Free

Βέρθερος

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

Μόλις ετοποθετήθημεν εις την άμαξαν, και αι νεανίδες εχαιρέτησαν, έκαμαν αμοιβαίως τας παρατηρήσεις των διά την ενδυμασίαν, και μάλιστα διά τα καπέλλα των, και επερίπαιξαν αρκετά την συντροφιάν που επερίμεναν, ότε η Καρολίνα διέταξε τον αμαξηλάτην να σταματήση και είπε στ' αδέλφια της να κατεβούν, αυτά εζήτησαν μίαν φοράν ακόμη να της φιλήσουν το χέρι· το μεγαλύτερο έκαμε μάλιστα τούτο με όλην την αβρότητα που μπορεί να έχη δεκαπέντε χρονών παιδί, το δε άλλο με πολλήν ορμήν και αδεξιότητα. Τους παρήγγειλε μίαν φοράν ακόμη να φιλήσουν τα μικρά, και εξεκινήσαμεν.

Η εξαδέλφη την ερώτησεν αν είχε τελειώσει το βιβλίον που τελευταία της είχε στείλει. – Όχι, είπε η Καρολίνα, δεν μου αρέσει, θα σου το επιστρέψω. Και το προηγούμενον δεν ήτο καλύτερον. – Εξεπλάγη όταν ηρώτησα ποίου είδους βιβλία ήσαν, και μου απεκρίθη:..2 – Ηύρα τόσον χαρακτήρα εις κάθε τι που έλεγεν, έβλεπα σε κάθε λέξιν νέα θέλγητρα, νέας ακτίνας του πνεύματος εξαστραπτούσας από τα χαρακτηριστικά της, τα οποία εφαίνοντο ότι βαθμηδόν εζωήρευαν, γιατί αισθανότουν ότι εγώ την εννούσα.

– Όταν ήμουν νεωτέρα, είπε, τίποτε άλλο δεν αγαπούσα πολύ, όσον τα μυθιστορήματα. Ο Θεός το ξεύρει πόσον ευχαριστούμην οσάκις ηδυνάμην να κάθωμαι την Κυριακήν σε μια γωνία και με όλην μου την καρδίαν να συμμερίζωμαι την ευτυχίαν και δυστυχίαν μιας Miss Jenny. Και δεν αρνούμαι ότι το είδος αυτό των βιβλίων έχει ακόμη δι εμέ μερικά θέλγητρα. Επειδή όμως τόσον σπανίως ευκαιρώ να πάρω ένα βιβλίον, θέλω να είναι όλως διόλου της ορέξεώς μου. Και εκείνος ο συγγραφεύς μου είναι ο πλέον αγαπητός, εις τον οποίον ανευρίσκω τον κόσμον μου, εις τον οποίον συμβαίνουν τα πράγματα όπως εις εμέ, και του οποίου η ιστορία μ' όλα ταύτα μου αποβαίνει τόσον ενδιαφέρουσα και τερπνή όσον αυτή η οικιακή μου ζωή, που δεν είναι παράδεισος, είναι όμως καθόλου πηγή κρυφής ευτυχίας.

Επροσπάθησα ν' αποκρύψω την συγκίνησιν που μου έκαναν αι λέξεις αυταί. Αλλά δεν εκρατήθην επί πολύ· διότι ότε την ήκουσα να ομιλή εν παρόδω με τόσην αλήθειαν περί του Εφημερίου του Waketield, περί3 – έγεινα διαχυτικώτατος, της είπα ό,τι ήξευρα και μόνον μετά τινα καιρόν, όταν η Καρολίνα απηύθυνε τον λόγον προς τας άλλας, ενόησα ότι κατά το διάστημα αυτό με ανοικτά τα μάτια εκάθηντο εκείνες, ως να μη ήσαν μαζί μας. Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου.

Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. – Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! – Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις. Εν συντόμω, κατέβηκα από την άμαξαν σαν ονειρευόμενος, όταν εσταματήσαμεν εμπροστά στο σπίτι της διασκεδάσεως, και τόσον ήμουν βυθισμένος εις όνειρα μέσα εις τον σκοτεινά διαγραφόμενον κόσμον, ώστε μόλις επρόσεχα εις την μουσικήν η οποία εκ της φωταγωγημένης αιθούσης αντήχει κάτω προς ημάς.

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. – ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! – οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Εχορεύσαμεν τότε διάφορα μενουέτα· επροσκάλεσα την μίαν μετά την άλλην τας δεσποινίδας και ίσα ίσα αι ολιγώτερον συμπαθείς έκαμαν μίαν ώραν να προσφέρουν το χέρι διά να τελειώση το πράγμα. Η Καρολίνα και ο χορευτής της άρχισαν ένα αγγλικόν χορόν, και δύνασαι να φαντασθής πόσον ευχαριστήθηκα ότε εις την σειράν άρχισε την στροφήν μαζί μας! Ω! χορεύουσαν πρέπει να την ιδή κανείς! Βλέπεις παραδίδεται εις τον χορόν με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν· το σώμα της όλον είναι μία αρμονία. Είναι τόσον άφροντις, τόσον αφελής, ωσάν αυτό που έκαμνε να ήτο το παν ως να μη εσκέπτετο τίποτε άλλο, τίποτε να μη ησθάνετο· και εις την στιγμήν εκείνην βεβαίως όλα τα άλλα δεν υπάρχουν δι' αυτήν.

