Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
και ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Εις τους βαθείς σου στεναγμούς υπάρχει λόγος·
το βογγητό σου αυτό να μου εξηγήσης πρέπει·
πού είν' ο υιός σου;
Ολίγο αφήσετέ μας μόνους. —
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αχ! Κύριέ μου, τ' είδ' απόψε!
Τι, Γελτρούδη;
πώς είν' ο Αμλέτος;
Αχ! τρελλός, καθώς μανίζουν
θάλασσα και άνεμος, οπότε αντιπαλαίουν
καθένας τους να δείξη την υπεροχήν του.
Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον,
καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν
να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει·
«ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει
ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη
τον καλόν γέροντα φονεύει.
Βαρυτάτη
πράξις! αυτό 'θελε γενή 'ς το πρόσωπο μας (1),
εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει
η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.
Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον;
'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας
έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον
τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν
μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση
η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη.
Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν,
και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει
ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;
Τον φονευμένον του να σύρη κατά μέρος·
κ' επάνω εις τον νεκρόν, αυτή του (2) η τρέλλ' ακόμη,
ως άδολο χρυσάφι μέσα εις αλλ' αχρεία
μέταλλα, δείχνει την αγνήν του γνώμην· κλαίει
διά την πράξιν του.
Εδώθε ας φύγωμε, ω Γελτρούδη!
Μόλις ροδίση 'ς το βουνό, θα τον προστάξω
'ς το πλοίο ν' ανεβή, να φύγη ευθύς, και τούτο
το κακούργημα πρέπει μ' όσην εξουσίαν
και τέχνην έχω να ελαφρύνω, να σκεπάσω.
Ε! Γυιλδενστέρνη!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Σεις, καλοί φίλοι και οι δύο, πηγαίνετε και πάρετ' άλλους βοηθούς σας. Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώμα 'ς το παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Έλα, Γελτρούδη, θα καλέσωμε των φίλων τους πλέον συνετούς, να τους ειπούμεν ό,τι θα πράξωμεν εμείς και ό,τι κακό συνέβη· ίσως με τούτο η δολερή συκοφαντία, 'πού το φαρμακερό της βόλι στέλνει πέρα, μέσ' απ' την διάμετρον της γης, εις τον σκοπόν της ίσια, καθώς από κανόνι 'ς το σημάδι, δεν εύρη τ' όνομά μας, και κτυπήση μόνον τον άσχιστον αέρα. Αχ! φύγε μαζί μου· αγώνα, τρόμον φοβερόν, έχ' η ψυχή μου. [Εξέρχονται.
Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον ετοποθέτησα ασφαλώς.
Αμλέτε! Κύριε Αμλέτε!
Αγάλι! Τι θόρυβος; Ποίος φωνάζει τον Αμλέτον; Α!
ιδού έρχονται.
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Τον νεκρόν τι τον έκαμες, Κύριέ μου;
Τον έβαλα 'ς το χώμα, 'πού 'ναι συγγενής του.
Πού τον έχεις ειπέ μας διά να δυνηθούμε
να τον πάρωμ' εκείθεν εις το παρεκκλήσι.
Μη το πιστεύσετε.
Τι να μη πιστεύσωμε;
Ότι (3) είμαι ικανός να φυλάξω το μυστικό σας και όχι
το δικό μου. Κ' έπειτα ποίαν απόκρισιν να δώση ένα βασι-
λόπαιδο όταν ερωτάται από ένα σφογγάρι;
Διά σφογγάρι με παίρνεις, Κύριέ μου!
Μάλιστα, Κύριε, οπού ποτίζεται με την προστασίαν,
με ταις ανταμοιβαίς και με τ' αξιώματα, οπού δίδει ο βα-
σιλέας. Αλλά τέτοιοι αξιωματικοί προσφέρουν εις τον βα-
σιλέα την καλήτερην υπηρεσίαν εις το τέλος· τους κρατεί,
καθώς η μαϊμού φυλά καρύδι, εις μίαν γωνιά 'ς το σαγόνι
του· τους πρωτοχάφτει διά να τους υστεροκαταπιή· όταν (4)
του χρειασθή να πάρη ό,τι εμαζεύσετε, δεν έχει να κάμη
άλλο παρά να σας ζίψη, και, σφογγάρι μου, θα μείνης
ξερό ωσάν πρώτα.
