Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ
Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ.
Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε,
ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν
και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε
είδησιν από σε να λάβω.
Και αμφιβάλλεις;
Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου,
πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι·
είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα,
πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει,
μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο.
Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;
ΛΑΕΡΤΗΣ Μη το λογιάσης τίποτε παρ' αυτό, και σκέψου πως η φύσις, 'ς την αύξησιν, δεν μεγαλόνει με τον όγκον μόνον και με τα νεύρ', αλλ', ως πλαταίνει τούτος ο ναός (29), δυναμόν' η μέσα υπηρεσία της ψυχής και του νου (30). Τώρ' ίσως σ' αγαπάει, την καθαρήν του γνώμην δεν θολόνει ακόμη δόλιος σκοπός· αλλά φοβού και αν θεωρήσης το μεγαλείον του, της γνώμης του δεν είναι κύριος αυτός· 'ς την γέννησίν του υποταγμένος δεν δύνατ', όπως οι μικροί κάμνουν, να κόπτη οποίον θέλει καρπόν, αφού 'ς την εκλογήν του κρέμετ' η ασφάλεια, τα καλό της πολιτείας· όθεν 'ς την εκλογήν του την φωνήν θ' ακούση, και την στέρξιν θα λάβη από το σώμα εκείνο, οπού τον έχει κεφαλήν· λοιπόν, αν λέγη πως σ' αγαπά, γνώσιν αν έχεις, πίστευέ το μόνον όσον η θέσις και τ' αξίωμά του του συγχωρούν να πράξη αυτά 'πού βεβαιόνει, και αυτό να προχωρή δεν δύναται παρέκει απ' ό,τ' η φωνή θέλει της Δανιμαρκίας. Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του. Μη, Οφηλία, μη, γλυκύτατη αδελφή μου· το αίσθημά σου κράτει οπίσω φυλαγμένο 'ς απόσκεπο, μακράν απ' τ' άρματα του πόθου· η σφικτότερη κόρη δείχνεται απλοχέρα, το κάλλος της αν ξεσκεπάση της σελήνης (31)· ούτ' η Αρετή ξεφεύγει την συκοφαντίαν· τα τέκνα του Μαϊού πληγόνει το σκουλήκι πολύ συχνά πριν τα μπουμπούκια τους ανοίξουν, και 'ς της ζωής το δροσοβόλο χαραμέρι εξόχως άνεμοι φυσούν φαρμακωμένοι. Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία· ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνη 'ς τον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.
Την έννοιαν θα 'χω της λαμπρής σου νουθεσίας
φύλακα της καρδιάς μου· αλλ' αδελφέ γλυκέ μου,
μη κάμης όπως ασεβείς κάποιοι ποιμένες·
τ' ουρανού το τραχύ και ολόρθο μονοπάτι
δείχνουν των άλλων, και ξεχνούν την διδαχήν τους,
και, ως ο φιλήδονος 'πού αλόγιαστα ξεδίνει,
τρέχουν μες της τρυφής τον ανθισμένον δρόμον.
Μη με φοβήσαι. – Αργοπορώ· πλην ο πατέρας
έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει·
δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει.
Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο!
