Free

Αμλέτος

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.

βαθεία τωόντι σκέψις στηριζομένη εις ολόκληρον τον βίον της ανθρωπότητος, εάν είναι αληθές ότι εις τας μεγάλας μεταβολάς, όσας ετέλεσεν η ανθρωπίνη αυτοβουλία, ο Θείος Νόμος εσιώπησεν εις την συνείδησιν, αι θείαι εντολαί ελησμονήθησαν, όπως πραγματοποιηθή ό,τι κατά τας υπαγορεύσεις του ανθρωπίνου λόγου απαιτούσεν η ανάγκη της ανορθώσεως του Δικαίου. Αι σκέψεις του προκειμένου Μονολόγου, αν και φαίνεται να έχουν μόνον καθολικήν έννοιαν, όμως λαμβάνουν την αφορμήν από την συγκεκριμένην θέσιν του Αμλέτου, εις τον οποίον η ζωή έγινεν αφόρητος, τυραννική, από την στιγμήν οπού είδε την διαφθοράν και το έγκλημα ενθρονισμένα εις τα άδυτα της οικογενείας· αλλά πλέον μισητή θα καταντήση δι' αυτόν η ζωή άμα βάψη τα χέρια του εις το αίμα, άμα κάμη πράξιν εις την οποίαν διά λόγον εις αυτόν ανεξήγητον βλέπει τον όλεθρον της ηθικής του υπάρξεως· όθεν ενώ προαισθάνεται ότι κατόπιν της πράξεως δεν θα δυνηθή να υπομείνη τον πόνον της καταστάσεώς του και θα αναγκασθή να εγκαταλείψη ζωήν άσκοπον και ματαίαν, έρχεται ο τρόμος του αγνώστου της άλλης ζωής και παραλύει την τάσιν του προς την ενέργειαν, και τούτο είναι νέος λόγος δια να τον σταματήση έμπροσθεν του βαράθρου της φονικής εκδικήσεως.

12

Ως από όνειρον οδυνηρόν και μυστηριώδες τον αποσπά έξαφνα η ωραία μορφή της Οφηλίας. Η παρουσία της από ένα μέρος ανοίγει την πληγήν της καρδίας του, την οποίαν απεφάσισε να κλείση διά πάντοτε εις την αγάπην, και από το άλλο εξυπνά την προς το γυναίκειον γένος αποστροφήν, η οποία εγεννήθη εις την ψυχήν του από την διαγωγήν της μητρός του. Και τα δύο τούτα αισθήματα από το βάθος, όπου συνυπάρχουν, ξεχωρίζονται παραλλήλως εκφραζόμενα εις την ομιλίαν του προς την Οφηλίαν, όπως αυτός την βλέπει πότε ως ένα μέλος σαπημένου κοινωνικού σώματος, πότε ως μίαν εξαίρεσιν, ένα πλάσμα αδιάφθαρτον, το οποίον, αν και αγνόν όσον ο πάγος, και όσον το χιόνι καθαρόν, δεν θα ξεφύγη την συκοφαντίαν, εις έναν κόσμον όπου η Αρετή εκατάντησε μύθος· εξομολογείται εις αυτήν ως εις αγίαν όλας τας ανθρωπίνους αδυναμίας του, τας μεγαλοποιεί, διότι κυριευόμενος από την απελπιστικήν ιδέαν την οποίαν εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, αμφιβάλλει και περί του εαυτού του και πείθεται ότι δεν θα είχεν άδικον η Οφηλία εάν δεν επίστευσεν εις την αγνότητα της αγάπης του· διά να την αποσπάση οριστικώς από αυτόν και από τον κόσμον αναιρεί με αναγκαίαν σκληρότητα το πραγματικόν προς αυτήν αίσθημά του και επιμόνως την παρακινεί να προφθάση να σωθή από τους κινδύνους του κόσμου. Ούτω, κάτω από την επιφάνειαν φοβεράς αγριότητος, η οποία πείθει την Οφηλίαν ότι ο Αμλέτος έχασε τας φρένας, λακταρίζει απέραντος αγάπη.

13

Πλησιάζει η ώρα της σκηνικής παραστάσεως, και ο Αμλέτος την κανονίζει προνοητικώτατα, ώστε ν' ανταποκριθή επιτυχώς εις τον σκοπόν του· προσθέτει εις το δράμα μέρος το οποίον περιέχει άμεσον ομοιότητα με το μυστικόν κακούργημά του Κλαυδίου· δίδει εις τους ηθοποιούς οδηγίας διά να καταστήσουν την παράστασιν τόσον εναργή ώστε να ήναι αληθής καθρέπτης της φύσεως· κάμνει να προηγηθή παντομίμα, εις την οποίαν άφωνα πρόσωπα προεικονίζουν την αρχήν του δράματος και την λύσιν, και τούτο με τον σκοπόν να φέρη διπλούν κτύπημα εις την συνείδησιν του Κλαυδίου, η οποία, όσον και αν ήναι παγωμένη, δεν θα δυνηθή να μη ταραχθή από επανειλημμένην αντιπαράστασιν του ανομήματός της. Αλλά εις την ψυχολογικήν αυτήν έρευναν απαιτείται ψυχική γαλήνη οποίαν ο Αμλέτος αισθάνεται ότι δεν δύναται να έχη απέναντι του μισητού Κλαυδίου· διά τούτο προσλαμβάνει βοηθόν τον ακριβόν του φίλον, του οποίου γνωρίζει την μετριοπάθειαν, οπού τον κατέστησεν αδιάφορον τόσον εις την εύνοιαν όσον και εις την έχθραν της Τύχης. Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον, διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του, ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του. Εις τον μόνον τούτον φίλον είχε ξεμυστηρευθή τας φρικτάς αποκαλύψεις του Πνεύματος του πατρός του, και εις αυτόν εμπιστεύεται τώρα το σχέδιον και τον σκοπόν της σκηνικής παραστάσεως, διότι έχει ανάγκην να συνενώσουν τας κρίσεις των περί της αισθήσεως οπού αυτή θα προξενήση εις τον Κλαύδιον αλλά δεν ομιλεί ποσώς περί της ενεργείας η οποία λογικώς έπρεπε να εξακολουθήση, εάν το εξαγόμενον του στρατηγήματος αποδείξη αληθή την υπερφυσικήν μαρτυρίαν, την οποίαν ο Αμλέτος θέλει να υποπτεύεται ως έργον του Πειρασμού και ίσως εύχεται να αποδειχθή τοιαύτη διά να αποτινάξη την τρομεράν υποχρέωσίν του.