Δεν σε καταλαμβάνω, Κύριέ μου.
Χαίρομαι δι' αυτό· ένα κατεργαρόλογο 'ς αυτί μωρού
κοιμάται.
Κύριέ μου, πρέπει να μας ειπής πού είναι το σώμα,
και να έλθης μαζί μας εις τον Βασιλέα.
Το σώμα (5) είναι με τον Βασιλέα, αλλά ο Βασιλέας δεν
είναι με το σώμα· ο Βασιλέας είναι ένα πράγμα -
«Ένα πράγμα», Κύριέ μου;
Τιποτένιο· οδηγήσετέ με εις αυτόν. Κρύψου (6), αλωπού,
και όλοι κατόπι σου.
[Εξέρχονται.
Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ με ακολουθίαν.
Έστειλα να τον φέρουν κ' ενταυτώ να εύρουν
το σώμα· ο κίνδυνος δεν παύει κ' είναι μέγας,
ενόσω αυτός μένει λυτός. Και όμως δεν πρέπει
να τον κτυπήσω με την δύναμιν του νόμου·
τον λατρεύει ο μωρός λαός 'πού από το μάτι,
και όχι απ' την κρίσιν, 'ς την αγάπην του οδηγείται·
και όπου συμβαίνει αυτό, το βάρος δεν ζυγίζουν
ποτέ του εγκλήματος, αλλά της τιμωρίας.
Και, όπως όλα ομαλά και αθόρυβα περάσουν,
η έξαφνη απομάκρυνσίς του τώρα πρέπει
να πιστευθή 'πού από καιρόν μ' ώριμην σκέψιν
είχε αποφασισθή· τ' απελπισμένα πάθη
ή δεν ιατρεύονται ποσώς ή απελπισμένα
φάρμακα θέλουν.
Τι λοιπόν συμβαίν', ειπέτε;
Πού ετοποθέτησε το σώμα, Κύριέ μου,
να μας ειπή δεν θέλει.
Αλλ' αυτός πού είναι;
Έξω εδώ, Κύριέ μου, κ' είναι φυλαγμένος
ως να προστάξης.
Φέρετέ τον έμπροσθέν μου.
Οδήγησε τον πρίγκιπά μου, Γυιλδενστέρνη.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Λοιπόν, Αμλέτε, πού είναι ο Πολώνιος;
Εις δείπνον.
«Εις δείπνον;» πού;
Όχι εκεί, όπου τρώγει, αλλ' όπου τρώγεται· ολοένα
συνεδριάζουν ολόγυρά του κάμποσα διπλωματικά (7) σκου-
λήκια. Το σκουλήκι, Κύριέ μου, όσο διά το καλό φαγητό,
είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Παχαίνομε όλα τ' άλλα πλά-
σματα διά να μας παχαίνουν, και παχαίνομε τον εαυτόν
μας διά τα σκουλήκια. Ο παχύς βασιλέας σας και ο άσαρ-
κος ζητιάνος σας δεν είναι ειμή διαφορετικά φαγητά, δύο
πιάτα, αλλά δι' ένα τραπέζι· αυτού όλα τελειόνουν.
Αλοίμονον! Αλοίμονον!
Ημπορεί άνθρωπος να ψαρεύη με το σκουλήκι, οπού
έφαγε από βασιλέα, και να φάγη το ψάρι οπού επάχυνε
μ' εκείνο το σκουλήκι.
Τι εννοείς με τούτο;
Τίποτε, ειμή να σου δείξω πώς ένας βασιλέας εις την
περιοδείαν του ημπορεί να περάση από τα έντερα ενός ζη-
τιάνου.
Πού είναι ο Πολώνιος;
Εις τους Ουρανούς· στείλε αυτού να ιδής· αν ο απεσταλ-
μένος σου δεν τον εύρη αυτού, ζήτησέ τον συ ο ίδιος εις
τον άλλον (8) τόπον. Όμως, μα την αλήθειαν, αν δεν τον
εύρης εις το διάστημα τούτου του μηνός, θα τον μυρισθής
καθώς ανεβαίνεις την σκάλαν προς την αίθουσαν.
[Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ] Πηγαίνετ' εκεί να τον εύρετε.
Θα σας περιμείνη (9) έως να πάτε. [Εξέρχονται ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Αμλέτε, αν θέλεις να φυλάξης την ζωήν σου,
'πού μας είναι ακριβή, καθώς πολύ μας θλίβει
τούτη σου η πράξις, πρέπει ογλήγορα να φύγης.
Να συνταχθής λοιπόν· είν' έτοιμο το πλοίο,
ο άνεμος βοηθός και οι σύντροφοι προσμένουν·
όλα σε σπρώχνουν διά να πας εις την Αγγλίαν.
Εις την Αγγλίαν;
Ναι, Αμλέτε.
Καλό πράγμα.
Τωόντι, αν γνωστοί σου ήσαν οι σκοποί μας.
Βλέπω ένα Χερουβίμ, οπού τους βλέπει. – Αλλά εμ-
πρός· εις την Αγγλίαν! – Υγίαινε, καλή μητέρα.
Ο τρυφερός σου πατέρας, Αμλέτε.
Η μητέρα μου· πατέρας και μητέρα είναι άνδρας και
γυναίκα, άνδρας και γυναίκα είναι δύο εις σάρκα μίαν, και
λοιπόν, ω μητέρα μου – Εμπρός, εις την Αγγλίαν.
[Εξέρχεται.
Ακολουθείτε τον στενά· γοργά 'ς το πλοίο
κάμετέ τον να εμπή· μη στέκεσθε· τον θέλω
μακράν απόψε εμπρός! όσ' αποβλέπουν τούτην
την υπόθεσιν όλα τα χω σφραγισμένα,
εις τάξιν όλα· φίλοι, μη χρονοτριβήτε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Και, Αγγλία, συ, αν την αγάπην μου λογιάζεις, (καθώς να το αισθανθής σου λέγ' η δύναμίς μου, αφού το λάβωμα νωπό σου κοκκινίζει του δανικού σπαθιού, και αβίαστο προσφέρεις το σέβας σου 'ς εμάς), δεν πρέπει ν' αψηφήσης το υψηλό μας τούτο θέλημα, 'πού ορίζει, εις τα γράμματα εκείνα καθαρά, να δώσης του Αμλέτου θάνατον ευθύς. Κάμε το, Αγγλία! διότι αυτός ως θέρμη (10) τηκτική μανίζει 'ς το αίμα μου, και συ να με ιατρεύσης πρέπει. Ως 'πού δεν μάθ' ότι το πράγμα εκατορθώθη, χαράν δεν βλέπω και αν τερπνά μου η μοίρα κλώθη.
[Εξέρχεται.
Πεδιάδα εις την Δανίαν.
Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ ένας ΛΟΧΑΓΟΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ
Πήγαινε, λοχαγέ, τους ασπασμούς μου φέρε
του Βασιλέως των Δανών, και ανάγγειλέ του
ότι θα λάβη ο Φορτιμπράς, όπως του εδόθη
υπόσχεσις, την άδειαν να περάση μέσα
από το κράτος του. Γνωστός σας είναι ο τόπος
της συγκεντρώσεως, και αν ζητήση ο Βασιλέας
να ομιλήση μ' εμάς, θα του παρουσιασθούμε,
ως έχομε το χρέος· τούτο ανάγγειλέ του.
Κύριε, θα γίνη.
Μ' αργό βήμα προχωρείτε.
[Εξέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
και άλλοι.
Κύριε, έχετε την καλοσύνην να μου ειπήτε τίνος είναι
τούτος ο στρατός;
Της Νορβηγίας, Κύριε.
Και διά πού είναι κινημένος, παρακαλώ;
Να προσβάλη ένα μέρος της Πολωνίας.
Ποίος είναι ο αρχηγός, Κύριε;
Ο ανεψιός του γέρου βασιλέως της Νορβηγίας, ο Φορ-
τιμπράς.
Την Πολωνίαν όλην αποβλέπει τούτος
ο πόλεμος, ή μόνον κάποιο σύνορό της;
Την αλήθειαν θα ειπώ· εκίνησε ο στρατός μας
μόνον διά να κερδίση μιαν λουρίδα τόπον,
οπού μόλις αξίζει, Κύριε, τ' όνομά της.