Της εζήτησα την δευτέρα καδρίλλια· μου υπεσχέθη την τρίτην και με την πλέον θελκτικήν παρρησίαν, που δύνασαι να φαντασθής, με εβεβαίωσεν ότι εγκαρδίως αγαπούσε να χορεύη γερμανικόν χορόν. – Εδώ συνηθίζεται, επρόσθεσεν, ώστε κάθε ζεύγος που εχόρευε να μένη ηνωμένο εις τον γερμανικόν χορόν, ο δε καβαλλιέρος μου χορεύει κακά το βαλς, και θα μου είναι ευγνώμων, αν τον απαλλάξω του κόπου. Η ντάμα σας και αυτή δεν τον καταφέρει, και δεν θέλει, εγώ δε κατά τον αγγλικόν χορόν παρετήρησα ότι χορεύετε καλά το βαλς. Αν λοιπόν θέλετε να είμεθα μαζί εις τον γερμανικόν, πηγαίνετε και παρακαλέσετε τον καβαλλιέρο μου και εγώ θα παρακαλέσω την ντάμα σας. – Της έδωσα το χέρι εις σημείον παραδοχής, και εσυμφωνήσαμεν ώστε εν τω μεταξύ να ομιλή ο χορευτής της με την χορεύτριάν μου.

Ήδη άρχισε ο χορός, και ευχαριστόμεθα κάμποσην ώραν, εις πολυειδείς περιπλοκάς των βραχιόνων. Με ποίαν χάριν, με πόσην ελαφρότητα εκινείτο! και ότε επί τέλους αρχίσαμεν το βαλς, και ως σφαίραι περιεστρεφόμεθα γύρω ο ένας του άλλου, έγεινε κατ' αρχάς ολίγη σύγχυσις, επειδή ολίγιστοι είναι εξησκημένοι. Είχαμεν την εξυπνάδα και τους αφήσαμεν να ξεθυμάνουν και όταν οι μάλλον ανεπιτήδειοι είχαν αποχωρήσει από τον κύκλον, αρχίσαμεν ημείς και εβαστάξαμεν γενναίως έως το τέλος με έν άλλο ζεύγος ακόμη με τον Αουδράνον και με την χορεύτριάν του. Ουδέποτε εκινήθηκαν τα πόδια μου τόσον εύκολα. Δεν ήμην πλέον άνθρωπος. Το πλέον αγαπητόν πλάσμα να έχω εις τους βραχίονας και να περιστρέφωμαι μαζί της ως αστραπή, ώστε τα πάντα περί εμέ εχάνοντο και – Γουλιέλμε, διά να είμαι ειλικρινής, ωρκίσθην μ' όλα ταύτα, ότι μία κόρη, την οποίαν θα ηγάπων, επί της οποίας θα είχον αξιώσεις, δεν θα εχόρευε ποτέ με άλλον παρά με εμέ, έστω και μέχρις εξαντλήοεως. Με εννοείς!

Εκάμαμεν μερικούς γύρους, περπατούντες εις την αίθουσαν διά να ανασάνωμεν. Τότε εκάθησε, και τα πορτοκάλλια, τα οποία είχα βάλει κατά μέρος, και τα οποία τώρα ήσαν τα μόνα υπολειφθέντα, παρείχαν σπουδαίας υπηρεσίας, εκτός ότι εις κάθε κομμάτι, το οποίον εξ ανάγκης έδιδεν εις μίαν αδιάκριτον γειτόνισσαν, ησθανόμην μια μαχαιριά εις την καρδίαν.

Εις τον τρίτον αγγλικόν χορόν είμεθα το δεύτερον ζεύγος. Ενώ χορεύοντες επερνούσαμεν την γραμμήν και εγώ – ο Θεός ξεύρει με πόσην ηδονήν – ήμην προσηλωμένος εις τον βραχίονα και τους οφθαλμούς της, που ήσαν πλήρεις αληθεστάτης εκφράσεως της αθωοτάτης και αγνοτάτης τέρψεως, φθάνομεν εις μίαν κυρίαν, η οποία διά του ερασμίου ύφους της επί προσώπου πλέον όχι νέου είχε κινήσει την προσοχήν μου. Προσβλέπει την Καρολίναν μειδειώσα, υψώνει απειλητικώς το δάκτυλο, και δύο φοράς στρεφομένη αναφωνεί το όνομα «Αλβέρτος» με σημαντικόν τόνον.

– Ποιος είναι ο Αλβέρτος, είπα εις την Καρολίναν, αν δεν είναι αδιακρισία να ερωτήσω: Ήταν έτοιμη ν' αποκριθή, ότε ηναγκάσθημεν να χωρισθώμεν διά να σχηματίσωμεν μεγάλην άλυσιν εν σχήματι ενός οκτώ, και μου εφάνη ότι διέβλεψα σκέψιν τινά εις το μέτωπόν της, όταν επερνούσαμεν ο είς από τον άλλον. – Τι να σας το αποκρύψω, είπεν, ενώ μου επρόσφερε το χέρι διά τον περίπατον. ο Αλβέρτος είναι καλός άνθρωπος, με τον οποίον πάνω κάτω είμαι αρραβωνιασμένη, – Τούτο μεν δεν μου ήτο νέον τι (διότι τα κορίτσια μου το είχαν ειπεί καθ' οδόν), αλλ' όμως μου ήτο τόσον πολύ νέον, επειδή δεν είχα σκεφθή σχετικώς προς αυτήν, που εις τόσον ολίγας στιγμάς μου έγινε τόσον ακριβή. Εν ενί λόγω εταράχθην, τα έχασα, και εισήλθα κατά λάθος μεταξύ άλλου ζεύγους, ώστε επήλθε μεγάλη σύγχυσις, και εχρειάσθη εκ μέρους της Καρολίνας όλη η παρουσία του πνεύματος και τράβηγμα απ' εδώ κι' απ' εκεί διά να επανέλθη γρήγορα η τάξις.