Κάθετ' ο άνεμος 'ς τους ώμους του πανιού σου,
και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,
[Βάζει το χέρι επάνω εις την κεφαλήν του ΛΑΕΡΤΗ]
και ταις εξής 'ς τον νουν σου γράψε νουθεσίαις· 'Σ τους στοχασμούς σου γλώσσαν (32) να μη δίδης, μήτε εις στοχασμόν σου ενέργειαν πριν τον ωριμάσης· να ήσαι καταδεκτικός, πλην μη χυδαίος· τους φίλους 'πώχεις, αφού πρώτα δοκιμάσης, με κρίκους δέσε εις την ψυχήν σου αδαμαντίνους· πλην της παλάμης σου την αίσθησιν μη φθείρης μ' όποιον η ώρα σύντροφόν σου ξεκλωσσήση. Φυλάξου 'ς έριδα να εμπής, αλλ', άμα εμπήκες, μείνε, να κάμης τον εχθρόν να σε φοβήται. Εις όλους τ' αυτιά δίδε, την φωνήν 'ς ολίγους· άκουε συμβουλαίς· την γνώμην σου μη λέγης. Καλοενδύσου, αλλ' όσο το πουγγί σηκόνει, μη παράξενα, πλούτος, όχι φαντασία· τον άνθρωπον συχνά μας δείχν' η φορεσιά του, καθώς οι πρώτοι μεγιστάνες της Γαλλίας είναι εις τούτο εκλεκτοί προ πάντων και γενναίοι. Μη γίνης δανειστής, μηδέ χρεωφειλέτης· συχνά τον φίλον χάνεις μ' όσα 'χεις δανείση, και αν δανεισθής, στομόνεις την οικονομίαν. Προ πάντων τούτο· αληθινός 'ς τον εαυτόν σου να 'σαι, και θέλει ακολουθήση, ωσάν η νύκτα την ημέραν, να μη 'σαι ουδέ 'ς τους άλλους ψεύτης. Χαίρε, και ό,τ' είπα θέλει ανθίση απ' την ευχήν μου.
Ο υιός σου ταπεινώς σε χαιρετά, πατέρα.
Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν.
Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης
ό,τι σου είπα.
Μες την μνήμην μου κλεισμένο
είναι, και το κλειδί της κράτει συ 'ς το χέρι.
Υγίαινε.
[Εξέρχεται.
Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε;
Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, – μη βαρύνης.
Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν
ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση
μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν,
μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις.
Αν είναι αυτό (καθώς μώχουν ειπή και μόνον
διά να προφυλαχθώ) θε να σου ειπώ 'πού εκείνην
του προσώπου σου εσύ δεν έχεις την ιδέαν,
'πού της κόρης μου αρμόζει και η τιμή σου θέλει.
Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε.
Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία
της αγάπης του, Κύριε.
Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου!
Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιν
'ς τα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.
Εις τα σημεία του, ως τα λέγεις, συ πιστεύεις;
Τι να στοχάζωμαι δεν ξεύρω, Κύριέ μου.
Θα σε διδάξω εγώ· φαντάσου παιδί να 'σαι,
και ως μάλαμα να εδέχθης κάλπικα σ η μ ε ί α (33),
τον εαυτόν σου βάλε εις υψηλό σ η μ ε ί ο,
ειδεμή (και δεν πρέπει την καϋμένην λέξιν
να βασανίζωμε ως να χάση την πνοήν της)
μωρίας θα μου δώσης φανερά σ η μ ε ί α.
Με πολλήν ζέσιν μου εξηγεί τον ερωτά του,
αλλά με τίμιον τρόπον.
Τ ρ ό π ο ν να τον λέγης
τωόντι· έλα τώρα!
Κύριέ μου, ακόμη
τον λόγον του πιστόνει με την μαρτυρίαν
όρκων μεγάλων φοβερών 'πού μώχει ομόση.
Βρόχια διά να πιασθούν ξυλόκοταις! Α! ξεύρω
όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία
η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη!
Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην,
σβυμένα 'ς την στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο,
ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις.
Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν
τόσο εύκολα 'ς το εξής· της συναναστροφής σου
συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης,
να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις.
Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον τούτο σκέψου μόνον,
ότ' είναι νειό πουλάρι και ημπορεί να τρέχη
ασπέδιστος (34) εκεί, 'πού εις σε δεν συγχωρείται.
'Σ ολίγα λόγια μη πιστεύης, Οφηλία,
'ς τους όρκους οπού κάμνει αυτός· είναι μεσίταις
άλλης βαφής παρ' ό,τι δείχν' η φορεσιά τους,
κήρυκες ταπεινοί διά τέλη εντροπιασμένα,
και δείχνουν άγιοι κ' ευσεβείς προξενολόγοι,
διά να πλανέσουν τους αθώους. Ε! σου λέγω,
χωρίς λόγια πολλά, 'πού 'ς το εξής δεν πρέπει
ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης
εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης
με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω·
πήγαινε τώρα.