14

Πριν αρχίση η σκηνική παράστασις και εις τα διαλείμματα ο Αμλέτος παίζει το πρόσωπον αυλικού γελωτοποιού· όθεν με ασέμνους εκφράσεις σατυρίζει τα ακόλαστα ήθη της Αυλής, με πικρούς υπαινιγμούς ειρωνεύεται την απιστίαν και την αναισθησίαν της Γελτρούδης, με τρομακτικούς σαρκασμούς πληγόνει την συνείδησιν του Κλαυδίου. Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του, αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του. Η αυτή ιλαρότης εξακολουθεί και εις τον αμέσως ακόλουθον διάλογον με τους δολίους συμμαθητάς του, όπου με ωραίαν φαντασίαν, με πλαστικώτατον τρόπον, τους περιπαίζει διότι ήσαν τόσον ανόητοι, ώστε να πιστεύσουν ότι ημπορούσαν να του ανασπάσουν την καρδίαν του μυστηρίου του. Αλλ' άμα ευρίσκεται μόνος του, η πρόσκαιρος εκείνη φαιδρότης εξαφανίζεται· στυγεροί στοχασμοί, ωσάν μιάσματα της Κολάσεως, πολιορκούν το πνεύμα του και τον σπρώχνουν εις την απάνθρωπον βίαν. Αλλά πάλιν η ορμή του αναχαιτίζεται· ο Αμλέτος ενθυμείται ότι θα υπάγη εις την μητέρα του, όπου διανοείται να εκπληρώση άλλο καθήκον· απομακρύνει τους φονικούς στοχασμούς, ως να εφοβείτο μήπως τον παρασύρουν έως την μητροκτονίαν! Και ενώ με αυτήν την πραοτέραν διάθεσιν σπεύδει προς την μητέρα του, έξαφνα του παρουσιάζεται ευκαιρία να τιμωρήση τον κακούργον· ο Κλαύδιος είναι αυτού γονατιστός, αφηρημένος εις την δέησιν, αφύλακτος· και ιδού ο Αμλέτος ήδη σύρει το ξίφος, είναι έτοιμος να διαπράξη δολοφονίαν αλλά νέα σκέψις του κρατεί το χέρι· ενθυμείται ότι ο πατέρας του πικρώς επαραπονέθη διότι ο αδελφός του τον έστειλεν εις τον άλλον κόσμον αδιόρθωτον, απροετοίμαστον· νομίζει ο Αμλέτος ότι η αληθινή εκδίκησις απαιτεί πλήρη την ανταπόδοσιν, και αυτή δεν κατορθώνεται εάν φονεύση τον αδελφοκτόνον εις την στιγμήν οπού προσευχόμενος εξαγνίζει την ψυχήν του· ο Αμλέτος θέλει όχι μόνον αίμα αντί αίματος αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Τούτος ο συλλογισμός, οπού στηρίζεται εις την άτοπον υπόθεσιν ότι ψυχή οποία εκείνη του Κλαυδίου είναι επιδεκτική μετανοίας, τούτη η λεπτολογία της εκδικήσεως, ιδέα βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, έχει την όψιν νέου σοφίσματος, εις το οποίον προσφεύγει ο νους του Αμλέτου διά να αναβάλη και πάλιν την απόφασίν του.

15

Αφίνει το ακαταπαύστως σαλευόμενον έδαφος της φονικής ανταποδόσεως και μεταβαίνει πρόθυμα εις άλλο στερεώτερον και σύμφωνον με τα ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματά του. Θα επιχειρήση να εξυπνήση την αποναρκωμένην συνείδησιν της μητρός του, θα την παρακινήση εις την Μετάνοιαν. Ενώ προσκαλείται αυτός από την μητέρα διά να απολογηθή, παρουσιάζεται εις αυτήν ως κατήγορος και δικαστής, ως μόνος αντιπρόσωπος της Αρετής, ως μόνος υπέρμαχος του ηθικού νόμου, εις έναν κόσμον όπου εν τω μέσω των συντριμμάτων και του μολυσμού έμεινεν αυτός ακόμη όρθιος και καθαρός. Εις την εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος έξαφνα έρχεται να τον διακόψη αίσθησις πληκτική και τον εξαγριόνει· νομίζει ότι ακούει την φωνήν του αδελφοκτόνου ο οποίος κρύβεται αυτού διά να μάθη το μυστικόν του· σκέψις εδώ δεν μεσολαβεί· ήλθε, νομίζει, η στιγμή να εκτελέση την φοβεράν εντολήν του, και κάμνει τον φόνον, ως να εφόνευε δειλόψυχον και κακοποιόν ερπετόν· και ήδη πιστεύει ότι η τιμωρία έγινε· ο κακούργος κείται αυτού νεκρός· μόνον της μητρός του η κραυγή του δίδει αφορμήν να επιζητήση την λύσιν φοβεράς απορίας, η οποία απ' αρχής εβασάνιζε την φιλόστοργον καρδίαν του, δηλαδή μήπως η μητέρα του συνέπραξεν εις τον φόνον του πατρός του· διά τούτο την δοκιμάζει με απότομον σκληρόν υπαινιγμόν·

 
Ναι, ω μητέρα! φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση
τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπιν με τον
αδελφόν του.
 