Δεν την έπαιρνα εις πάκτο ουδέ δουκάτα πέντε,
ουδέ πλειότερα θα λάβη αν την μισθώση
ο Νορβηγός ή ο Πολωνός.
Τότε βεβαίως
ο Πολωνός δεν θέλει την υπερασπίση.
Πώς! ήδη με στρατόν την έχει φρουρημένην.
Τ' άχυρο τούτο θα χαλάση δυο χιλιάδαις
ανθρώπους κ' είκοσι φοραίς χίλια δουκάτα·
ιδού μεγάλου πλούτου και βαθειάς ειρήνης
απόστημα είναι αυτό, 'πού σπα 'ς το μέσα μέρος
κ' έξω δεν δείχνει πώς ο άνθρωπος πεθαίνει.
Ευχαριστώ σε, Κύριε.
Κύριε, χαιρετώ σε.
[Εξέρχεται.
Να προχωρήσωμε δεν θέλεις, Κύριέ μου;
Θα σας προφθάσω ευθύς· προπορευθήτε ολίγο.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ω! πώς κάθε αφορμή μ' ελέγχει και κεντάει την ναρκωμένην τόσο εκδίκησιν μου! Τι 'ναι ένας άνθρωπος αν έχη ευτυχίαν μόνην και ωφέλειαν της ζωής να τρώγη, να κοιμάται; Κτήνος και μόνον τούτο. Αυτός, οπού μας έχει κάμη με τόσο πλάτος λογικού, να βλέπη κ' εμπρός του και κατόπι, δεν μας έχει δώση την δύναμιν αυτήν και τον ισόθεον λόγον, διά να μουχλιάζη του κακού μες την ψυχήν μας. Τώρα, είτ' είναι λησμονιά κτηνώδης, είτε άνανδρη εντήρησις (11), 'πού υπέρμετρα λογιάζει την έκβασιν – μια σκέψις, 'πού, αν την διαμοιράσης, τέταρτον ένα φρονιμάδας περιέχει, δειλίας τρία, – δεν ηξεύρω πώς ακόμη ζω διά να λέγω «αυτό το πράγμα δεν εγίνη». Κ' αιτίαν έχω να το κάμω· ουδέ μου λείπουν θέλησις, δύναμις και μέσα. Με προτρέπουν όσον ο κόσμος παραδείγματα μεγάλα. Είδες; εκείνος ο στρατός τρανός, ανδρείος, αρχηγόν έχει τρυφερό βασιλοπαίδι, 'πού, ως τον ανάφτει θεϊκή φιλοδοξία, τ' άγνωστο τέλος αψηφά, και ό,τι έχ' η φύσις φθαρτόν, αβέβαιο, το προβάλλ' εις όσα η τύχη, ο κίνδυνος τολμούν και ο θάνατος· και μόνον δι' έν' αυγόφλουδο! Δεν είναι αλήθεια μέγας οποίος κινείται χωρίς μέγαν να 'χη λόγον, αλλ' όποιος, όταν παίζεται η τιμή του, ευρίσκει και εις έν' άχυρο αφορμήν να πολεμήση. Κ' εγώ τι γίνομαι; Εφονεύθη μου ο πατέρας, μού ατιμάσθ' η μητέρα, αιτίαις να μου ανάψουν αίμα και νουν, κ' εγ' όλα να κοιμώνται αφίνω, έτοιμον ενώ βλέπω, ωσάν να με ονειδίζη, χιλιάδων είκοσι τον θάνατον εμπρός μου, 'πού, γελασμένοι από λαμπρό φάντασμα φήμης, 'ς τους τάφους των πηγαίνουν ως να ήσαν κλίναις, χάριν μιας σπιθαμής, οπού δεν δίδει τόπον 'ς τα πλήθη αυτά ν' αγωνισθούν διά να διαλύσουν την διαφοράν τους, και αρκετός δεν είναι λάκκος τα λείψανά τους όλα μέσα του να κρύψη. Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν είναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.
[Εξέρχεται.
ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Δωμάτων εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΡΑΤΙΟΣ και ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
Δεν θα της ομιλήσω.
Ανησυχεί, τωόντι
έξω φρενών· καθείς το πάθημά της πρέπει
να σπλαχνισθή.