Θα υπακούσω, Κύριέ μου.
[Εξέρχονται,
Ο Προμαχώνας.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο.
Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.
Τι ώρα είναι;
Ολίγο από την δωδεκάτην,
νομίζω, λείπει.
Σφάλλεις· είναι βαρημένη.
Λέγεις; δεν τ' άκουσα· λοιπόν σιμόν' η ώρα
που να περιπατή το πνεύμα εσυνηθούσε.
[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα.
Τι δηλοί τούτο, Κύριέ μου;
Ο Βασιλέας
δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει,
φαρομανά, και 'ς τον χορόν πηδά, γυρίζει·
κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει,
τον θρίαμβόν του διαλαλούν (35), καθώς ακούτε,
τα τύμπανα και η σάλπιγγαις.
Είναι συνήθεια;
ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, μάλιστ', αλλ' εγώ νομίζω, αν κ' είμαι γέννα του τόπου και με τούτ' αναθρεμμένος, ότι τέτοιαν συνήθειαν να κρατούν φέρνει ατιμίαν, κ' έπαινον έχει εκείνος 'πού την αθετήση. Δι' αυτήν την χοντροκέφαλην κραιπάλην τ' άλλα έθνη μάς θεατρίζουν και μας κατακρίνουν 'ς τα πέρατα της γης, μας λέγουν μεθοκόπους, και μ' επίθετο αισχρό ρυπαίνουν τ' όνομά μας. Αυτό τωόντι απ' όσα και αν η αρετή μας λαμπρότατ' έργα κατορθώση την καρδίαν, το μεδούλι, αφαιρεί του επαίνου οπού μας πρέπει. Και 'ς τους ανθρώπους μερικώς το αυτό συμβαίνει, – διά κάποιο κακό στίμμα φυσικό τους, είτε εκ γενετής (και αυτού δεν πταίουν, αν η φύσις δεν δύναται να εκλέγη την καταγωγήν της), όταν άμετρ' αυξήση κάποια διάθεσίς των, ώστε τα εμπόδια σπα και τους φραγμούς του λόγου. είτε από κάποιαν έξιν, οπού ωσάν προζύμι πολύ σηκόνει την μορφήν τρόπων ωραίων, – 'ς τους ανθρώπους αυτούς, λέγω, συμβαίνει, ως είναι μ' ένα ψεγάδι σημειωμένοι, είτ' είναι χρώμα της φύσεως, είτ' εκεί το 'χει χαράξ' η μοίρα, τα δώρα τους, και αν λάμπουν όσο η θεία χάρις, και άπειρ' αν ήναι, όσο η ψυχή χωρεί του ανθρώπου, του κόσμου γενικώς να φαίνωνται φθαρμένα από την μόνην κείνην έλλειψιν· το δράμι (36) του ολέθρου σέρνει την καλήν ουσίαν όλην εις τ' όνειδός του.
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ.
Ιδέ, Κύριε, το Πνεύμα φθάνει!
Ω Άγγελοι του Υψίστου, σεις φυλάξετέ μας! —
Μακάριον είσαι πνεύμα, είτε κολασμένο,
πνοαίς ουράνιαις φέρνεις, είτε φλόγαις Άδου,
έχεις προαίρεσιν καλήν είτε ολεθρίαν,
με σχήμα τόσο αξιομίλητον (37) εφάνης,
ώστ' εγώ θα σου κρίνω· και σου λέγω, Αμλέτε
πατέρα μου και των Δανών ω βασιλέα!
Α! δος μου απόκρισιν! 'Σ την άγνοιαν μη μ' αφήσης
να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα
κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση,
τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα,
'πού σ' είδαμε κλεισμένον 'ς την ανάπαυσίν σου,
τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου
να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο,
ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος,
πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης,
την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως
τα εμπαίγματα (38), τόσο φρικτά να κλονισθούμε
με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου;
Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει
να πράξωμεν εμείς;
[Το ΠΝΕΥΜΑ νεύει του ΑΜΛΕΤΟΥ.