αλλά ευτυχώς τούτος ο ονειδισμός γεννά εις την Γελτρούδην έκπληξιν τόσο φυσικήν ώστε γίνεται φανερόν ότι αυτή ουδέ καν γνώσιν είχε της δολοφονίας. Και ενώ νομίζει ότι τα πάντα ετελείωσαν, βλέπει αντί του πτώματος του Βασιλέως το πτώμα του γέροντος Αυλάρχου· ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια ούτε άλλη σκέψις τον ταράττει εις εκείνην την στιγμήν· προχωρεί αμέσως εις τον ηθικόν αγώνα, τον οποίον ανέλαβε, να αποσπάση την άτυχη μητέρα του από τας βδελυράς αγκάλας του κακούργου, ο οποίος δεν απέθανε, αλλά ζη ακόμη και βασιλεύει. Με θερμόν ζήλον, με όλην την δύναμιν οπού δίδει εις τους λόγους του ο ενθουσιασμός και η πλαστικωτάτη φαντασία του, με την υπεράνθρωπον υπομονήν της αγάπης, κατορθόνει να νικήση την αρχαίαν αναισθησίαν ενός διεφθαρμένου πλάσματος, ανοίγει τους οφθαλμούς της μητρός του ώστε να βλέπουν πρώτην φοράν εις τα βάθη της καρδίας της τα ανεξάλειπτα στίγματα της κακοηθείας. Αλλά η νίκη δεν ημπορούσε να ήναι και θρίαμβος· εάν ο Αμλέτος επέτυχε να φέρη την μητέρα του εις συναίσθησιν της ηθικής πτώσεώς της, όμως δεν εδυνήθη να την κάμη να αποστραφή τον κακούργον, να φύγη από την άνομον κλίνην, να εύρη εις τον εαυτόν της μίαν ευτυχή γενναίαν ορμήν ώστε να ρίψη πέρα το χειρότερο μέρος της καρδίας της διά να ζήση καθαρώτερη με το άλλο. Όταν η Γελτρούδη, αν και ο υιός της της εδίδαξε τον τρόπον του εξαγνισμού, προφέρει την ερώτησιν· τι θα κάμω; ο Αμλέτος πείθεται πλέον ότι η ηθική της ατονία δεν έχει θεραπείαν, και τόσον απελπίζεται, ώστε διά μίαν στιγμήν πιστεύει ότι αύτη δύναται να λησμονήση την μητρικήν αγάπην και να προδώση τον υιόν της εις τον σατανικόν διαφθορέα της.

 
16

Και ενώ με φαρμακωμένην καρδίαν εγκαταλείπει τον ευγενή εκείνον αγώνα, στρέφεται πάλιν ο νους του εις το πρόβλημα της φονικής εκδικήσεως, και πολλά συντρέχουν ήδη διά να τον σπρώξουν εις το φοβερόν εκείνο σημείον. Προ μικρού έβαψε τα χέρια του εις το αίμα, κατά την προαίρεσίν του εφόνευσε τον Κλαύδιον· εις τον αθέλητον φόνον του γέροντος Αυλάρχου τού φαίνεται ότι βλέπει τον δάκτυλον της Θείας Δίκης οπού τιμωρεί την απραξίαν του και τον προστάζει να γίνη εκτελεστής των ορισμών της· του επαρουσιάσθη και πάλιν τα Πνεύμα του πατρός του και του υπενθύμισε την υποχρέωσίν του· του έγινε γνωστόν ότι ο Κλαύδιος απεφάσισε να τον στείλη εις την Αγγλίαν με τους δύο δολίους συμμαθητάς του οπού κομίζουν σφραγισμένα γράμματα, όπου αυτός υποπτεύεται ότι περιέχονται φονικαί εναντίον του διαταγαί. Ιδού πόσα εξωτερικά περιστατικά τον κατεβάζουν ήδη από τον κόσμον της σκέψεως και τον εισάγουν ανεπαισθήτως και αναγκαίως εις τον σκοτεινόν λαβύρινθον του πραγματικού. Αισθάνεται ο Αμλέτος ότι ο τυχαίος φόνος του γέροντος Αυλάρχου είναι κακόν, εις τα οποίον θα επακολουθήσουν χειρότερα, ότι αυτό είναι αρχή ολοκλήρου αιματηρού δράματος, αισθάνεται ακόμη σκοτεινώς ότι ενδέχεται αυτός να εμπλεχθή εις τρόπον ώστε να μη εξέλθη ακριμάτιστος από την πάλην· και ενώ φαίνεται ότι απεφάσισε πλέον να εκτελέση τους ορισμούς της Θείας Δίκης, να τιμωρήση τον κακούργον, όμως, αντί να λάβη θέσιν επιθετικήν, δέχεται στάσιν αμυντικήν, ως να ήθελε και τώρα να απομακρύνη την πεπρωμένην στιγμήν, και του φαίνεται ότι θα εύρη ευχαρίστησιν εις τρόπον ενεργείας όλως αντίθετον προς την ειλικρίνειαν, προς την γενναιότητα, η οποία αποτελεί την βάσιν του χαρακτήρος του, εις το να αντιτάξη πανουργίαν εις πανουργίαν, εις το να κάμη ώστε τα θανατηφόρα μηχανήματα του Κλαυδίου και των δορυφόρων του να σπάσουν εις την κεφαλήν των·

Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστιν όσην να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις, φέρνουν την εντολήν και αυτοί τον δρόμον πρώτοι θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν. Ας δουλεύση! τι αξίζει απ' την υπόνομόν του να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα! βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω εις τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!

Και ενώ τούτα διαλογίζεται δεν εστείρεψε εις την καρδίαν του η πηγή των δακρύων, τα χύνει ακράτητα, άμα ευρίσκεται μόνος του, επάνω εις το πτώμα του πατρός της Οφηλίας του, το οποίον προ μικρού εις τα μάτια της μητρός του με πλαστήν απονίαν έσυρεν έξω και συνώδευσε με πικρούς σαρκασμούς. Και πάλιν κάτω από τον πέπλον της αυτής αδιαφορίας, της αυτής χαιρεκάκου ψυχρότητος, απαντά κατόπιν τους δολίους συμμαθητάς του και τον Κλαύδιον· και η τρομακτική συμπεριφορά του, αι ζοφεραί σκέψεις, τας οποίας προφέρει, οι θανάσιμοι υπαινιγμοί, φέρουν νέον τρόμον εις την ήδη κατατρομασμένην ψυχήν του Κλαυδίου.