Τι θέλει;
Συχνομελετάει
τον πατέρα της· λέγει πως, καθώς ακούει,
ο κόσμος είναι πλάνος· βόγγει και κτυπιέται
εις την καρδίαν· κακιωμένη από σιμά της,
άχυρα (12) διώχνει· λόγι' αμφίβολα προφέρει
με νόημα μισό· δεν είν' η ομιλιά της
τίποτε, αλλά, και ακατασκεύαστη όπως είναι,
φέρν' εις διαλογισμούς εκείνον οπού ακούει·
καθένας την σπουδάζει και ταις λέξες όλαις (13)
διορθόνει να ταιριάσουν με τους στοχασμούς του·
και ως αυτή νεύει και κουνεί την κεφαλήν της,
και όπως χειρονομεί, καθείς βάζει 'ς τον νουν του
πως δύναται απ' αυτά να νοηθή κανένα,
αν και όχι φανερό, δυστύχημα μεγάλο,
Θα ήταν καλό να ομιληθή, μήπως γεννήση
ολέθριαις εικασίαις εις το πνεύμα εκείνων
οπού και μόνοι πλάθουν το κακό.
Ας έλθη.
[Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ
[Μόνη της] Ωιμέ! καθώς συμβαίν' εις ένοχην καρδίαν, κάθε σκιά μου προλογίζει δυστυχίαν· τόσο άτεχν' υποψία πλημμυρεί το κρίμα, ώστε από φόβον μη το χύσουν κάμνει χύμα.
Εισέρχονται ΕΥΓΕΝΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ
Πού είναι η ωραία χάρις της Δανιμαρκίας;
Λοιπόν, Οφηλία;
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] (14)«'Σ τους άλλους μέσ', αγάπη μου, πώς θα σε ξεχωρίσω; – » «Όταν με στρειδοκόλλητο σκιάδι σού προβάλη, και με τα σανδαλάκια του και με το δεκανίκι».
Ωιμέ! γλυκειά μου κόρη, τ' άσμα σου τι λέγει;
Πιστεύετε; Όχι, όχι· παρακαλώ, προσέχετε·
[Τραγουδά] Κυρά μου, εσβύσθηκε απεθαμένος· επήγε, απέθανε ο στεναγμένος· τώχουν προσκέφαλο χλωρό σβωλάρι, του βάλαν πρόσποδα ψυχρό λιθάρι.
Ω! ω!
Αλλά, Οφηλία, —
Παρακαλώ, προσέχετε·
[Τραγουδά] Άσπρο 'σάν βουνήσιο χιόνι
τον τυλίζει το σινδόνι,
Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αλοίμονον! κύττα εδώ, Κύριέ μου.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] όλο μ' άνθη ευωδιασμένα, 'πού κατέβηκαν 'ς το μνήμα όλα γλυκοποτισμένα από αγνής αγάπης κύμα.
Πώς είσαι, χαριτωμένη Κυρία;
Καλά, έτσι ο Θεός να σας γίνη ίλεος! Λέγουν ότι η κου-
κουβάγια ήταν ενός (15) ψωμά θυγατέρα, Θεέ μου! γνωρί-
ζομε τι είμεθα, αλλά δεν γνωρίζομε τι τυχαίνει να γίνωμε.
Ο Θεός να ευλογήση το τραπέζι σας.
[Μόνος του] Έβαλε 'ς τον νουν της τον πατέρα της.
Σας παρακαλώ να μη γίνη λόγος δι' αυτό· αλλ' εάν ερω-
τηθήτε τι δηλοί, ειπέτε τούτο·
[Τραγουδά] «Του (16) αγίου Βαλεντίνου την ημέρα, αύριο, μόλις ο ουρανός ροδίση, εις το παράθυρό σου περιστέρα θα έλθη, ομορφονειέ, να σε ξυπνήση.» Ήλθε με της αυγούλας τ' αεράκι, και ο νέος της επήρ' ένα φιλάκι.
Χαριτωμένη Οφηλία!