Ιδού, σου κάμνει νεύμα
αλλού να πας μαζί του, ωσάν να θέλη κάτι
να φανερώση προς εσένα μόνον.
Κύττα,
με ήθος πόσο ευγενικό σε καλεί πέρα
εις μέρος πλέον μακρυνόν· όμως μαζί του
μη πας.
Όχι, ποσώς, καθόλου.
Αυτό δεν θέλει
ομιλήση· λοιπόν θα το ακολουθήσω.
Κύριε, μη το κάμης.
Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος;
Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου·
όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη
από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη;
Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.
Πώς, Κύριέ μου; Και αν αυτό σε ξεπλανέση
εις το ποτάμ' (39) ή 'ς τον φρικτόν βράχον που επάνω
'ς την βάσιν του υψηλός προς τα πελάγη κλίνει,
και πάρη εκεί κάποιαν μορφήν άλλην του τρόμου,
και σου αφαιρέση του νοός την εξουσίαν,
ώστε να σε τρελλάνη; Τούτο συλλογίσου·
βάζει ο τόπος αυτός, χωρίς άλλην αιτίαν,
θανάτου πειρασμούς 'ς την κεφαλήν εκείνου,
'πού την θάλασσαν βλέπει τόσα μέτρα κάτω
και την ακούει να βροντά.
Καλεί με πάλι. —
Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω.
Κύριέ μου, δεν θα πας.
Μακράν τα χέρια, λέγω!
Άκουσε! δεν θα πας.
Η μοίρα μου κραυγάζει,
και 'ς το κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει
ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας (40).
[Το ΠΝΕΤΜΑ νεύει
Καλούμαι ακόμη; – Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει. Αφήστε μ', είπα! – Εμπρός, κ' εγώ θ' ακολουθήσω.
[Εξέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ.
'Σ απελπισία τον ρίχνει τώρα η φαντασία.
Ας του πάμε κατόπι, και δεν είναι πρέπον
'ς αυτό να του υπακούμε.
Εμπρός, ας πάμε. – Τούτο
πού θα τελειώση;
Κάτι σαπημένον έχει
το κράτος της Δανίας.
Ίσια θα τα φέρη
ο Θεός.
Αλλ' εμείς κατόπι του να πάμε.
Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ.
Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ
Πού θα με πας; (41) Ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
Πρόσεχε.
Θα προσέχω.
Προσεγγίζ' η ώρα
'πού 'ς ταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω
τον εαυτόν μου.
Αχ! καϋμένο Πνεύμα!
Όχι,
να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης
ό,τι θα φανερώσω.
Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.
Κ' εκδικητής να γίνης, άμ' ακούσης, πρέπει.
Και τι;
Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω
καταδίκην 'ς την γην την νύκτα να πλανώμαι,
και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω (42),
ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη
κρίματα 'ς ταις ημέραις της φθαρτής ζωής
και αν άνωθεν 'ς εμέ δεν ήτο εμποδισμένο
να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου,
ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν,
'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη
η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη,
τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα,
εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου
να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν,
ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου·
αλλά 'ς αυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει
τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου. Αμλέτε,
ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε,
τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, —
Θεέ μου! (43)
τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον.
Φόνον;
Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν
δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος
αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.
Μην αργής να το ειπής, και 'ς την εκδίκησιν μου
θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι
της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης.
Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε,
θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπού 'ς της Λήθης
την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.
Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη
ότι 'ς τον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι
μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν
με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν·
αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο
που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα
φορεί το στέμμα του.
Ω προφήτισσα ψυχή μου!