17

Αλλ' αν και έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα διά να ματαιώση το σχέδιον του εχθρού του και να επανέλθη σώος εις την Δανίαν, όμως ενώ αναχωρεί αισθάνεται ότι οι δισταγμοί του τον έφεραν εις την δύσκολον και επικίνδυνον θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται, και δια τούτο προσπαθεί και πάλιν να ανεύρη το ανεξήγητον αίτιον της απραξίας του. Λόγον να εκτελέση την εκδίκησιν έχει έναν πατέρα δολοφονημένον, μίαν μητέρα ατιμασμένην· ομολογεί ότι έχει και την δύναμιν και τα μέσα τ' αναγκαία προς την εκτέλεσιν· τίποτε εξωτερικώς δεν τον εμποδίζει, μάλιστα πολλαχόθεν του παρουσιάζονται παραδείγματα ανδρικής και αποφασιστικής ενεργείας, ως εκείνο του νέου ηγεμονόπαιδος, του οποίου ο στρατός περνά έμπροσθέν του πορευόμενος να απαντήση κινδύνους και θάνατον χάριν μόνον της φιλοτιμίας! Ποίος άρα γε είναι ο εσωτερικός λόγος, ο οποίος απ' αρχής εναντιώθη εις το αίσθημά του, εις την στερεάν απόφασίν του, εις την θέλησίν του; Τοιαύτην ερώτησιν απευθύνει ο Αμλέτος προς τον εαυτόν του και προχωρεί εις την έρευναν ως να είχεν έμπροσθέν του όχι την ιδίαν συνείδησιν αλλά ξένην, προσφεύγει εις εικασίας, και αποδίδει εις τον εαυτόν του ή κτηνώδη λήθαργον ή υπερβολήν περισκέψεως, η οποία τόσον ακριβολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της ενεργείας, ώστε δύναται να ονομασθή δειλία. Αλλά ο αληθής λόγος των δισταγμών του, κρυμμένος εις τα βάθη της ψυχής του, ανομολόγητος, μένει πάντοτε μυστήριον διά τον νουν του Αμλέτου. Εναντίον του αγνώστου τούτου αντιπάλου, ο οποίος ατονίζει την θέλησίν του, ο Αμλέτος αγανάκτησεν απ' αρχής, ως είδαμεν εις τον Μονόλογον της Β'. Πράξεως, αλλά τώρα (Μονόλογος Πρ. Δ'. σκ. δ'.) η αγανάκτησις εγείρεται ισχυροτέρα, η καρδία του με όλην την δύναμιν της θελήσεως αποσείει τον ζυγόν, η συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκδικήση τον πατέρα του πνίγει την μυστηριώδη εκείνην φωνήν, ώστε αυτός αποφασιστικώς πλέον εκφωνεί·

Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν θα 'ναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.

Και ιδού άμα εχειραφέτησε τον εαυτόν του από τον μυστικόν εκείνον σύμβουλον, παραδίδεται επικέφαλα εις το έργον της εκδικήσεως, κατεβαίνει τον ολισθηρόν κατήφορον της κακοηθείας, έτοιμος να αντιτάξη επιβουλήν εις επιβουλήν, να ανταποδώση φόνον αντί φόνου, γινόμενος οπαδός του σατανικού δόγματος της εποχής εις την οποίαν ανήκει, ώστε να μεταχειρισθή και ανήθικα μέσα διά να φθάση εις τον σκοπόν του. Άγιος του παρουσιάζεται ήδη, εις αυτόν επιβεβλημένος, ο φόνος του Κλαυδίου· η ζωή του αναγκαία διά να τον εκτελέση· αναγκαία εις την σωτηρίαν του και συγχωρημένη η δολοφονία των δύο συμμαθητών του. Αν και είχε αρματώση πλοίον, το οποίον ως πειρατικόν έμελλε να τους προσβάλη εις την ανοικτήν θάλασσαν και να τον ελευθερώση, όμως φοβούμενος μήπως το στρατήγημα τούτο αποτύχη και αυτός φθάση με τους συμμαθητάς του εις την Αγγλίαν, ευρίσκει και ανοίγει τα ύποπτα γράμματα, και, άμα ανεκάλυψε την θανατηφόρον διαταγήν, με τεχνικωτάτην πλαστογραφίαν την στρέφει εναντίον των συμμαθητών του, αν και αυτοί απλώς κομισταί του εγγράφου δεν εγνώριζαν το περιεχόμενον. Μετά την άπονον πράξιν επανέρχεται εις την Δανίαν, και αναγγέλλει εις τον Κλαύδιον την επιστροφήν του με επιστολήν, της οποίας η δουλική φράσις σκεπάζει υποκριτικώς τον φονικόν σκοπόν του.

