Εξέρχεται.
Υγίαινε!
Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ
Οφηλία,
τι έπαθες; τι τρέχει;
Ω! φόβος 'πού μ' επήρε,
Κύριε, —
Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου;
Έρραφτα μόνη μέσα 'ς τα δωμάτιόν μου·
ο πρίγκιπας Αμλέτος, με ξεκουμπωμένο
σωκάρδι, ασκούφωτος, με κάλτσαις ξελυμέναις,
βρώμιαις, συρταίς, 'σάν κλάπαις (3), 'ς τ' αστραγάλι,
[και άσπρος
'σάν το υποκάμισό του, με τα γόνατά του
'πού αντικτυπιόνταν, μ' όψιν καταλυπημένην,
ωσάν ο Άδης να τον είχεν απολύση
να ξεστομίση τρόμους, φανερώθη εμπρός μου.
Τρελλός από τον έρωτά σου;
Δεν γνωρίζω,
αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι.
Τι 'πε;
Μ' έπιασε απ' τον αρμόν (4) και, όπως σφικτά μ' εκράτει,
'ς το μάκρος του βραχίονός του οπίσω κλίνει,
και με την άλλην του παλάμην, έτσι (5), επάνω
'ς τα φρύδια του, να ιδή το πρόσωπό μου εβάλθη
ως να 'χε να το ζωγραφίση· και 'ς την στάσιν
αυτήν μένει πολληώρα· τέλος, αφού πρώτα
μου τίναξ' ελαφρά το χέρι και άνω κάτω
εκούνησ', έτσι, τρεις φοραίς την κεφαλήν του,
έσυρε από τα βάθη στεναγμόν του πόνου,
'πού 'θελε ειπής πως θα του ανοίξη όλο το σώμα,
αυτού να ξεψυχήση· κ' ύστερα μ' αφίνει,
και με την κεφαλήν στριμμένην προς τους ώμους
τον δρόμον του εύρισκε χωρίς τους οφθαλμούς του,
ότι χωρίς να τον βοηθούν εβγήκεν έξω,
και ως το τέλος 'ς εμέ προσήλονε το φως τους.
Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα·
έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην
την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της,
και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας,
όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου
την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, —
μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;
Κύριέ μου, ποσώς· αλλ' ως μ' έχεις προστάξη
του γύρισα τα γράμματά του και του αρνήθην
να τον δεχθώ.
Και αυτό τον έφερε 'ς την τρέλλαν.
Έπρεπ', ωιμέ, προσεκτικά να τον σπουδάσω
καλήτερα· εφοβούμουν μήπως παίζη κ' έχη
σκοπόν να σ' αφανίση' ανάθεμα 'ς εκείνην
την υποψίαν μου! Ναι, φαίνεται ότι σπρώχνουν
την γνώμην τους οι γέροι πέρ' απ' ό,τι πρέπει,
καθώς οι νέοι πάλιν πρόβλεψιν δεν έχουν.
'Σ τον Βασιλέα πάμε· πρέπει να του γίνη
ο έρωτας γνωστός, κ' εάν θα σπείρη μίση,
ότι κρυμμένος πόνους άλλους θα γεννήση (6).
Έλα.
[Εξέρχονται.
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Χαίρετε, ω φίλοι, Ροζενκράς και Γυιλδενστέρνη!
Και πόθον είχαμε πολύν να σας ιδούμε,
και ν' αναλάβετε διά μας χρήσιμον έργον
ανάγκην είχαμε· δι' αυτό με τόσην βίαν
σας εμηνύσαμε. Θ' ακούσετ' ίσως κάτι
ως προς την μεταμόρφωσιν του Αμλέτου, κ' είναι
καθώς την λέγω, αφού μ' ό,τ' ήταν πρώτα μήτε
ο έξω άνθρωπος, και μήτε ο μέσα, ομοιάζει.
Τι άλλο τάχα παρ' η θλίψις του θανάτου
του πατρός του εδυνήθη να τον καταντήση
να μη γνωρίζη αυτός τον εαυτόν του πλέον,
να φαντασθώ δεν ημπορώ· και σας τους δύο,
ως παιδιόθεν είσθε συνανάτροφοί του,
και κατόπι αδελφοί 'ς την νειότη και 'ς την γνώμην,
παρακαλούμεν να σας έχωμεν ολίγον
καιρόν εις την Αυλήν μας, και να τον κινήτε
εις ξεφαντώματα μαζί σας να πηγαίνη,
ώστε να δυνηθήτε από ταις ευκαιρίαις
να συνάξετε κάτι, και αν τον βασανίζει
τι άγνωστο 'ς εμάς, κ' εάν φανερωμένο
το πάθος θαύρισκε απ' εμάς την ιατρείαν.
Κύριοί μου, συχνά διά σας έκαμε λόγον·
ουδ' άλλους δύο 'σάν εσάς ο κόσμος έχει,
'πού εκείνος τόσο ν' αγαπά· και αν να δειχθήτε
θελήσετε 'ς εμάς καλόγνωμοι και φίλοι,
ώστε ολίγον καιρόν να χάσετε κοντά μας,
και φως με σας εις ταις ελπίδες μας να ιδούμε,
διά την επίσκεψιν αυτήν θα 'χετε χάρες,
όπως βασιλική ταις δίδει ευγνωμοσύνη.
Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη,
ως είμασθε 'ς την φοβερήν σας εξουσίαν,
δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις,
όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη.
Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον
τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον
εθέσαμ', έτοιμοι 'ς την κάθε προσταγήν σας.
Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου
συ, Γυιλδενστέρνη.
Ευχαριστώ σε, Γυιλδενστέρνη,
κ' ευγενικέ μου Ροζενκράς. Να επισκεφθήτε
ευθύς, θερμά παρακαλώ σας, τον υιόν μου,
'πού τόσον άλλαξεν, ωιμέ! – Σεις των κυρίων
[Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ
δείξετε αμέσως πού θα εύρουν τον Αμλέτον.
Να ευδοκήση ο Θεός χαράν αυτός να λάβη
κ' ελάφρωσιν απ' την δικήν μας παρουσίαν,
και απ' όσα προσπαθήσωμε.
Ο Θεός να κάμη!
Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οι πρέσβεις, σεβαστέ μου, από την Νορβηγίαν
επέστρεψαν φαιδροί.
Καλών ειδήσεων είσαι
πάντοτε συ πατέρας.
Δεν είν' έτσι, Κύριε;
Πίστευσε, σεβαστέ, πως έχω αφιερώση
την πίστιν και όλην την ψυχήν μου εις τον Θεόν μου
και αδιακρίτως 'ς τον καλόν μου βασιλέα·
και νομίζω, – εκτός αν τούτος ο εγκέφαλός μου
έχασε την λεπτήν πολιτικήν οσμήν του, —
πως την αληθινήν και μόνην ηύρα αιτίαν
της τρέλλας του Αμλέτου.
Α! κείνο να λέγης·
αυτό να μάθω αναζητώ.
Να δεχθής πρώτα
τους πρέσβεις σου· τα νέα μου κατόπι θα 'λθουν,
του δείπνου εκείνου παραφάγια (7).
Τίμησέ τους
εσύ, κ' εδώ συνόδευσέ τους
[Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ω γλυκειά μου
βασίλισσα, μου λέγει αυτός οπού την ρίζαν
ηύρε και την πηγήν του πάθους 'πώχει ο υιός σου.
Μία και μόν' είναι, φοβούμαι, – του πατρός του
ο θάνατος και οι τόσο βιαστικοί μας γάμοι.
Θε να τον δοκιμάσωμε.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ με τον ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΝ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΝ
Καλοί μας φίλοι,
καλώς μας ήλθετε. Βολτίμανδε, τι λέγει
των Νορβηγών ο βασιλέας και αδελφός μας;
Άδολον ασπασμόν κ' ευχαίς σου ανταποδίδει.
Έστειλ' ευθύς να κόψη την στρατολογίαν
του ανεψιού του, οπού του ελέγαν πως εγίνη
διά να κτυπήσουν τους λαούς της Πολωνίας·
αλλ', άμα ερεύνησε καλά, πληροφορήθη
ότι εκείνος σκοπούσε πόλεμον να φέρη
'ς την Υψηλότητά σου· και βαρύ του εφάνη
ότι, επειδή 'ναι γέρος και άρρωστος 'ς την κλίνην,
με δόλον τον επήραν· ώστ' ευθύς προστάζει
τον Φορτιμπράς να πιάσουν· παραδόθη ο νέος,
και αυστηρώς ωνειδίσθη από τον βασιλέα
και θείον του, κ' ευθύς με όρκον τού υποσχέθη
ποτέ να μη προσβάλη το βασίλειό σου.
Όθεν των Νορβηγών ο γέρος βασιλέας,
περίχαρος, του δίδει δώρο τρεις χιλιάδαις
κορώναις χρονικώς, και διαταγήν ακόμη
'ς των Πολωνών τα μέρη να ριχθή μ' εκείνους
τους άνδραις, 'πού 'χε, ως είπα πριν, στρατολογήση.
Και σε παρακαλεί, καθώς εδώ σου γράφει
[Του δίδει ένα έγγραφον
ήσυχην μέσ' από τα κράτη σου να δώσης πέρασιν, όταν ο στρατός του ξεκινήση 'ς τον πόλεμον αυτόν, με το να λάβης όσαις ανταμοιβαίς και ασφάλειαις μέσα εδώ σου ορίζει καταλεπτώς γραμμέναις.
Τούτο ευχαριστεί μας.
Εις ησυχώτερον καιρόν τα γράμματά του
θ' αναγνωσθούν, και θ' απαντήσωμε, αφού πρώτα
γίνη σκέψις. Ωστόσο σας ευχαριστούμε
διά τους καλούς σας κόπους· πορευθήτε τώρα
να ησυχάσετε· θα 'σθε απόψε σύνδειπνοί μας.
Καλώς ήλθετε πάλι 'ς την πατρίδα!