Ο χορός δεν είχε τελειώσει ακόμη, όταν αι αστραπαί, τας οποίας προ πολλού ήδη εβλέπαμεν λαμπούσας εις τον ορίζοντα, και τας οποίας είχα πιστεύσει ως απλά αποτελέσματα της θερμότητας, άρχισαν να γίνωνται πολύ ισχυρότεραι, και αι βρονταί έπνιξαν την μουσικήν. Τρεις κυρίαι εξήλθαν από την γραμμήν, και οι καβαλλιέροι των τας ηκολούθουν· η αταξία κατήντησε γενική και η μουσική έπαυσεν. Είναι φυσικόν, όταν εν μέσω της ευθυμίας μας επέρχεται κανέν δυστύχημα ή κάτι φοβερόν, να μας προξενή ισχυροτέραν αίσθησιν παρ' άλλοτε, τούτο μεν ένεκα της αντιθέσεως την οποίαν τόσον ζωηράν αισθάνεται κανείς, τούτο δε, έτι μάλλον, διότι αι αισθήσεις μας είναι ανοικταί εις την ευαισθησίαν και επομένως τόσον ταχύτερα δέχονται μίαν εντύπωσιν. Εις αυτάς τας αιτίας θ' αποδώσω τους αλλοκότους μορφασμούς, εις τους οποίους είδα πολλάς κυρίας να ξεσπούν. Η πλέον φρόνιμη εκάθητο εις μίαν γωνίαν, με την ράχιν προς το παράθυρον, και εβούλωνε ταυτιά της. Μία άλλη εκάθητο γονατισμένη προ αυτής, και έκρυπτε την κεφαλήν της εις τον κόλπον της πρώτης. Μία τρίτη εισέδυσε μεταξύ των δύο, και αγκάλιαζε τις μικρές της αδελφές χύνουσα πολλά δάκρυα. Μερικαί ήθελαν ν' αναχωρήσουν· άλλαι, αι οποίαι ακόμη ολιγώτερον εγνώριζαν τι έκαμναν, δεν είχαν τόσην ετοιμότητα ώστε να περιορίσουν την θρασύτητα των νεαρών κατεργαρέων μας, οι οποίοι εφαίνοντο ασχολούμενοι εις το ν' αρπάξουν από τα χείλη των ωραίων στενοχωρουμένων τας περιφόβους προσευχάς, τας οποίας απηύθυναν προς τον ουρανόν. Μερικοί εκ των κυρίων μας είχαν καταβή διά να καπνίσουν ήσυχα· και η επίλοιπος συντροφιά δεν εναντιώθηκε, όταν η ξενοδόχος επρότεινεν την συνετήν ιδέαν να μας παραχωρήση έν δωμάτιον, το οποίον είχε παραθυρόφυλλα και παραπετάσματα. Μόλις εισήλθαμεν εκεί, ότε η Καρολίνα κατεγίνετο να σχηματίση κύκλον από Καρέκλας και αφού η συντροφιά κατά παράκλησίν της εκάθησεν, επρότεινεν ένα παιγνίδι.

 

Είδα πολλούς, οι οποίοι ελπίζοντες από το παιγνίδι κανένα σημαντικό φιλί ετοίμαζαν προς τούτο τα χείλη των και ελύγιζαν. – Θα παίξωμεν το μέτρημα, είπε. Προσέχετε λοιπόν. Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. – Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον. Ένα, άρχισεν ο πρώτος, δύο ο δεύτερος, τρία ο ακόλουθος και ούτω καθεξής. Τότε άρχισε να γυρίζη γληγορώτερα, και ολονέν γληγορώτερα· ελάθευσε ένας, πατσ! ένα ράπισμα, και επάνω στα γέλια λαθεύει και ο ακόλουθος, άλλο πατσ! και ολονέν γληγορώτερα. Εγώ αυτός έλαβα δύο ραπίσματα, και με εγκάρδιαν ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι ήσαν ισχυρότερα παρ' όσον εσυνήθιζε να τα δίδη εις τους άλλους. Γενικό γέλοιο και θόρυβος ετελείωσε το παιγνίδι, πριν μετρηθή ακόμη το χίλια. Οι πλέον σχετικοί ετράβηξαν ο ένας τον άλλον κατά μέρος, η καταιγίς επέρασε, εγώ δε ακολούθησα την Καρολίναν εις την αίθουσαν. Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! – Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. – Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. – Επήγαμεν εις το παράθυρον. Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ! Εθυμήθηκα παρευθύς την λαμπράν ωδήν που είχεν εις τον νουν της, και εβυθίσθην εις τον χείμαρρον των αισθημάτων, τον οποίον διά του συνθήματος τούτου εξέχυσεν επάνω μου. Δεν εβάσταξα, έσκυψα στο χέρι της και το εφίλησα με γλυκύτατα δάκρυα, και εκύτταξα πάλιν εις τα μάτια της. – Θαυμαστέ ποιητή! να έβλεπες την αποθέωσίν του εις τούτο το βλέμμα, και εγώ είθε ποτέ πλέον να μη ακούσω προφερούμενον το τοσάκις βεβηλωθέν όνομά σου!

19 Ιουνίου,

Πού άφησα τελευταία την διαταγήν μου δεν εξεύρω πλέον· τούτο όμως ηξεύρω, ότι ήσαν δύο ώραι μετά τα μεσάνυχτα όταν επλάγιασα, και ότι, αν ηδυνάμην να σου ομιλήσω αντί να σου γράψω, θα σε εκράτουν ίσως ως το πρωί.

Τι έγινε κατά την εκ του χορού επάνοδόν μας, δεν διηγήθηκα ακόμη· και σήμερον όμως δεν έχω προς τούτο διάθεσιν.