Τωόντι, ιδέ· χωρίς να κάμω όρκον, θα βάλω το τέλος·
[Τραγουδά] «Μα τον Θεόν, είν' εντροπή μεγάλη·
παίρνουν εύκολ', αν εύρουν, τώρα οι νέοι·
πριν με φιλήση, μου 'πε θα μου βάλη
τα στέφανα, και τώρα το ξελέει.» -
Εκείνος απαντά·
«Τον λόγον θα κρατούσα, μα την νειότη,
αν το φιλί δεν μου ζητούσες πρώτη.»
Πόσον καιρόν ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν;
Ελπίζω ότι όλα θα διορθωθούν. Πρέπει να έχωμε υπο-
μονήν· αλλά πώς να κρατήσω τα δάκρυα όταν συλλογί-
ζωμαι ότι θα τον έβαλαν μέσα εις το κρύο χώμα; Ο αδελ-
φός μου θα το μάθη. Ιδού, σας ευχαριστώ διά την καλήν
σας συμβουλήν. – Ε! το αμάξι μου! – Νύκτα σας καλή,
Κυρίαις χαριτωμέναις· Κυρίαις, καλή νύκτα· καλή σας
νύκτα, καλή σας νύκτα.
[Εξέρχεται.
Κατόπι της, παρακαλώ, και φύλαξέ την
[Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
προσεκτικά. Την έχει, ωιμένα! φαρμακώση πόνος βαθύς· όλ' απ' τον θάνατον πηγάζουν του πατρός της· και ιδέ, Γελτρούδη μου, ω Γελτρούδη! όχι μοναίς, αλλά πυκναίς, ως λεγεώνες, έρχονται η θλίψες! του πατρός της πρώτα ο φόνος, κατόπιν η φυγή του υιού σου, – και δικαίως τον εξώρισ' εδώθε τ' άγριο κίνημά του – αναβρασμός εις τον λαόν, 'πού βουρκωμένος πονηρά συλλογιέται, κρυφομουρμουρίζει, από την ώραν οπού ο θάνατος εγνώσθη του καλού Πολωνίου· κ' ήταν μέγα λάθος να ταφή μυστικώς· η δύστυχη Οφηλία από τον εαυτόν της χωρισμένη, δίχως τον ωραίον της νουν, – και όταν αυτό μας λείψη 'σάν ζωγραφίσματ' απομένομε ή 'σάν κτήνη· – κ' ύστερο απ' όλα, και βαρύτερο από τ' άλλα, ο αδελφός της ήλθεν από την Γαλλίαν κρυφά, κ' έχει τροφήν (17) την απορίαν, μέσα 'ς τα σύννεφα κλεισμένος, και άνθρωποι δεν λείπουν, 'πού με φαρμακωμένα λόγια του εικονίζουν το τέλος του πατρός του^ και η συκοφαντία ποσώς δεν θα διστάση, 'ς την ανέχειάν της, εις του κόσμου τ' αυτιά να μας αδικοβάλη. Ω γλυκειά μου Γελτρούδη, αυτό με θανατόνει, ως μηχανή 'πού περισσούς κροτεί θανάτους.
[Θόρυβος από μέσα]
Ωιμέ, τι θόρυβος;
Πού είναι οι φύλακές μου;
την θύραν ας φρουρήσουν.
Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
Τι 'ναι;
Σεβαστέ μου
Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει
τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει
το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης
μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.
Αυτόν ο όχλος ονομάζει κύριόν του·
και ωσάν ο κόσμος τώρα να 'μελλε ν' αρχίση,
και να λησμονηθούν συνήθεια και αρχαιότης,
'πού κάθε λόγον βεβαιόνουν και στηρίζουν,
φωνάζουν· «Ο Εκλεκτός μας! θα 'ναι βασιλέας
ο Λαέρτης!» και σκούφοι, χέρια, γλώσσαις, όλα
έως τον θόλον τ' ουρανού τον ήχον στέλνουν·
«Θα 'ναι ο Λαέρτης βασιλέας, ο Λαέρτης!»
Πόσο (18) αλυκτούν φαιδροί 'ς το ψεύτικο κυνήγι!
Το χνάρι εχάσετε, σκυλιά, Δανοί προδόταις!
[Θόρυβος από μέσα]
Ταις θύραις σπάσαν.
Εισέρχεται ΛΑΕΡΤΗΣ ωπλισμένος, ΔΑΝΟΙ κατόπι του.