[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
Τέλος
εις την υπόθεσιν αυτήν καλόν εδόθη. —
Βασιλειά (8) μου σεπτέ, σεπτή Βασίλισσά μου,
εάν έμελλ' εδώ να στρώσωμε ομιλίαν,
ποιαν πρέπει να 'χη θέσιν η Μεγαλειότης,
τι 'ναι το σέβας, και διατί 'ναι η 'μέρα ημέρα,
η νύκτα νύκτα, και ο καιρός καιρός, θα ήταν
αυτό χαμός καιρού, νυκτός και ημέρας· όθεν,
αν το πνεύμα ψυχήν την συντομίαν έχει,
και σώμα και στολίδι την πολυλογίαν,
θα 'μαι συντομολόγος. Ο ευγενής υιός σας
είναι τρελλός· τρελλόν τον λέγω εγώ, διότι,
αν θέλης την πραγματικήν τρέλλαν να ορίσης,
άλλο να ειπής δεν έχεις παρ' ότ' είναι τρέλλα.
Πλην ας τ' αφήσωμεν αυτά.
Δος μας ουσίαν,
και ολιγώτερην τέχνην.
Α! σε βεβαιόνω,
δεν ομιλώ ποσώς με τέχνην, δέσποινά μου,
μα τον Θεόν· είναι τρελλός, τούτ' είναι αλήθεια,
και αλήθεια 'πού 'ναι κρίμα, κρίμα που 'ναι αλήθεια·
μωρό το σχήμα, τ' αθετώ· τέχνην δεν θέλω.
Τρελλόν λοιπόν θα τον ειπούμε· μένει τώρα
του φαινομένου (9) τούτου ναύρωμε τον λόγον,
ή και του λόγου, αν θέλεις, την παραλογίαν,
ότι θα υπάρχη αυτού του παραλόγου ο λόγος.
Τούτο απομένει (10)· και ιδού πώς το απομεινάρι
θα κρίνετε· μιαν κόρην έχω, – και την έχω
όσο 'πού 'ναι δική μου, – αυτή, κατά το χρέος
και την υπακοήν της, τούτο μώχει δώση·
κυττάξτε τώρα· συμπεράνετε, σκεφθήτε.
[Αναγινώσκει]
«Προς την ουρανίαν, προς το είδωλο της ψυχής μου, την ωραιωμένην (11) Οφηλίαν»
Ιδού μία φράσις κακή, μία φράσις αχρεία· «ωραιωμένη»
είναι μία αχρεία φράσις. Αλλά θ' ακούσετε· ιδού·
[Αναγινώσκει]
«Εις τον εξαισίως υπέρλευκον κόλπον της (12) τούτα κ.λ.»
Αυτά της έγραψεν ο Αμλέτος;
Έχε ολίγην,
Βασίλισσα μου, υπομονήν· πιστόν θα μ' εύρης.
[Αναγινώσκει]
_Ν' αμφιβάλλης αν τ' άστρα είναι φωτιά σου συγ-
[χωρείται,
διά τον ήλιον σ' αφίνω να διστάζης αν κινείται,
διά την αλήθειαν να υποψιάζης μήπως ψέμα λέει,
όχι να ειπής ότ' η ψυχή μου απ' έρωτα δεν καίει.
Ω αγαπημένη μου Οφηλία! στενοχωρούμαι με αυτούς τους στίχους· δεν είμαι καλός να μετρώ τα στε- νάγματά μου αλλ' ότι σε ακριβαγαπώ, ω ακριβή μου, πίστευσέ το. Χαίρε.
Ο παντοτεινός σου, ω αγαπημένη Κυρία,
ενόσω τούτ' η μηχανή (13) είναι δική του_
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η κόρη μου υποτακτικώς μώδειξε τούτο, και ακόμη μου 'καμε γνωστό με πόσην ζέσιν, με ποιαν επιμονήν, και πού και πώς και πότε, αυτός ζητούσε την καρδιά της να κερδίση.
Αλλά τον έρωτά του πώς εδέχθη εκείνη;
Τι μ' έχετε;
Άνθρωπον πιστόν και τιμημένον.
Κ' εύχομαι να το δείξω. Αλλά τι 'θελε ειπήτε,
αν μόλις είδα να πτερώση εκείν' η αγάπη, —
και την είχα νοήση, μάθετέ το, ακόμη
και πριν η κόρη μου το ειπή – τι 'θελε ειπήτε,
συ, σεβαστέ μου, και η γλυκειά βασίλισσά σου,
αν έστεκα 'σάν αναλόγ' (14) ή 'σάν γραφείο,
εάν εμώρονα βουβός την αίσθησίν μου,
ή τον ερώτ' αυτόν με μάτι οκνό θωρούσα,
τι 'θελε ειπήτε; Αλλ' όχι, εγώ καιρόν δεν χάνω,
και προς την τρυφερήν μου κόρην λέγω αμέσως·
«Ο Αμλέτος είναι βασιλόπουλον, εις άλλην
σφαίραν ανήκει, και δεν πρέπει αυτό να γίνη.»
Και την διώρισα 'ς το εξής να μη του ανοίγη
την θύραν της, μηδέ να δέχεται κανένα
μήνυμά του, μηδέ θυμητικό του πλέον.
Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου,
και αυτός διωγμένος, – διά να μη μακρολογήσω —
έβαλε αρχήν να πέση 'ς την βαρυκαρδίαν,
εκείθε 'ς την νηστείαν, κείθε 'ς την αγρύπνια,
εκείθε 'ς την αδυναμία, και πάλι εκείθε
'ς την ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω
το κατρακύλισμα ερροβόλησε 'ς την τρέλλαν,
οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε.
Φρονείς πώς είναι τούτο;
Πιθανόν ομοιάζει
πολύ.
Παρακαλώ σας να μου ειπήτε πότε
συνέβη εγώ να λέγω θετικώς· έ τ σ' ε ί ν α ι,
κ' έπειτα να δειχθή πώς είν' αλλέως;
Όσο
γνωρίζω εγώ, ποτέ.
Κ' εάν αλλέως ήναι
τούτο από τούτο κόψετέ μου·
[δείχνει την κεφαλήν και τους ώμους του]
αν με βοηθήσουν η ευκαιρίαις, ικανός είμαι να πιάσω την αλήθειαν κρυμμένην μες της γης το κέντρον.
Πώς μπορούσε και άλλη δοκιμή να γίνη;
Ηξεύρετε οπού κάποτ' ώραις και ώραις κάμνει
περίπατον εδώ 'ς το μακρυνάρι.
Αλήθεια.
'Σ εκείνον τον καιρόν εγώ θα του απολύσω
την κόρην μου, και σεις οπίσω απ' την αυλαίαν
μ' εμέ κρυμμένοι θα παρατηρήτ' εκείνην
την συναπάντησιν· και αν δεν την αγαπάει,
αν από έρωτα τον νουν δεν έχει χάση,
σύμβουλος να μην ήμ' εγώ της πολιτείας,
αλλ' επιστάτης των αγρών και ζευγολάτης.
Ας γίν' η δοκιμή.
Στάσου! Ο δυστυχισμένος
θλιφτά πώς έρχεται σκυμμένος 'ς το βιβλίο!
Παρακαλώ ν' αποσυρθήτε σεις οι δύο·
εγώ θα τον πλησιάσω.
[Εξέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ [αναγινώσκοντας]
Με την άδειάν σας·
Τι κάμνει ο καλός μου πρίγκιπας Αμλέτος;
Με την χάριν του Θεού καλά.
Κύριέ μου, με γνωρίζεις;
Πολύ καλά· είσαι ένας ψαράς.
Όχι δα, Κύριέ μου.
Τότε επιθυμούσα να ήσουν τίμιος όσον είν' εκείνοι.
Τίμιος, Κύριέ μου!
Μάλιστα, Κύριε· αν είσαι τίμιος, όπως πηγαίνει τώρα ο
κόσμος, είσαι ένας διαλεκτός μέσ' από δέκα χιλιάδαις.
Είπες, Κύριε, την αγίαν αλήθειαν.
Διότι αν (15) ο ήλιος γεννά σκουλήκια εις έναν ψόφιον σκύ-
λον, – ψοφίμι καλό για φίλημα – Έχεις θυγατέρα;
Έχω, Κύριέ μου.
Να μη περιπατή 'ς τον ήλιον· η σύλληψις είναι ευλο-
γία, όχι όμως όπως τυχαίνει να συλλάβη η κόρη σου. Εις
αυτό, φίλε, έχε τον νουν σου.
Τι θέλεις να ειπής με τούτο; – [μόνος του] Πάντοτε κρούει
την χορδήν της κόρης μου· όμως κατ' αρχάς δεν μ' εγνώ-
ρισε, μ' επήρε δια ψαρά· ο νους του είναι φευγάτος πέρα,
πολύ πέρα· κ' εγώ εις τα νειάτα μου έχω πάθη φοβερά από
τον έρωτα, σχεδόν όμοια με αυτό 'πού βλέπω. – Τι ανα-
γνώθεις, Κύριέ μου;
Λέξες! Λέξες! Λέξες!
Ποία είναι η υπόθεσις, Κύριέ μου;
Μεταξύ τίνων;
Εννοώ, Κύριέ μου, την υπόθεσιν του αναγνώσματός σου
Καταλαλιαίς, Κύριε· φαντάσου, αυτό το ανδράποδο, ο
σατυριστής (16), εδώ, λέγει ότι οι γέροντες έχουν τα γένεια
στακτερά και το πρόσωπο ζαρωμένο· ότι τα μάτια τους ξερ-
νούν πηκτήν άμπραν και δενδρόκομμι· ότι πάσχουν από
φοβερήν έλλειψιν πνεύματος, και ότι τα μεριά τους είναι
ζουριασμένα. Όλ' αυτά, Κύριε, και εγώ τα πιστεύω και
τα ομολογώ, αλλά δεν στοχάζομαι καλό και τίμιο πράγμα
να στρώνωνται κάτω, όπως τα γράφει· διότι και συ ο
ίδιος θα είχες την ηλικίαν μου αν ημπορούσες, ως ο κά-
βουρας, να οπισθοποδήσης.