Ήτον η λαμπροτάτη ανατολή του ηλίου! Τα στενάζοντα δένδρα του δάσους, και οι δροσισμένοι αγροί πέριξ! Αι συντρόφισσαί μας εκουτούλιζαν και απεκοιμήθησαν. Εκείνη δε με ηρώτησε μήπως ήθελα ν' ακολουθήσω το παράδειγμά των, και ως προς αυτήν να μη ανησυχώ. – Εφ' όσον βλέπω αυτά τα μάτια ανοικτά, είπα, προσβλέπων αυτήν δυνατά, δεν υπάρχει βέβαια φόβος να κλείσουν τα δικά μου. – Εβαστάξαμεν και οι δύο έως εις την θύραν της, ότε η υπηρέτρια ήσυχα ήσυχα της ξάνοιξε, και ερωτηθείσα εβεβαίωσεν ότι ο πατήρ και τα μικρά είναι καλά, και ότι όλοι ακόμη εκοιμώντο. Τότε την εγκατέλειψα, παρακαλέσας αυτήν να δυνηθώ να την ίδω την αυτήν ημέραν· μου το υπεσχέθη, και επήγα, και από τότε ο ήλιος, η σελήνη και οι αστέρες ας οικονομούνται όπως θέλουν· εγώ δεν εξεύρω πλέον πότε είναι ημέρα και πότε νύχτα, και ο κόσμος όλος είναι ως να μη υπάρχη περί εμέ.

21 Ιουνίου.

Ζω τόσον ευτυχείς ημέρας, οποίας ο Θεός φυλάττει διά τους αγίους του· και ας μου τύχη ό,τι θέλει, δεν θα δυνηθώ να είπω ότι δεν εχάρηκα τας ηδονάς, τας αγνοτάτας ηδονάς της ζωής. – Γνωρίζεις το Βαλάιμ μου· εκεί είμαι εντελώς αποκαταστημένος· εκείθεν μισή μόνον ώρα έχω έως της Καρολίνας· εκεί αισθάνομαι τον εαυτόν μου και κάθε ευτυχίαν, που επιτρέπεται εις τον άνθρωπον.

Ηδυνάμην ποτέ να φαντασθώ, όταν εδιάλεξα το Βαλάιμ ως τέρμα των περιπάτων μου, ότι έκειτο τόσω πλησίον προς τον ουρανόν! Πόσας φοράς κατά τας εκτενεστέρας περιοδείας μου έβλεπα οτέ μεν από το όρος, οτέ δε από την πεδιάδα πέραν του ποταμού, την έπαυλιν, η οποία τώρα εγκλείει όλους τους πόθους μου.

Φίλτατε Γουλιέλμε, πολλά εσκέφθην περί της επιθυμίας του ανθρώπου, να επεκτείνεται, να κάμνη νέας ανακαλύψεις, να περιπλανάται· και έπειτα πάλιν περί της εξωτερικής τάσεως, εκουσίως να περιορίζεται, να φέρεται εις την τροχιάν της συνηθείας, και να μη φροντίζη μήτε διά τα δεξιόθεν, μήτε διά τα αριστερόθεν.

Είναι θαυμαστόν· καθώς ήλθα εδώ, και εκ του λόφου παρετήρουν την ωραίαν κοιλάδα, πώς το παν γύρω με προσείλκυεν. – Εκεί το μικρόν δάσος. – Αχ, να ηδύνασο ν' αναμιχθής με τας σκιάς του! – Εκεί του βουνού η κορυφή! – Αχ, να ηδύνασο εκείθεν να επιβλέπης τα εκτεταμένα περίχωρα! – Οι μεταξύ των συνδεδεμένοι λόφοι και αι προσφιλείς κοιλάδες; – Ω να εχανόμην εις αυτάς! – Έσπευδα εκεί, και επανηρχόμην, και δεν εύρισκα ό,τι ήλπιζα. Ω, συμβαίνει με την απόστασιν ό,τι και με το μέλλον! Μέγα τι αμυδρόν σύνολον υπάρχει προ της ψυχής μας το αίσθημά μας αφανίζεται καθώς μέσα σ' αυτό και ο οφθαλμός μας, και ποθούμεν, αλλοίμονον, να παραδώσωμεν όλην την ύπαρξίν μας διά να χορτάσωμεν την ηδονήν ενός μόνου, μεγάλου λαμπρού αισθήματος – και όταν σπεύδωμεν εκεί, όταν το εκεί γίνεται εδώ και τότε όλα είναι όπως και πριν, ξαναευρισκόμεθα εις την πτωχείαν μας, εις τα στενά μας όρια, και η ψυχή μας ποθεί μίαν ηδονήν που της εξέφυγε.

Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.

Όταν το πρωί με την ανατολήν του ηλίου πηγαίνω έξω εις το Βαλάιμ μου, και εκεί εις τον κήπον του ξενοδοχείου εγώ ο ίδιος μαζεύω τα μπιζέλια μου, κάθωμαι, τα καθαρίζω και εν τω μεταξύ αναγινώσκω τον Όμηρόν μου· όταν εις το μικρόν μαγειρειό διαλέγω έν αγγείον, παίρνω βούτυρον, βάνω τα μπιζέλια μου στη φωτιά, τα σκεπάζω και κάθωμαι πλησίον για να τ' ανακατώνω κάποτε, τότε αισθάνομαι ζωηρά το πώς οι υπερήφανοι μνηστήρες της Πηνελόπης, έσφαζαν, έκοπταν και έψηναν βόδια και χοίρους. Τίποτε δεν με γεμίζει με τόσο σιγαλόν αληθινόν αίσθημα, όπως κείνοι οι χαρακτήρες του πατριαρχικού βίου, τους οποίους εγώ, δόξα τω θεώ δύναμαι δίχως επίδειξιν, να συνυφάνω με τον βίον μου.

Πόσον ευχαριστούμαι που δύναται η καρδία μου να αισθάνεται την απλήν αθώαν ηδονήν του ανθρώπου εκείνου που φέρει στο τραπέζι του το λάχανον, το οποίον αυτός ο ίδιος εκαλλιέργησε, και που τώρα όχι μόνον λάχανον, αλλά και όλας τας καλάς ημέρας, τόμορφο πρωί που το εφύτευε, τις γλυκές βραδυές που το επότιζε και που εχαίρετο βλέπων προαγομένην την βλάστησιν, όλ' αυτά τα ξανααπολαύει σε μια στιγμή.