18

Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου. Αυτού παραδίδεται εις σκέψεις, αι οποίαι έχουν σχέσιν με το πρόβλημα, ως το έθεσεν άλλοτε, της ανθρωπίνης υπάρξεως, με την διαφοράν ότι τώρα δεν προσβλέπουν καθόλου πέραν του τάφου, αλλά περιορίζονται εις την ματαιότητα των κοσμικών πραγμάτων και πάσης ανθρωπίνης ενεργείας. Το taedium vitae και τώρα, αλλά ως σιγαλινόν ρεύμα, πλημμυρίζει την ψυχήν του· η φιλοθάνατος διάθεσίς του έρχεται εις άμεσον συνάφειαν με το φρικτόν φαινόμενον της υλικής αποσυνθέσεως, την αναλύει με ψυχράν λεπτολογίαν και την παρακολουθεί εις το άκρον όριόν της, έως το σημείον, όπου εξαφανίζεται κάθε ίχνος οργανικής μορφής, όπου η κόνις του ανθρώπου, οπού είχεν ως προορισμόν να μεταδίδη την ιλαρότητα εις τους ομοίους του, δεν ξεχωρίζεται πλέον από την κόνιν του κοσμοκράτορος οπού ετρόμαξε την οικουμένην. Και πόσον γίνεται φανερώτερον το απέραντον πένθος της ψυχής του, όταν από το άμορφον και αγνώριστον κρανίον αγαπημένου ανθρώπου του αστράπτει της φαιδράς παιδικής ηλικίας η ενθύμησις, η οποία, ως πικρά ειρωνία, σχίζει διά μίαν στιγμήν το σκότος, οπού τώρα τον χωρίζει από το φως της ζωής και από την θερμότητα των τρυφερών αισθημάτων. Εις την εμφάνισιν της κηδείας ο Αμλέτος παραμερίζει, ως να ήθελε να συνεχίση ήσυχα τας νεκρωσίμους σκέψεις του· με συμπαθητικόν αίσθημα παρατηρεί, όπως ενόησεν αμέσως από την κολοβωμένην τελετήν, ότι το φέρετρον εκείνο περιέχει άνθρωπον, τον οποίον ο πόνος ηνάγκασε να εγκαταλείψη την ζωήν. Αλλ' άμα ενόησεν ότι εκείνο είναι το λείψανον της Οφηλίας, αμέσως ανοίγονται όλαι αι εσωτερικαί πληγαί του, η αποκοιμισμένη αγάπη ανασταίνεται παντοδύναμος και σαλεύει την ισορροπίαν των ψυχικών του δυνάμεων· καρδία και φαντασία χειραφετημέναι από την εξουσίαν του λογικού γεννούν αλλόκοτα, τερατώδη, λόγια και κινήματα, τα οποία έχουν όλην την ταραχήν και την αταξίαν της παραφροσύνης. Και όταν συνέρχεται από την τρομεράν παραζάλην, αισθάνεται την ατοπίαν της θέσεώς του, και πριν αναχωρήση προφέρει γρίφους διά να πιστευθή από τους άλλους και προ πάντων από τον Κλαύδιον ότι πραγματικώς έχει χαμένα τα λογικά του.

19

Υποχωρούν οι πένθιμοι διαλογισμοί, σιωπά το αίσθημα της αγάπης εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, και εις την επιφάνειαν αναφαίνεται πάλιν η ορμή προς την φονικήν ανταπόδοσιν, και, ως να προετοιμάζετο ήδη εις άμεσον ενέργειαν, αυτός έρχεται να εκθέση εις τον φίλον του πως ευτύχησε να ματαιώση τα δολοφόνα σχέδια του Κλαυδίου, τα οποία αποτελούν νέον λόγον διά να μη αναβάλη πλέον την τιμωρίαν. Δεν επεριμέναμεν από τον μεγαλόψυχον Αμλέτον ότι, έστω και διά να σώση την ζωήν του, ως αναγκαίαν εις την εκπλήρωσιν της εντολής του, ήθελε δολοφονήση, ως εδολοφόνησε, τους δύο συμμαθητάς του· αλλά περισσοτέραν φρίκην μας προξενεί η επιμονή, με την οποίαν προσπαθεί να δικαιολογήση εις τον φίλον του το σατανικόν κατόρθωμά του και η πεποίθησις, οπού αυτός φαίνεται να έχη, ότι έλαβεν εις τούτο συμβοηθόν την Θείαν Πρόνοιαν. Αλλ' ακριβώς αυτή η επιμονή, αυτή η επιδεικτική αταραξία προδίδει τον κρύφιον έλεγχον της συνειδήσεως του· ως ένοχος απολογείται προς τον φίλον, του οποίου τα μετρημένα λόγια υποδηλόνουν λύπην διά το πάθημα των δύο απεσταλμένων. Το ηθικόν του Αμλέτου έπαθε φοβεράν μεταβολήν, και εις αυτήν την κατάπτωσιν πρώτην φοράν τον ακούομεν να αναφέρη ως λόγον της εκδικήσεως έναν λόγον προσωπικόν, τουτέστιν ότι ο Κλαύδιος τον είχε αποκλείση από τον θρόνον, ενώ έως τώρα η προς την μνήμην του αδικημένου πατρός του αφοσίωσις ήταν μόνη αρκετή να του επιβάλη την τρομεράν υποχρέωσιν. Ο Αμλέτος έπεσεν εις ηθικήν ατονίαν, και όταν ο φίλος του τον παρακινεί πλαγίως να λάβη μίαν απόφασιν πριν ο Κλαύδιος μάθη τον θάνατον των δύο απεσταλμένων και τα πράγματα περιπλεχθούν, ο Αμλέτος δεν κάμνει κανένα σχέδιον, φαίνεται ότι αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι έως τότε ή και τότε θα του παρουσιασθή η ευκαιρία, το φοβερόν εκείνο δευτερόλεπτον,

 
ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου, και όσον ένα να ειπής τόσ' η
ζωή του ανθρώπου.
 