Πού 'ναι ο Βασιλέας; – Κύριοι,
σεις όλοι μείνετ' έξω.
Θε να μας αφήσης
να εμπούμε.
Μη με ακολουθήτε, αν μ' αγαπάτε.
Σε υπακούμε. [Αποσύρονται]
Ευχαριστώ σας· να κρατήτε
την θύραν. – Βασιλειά ξεντροπιασμένε, δος μου
τον πατέρα μου!
Αγάλι, αγαπητέ Λαέρτη
Αίματος στάλ' αν ησυχάζη με κηρύττει
νόθον, μου λέγει ξεχασμένον τον πατέρα,
και το αγνό της μητρός μου μέτωπο πυρόνει
'ς το μεσόφρυδο, εδώ, με βούλλαν ατιμίας.
Διατί, Λαέρτη, τόσο γιγαντώδες σχήμα
η ανταρσία σου επήρεν; – Άφησε (19) να κάμη,
Γελτρούδη, και διά μας μη φοβηθής· η Χάρις
τόσο φρουρεί τους βασιλείς, 'πού η προδοσία
μόνον από μακράν προσβλέπει 'ς τον σκοπόν της
και δεν τον εκτελεί. – Λαέρτη, τώρα ειπέ μου,
διατί 'σαι τόσο θυμωμένος; – Συ, Γελτρούδη,
άφησε τον να κάμη. – Άνθρωπε, δεν λέγεις;
Ο πατέρας μου πού 'ναι;
Απεθαμένος.
Όμως
όχι από αυτόν.
Να ερωτά θα τον αφήσης
όσο θέλει.
Και πώς συνέβη ο θάνατός του;
Δεν θα με παίξουν· στέλνω μες τον μαύρον Άδην
όρκους και υποταγήν! συνείδησιν και χάριν
παραδίδω 'ς τα βάθη της φρικτής αβύσσου!
Ας κολασθώ! Μ' έχουν εις τούτο καταντήση,
οπού τον κόσμον τούτον και τον άλλον έχω
έξω από τον νουν μου· ας έλθη ό,τι και αν έλθη, θέλω
εκδίκησιν καλήν να λάβω του θανάτου
του πατρός μου.
Και ποίος θα σε σταματήση;
Μόνον η θέλησίς μου και όχι ο κόσμος όλος·
και ως προς τα μέσα, θα τα οικονομήσω εις τρόπον
ώστε θα υπάγω εμπρός με ολίγον.
Ω καλέ μου
Λαέρτη, αν ποθείς να μάθης πώς συνέβη
του αγαπητού πατρός σου ο θάνατος, με τούτο
η εκδίκησίς σου θέλει εχθρόν ομού και φίλον,
πταίστην και αθώον ενταυτώ, να τιμωρήση;
Κανέναν άλλον, μόνον τους εχθρούς του.
Θέλεις
να τους μάθης λοιπόν;
Εις τους καλούς του φίλους
ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης
πελεκάνος (20), 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω
το αίμα μου τροφήν.
Τώρα ομιλείς, Λαέρτη,
ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι.
Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου,
και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω,
τούτ' ως ίσια γραμμή 'ς τον νουν σου θα περάση
όπως το φως 'ς τον οφθαλμόν σου.
Αφήσετέ την
να έμπη.
Τι; ποια ταραχή 'ναι τούτη;
Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ
Ω θέρμη (21),
τα μυαλά μου φρύξε! επτάπικρα τα δάκρυα
την αίσθησιν να κάψουν όλην των ματιών μου. —
Η τρέλλα σου, μα τον Θεόν, με τόσο βάρος
θα πλερωθή, 'πού η ζυγαριά 'ς εμάς θα κλίνη.
Ω του Μαΐου τριανταφυλλάκι! αγαπημένη
κόρη, αδελφούλα μου, γλυκύτατη Οφηλία! —
Πώς το θέλει ο Θεός η φρένες μίας νέας
θνηταίς (22) να ήναι ως η ζωή του γέρου ανθρώπου;
Τόσο (23) λεπτή 'ναι η φύσις 'ς την αγάπην, ώστε
'ς ό,τι αγαπά στέλνει κατόπι κάποιο δείγμα
πολύτιμο παρμένο από τον εαυτόν της.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] Με ξέσκεπο το πρόσωπο 'ς την νεκρικήν του κλίνη, αλοίμονον, αλοίμονον, αλοί! τον φέραν, και 'ς τον τάφον του δάκρυ πολύ και θρήνοι.