Ο θείος μου;
ΠΝΕΥΜΑ Αυτό το κτήνος, ο αιμομίκτης, ο μοιχός, με διαβόλου πνεύμα και με δώρα επίβουλα, – ω πνεύμα πονηρόν, ω δώρα τόσον άξια να φθείρουν την ψυχήν του ανθρώπου έσυρε 'ς την αδιάντροπήν του επιθυμίαν την τόσ', ως έδειχνεν, αγνήν βασίλισσάν μου. Αμλέτε, ποίος ξεπεσμός εστάθη εκείνος! Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέση 'ς έναν αχρείον και γυμνόν απ' όσαις 'ς εμέ χάρες η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση, ομοίως κ' η ασέλγεια (44), και αν τύχη να σμίξη μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν κλίνην χαρή θα στρέψη 'ς το ψοφίμι. Στάσου! της χαραυγής, θαρρώ, μυρίζομαι τ' αέρι· σύντομα πρέπει να τα ειπώ. Κει 'πού κοιμώμουν 'ς τον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθε 'ς την ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου (45), και 'ς των αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνει 'ς όσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσα 'ς το γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτό 'ς εμέ συνέβη· και ξάφνου επάνω 'ς όλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα (46), 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην. Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν, ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε. Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου, χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον (47), χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου. Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη! Και αν αίσθησιν έχεις, μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας. Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης, φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ την 'ς τον θεόν και 'ς αυτά τ' αγκάθια 'πού 'ς τα σπλάχνα μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν. Τώρ' αποχαιρετώ σε· η λαμπυρίδα (48) δείχνει ότι σιμόν' η αυγή, και αρχίζει να χλωμαίνη το άνεργό της φως. Ω! χαίρε, Αμλέτε, χαίρε! Να μη με λησμονήσης. [Εξέρχεται.
Ω των Ουρανίων
τάγματα όλα! Ω Γη! τι άλλο; και τον Άδην
μ' αυτά θα ενώσω; Αίσχος! Συ, καρδιά μου, βάστα·
νεύρα μου, σεις μη ξάφνου τώρα μου γεράστε,
στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω;
Ναι, καϋμένο μου πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον
'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν (49) έχει ακόμη.
Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης
τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου
ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο
από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους
των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης
αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε·
και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο
του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι
πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω!
Γυνή (50) ω πόσο διεστραμμένη! Συ, αχρείε!
κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελο 'ς τα χείλη!
Το σημειωματάρι (51) μου· θα γράψω τούτο·
να 'χη μπορεί κάνεις γλυκόγελο 'ς τα χείλη
και να ήναι κακούργος· τούτο εις την Δανίαν
[γράφει
τουλάχιστον συμβαίνει· σ' έχω εδώ γραμμένον,
ω θείε μου! – Και πάλιν προς το σύνθημά μου·
είναι· «χαίρε, ω χαίρε, μη με λησμονήσης»,
τ' ωρκίσθηκα.
Πού είσαι, Κύριέ μου;
Κύριε,
Αμλέτε!
Ο Θεός να τον φυλάξη.
Γένοιτο.
Ω Κύριέ μου, ω!
Καλέ μου, ω πουλί μου (52),
έλα, κατέβα!
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Τι συμβαίνει, Κύριέ μου;
Τι νέα, Κύριε;
Θαυμαστά!
Δεν μας τα λέγεις,
καλέ μας Κύριε;
Όχι· τα κοινολογείτε.
Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.
Ούτ' εγώ, Κύριε,
Τι λέγετε λοιπόν; Α! πότε ανθρώπου φρένες
φαντάσθηκαν αυτά; Το μυστικό κρατείτε;
Ναι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.
Εις την Δανίαν όλην
δεν σώζεται (53) κακούργος 'πού να μη 'ναι αχρείος
γνωστός.
Να μας διδάξη τούτο, Κύριέ μου,
δεν είναι ανάγκη πνεύμα να 'βγη από τον τάφον.
Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως
άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα
να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε,
εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα·
καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις,
όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον,
θα υπάγω να προσευχηθώ.
Τούτα δεν είναι
ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.
Λυπούμαι οπού σας πρόσβαλαν, πολύ λυπούμαι
'ς την τιμήν μου.
Ποσώς δεν μας προσβάλλουν, Κύριε.