29 Ιουνίου.

Προχθές ήλθεν ο ιατρός από την πόλιν εδώ έξω προς τον έπαρχον και με ηύρε χάμω ανάμεσα στα παιδιά της Καρολίνας, ενώ μερικά εσκάλωναν επάνω μου, άλλα με επείραζαν, και εγώ τα εγαργάλιζα, και μαζί μ' αυτά έκαμνα μεγάλον θόρυβον. Ο ιατρός, που είναι λίαν δογματικόν νευρόσπαστον, που ενώ ομιλεί διορθώνει τα μανικέτια του και απαύστως επιδεικνύει το στήθος του υποκαμίσου του, ηύρε τούτο ανάξιον φρονίμου ανθρώπου· το κατάλαβα από τα πειράγματά του. Αλλά δεν εταράχθηκα διόλου· τον άφησα να πραγματεύεται σπουδαία πράγματα, και εξανάκτισα τα χάρτινα σπιτάκια των παιδιών που είχαν χαλάσει. Μόλις επέστρεψεν εις την πόλιν και παρεπονείτο λέγων ότι τα παιδιά του επάρχου είναι ήδη αρκετά ανάγωγα και ότι ο Βέρθερος τα χαλάει τώρα όλως διόλου.

Ναι, αγαπητέ Γουλιέλμε, τα παιδιά χάμω στη γη είναι απ' όλα τα πράγματα πλησιέστερα εις την καρδίαν μου. Όταν τα παρατηρώ, και εις το μικρόν πλάσμα διαβλέπω τα σπέρματα όλων των αρετών, όλων των δυνάμεων, που κάποτε θα τας χρειάζωνται τόσον αναγκαίως· όταν εις την ισχυρογνωμοσύνην διακρίνω μέλλουσαν καρτερίαν και σταθερότητα του χαρακτήρος, εις δε την ζωηρότητα ευθυμίαν και ευκολίαν του να διαφεύγωνται οι κίνδυνοι του κόσμου, το παν τόσον αδιάφορον, τόσον πολύ! – πάντοτε, πάντοτε τότε επαναλαμβάνω τα χρυσά λόγια του διδασκάλου της ανθρωπότητος: «εάν μη γένησθε ως έν τούτων των παιδίων!» Και τώρα, αγαπητέ μου, αυτά, τα οποία, είναι όμοιά μας, τα οποία οφείλομεν να θεωρώμεν ως παραδείγματα ημών, τα μεταχειριζόμεθα ως υπήκοα. Δεν πρέπει να έχουν θέλησιν! – Μήπως και ημείς δεν έχομεν; Πού τότε έγκειται το προνόμιον; – Επειδή είμεθα μεγαλύτεροι και σωφρονέστεροι! – Καλέ Θεέ! από του ουρανού σου! μεγάλα παιδιά βλέπεις, και μικρά, και τίποτε παραπάνω· εις ποία δε ευχαριστείσαι περισσότερον, τούτο προ πολλού ήδη εκήρυξεν ο υιός Σου. Αλλά πιστεύουν αυτόν, και δεν τον ακούουν – και αυτό είναι παλαιά αλήθεια – και μορφώνουν τα παιδιά των κατά τον εαυτόν τους, και – υγίαινε Γουλιέλμε! δεν θέλω να φλυαρώ περισσότερον περί αυτού του ζητήματος.

1 Ιουλίου.

Ό,τι η Καρολίνα μπορεί να είναι για ένα ασθενή, αισθάνομαι απ' αυτήν την καϋμένην μου την καρδιά, η οποία είναι χειρότερη από πολλούς που φθίνουν άρρωστοι στο κρεββάτι. Θα περάση μερικάς ημέρας εις την πόλιν κοντά σε μία καλή κυρία, η οποία κατά το λέγειν των ιατρών πλησιάζει εις το τέλος της κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς επιθυμεί να έχη κοντά της την Καρολίναν. Επήγα την παρελθούσαν εβδομάδα μαζί της, και επισκεφθήκαμε τον ιερέα Σ… ενός χωρίου, το οποίον κείται μίαν ώραν μακρυά στα βουνά. Εφθάσαμεν εκεί περί τας τέσσαρας. Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της.

Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της. Εκείνη έτρεξε προς αυτόν, τον ανάγκασε να καθήση καθήσασα πλησίον του, του επρόσφερε πολλούς χαιρετισμούς από τον πατέρα της, εφίλησε το άσχημον και βρώμικο μικρότερο παιδί του, το χαϊδεμένο παιδάκι του γήρατός του. Αν την έβλεπες πώς εκουβέντιαζε τον γέροντα, πώς ανύψωνε την φωνήν της διά να γείνη ακουστή στη μισοκουφαμάρα του, πώς του διηγείτο περί νέων ρωμαλέων ανθρώπων, απροσδοκήτως αποθανόντων, περί της ωφελείας των λουτρών του Κάρλσβαδ, και πώς επαινούσε την απόφασίν του να μεταβή εκεί το προσεχές θέρος, πώς τον εύρισκεν ότι εφαινότουν να είναι πολύ καλύτερα, πολύ ζωηρότερος, παρά την τελευταίαν φοράν που τον είδεν. – Εν τω μεταξύ εγώ ωμιλούσα με την παπαδιάν. Ο γέρων έγεινεν λίαν φαιδρός, και όταν δεν ηδυνάμην να μη επαινέσω τις ωραίες καρυδιές αι οποίαι τόσον στοργικά μας ίσκιωναν, άρχισε, αν και με κάποιαν δυσκολίαν, να μας εκθέτη την ιστορίαν των. – Την μεγάλην, είπε, δεν γνωρίζομεν ποιος την εφύτευσε· μερικοί λέγουν πως ο δείνα κι' άλλοι πως ο τάδε παπάς. Η μικροτέρα όμως εκεί κάτω έχει την ηλικίαν της γυναικός μου, τον Οκτώβριον θα είναι πενήντα ετών. Ο πατέρας της την εφύτευσε την πρωίαν της ημέρας που αυτή προς το εσπέρας εγεννήθη. Ήτον ο προκάτοχός μου εφημέριος, και πόσον αγαπητόν του ήτο το δένδρον, δεν δύναμαι να σας πω, αλλά και εις εμέ δεν είναι ολιγώτερον αγαπητόν. Η γυναίκα μου εκάθητο υποκάτω απ' αυτό επάνω εις ένα ξύλινο καθισμα και έπλεκεν, όταν εγώ προ είκοσι επτά ετών πτωχός σπουδαστής πρώτην φοράν ήλθα εδώ εις την αυλήν. – Η Καρολίνα ερώτησε περί της θυγατρός του· είπαν πως επήγε με τον κ. Σμιθ έξω στο λιβάδι εις τους εργάτας, και ο γέρων εξηκολούθησε την διήγησίν του, πόσον ο προκάτοχός του τον ηγάπησε και πόσον η κόρη του και πως έγινεν αναπληρωτής του πρώτα, έπειτα δε και διάδοχός του. Μόλις ετελείωσεν η ιστορία, ότε η παπαδοπούλα με τον ονομαζόμενον κύριον Σμιθ ήρχετο διά του κήπου· εφίλησε την Καρολίναν με διαχυτικότητα, και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν την ηύρα άσχημην· μία μελαχροινούλα, ζωηρά και με ωραίον ανάστημα, που θα μπορούσε να καλοδιασκεδάση κανένα για λίγον καιρό εις την εξοχήν. Ο αγαπητικός της (γιατί τέτοιος εφάνη ευθύς ο κύριος Σμιθ), άνθρωπος με καλούς τρόπους, αλλά σιωπηλός, δεν ήθελε ν' αναμιχθή εις τας ομιλίας μας, αν και η Καρολίνα αδιακόπως τον επροκάλει εις τούτο. Εκείνο που με ελύπησεν ήτον ότι εφαινόμην ανακαλύπτων εις την φυσιογνωμίαν του ότι μάλλον ιδιοτροπία και κακή διάθεσις παρά ανοησία τον έκαμνε να δείχνεται έτσι. Ακολούθως μάλιστα τούτο έγινε φανερώτατον διότι όταν η Φρειδερίκα στον περίπατον επήγαινε με την Καρολίναν, ενίοτε δε και με εμέ, το πρόσωπον του κυρίου, το οποίον άλλως ήτο μελαχροινού χρώματος, έγινε τόσω σκυθρωπόν, ώστε ήτο καιρός να με τραβήξη η Καρολίνα από το μανίκι και να μου δώση να καταλάβω ότι εδείχθην παρά πολύ περιποιητικός προς την Φρειδερίκαν. Αλλά τίποτε δεν με λυπεί περισσότερον, παρ' όταν οι άνθρωποι βασανίζωνται αμοιβαίως, προ πάντων δε όταν νέοι άνθρωποι εις το άνθος της ηλικίας, όπου ηδύναντο να έχουν όλας τας τέρψεις, καταστρέφουν τας ολίγας καλάς ημέρας με μορφασμούς, και μόλις αργά αισθάνονται το ανεπανόρθωτον της καταχρήσεώς των. Με απασχολούσε τούτο, και ότε προς την εσπέραν επεστρέψαμεν εις την οικίαν του παπά, και εις μίαν τράπεζαν επίναμεν γάλα, και η ομιλία εστράφη προς τας ηδονάς και λύπας του κόσμου δεν ηδυνήθην παρά να λάβω την ευκαιρίαν και εξ όλης καρδίας να ομιλήσω εναντίον της δυσθυμίας της ψυχής. Ημείς οι άνθρωποι συχνά παραπονούμεθα, άρχισα λέγων, ότι αι καλαί ημέραι είναι πολύ ολίγαι, αι δε κακαί πάρα πολλαί και καθώς μου φαίνεται, ως επί το πλείστον άδικα. Αν είχαμε πάντοτε πρόθυμον καρδίαν, ώστε να ακολουθώμεν το καλόν που ο Θεός καθημέραν μας παρέχει, θα είχαμεν τότε και αρκετήν δύναμιν να υποφέρωμεν το κακόν όταν μας έρχεται. – Αλλά δεν έχομεν την καρδιά εις την εξουσίαν μας, παρετήρησεν η παπαδιά· πόσον εξαρτάται από το σώμα! όταν κανείς δεν είναι καλά, τίποτε δεν του αρέσει. – Την εδικαίωσα ως προς αυτό. Ας θεωρήσωμεν λοιπόν την δυσθυμίαν, επρόσθεσα ως μίαν ασθένειαν, και ας εξετάσωμεν μήπως υπάρχη κανέν μέσον θεραπείας. – Ωραία, είπεν η Καρολίνα· εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι ως επί το πολύ εξαρτάται από ημάς. Το ηξεύρω από τον εαυτόν μου. Όταν κάτι με στενοχωρή και κοντεύω να δυσθυμήσω, αναπηδώ και τραγουδώ ένα δύο μελωδίας του χορού, περιπατούσα εις τον κήπον, και έτσι μου περνάει αμέσως. – Τούτο ήθελα και εγώ να είπω, επρόσθεσα· συμβαίνει με την δυσθυμίαν ακριβώς ό,τι και με την οκνηρίαν, επειδή είναι είδος οκνηρίας. Η φύσις μας κλίνει πολύ εις αυτήν, και όμως αρκεί άπαξ μόνον να έχωμεν την δύναμιν να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, και η εργασία φεύγει τότε από τα χέρια μας, και ευρίσκομεν εις την ενέργειαν αληθή ευχαρίστησιν. – Η Φρειδερίκα επρόσεχε πολύ, ο δε νεανίας αντείπεν ότι δεν είναι κανείς κύριος του εαυτού του, και ολιγώτερον από όλα δύναται να εξουσιάση τα αισθήματά του. – Εδώ πρόκειται περί δυσαρέστου αισθήματος, απεκρίθηκα, του οποίου καθένας αγαπά ν' απαλλάσσεται, και κανείς δεν ηξεύρει πόσον εκτείνονται αι δυνάμεις του, πριν τας δοκιμάση. Βέβαια, όποιος είναι ασθενής, θα εξετάση όλους τους ιατρούς, και με μεγίστην ανοχήν θα δεχθή τας αυστηροτάτας διαίτας και τα πικρότατα φάρμακα διά ν' απολαύση την ποθητήν του υγείαν. Παρετήρησα ότι ο έντιμος γέρων ετέντωσε τα αυτιά του διά να λάβη μέρος εις την συζήτησιν μας· ύψωσα την φωνήν, στρέψας τον λόγον προς αυτόν. Οι ιεροκήρυκες κηρύττουν κατά πολλών άλλων ελαττωμάτων, είπα· αλλά δεν ήκουσα ποτέ έως τώρα να πολεμήσουν από του άμβωνος περί της δυσθυμίας4. Τούτο πρέπει να κάμνουν οι ιερείς των πόλεων, είπεν· οι χωρικοί δεν ηξεύρουν τι είναι δυσθυμία· δεν θα έβλαπτεν όμως ενίοτε, θα ήτο τουλάχιστον έν μάθημα διά την γυναίκα του και διά τον κύριον έπαρχον. – Η συντροφιά εγέλασε και αυτός δε μαζί μας εγκαρδίως, έως ότου τον έπιασε βήχας, που διέκοψε την συζήτησίν μας δι' ολίγον· τότε ο νέος έλαβε πάλιν τον λόγον: – Εκαλέσατε την δυσθυμίαν ελάττωμα· μου φαίνεται ότι τούτο είναι υπερβολή. – Καθόλου, του αποκρίθηκα, εάν εκείνο, με το οποίον βλάπτει κανείς τον εαυτόν του και τον πλησίον του αξίζη αυτό το όνομα. Δεν αρκεί ότι δεν δυνάμεθα να καταστήσωμεν ο ένας τον άλλον ευτυχή, πρέπει ακόμη και ν' αφαιρώμεν ο ένας από τον άλλον την ευχαρίστησιν, την οποίαν κάθε καρδία κάποτε αυτή ακόμη εις τον εαυτόν της ημπορεί να δώση. Δεν μου λέγετε, ποίος άνθρωπος έχων δυσθυμίαν, είναι τόσον γενναίος, ώστε ν' αποκρύπτη αυτήν, να την φέρη μόνος, χωρίς να καταστρέφη την χαράν των περί αυτόν; Ή, δεν είναι αυτή μάλλον μία εσωτερική αθυμία διά την ιδίαν μας αναξιότητα, μία δυσαρέσκεια καθ' ημών αυτών, συνδεδεμένη πάντοτε με φθόνον που εξεγείρεται εξ αιτίας μωράς ματαιότητος; Βλέπομεν ευτυχείς ανθρώπους, τους οποίους ημείς δεν καθιστώμεν ευτυχείς και τούτο μας είναι ανυπόφορον. – Η Καρολίνα μου προσεμειδίασεν ιδούσα την συγκίνησιν με την οποίαν ωμιλούσα, έν δε δάκρυ εις τον οφθαλμόν της Φρειδερίκας με παρώρμησε να εξακολουθήσω. – Αλλοίμονον εις εκείνους, είπα, που μεταχειρίζονται την δύναμιν που έχουν επί μιας καρδίας, διά να της αφαιρέσουν τας αθώας τέρψεις, αι οποίαι βλασταίνουν απ' αυτήν. Όλα τα δώρα, όλαι αι χάριτες δεν αναπληρούν μίαν στιγμήν ευχαριστήσεως εις τον εαυτόν μας, την οποίαν μας επίκρανε φθονερά του τυράννου μας η σκυθρωπότης.