Έχε υγείαν, περιστέρι μου.
Τα λογικά σου αν είχες κ' ήθελε με σπρώχνης
να εκδικηθώ, δεν θα 'ταν τόσ' η δύναμίς σου.
Πρέπει να τραγουδήσετ' έτσι·
Κάτω αν τον κράξης θα κατεβή.
Ω! πόσο (24) του ταιριάζει τα ροδάνι· είναι ο επίβουλος οι-
κονόμος οπού έκλεψε την θυγατέρα του κυρίου του.
Το (25) μηδέν αυτό λέγει το παν.
Εδώ δενδρολίβανο· είναι διά θυμητικό· να ζης, αγάπη
μου, θυμήσου με· κ' εδώ πανσέδες διά να συλλογίζεσαι.
Μέσα εις την τρέλλαν νουθεσία (26), συλλογισμός και εν-
θύμησις ταιριασμένα.
Συ, πάρε μάραθο (27) και πήγανο· συ, τα Πάθη (28), κ' εγώ
κρατώ ένα μέρος· ημπορούσα να τ' ονομάσω το άνθος της
Χάριτος διά την Αγίαν Ανάστασιν. Ω! συ πρέπει να κρα-
τής τα πάθη σου με κάποιαν (29) διαφοράν. Ιδού μία μαρ-
γαρίτα (30)· ήθελα να σου δώσω ολίγα γιοφύλλια (31), αλλά
εμαράθηκαν όλα, άμ' απέθανε ο πατέρας μου· λέγουν ότι
έκαμ' ένα καλό τέλος.
[Τραγουδά] O γλυκός μου Κωνσταντίνος είναι η μόνη μου χαρά.
Μαράζι, θλίψιν, πάθος, και τον ίδιον Άδην,
τα στρέφει όλα εις ομορφιά, χάριν και αγάπην.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
Και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
Όχι, απέθανε, μη καρτερής,
γύρε το μνήμα σου και συ ναυρής.
Ωσάν τουλούπαις χιόνι τα γενάκια,
ωσάν σκουλί λινάρι τα μαλλάκια·
εχάθη από τον κόσμον τούτον, πάει,
και χαμένα το δάκρυ μας κυλάει·
την ψυχήν του ο Θεός να συγχωράη.
καθώς και όλων των Χριστιανών· παρακαλώ τον Θεόν να σας γίνη ίλεος. [Εξέρχεται.
Το βλέπεις; (32) Ω Θεέ!
Λαέρτη, αν δεν μου δώσης
εις τον πόνον σου μέρος, μ' αδικείς. Τώρ' άμε,
και των φίλων, 'πού έχεις, τους φρονιμωτέρους
όποιους και αν θέλης πάρε, και όταν μας ακούσουν
ας μας κρίνουν αυτοί, και αν εύρουν 'πού 'μαι πταίστης,
είτε με το δικό μου χέρ' είτε με ξένο,
θε να σου παραδώσω το βασίλειό μου,
τον θρόνον, την ζωήν μου, και ό,τι και αν μου ανήκη,
διά να δικαιωθής· αλλ', αν με ειπούν αθώον,
στέρξε να μου χαρίσης την υπομονήν σου,
και μαζί θα εργασθούμε διά να λάβης όσην
ευχαρίστησιν πρέπει.
Ας γίνη καθώς λέγεις.
Ο τρόπος του θανάτου, η σκοτεινή ταφή του,
τρόπαιον όχι, ξίφος όχι, και όχι στέμμα
'ς το λείψανό του επάνω, ουδέ πομπή καμμία,
ουδέ παράταξις τιμής, φωνάζουν τόσο
από τον ουρανόν 'ς την γην, ώστε με βιάζουν
το πράγμα να εξετάσω.
Αυτό πρέπει να γίνη
και οπού το έγκλημα ευρεθή να πέσ' η αξίνη.
Τώρα, παρακαλώ σε, φίλ', έλα μαζί μου.
[Εξέρχονται.