[μόνος του] Είναι τρέλλα, αλλά έχει την τάξιν της. —
Θέλεις, Κύριέ μου, να βγης από τον αέρα;
Εις το μνήμα μου;
Τωόντι, αυτό είναι έξω από τον αέρα. – [μόνος του] Πόσο
μεστωμέναις είναι κάποτε η απάντησές του! Τι χάρις, η
τρέλλα συχνά να εφευρίσκη ό,τι ο ύγιος νους δύσκολα θα
εγεννούσε! Θα τον αφήσω και θα οργανίσω ευθύς τον τρό-
πον να συναπαντηθή με την κόρην μου. – Ευγενέστατε,
θα σου πάρω ταπεινότατα την άδειαν να αναχωρήσω.
Κανένα πράγμα δεν θα ευχαριστηθώ τόσο να μου πά-
ρης όσον αυτό, αν εξαιρέσης την ζωήν μου, την ζωήν
μου, την ζωήν μου!
Έχε υγείαν, Κύριέ μου.
Βαρετοί γέροντες ξεμωραμένοι!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αν ζητείτε τον Πρίγκιπα Αμλέτον, αυτού είναι.
[προς τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ] Κύριε, χαίρε!
[εξέρχ. ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Σεβαστέ μου Κύριε!
Αγαπητέ μου Κύριε!
Καλώς ήλθετε οι αξιόλογοι μου φίλοι! Τι μου κά-
μνεις, Γυιλδενστέρνη; Α! Ροζενκράς! Καλά παλληκά-
ρια, τι κάμνετε και οι δύο;
Ωσάν αλογάριαστα παιδιά της γης.
Τόσο ευτυχείς όσο πολύ δεν ευτυχούμε·
δεν μας φορεί κομπί 'ς τον σκούφον της η Τύχη.
Ούτε πατούνα 'ς το υπόδημά της;
Ούτε, Κύριέ μου.
Τότε ζήτε ολόγυρα εις την μέσην της ή μες το κέν-
τρο της καλοσύνης της.
Μα τον Θεόν, μας έχει δορυφόρους.
Εις τ' απόκρυφα της Τύχης; Ε! πραγματικώς αυτή
είναι μία ξεντρόπιαστη. – Τι νεώτερα;
Κανένα, Κύριέ μου, ειμή ότι ο κόσμος έγινε τίμιος.
Θα πλησιάζη λοιπόν η ημέρα της Κρίσεως. Αλλά τα
νεώτερα σας δεν αληθεύουν. Ας σας ερωτήσω μερικώ-
τερα· τι επταίσετε, καλοί μου φίλοι, της Τύχης και αυτή
σας στέλνει εδώ εις την φυλακήν;
Εις την φυλακήν, Κύριέ μου;
Η Δανία είναι φυλακή.
Λοιπόν ο κόσμος είναι φυλακή (17).
Και πολύ τεχνική· έχει πολλά περιφράγματα, φυλα-
κτήρια, και υπόγεια· η Δανία είναι ένα από τα χειρότερα.
Εμείς δεν στοχαζόμασθε έτσι, Κύριέ μου.
Ε! τότε διά σας δεν είναι φυλακή· διότι κανένα
πράγμα δεν είναι καλό ή κακό ειμή όπως το κάμνει ο
λογισμός· δι' εμέ είναι φυλακή.
Η φιλοδοξία σου λοιπόν την κάμνει φυλακήν· είναι παρά
πολύ στενόχωρη διά τον λογισμόν σου.
Ω Θεέ μου! Και αν ήμουν περιωρισμένος μέσα εις ένα
καρυδόφλουδο, θα ελόγιαζα πως είμαι βασιλέας εις απέ-
ραντο διάστημα· αμμή οπού βλέπω ονείρατα (18) κακά.
Ίσα ίσα αυτά τα ονείρατα είναι η φιλοδοξία· διότι της
φιλοδοξίας η ουσία είναι μόνον ονείρου σκιά.
Και τα όνειρο καθ' εαυτό άλλο δεν είναι ειμή σκιά.
Αλήθεια· και εγώ νομίζω πως τα ιδίωμα της φιλο-
δοξίας είναι τόσον άυλο, τόσον ελαφρό, ώστε αυτή άλλο
δεν είναι ειμή σκιά σκιάς.
Λοιπόν οι πένητές μας (19) είναι σώματα, και οι βασιλείς
και οι τεντωμένοι μας ήρωες σκιαίς των πενήτων μας. —
θα πάμε (20) εις την Αυλήν, διότι, μα τον Θεόν, δεν είμαι
εις κατάστασιν να σκέπτωμαι
Θα μας έχης σιμά σου.
Όχι αυτό· δεν θα σας βάλω με τους άλλους ανθρώπους
της ακολουθίας μου· διότι, εις την τιμήν μου σας το λέγω,
έχω (21) τρομερήν ακολουθίαν. Αλλά, εις την καθαρήν φι-
λίαν μας, διατί ήλθετε εις την Ελσινόρην;
Διά να σ' επισκεφθούμε, Κύριέ μου· δι' αυτό και μόνον.
Πένητας οπού είμαι. Και εις ταις ευχαριστίαις είμαι
πάμπτωχος· όμως σας ευχαριστώ, μ' όλον ότι, αγαπητοί
μου φίλοι, μόλις έναν οβολόν αξίζουν η ευχαριστίαις μου.