20

Έπαυσε η εσωτερική αντίστασις, εσίγησεν ο ανεξερεύνητος λόγος τόσων δισταγμών, ο φοβερός αγών έχει γονατίση, έχει συντρίψη την ψυχήν του Αμλέτου· η θέσις του ομοιάζει αρνητική με την πεποίθησιν ότι αυτός είναι όργανον της Θείας Δίκης, εκτελεστής Ανωτέρας Θελήσεως, αδιάφορος, ατάραχος περιμένει έξωθεν την αφορμήν, την ώθησιν, το σύνθημα, να εκπληρώση την εντολήν του, και ήδη σκοτεινώς μαντεύει ότι τοιαύτη αφορμή θα προέλθη από τον αγώνα της ξιφομαχίας, όπου αναγκαίως υποπτεύεται νέαν φονικήν επιβουλήν του Κλαυδίου. Και ενώ προαισθάνεται μίαν αιματηράν λύσιν, και είναι έτοιμος να την απαντήση, ταυτοχρόνως, ανάμεσα εις την φαινομενικήν ιλαρότητα με την οποίαν διά τελευταίαν φοράν εμπαίζει και παρωδεί το μωρόν και δουλικόν ήθος των Αυλικών εις το πρόσωπον του Οσρίκου, εκφέρει τρομακτικάς αμφιλογίας, όπου αινίττεται την επικειμένην μεταξύ αυτού και του Κλαυδίου θανάσιμον πάλην, όταν λέγη· εάν ο Βασιλέας μένει εις την γνώμην του, εγώ θα κερδίσω δι' αυτόν το στοίχημα, αν δυνηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου· – εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός, ευκαιρώ και εγώ, τώρα ή εις οιανδήποτε ώραν· και όταν ειρωνικώς χαιρετά τον ερχομόν του Κλαυδίου και της Γελτρούδης με την καλήν ώραν. Έφθασεν η καλή ώρα, και ο Αμλέτος κατέχεται από θανατικόν προαίσθημα τόσο καθαρόν, ώστε το ομολογεί εις τον φίλον του, αλλ' αναπαυόμενος ήδη εις την Θείαν Βούλησιν αδιαφορεί προς το εσωτερικόν εκείνο προμήνυμα. Ειλικρινώς προσπαθεί να εξιλεωθή με τον Λαέρτην, εις τον οποίον βλέπει ένα από τα θύματα της παραφοράς του, διότι τόση απόστασις τον εχώρισεν ήδη από την πρώτην ψυχικήν του κατάστασιν, ώστε πιστεύει ίσως και αυτός ότι η ανεξήγητος εκείνη εσωτερική πάλη προήρχετο από πραγματικήν διατάραξιν της διανοίας· σπεύδει πρώτος ν' αρχίση την ξιφομαχίαν προαισθανόμενος ότι εκείνο το παιγνίδι θα επιταχύνη την κρίσιν· πρώτος ζητεί να δοθούν τα ξίφη· πρώτος δίδει το σύνθημα, αλλά ταυτοχρόνως φροντίζει ώστε να μη τον προλάβη επιβουλή του Κλαυδίου, και δεν πίνει, αν και ο Κλαύδιος και κατόπιν και η Γελτρούδη του προσφέρουν το ποτήρι· μ' επιμονήν εξακολουθεί τον αγώνα, κεντά την φιλοτιμίαν του αντιπάλου του, ακριβώς εις την στιγμήν οπού εις την συνείδησιν τούτου εκλονίζετο η δολοφόνος απόφασις. Και η καταστροφή επέρχεται· η περιμενομένη αφορμή επαρουσιάσθη· ένα νέον κακούργημα, μία νέα προδοσία του δολοφόνου, του αιμομίκτου, του κατηραμένου Βασιλέως επιβάλλει εις τον Αμλέτον, ως ήθελεν αναγκάση οιονδήποτε άλλον άνθρωπον, να τον τιμωρήση εις τον τόπον. Και προφθάνει να ελευθερώση τον κόσμον από εκείνο το τέρας, αλλά δεν προφθάνει να αποπλύνη με μίαν δημοσίαν εξομολόγησιν το όνειδος των κακών πράξεων όπου τον παρέσυρεν η ανάγκη της εκδικήσεως· αφίνει αυτήν την φροντίδα εις τον φίλον του και λυπείται διότι αποθνήσκει χωρίς να μάθη τα νέα από την Αγγλίαν, ως να εύχεται να απέτυχε το φονικόν εκείνο στρατήγημα· ο θάνατος σφραγίζει τα χείλη του, και ο Αμλέτος φέρει εις τον τάφον το ανεξιχνίαστον μυστήριον της συνειδήσεώς του· __ό,τι απομένει είναι σιωπή_.

 
21

Εις την εξέτασιν του προσώπου του Αμλέτου επροχωρήσαμεν συνθετικώς όπως από τα διάφορα διαδοχικά ψυχικά φαινόμενα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις τον βαθύτατον λόγον, εις το αληθινόν αίτιον, το οποίον γεννά τόσους δισταγμούς, τόσας αντιφάσεις και τόσας ανωμαλίας εις όλην την πορείαν του. Αναμφιβόλως δύο διαθέσεις συνυπάρχουν και συγκρούονται εις την ψυχήν του, η μεν φανερά, και αυτή είναι η ορμή προς την εκδίκησιν, η ζωηρά συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκτελέση την προσταγήν του πατρός του, η δε απόκρυφος και ομοίως ισχυρά, η οποία εις το πείσμα της θελήσεώς του απ' αρχής μεσολαβεί μεταξύ αποφάσεως και εκτελέσεως, και παραλύει πάσαν σκέψιν, ματαιόνει οιανδήποτε σκόπιμον ενέργειαν. Όταν ο άνθρωπος έχει την θέλησίν να πράξη τι και δεν μεταβαίνει εις την πράξιν από αιτίαν εις αυτόν ανεξήγητον, η εσωτερική τούτη εναντίωσις προς την βούλησίν του πρέπει εξ ανάγκης να προέρχεται ή από κάποιαν οργανικήν του έλλειψιν, η οποία τον καθιστάνει ανίκανον προς πάσαν θετικήν πράξιν, ή από την πνευματικήν του υπόστασιν καθ' εαυτήν, η οποία, αν και μη αφυής προς την ενέργειαν, όμως από την φύσιν επλάσθη και από την μόρφωσιν έγινε τοιαύτη, ώστε δεν στέργει ωρισμένην τινά πράξιν, διότι ενέχει έννοιαν ασύμφωνον προς τα αισθήματά του και τας ιδέας του. Το πρώτον είναι φυσική αδυναμία, την οποίαν η φιλαυτία μας ή δεν αναγνωρίζει παντάπασι ή δεν ομολογεί προς τον εαυτόν της· το δεύτερον είναι ηθική δύναμις υπερτάτη, της οποίας δεν έχομεν πλήρη την επίγνωσιν, διότι αποτελεί αυτήν την πνοήν, αυτήν την ρίζαν της υπάρξεώς μας. Μίαν οργανικήν αδυναμίαν ευρίσκουν εις τον χαρακτήρα του Αμλέτου σχεδόν όλοι οι Κριτικοί, και όσοι σύμφωνοι με τον Goethe αποδίδουν την απραξίαν του εις την στέρησιν της ηρωικής ιδιότητος αναγκαίας διά τα μεγάλα κατορθώματα, και όσοι, κατά την γνώμην του Coleridge και του Schlegel, ισχυρίζονται ότι υπερβολική ανάπτυξις της σκεπτικής δυνάμεως εις τον Αμλέτον ατονίζει την ενεργητικήν, και ακόμη όσοι υποστηρίζουν ότι απαισιόδοξος διάθεσις προερχομένη από την απελπιστικήν ιδέαν, την οποίαν αυτός εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, παριστάνει εις το πνεύμα του οιονδήποτε ανθρώπινον έργον άσκοπον και μάταιον. Άλλοι Κριτικοί ευρίσκουν τον λόγον της ηθικής αμηχανίας του Αμλέτου εις την δυσκολίαν της αποστολής του· κατ' αυτήν την γνώμην, προς την οποίαν κλίνει η κριτική της εποχής μας, ο Αμλέτος στενοχωρείται από την σκέψιν ότι καλείται να τιμωρήση κακούργημα το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, ώστε, εάν φονεύση τον φονέα του πατρός του, θα εκτελέση δικαίαν πράξιν, την οποίαν όμως δεν δύναται να δικαιολογήση εις τα όμματα του κόσμου.