Ναι· πλην, μα τον Θεόν, υπάρχει και μεγάλη,
Οράτιε, προσβολή· (54) και ως προς τ' όραμα εκείνο,
είναι πνεύμα καλό, τούτο να ειπώ σας φθάνει·
και την επιθυμία να μάθετ' ό,τι τρέχει
μεταξύ μας, δαμάσετ' όπως ημπορείτε.
Και τώρα, καλοί φίλοι, ως είσθε φίλοι αρχαίοι,
και σπουδασμένοι και στρατιώταις, μίαν μόνην
χάριν μικρήν ζητώ σας.
Κύριε, τι θέλεις;
θα γίνη ευθύς.
Γνωστό μη κάμετ' ό,τι απόψε
είδετε.
Κύριε, ποτέ.
Θα τ' ορκισθήτε.
Εις την τιμήν μου, Κύριε.
Κύριε, 'ς την τιμήν μου.
Εις το σπαθί μου (55).
Κύριε, τώρα εδώκαμ' όρκον (56).
Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου.
Ορκισθήτε.
Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι
κει κάτω, τιμημέν' εργάτη (57); – Ελάτε· ακούτε
τον άνθρωπον αυτόν 'ς τα κατωκέλλι· στέρξτε
να ορκισθήτε.
Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας.
Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε.
θα ορκισθήτε 'ς το σπαθί μου.
Ορκισθήτε.
Λοιπόν α π α ν τ α χ ο ύ παρών; Α! πρέπει τόπον
ν' αλλάξωμεν (58)· εδώ περάστε, Κύριοί μου.
Τα χέρια θέστε πάλι επάνω 'ς το σπαθί μου,
και ορκισθήτε ποτέ να μην ειπήτε λόγον
ως προς αυτό 'πού τώρ' ακούσετε (59).
Ορκισθήτε
Καλά τα λέγεις, γέρε χάμουργα! Και πόσο
γλήγορα εργάζεσαι 'ς την γην! Α! σκαπανέας
είσαι καλός! – Και πάλι ας κινηθούμε, φίλοι.
Θεέ του Ελέους! αλλά τούτο πράγμα ξένο
είναι πραγματικώς!
Και συ λοιπόν ως ξένον (60)
να το καλοδεχθής. Πολλά (61) πράγματα, Οράτιε,
ο Ουρανός έχει και η Γη, 'πού καν δεν είδε
'ς τ' όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία.
Αλλά (62) ελάτ' εδώ, 'σαν πρώτα, ότι ποτέ σας
(να σας σκέπη ο Θεός) – Όσο και αν δείξη ξένο,
παράδοξο, το φέρσιμό μου, καθώς ίσως
θα κρίνω πρέπον 'ς το εξής να πάρω ήθος
αλλόκοτο, μωρό, – δεν θα συμβή ποτέ σας,
όταν 'ς εκείναις ταις στιγμαίς και σεις με ιδήτε,
τα χέρια (63) να σταυρώσετ' έτσι, ή να κουνήστε
έτσι την κεφαλήν, ή λόγος να σας φύγη
αμφίβολος, ωσάν «χεμ! χεμ! ξεύρομε κάτι»,
ή «να ηθέλαμεν!» ή «θα ελέγαμεν, αν ήταν
συγχωρημένον» ή «δεν λείπουν, αν μπορούσαν» (64)
ή μ' ομιλίαις άλλαις ύποπταις να δείξτε
πως ηξεύρετε κάτι από τα πράγματά μου, —
ότι αυτά δεν θα πράξετε (και ας ήναι η θεία
χάρις 'ς την ώραν της ανάγκης βοηθός σας)
ορκισθήτε.
Ορκισθήτε.
Ταραγμένο πνεύμα,
αναπαύσου, αναπαύσου! – Τώρα, κύριοι μου,
'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου,
και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι
ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην
αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη,
αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε
όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω
το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο
πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Και τώρα ελάτε, να πηγαίνωμεν αντάμα.
[Εξέρχονται.