Δεν σας εμήνυσαν; Ήλθετε από δικήν σας επιθυμίαν; Η
επίσκεψις αυτή είναι αυτοπροαίρετη; Ελάτε, ελάτε· φερ-
θήτε σωστά με εμέ· ελάτε, ελάτε, ειπήτε.
Τι έχομε να ειπούμε, Κύριέ μου;
Ε! ό,τι θέλετε· αλλά μόνον εις το προκείμενον. Σας
εμήνυσαν, και ξανοίγω κάπως την εξομολόγησιν μέσα εις
τα μάτια σας· η άκακαις ψυχαίς σας δεν έχουν την δύνα-
μιν να την σκεπάσουν. Γνωρίζω ότι ο καλός βασιλέας και
η βασίλισσα σας έχουν μηνύση.
Διά ποίον σκοπόν; Κύριέ μου;
Αυτό θα μου το φανερώσετε σεις. Αλλά ας σας εξορ-
κίσω εις την αρχαίαν μας φιλίαν, εις την ομογνωμίαν
της νεότητός μας, εις την υποχρέωσιν της σταθερής μας
αγάπης, και εις ό,τι άλλο ακριβώτερο ημπορούσε να σας
προβάλη άλλος ομιλητής καλήτερός μου, να ήσθε προς
εμέ δίκαιοι και ειλικρινείς, και να ειπήτε αν σας έχουν
μηνύση ή όχι.
[ιδιαιτέρως του ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗ] Τι λέγεις συ;
[μόνος του] Ε! τότε κάπως σας ενόησα! (22) – Αν μ' α-
γαπάτε, μη μου το κρύβετε.
Κύριέ μου, μας εμήνυσαν.
Εγώ θα σας ειπώ (23) διατί, και με τούτο προλαμβάνω
την εξομολόγησίν σας, ώστε η μυστικότης, την οποίαν
έχετε υποσχεθή προς τον βασιλέα και την βασίλισσαν, δεν
θα μαδήση ουδέ καν από ένα πτερό. Μου συνέβη τώρα
ύστερα να χάσω, δεν ηξεύρω διατί, την ιλαρότητά μου,
και άφησα τα μαθημένα μου γυμνάσματα· και τωόντι τόσο
βάρος αισθάνεται η ψυχή μου, ώστε το ωραίο τούτο κτί-
σμα, η γη, φαίνεται 'ς εμέ στείρο ακρωτήρι· το εξαίσιο
τούτο σκήνωμα, ο αιθέρας, βλέπετε, το γενναίο τούτο στε-
ρέωμα, όπως επάνω μας κρέμεται, ο μεγαλοπρεπής τού-
τος θόλος ο κεντητός με ακτινοβόλο χρυσάφι, ε! δεν μου
παρουσιάζεται ειμή ως ένα σιχαμένο συμμάζωμα από θα-
νατηφόρα πυκνά αναθυμιάματα. Τι αριστούργημα είναι ο
άνθρωπος! πόσο ευγενής εις τον νουν! εις τα δώρα της
ψυχής, ω πόσο απέραντος! εις την μορφήν και εις το κί-
νημα, πόσο εκφραστικός, πόσο θαυμάσιος! εις την ενέρ-
γειαν, ω πόσον ομοιάζει άγγελος! εις την νόησιν, ω πόσον
ομοιάζει Θεός! το στόλισμα του παντός! το πρότυπον των
εμψύχων πλασμάτων! Και όμως, δι' εμέ, τι είναι τούτη
η πεμπτουσία (24) του χώματος; ο άνθρωπος δεν μ' ευχαρι-
στεί, όχι, ουδέ η γυνή, μ' όλον ότι, μ' εκείνο σας το χα-
μόγελο, δείχνετε ότι δεν το πιστεύετε.
Κύριέ μου, τούτο δεν μου πέρασε καθόλου από τον
νουν.
Διατί λοιπόν εχαμογελάσετε όταν είπα ότι «ο άνθρω-
πος δεν μ' ευχαριστεί;»
Διότι, Κύριε, εσυλλογιζόμουν, αν δεν ευχαριστείσαι εις
τον άνθρωπον, πόσο νηστήσιμα θα φιλοξενήσης τους ηθο-
ποιούς· ενώ ερχόμεθα εδώ τους αφήσαμε οπίσω, κ' έρχον-
ται να σου προσφέρουν την υπηρεσίαν τους.
Όποιος παίζει τα πρόσωπο του βασιλέως θα ήναι καλό-
δεκτος· θα προσφέρω τα σεβάσματά μου εις την μεγαλειό-
τητά του· ο φιλοκίνδυνος ιππότης θα μεταχειρισθή το ξί-
φος και την ασπίδα του· ο ερωτευμένος δεν θ' αναστενάζη
χάρισμα· ο ιδιότροπος θέλει τελειώση το μέρος του απεί-
ρακτα· ο γελαστής θα καλοκαρδίση εκείνους οπού έχουν τα
πλευρά γαργαλιστά, και η νέα θα εξηγήση το αίσθημά
της ελεύθερα, ειδεμή ο στίχος θα σκοντάψη (25). Τίνες είναι
τούτ' οι ηθοποιοί;
Εκείνοι, οπού σου άρεσαν τόσο, οι τραγωδοί της πρω-
τευούσης (26).