 

Όλη η καρδία μου εξεχείλισε την στιγμήν εκείνην· η ανάμνησις τόσων παρελθόντων επεσωρεύθη εις την ψυχήν μου, και τα μάτια μου εγέμισαν από δάκρυα.

– Είθε να έλεγε καθένας προς τον εαυτόν του κάθε ημέραν, ανεφώνησα: δεν δύνασαι τίποτε άλλο για τους φίλους του παρά να τους αφήσης τας τέρψεις των, και να επαυξήσης την ευτυχίαν των συναπολαύων αυτής μαζί των. Δύνασαι όταν τα μύχια της ψυχής των ταλαιπωρούνται από σφοδρόν πάθος, διαταράσσωνται από λύπην, να τους δώσης μίαν έστω σταγόνα παραμυθίας; Και όταν τότε η τελευταία δεινοτάτη ασθένεια ενσκήψη εις το πλάσμα, το οποίον συ εις ανθηράς ημέρας υπέσκαψες, και τώρα κείται εκεί ελεεινή και εξηντλημένη, ο οφθαλμός αναίσθητος βλέπει προς τον ουρανόν και θανάτου ιδρώς καλύπτη το ωχρόν της μέτωπον, συ ωσάν κατάδικος στέκεσαι προ της κλίνης, ενδομύχως και εκ βάθους αισθανόμενος ότι ουδέν δύνασαι με όλην σου την δύναμιν, και η αδημονία μέσα σου σε σπαράττει, ώστε θα επόθεις το παν να θυσιάσης, όπως δυνηθής να ενστάξης εις το φθίνον πλάσμα σταγόνα ισχύος, σπινθήρα θάρρους.