22

Κατά την κρίσιν μας ούτε η θυμική δύναμις εις τον Αμλέτον είναι ελλιπής, ούτε η διανοητική πάσχει, ως είπαν, από υπερτροφίαν προς βλάβην εκείνης, ούτε λόγοι φύσεως καθαρώς ηθικής ή εξωτερικής εκτιμήσεως αποτελούν το πρόβλημα της συνειδήσεως του Αμλέτου. Μικρόψυχος δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, ως ο Αμλέτος, ποτέ δεν υποχωρεί απέναντι του κινδύνου, και ατρόμητος αντιμετωπίζει τον θάνατον· ανίκανος εις πράξιν μελετημένην δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος με πρακτικώτατον νουν μορφόνει σχέδιον και το εκτελεί, ως πράττει ο Αμλέτος όταν επινοεί και θαυμασίως παρασκευάζει το στρατήγημα της σκηνικής παραστάσεως, εις το οποίον και επιτυγχάνει τον σκοπόν του, και όταν με τόσην οξυδέρκειαν, με τόσην ψυχρότητα, όχι μόνον μηδενίζει τα επίβουλα τεχνάσματα του αντιπάλου του αλλά και τα στρέφει εναντίον των οργάνων του. Η φύσις του Αμλέτου είναι ακεραία, είναι ολομερής, και αυτή ακριβώς η εντέλεια του οργανισμού του ευρισκομένη εις απότομον αντίθεσιν προς τον πραγματικόν κόσμον, όπου καλείται να αναπτυχθή, αποτελεί την ατυχίαν του. Αλλά η θέσις του τότε γίνεται αληθώς τραγική, όταν σιδηρά ανάγκη τον βιάζει, όχι μόνον να έλθη εις άμεσον σχέσιν με κόσμον αντιπαθή προς αυτόν, αλλά και αυτού μέσα να αναδεχθή αγώνα, τον οποίον δεν δύναται να φέρη εις πέρας ειμή εάν αποχωρισθή από τον εαυτόν του, ειμή εάν αφομοιωθή προς ό,τι είναι ουσιωδώς αναίρεσις των ιδεών και των αισθημάτων του.

23

Διά να δημιουργήση τοιαύτην θέσιν ο ποιητής εφευρίσκει δραματικόν όργανον τοιούτον ώστε να έχη δύναμιν ακαταμάχητον εις την ψυχήν του Αμλέτου. Αυτή η ψυχή του πατρός του, αν και βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον διά να καθαρισθή, υπερβαίνει τον φραγμόν, οπού έπρεπε αιωνίως να την χωρίση από τα ανθρώπινα πάθη, και προ πάντων από την μνησικακίαν, και έρχεται να ανακαλύψη εις τον υιόν του την μυστικήν δολοφονίαν και να ζητήση εκδίκησιν. Τούτη η φωνή από τον άλλον κόσμον πιάνει τον Αμλέτον από τα βαθύτερα και ιερώτερα αισθήματα, και του επιβάλλει ως υπερτάτην υποχρέωσιν την φονικήν ανταπόδοσιν. Λαμβάνει και δέχεται την εντολήν να μη συγχωρήση ώστε ο αδελφοκτόνος να εξακολουθή να ατιμάζη τον θρόνον και να μολύνη την βασιλικήν κλίνην της Δανίας· και τούτο πώς άλλως κατορθόνεται παρά με τον φόνον του ενόχου; Διά μίαν στιγμήν ο Αμλέτος νομίζει ότι δύναται να δώση εις την μονομερή αυτήν αποστολήν καθολικωτέραν ευγενή σημασίαν, πιστεύει ότι, με το να εκτελέση τοιαύτην προσταγήν του πατρός του, δύναται να φέρη την αποκατάστασιν του Δικαίου, την ανόρθωσιν του ηθικού Νόμου·

Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.