Πώς συμβαίνει ότι ταξειδεύουν; η διαμονή τους εις
ένα μέρος και τους ωφελούσε και εμεγάλυνε την υπόληψίν
τους.
Νομίζω πως η στενοχωρία τους προέρχεται από το
ύστερο νεωτέρισμα (27).
Διατηρούν όσην υπόληψίν είχαν, όταν εγώ ήμουν εις
την πρωτεύουσαν; τους συντρέχει ο κόσμος ως πρώτα;
Όχι πλέον, όχι.
Πώς συμβαίνει τούτο; αυτοί εσκούριασαν τάχα;
Όχι, αυτοί εργάζονται πάντοτε με τον ίδιον ζήλον,
αλλά υπάρχει, Κύριέ μου, μία κλωσσιά παιδάκια, τρυ-
φερά πεταξόνια (28), οπού ξεκουφαίνουν τον κόσμον με την
φωνήν τους, και διά τούτο χειροκροτούνται τρομερά· αυ-
τοί είναι τώρα του συρμού· και τόσο καταλαλούν τα θέα-
τρα τα κοινά (καθώς αυτοί τα ονομάζουν), ώστε και πολ-
λοί κύριοι σπαθοφόροι φοβούνται τα χηνοκόνδυλα (29) και
μόλις τολμούν να πατήσουν αυτού.
Τι; παιδάκια είναι; ποίος τους διατηρεί; ποίος τους
τρέφει; μήπως δεν θα εξακολουθήσουν το έργον τους
παρά όσον καιρόν κρατήση η φωνή τους εις το τραγούδι;
και όταν κατόπιν απομείνουν και αυτοί ηθοποιοί κοινοί (κα-
θώς είναι πιθανόν, αφού δεν τους περισσεύουν τα μέσα),
τότε αυτοί οι ίδιοι δεν θα ειπούν ότι τους έβλαψαν οι δρα-
ματουργοί τους, διότι τους επαρακίνησαν να κατακρίνουν
σήμερον με τόσην κατακραυγήν το ερχόμενο στάδιό τους;
Μα την αλήθειαν, πολλή ταραχή έγινε και από τα δύο
μέρη, και ο λαός άπονα τους ερεθίζει να αλληλομαχούν·
διά κάμποσον καιρόν δεν έβγαινε λεπτό από την παράστα-
σιν, εάν ο ποιητής και οι ηθοποιοί δεν έμπαζαν εις τους
διαλόγους τα γρονθοκοπήματα.
Αλήθεια;
Ω! δεν ημπορείς να φαντασθής πόσοι άνθρωποι εβασά-
νισαν δι' αυτά το κεφάλι τους.
Και τα παιδιά ενίκησαν;
Μάλιστα, Κύριέ μου, επήραν τον Ηρακλέα με όλο το
βάρος του (30).
Αυτά δεν είναι καθόλου παράδοξα, όταν ο θείος μου
είναι βασιλέας της Δανίας, κ' εκείνοι οπού τον εστραβο-
κύτταζαν, όταν ο πατέρας μου εζούσε, δίδουν τώρα είκο-
σι, σαράντα, πενήντα, εκατό δουκάτα διά να τον έχουν
μικροζωγραφισμένον. Μα την ζωήν μου, εις όλα τούτα υ-
πάρχει τι έξω της φύσεως, αν η φιλοσοφία ημπορούσε να
το ανεύρη!
[Σαλπισμοί μέσα]
Ιδού οι ηθοποιοί.
Κύριοι (31), καλώς ήλθετε εις την Ελσινόρην· τα χέρια
σας· ελάτε, ελάτε, η υποδοχή έχει τον συρμόν της και την
τάξιν της· πρέπει και προς εσάς να συμμορφωθώ με αυτόν
τον τρόπον, μήπως εις το φέρσιμό μου προς τους ηθοποιούς
(και θα ήναι, μάθετέ το, ευγενικώτατο) φανώ περιποιητι-
κώτερος. Καλώς ήλθετε· αλλά ο θειοπατέρας μου και η
μανναθειά μου είναι γελασμένοι.
Εις τι, Κύριέ μου;
Δεν είμαι τρελλός ειμή όταν φυσά βορειοδυτικός (32)· όταν
πνέει νοτιάς, είμαι καλός να ξεχωρίσω γεράκι από λάκραν.
Καλώς σας εύρηκα, ευγενέστατοι.
Πρόσεχε, Γυιλδενστέρνη· – και συ ακόμη· – εις κάθε
αυτί να μη λείπη ακουστής (33)· εκείνο το τρανό παιδί οπού
βλέπεις εκεί δεν εξεσπαργανώθηκε ακόμη.
Μη και δευτεροσπαργανώθηκε, διότι, ως λέγουν, ο γέ-
ρος είναι δεύτερη φορά μωρό.
Θα προφητεύσω· έρχεται να μου δώση την είδησιν των
ηθοποιών προσέξετε. – Σωστά (34) λέγεις, Κύριε, – ήταν
την δευτέραν το πρωί πραγματικώς.
Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα.
Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα. Όταν ο Ρώ-
σκιος ήταν ηθοποιός εις την Ρώμην, —
Οι ηθοποιοί ήλθαν εδώ, Κύριέ μου.
Μπάα! Μπάα!
Εις την τιμήν μου, Κύριε, —
Τότ' (35) ήλθε κάθε ηθοποιός 'ς τον γάιδαρόν του.
Οι καλήτεροι ηθοποιοί του κόσμου· θέλεις τραγωδίαν,
θέλεις κωμωδίαν, θέλεις δράμα ιστορικό, ποιμενικό, ποι-
μενοκωμικό, ιστορικοκωμικό, τραγικοϊστορικό, ιλαροτρα-
γικοϊστορικοποιμενικό, θέλεις σκηνήν αδιαίρετην (36), θέλεις
δράμα απεριόριστο· δι' αυτούς τίποτε δεν είναι ούτε το βά-
ρος του Σενέκα, ούτε η ελαφρότης του Πλαύτου. Τόσο εις
το να αποστηθίζουν ορθώς τα γραμμένα, όσο και εις το να
αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα, δεν έχουν ταίρι.
Ιεφθάε (37), 'ς τον λαόν του Ισραήλ κριτής,
πόσο μεγάλον είχες πρώτα θησαυρόν·
Ποίον θησαυρόν είχε, Κύριέ μου;
Ωραίαν είχε μόνην θυγατέρα,
και την αγάπα ο θλιβερός πολύ.
Πάντοτε την θυγατέρα μου.
Δεν έχω δίκαιον, γέρε Ιεφθάε;
Αν με ονομάζεις Ιεφθάε, Κύριέ μου, έχω μίαν θυγα-
τέρα οπού αγαπώ πολύ.
Δεν έρχεται αυτό κατόπιν (38).
Τι έρχεται λοιπόν;
Ιδού· Ως η Μοίρα διορίση
και όπως ο Θεός θελήση
Και κατόπιν, ηξεύρεις
κ', εύκολο να προνοηθή, έτυχ' εκείνο να συμβή._
Η πρώτη στροφή του θρησκευτικού άσματος θα σε φω- τίση καλήτερα, διότι, ιδού, έρχονται εκείνοι οπού με δια- κόπτουν.
Εισέρχονται τέσσαροι ή πέντε ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Καλώς ήλθετε, Κύριοι, καλώς ήλθετε όλοι σας. Ε! χαι-
ρομαι οπού σας βλέπω καλά. Καλώς ήλθετε, φίλοι μου. —
Ω φίλε μου παλαιέ! Από την ύστερην φοράν οπού σ' έχω
ιδή, το πρόσωπό σου εγέμισε φούνταις· ήλθες εις την Δα-
νίαν διά να μου στρίφης το μουστάκι; – Ε! καλή μου
Κυρία! (39) Μα την Δέσποιναν, η Δεσποσύνη σου, αφού σε
υστεροείδα, έγινεν εγγύτερη εις τον ουρανόν από ένα ξυλο-
κάλλιγο. Προς Θεού, κάμε ώστε η φωνή σου να μη ραΐση
ωσάν γλυμμένο μάλαμα. – Κύριοι, καλώς σας εδεχθή-
καμε· θα ριχθούμε αμέσως, ως κάμνουν οι γάλλοι γερα-
κάρηδες, να κυνηγήσωμε ό,τι βλέπομε· θ' ακούσωμεν ευ-
θύς κάτι· ελάτε, δώσετέ μας κανένα δείγμα της τέχνης
σας· ελάτε, μίαν ομιλίαν περιπαθή.
Ποίαν, Κύριέ μου;
Σ' έχω κάποτε ακούση να μου εκφωνής μίαν ομιλίαν·
δεν επαίχθη εις την σκηνήν, ή, το πολύ, μίαν φοράν· διότι
το δράμα, ως ενθυμούμαι, δεν άρεγε εις τους πολλούς·
διά το κοινόν ήταν χαβιάρι (40)· όμως, καθώς το έκρινα εγώ
και άλλοι από εμέ πολύ ικανώτεροι να δώσουν γνώμην εις
αυτό, το δράμα ήταν αξιόλογο, καλά χωνευμένο εις τα
μέρη του, και εκθεμένο με πολύ μέτρο και τέχνην. Κά-
ποιος, ενθυμούμαι, είπεν ότι οι στίχοι του δεν είχαν μέσα
μυρωδιαίς αρκεταίς να το καταστήσουν γευτικό και ότι η
φράσις του έδειχνεν ότι ο συγγραφέας δεν εζήτησε πολύ τα
καλλωπίσματα· έλεγεν όμως ότι η μέθοδος εκείνη ήταν
αγνή, γερή και γλυκεία, όχι στιλβωμένη αλλά πραγμα-
τικώς ωραία. Μία ομιλία προ πάντων μου είχε αρέση·
ήταν η διήγησις του Αινεία προς την Διδώ, και εξόχως
εκεί όπου περιγράφεται ο φόνος του Πριάμου. Αν σώζεται
εις την ενθύμησίν σου, άρχισε από τον ακόλουθον στίχον·
άφησε, άφησε, να ιδώ·
Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, το υρκανικό θηρίο·