Η ανάμνησις τοιαύτης σκηνής, της οποίας υπήρξα μάρτυς, επήλθεν εις εμέ με όλην την δύναμιν κατά τους λόγους τούτους. Έφερα το μανδύλι στα μάτια μου, και εγκατέλειψα την συντροφιά και μόνον η φωνή της Καρολίνας, που μου εφώναζεν «ας φύγωμεν!» με επανέφερεν εις τον εαυτόν μου. Και πώς με επέπληττε καθ' οδόν διά τα λίαν θερμόν ενδιαφέρον δι' όλα, και ότι θα κατεστρεφόμην εκ τούτου! ότι έπρεπε να φείδωμαι του εαυτού μου! Ω άγγελε! Χάριν σού πρέπει να ζήσω.

5 Ιουλίου.

Ευρίσκεται πάντοτε κοντά στην ετοιμοθάνατη φίλη της, και είναι πάντοτε η αυτή, πάντοτε το ευεργετικόν, χαριτωμένον πλάσμα, το οποίον, όπου προβλέπει, πραΰνει τους πόνους και καθιστά τους άλλους ευτυχείς. Χθες το βράδυ εβγήκε περίπατο με την Μαριάννα και τη μικρή Αμαλία· το ήξευρα και τας συνήντησα και επήγαμεν μαζί. Μετά πορείαν μιάμισης ώρας επεστρέψαμεν εις την πόλιν, παρά την βρύσιν, η οποία τόσον μου ήτο πολύτιμος και τώρα χιλιάκις πολυτιμοτέρα. Η Καρολίνα εκάθησεν εις τον μικρόν τοίχον, εμείς δε εστεκόμεθα μπροστά της. Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. – Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. – Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. – Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα. Εν τω μεταξύ έρχεται η Αμαλίτσα μ' ένα ποτήρι νερό. Η Μαριάννα ηθέλησε να της το πάρη, όχι! ανεφώνησε το παιδί με γλυκυτάτην έκφρασιν· όχι συ, Καρολίνα, θα πιής πρώτη! Τόσον εγοητεύθηκα από την αλήθειαν, από την αγαθότητα, με την οποίαν το είπεν, ώστε δεν εμπόρεσα να εκφράσω άλλως το αίσθημά μου, παρά επήρα το παιδί από την γην, και τόσον ζωηρά το εφίλησα, ώστε αυτό αμέσως άρχισε να φωνάζη και να κλαίη. – Δεν εκάματε καλά, είπεν η Καρολίνα. – Εταράχθηκα. – Έλα, Αμαλίτσα μου. εξηκολούθησε, ενώ το έπιασε από το χέρι και το κατέβαζε στα σκαλιά, πήγαινε νίψου από την δροσεράν βρύσιν, γλήγορα, γλήγορα, τότε δεν πειράζει. – Όταν εστεκόμην εκεί και παρετήρουν με πόσην προθυμίαν το μικρόν έτριβε με τα βρεγμένα του χεράκια τα μάγουλά του, με ποίαν πεποίθησιν, ότι διά της θαυμασίας πηγής θ' απεπλύνετο από παν μόλυσμα και θ' απηλλάσσετο από τη ντροπή πως θα της έβγουν άσχημα γένεια· όταν η Καρολίνα έλεγεν «αρκεί» και το παιδί μόλα ταύτα ακόμη ζωηρότερα επλύνετο, ωσάν το πολύ να επέφερε περισσότερον αποτέλεσμα από το ολίγον – σου λέγω, Γουλιέλμε, ουδέποτε με περισσότερον σεβασμόν παρευρέθην εις βάπτισμα – και όταν η Καρολίνα ανέβη, ευχαρίστως θα ερριπτόμην μπροστά της όπως μπροστά σε προφήτη, όστις εξαγίαζε ταμαρτήματα ενός λαού.

Την εσπέραν δεν ηδυνήθην, με την χαράν της καρδιάς μου, να μη διηγηθώ το γεγονός εις ένα άνδρα, εις τον οποίον απέδιδα υγιά φρόνησιν, επειδή έχει νουν αλλά πώς την έπαθα! Μου είπεν ότι πολύ κακά έκαμεν η Καρολίνα· ότι δεν έπρεπε κανείς να απατά τα παιδιά· ότι τα τοιαύτα δίδουν αφορμήν εις απείρους πλάνας και δεισιδαιμονίας, από τας οποίας πρέπει κανείς ευθύς εξ αρχής να προφυλάττη τα παιδιά. – Τώρα θυμήθηκα πως ο άνθρωπος εβάπτισεν ένα παιδί του προ οκτώ ημερών· γι' αυτό δε επέμεινα και στάθηκα μέσα στην καρδιά μου πιστός εις την αλήθεια: Πρέπει να φερώμεθα προς τα παιδιά όπως ο Θεός προς ημάς, που μας κάνει ευτυχεστάτους όταν μας αφίνη να ζούμε μέσα σε γλυκειές πλάνες.

2Αναγκάζομαι να σβύσω το μέρος τούτο της επιστολής διά να μη δώσω αιτίαν παραπόνου εις κανένα, αν και ολίγον ενδιαφέρει κάθε συγγραφέα η κρίσις μιας κόρης και ενός αστάτου νέου.
3Και εδώ παρελείφθησαν τα ονόματα εντοπίων τινών συγγραφέων, όποιος μετέχε του επαίνου της Καρολίνας, θα το αισθανθή εις την καρδίαν του, αναγινώσκων το χωρίον αυτό, άλλος δε κανένας δεν χρειάζεται να το γνωρίση.
4Τώρα έχομεν έν έξοχον κήρυγμα του Λαβετέρ περί τούτου μέσα εις το βιβλίον του Ιωνά.