Αλλά απέναντι της γενικής διαφθοράς, οπού είναι η γεννητική αιτία, όχι το αποτέλεσμα, του ωρισμένου κακουργήματος, τι σημαίνει η πτώσις του μεγάλου ενόχου; πόθεν θα πεισθή ο Αμλέτος ότι με το να κάμη φόνον θα επιτύχη, έστω και μακρόθεν, τον σκοπόν προς τον οποίον τείνει η ενθουσιώδης, η εξημερωτική ψυχή του; Ή μήπως δύναται να καθησυχάση την συνείδησιν του, να εξαγνίση την πράξιν του, με την πεποίθησιν ότι με αυτήν επιβάλλει τιμωρίαν; αλλά δύναται ο άνθρωπος να αντιποιηθή θέσιν δικαστού άμα και τιμωρού απέναντι των ομοίων του; δύναται να πράξη αυτοβούλως ως άτομον ό,τι μόλις του συγχωρείται να πράξη ως αντιπρόσωπος της κοινής συνειδήσεως; Ή μήπως δύναται ο Αμλέτος να παραδοθή εις την μυστηριακήν πίστιν ότι αυτός είναι το προωρισμένον όργανον της Θείας Δίκης; Τοιαύτην παθητικήν κατάστασιν δεν αποδέχεται ψυχή μεγάλη, ως εκείνη του Αμλέτου, ενόσω έχει ακόμη πλήρη την συναίσθησιν της ανθρωπίνης αυτεξουσιότητος, μία ψυχή διά την οποίαν μόνον η ελευθέρα θέλησις και η πεφωτισμένη συνείδησις είναι ασφαλείς οδηγοί πάσης ενεργείας. Και αφού η προκειμένη πράξις δεν στηρίζεται εις την πεποίθησιν, η οποία διά να ήναι αληθής πρέπει να απορρέη από τον Λόγον, η πράξις αυτή μένει γυμνή, με μόνον τον άλογον και άγριον χαρακτήρα προσωπικής εκδικήσεως, και άλλο δεν είναι παρά εφαρμογή του δόγματος της φονικής ανταποδόσεως.

24

Και το δόγμα τούτο ανήκει εις τον πατέρα του Αμλέτου ως αντιπρόσωπον βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, όπου εβασίλευεν η άλογος βία και η χειροδικία· τούτη η ιδέα έρχεται έξωθεν και φυτεύεται εις την ψυχήν του Αμλέτου, αλλά δεν ριζοβολεί αυτού μέσα, ώστε μένει πάντοτε ξένη εις την συνείδησιν του, ευρίσκει αντίστασιν εις το υψηλόν και εξευγενισμένον πνεύμα του, όπου δεν έχει θέσιν ό,τι αναιρεί το Αγαθόν και το Αληθές. Αλλά δεν δύναται ο Αμλέτος να ανεύρη τον λόγον της εσωτερικής αντιδράσεως, να διακρίνη το ψυχολογικόν αίτιον των δισταγμών του· η ιδέα της εκδικήσεως, όπως του επεβλήθη, έχει όλην την όψιν της Αληθείας, διότι προέρχεται από τον άφθαρτον κόσμον, από τον κόσμον του Αληθούς, και διότι έχει ως ερμηνευτήν την συμπαθεστέραν διά τον Αμλέτον φωνήν, την φωνήν αδικημένου πατρός· και ιδού αυτή η ιδέα μεταβάλλεται εις πεποίθησιν, εις συναίσθησιν καθήκοντος, οπού του αφαιρεί μέρος της ελευθερίας του πνεύματος του. και δεν συγχωρεί εις την διανοητικήν δύναμιν, εις την κρίσιν του, να αναλάβη την εξουσίαν της, όπως κατανοήση ελευθέρως το προκείμενον ηθικόν πρόβλημα και καταστήση φανερόν εις την συνείδησίν του τον χαρακτήρα της μελετωμένης πράξεως, ώστε να δαμάση την θυμικήν δύναμιν, η οποία κυριεύεται από φοβεράν προκατάληψιν και θέλει να αποτινάξη τον χαλινόν του Ανωτέρου Λόγου. Και συμβαίνει εις τον Αμλέτον, εις την διάρκειαν του εσωτερικού του αγώνος, να του παρουσιάζεται η Αλήθεια ως μετημφιεσμένη με τον τύπον του σοφίσματος και της ειρωνείας, όταν αμφιβάλλει περί του οράματος και φοβείται μήπως ο Πειρασμός έπλασε την υπερφυσικήν εκείνην εμφάνισιν διά να τον παρασύρη εις άδικον πράξιν, και τοιαύτη αμφιβολία, ενώ είναι πρόφασις προς αναβολήν, είναι και έμμεσος αντίληψις της εννοίας, την οποίαν ενέχει καθ' εαυτήν η φονική ανταπόδοσις· και όταν αποδίδει τους φονικούς στοχασμούς του εις τα μιάσματα του Άδου και τους εγκαταλείπει διά να μεταβή εις την μητέρα του· και όταν, εμπρός εις τον προσευχόμενον ένοχον, λεπτολογεί περί εκδικήσεως και διά να αποφύγη και πάλιν την εκτέλεσιν της πράξεως, με υπερτάτην ειρωνείαν χαρακτηρίζει την εκδίκησιν, το δόγμα του μίσους, το οποίον με αδυσώπητον λογικήν απαιτεί όχι μόνον αίμα αντί αίματος, αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Και ότι αυτά τα διανοήματα, προερχόμενα από την ανωτέραν των ψυχικών δυνάμεων, μένουν πάντοτε εις κατάστασιν ενθυμημάτων και δεν μεταβάλλονται εις συλλογισμούς, τούτο ακριβώς αποτελεί την πλαστικότητα του προσώπου του Αμλέτου· εάν αυτός είχε καθαράν συνείδησιν του υψηλού λόγου, οπού τον σταματά εις το βάραθρον της φονικής ανταποδόσεως, η εσωτερική πάλη αμέσως ήθελε παύση· εάν ο Αμλέτος επρόφερε σκέψεις περί του ηθικού του προβλήματος, θα παρίστανε πρόσωπον ηθικολόγου ή φιλοσόφου, δεν θα ήταν πλάσμα ποιητικόν. Το δε ύψος του Αμλέτου συνίσταται κυρίως εις τούτο ότι, είτε ως κοινός άνθρωπος επιζητεί την εκδίκησιν, διά να εκπληρώση καθήκον, είτε ως ανώτερος άνθρωπος την αποστρέφεται, αυτός λησμονεί, εξαφανίζει την ιδίαν ατομικότητα ή απέναντι του καθήκοντος ή απέναντι του Ανωτέρου Λόγου.