Free

Quo Vadis

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Quo vadis
Quo vadis
Free e-book
Details
Font:Smaller АаLarger Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'

Εντός ολίγων ημέρων είχεν αποκατασταθή τελείως η υγεία της Λιγείας. Ο Πετρώνιος εκόμισε μετ' ολίγας ημέρας εκ του Παλατινού ανησυχητικάς ειδήσεις.

Είχον ανακαλύψει ότι είς των απελεύθερων του Καίσαρος ήτο χριστιανός και κατέσχον παρ' αυτώ επιστολάς των αποστόλων Παύλου του Ταρσέως και του Πέτρου και επιστολάς Ιούδα και Ιωάννου. Ο Τιγγελίνος είχε φαντασθή ότι ο Απόστολος είχε θανατωθή, όπως τόσαι χιλιάδες άλλων χριστιανών. Και τώρα εμάνθανον, ότι οι δύο κορυφαίοι της νέας Θρησκείας έζων ακόμη και ευρίσκοντο εν Ρώμη! Όθεν απεφάσισαν να τους συλλάβωσιν αντί πάσης θυσίας· θα εξηφάνιζον μετ' αυτών τα τελευταία λείψανα της επαράτου αιρέσεως! Προς τούτο έπεμψαν ολόκληρα αποσπάσματα στρατιωτών, διά να εξερευνήσωσιν όλας τας οικίας της Τρανστιβέρης.

Ο Βινίκιος απεφάσισε πάραυτα να υπάγη να ειδοποιήση τον Απόστολον.

Την αυτήν εσπέραν, αυτός και ο Ούρσος μετέβησαν εις την οικίαν της

Μαριάμ όπου εύρον τον Πέτρον περιστοιχούμενον από δράκα πιστών.

Ο Τιμόθεος, ο σύντροφος του Παύλου, και ο Αίνος ήσαν επίσης παρά το πλευρόν του Αποστόλου.

– Κύριε, τω είπεν ο Βινίκιος, ύπαγε προς το μέρος των Αλβανών ορέων, θα σε επανεύρωμεν εκεί και θα σε οδηγήσωμεν εις το Άντιον, όπου μένει το πλοίον με το οποίον θα υπάγωμεν εις Νεάπολιν, και έπειτα εις την Σικελίαν.

Οι άλλοι επίεζον τον Απόστολον να δεχθή.

Πολλάκις ήδη ο αλιεύς του Κυρίου είχεν εν τη ερημία ανατείνει τους βραχίονας προς τον ουρανόν λέγων: «Κύριε! τι πρέπει να κάμω;»

Από τριακονταετίας, από του θανάτου του Διδασκάλου, δεν είχε γνωρίσει την ησυχίαν.

Με το βάκτρον του οδοιπόρου εις την χείρα, είχε διατρέξει τον κόσμον και είχεν αναγγείλει την «καλήν είδησιν». Αι δυνάμεις του είχον εξαντληθή εις τα ταξείδια και τους κόπους, και όταν τέλος, εις την πόλιν ταύτην, ήτις ήτο η κεφαλή του κόσμου, είχεν ιδρύσει το έργον του Διδασκάλου, μία μόνη πυριφλεγής απόπνοια της Μανίας είχε κατακαύσει το έργον τούτο. Και τώρα έπρεπε και πάλιν να επαναλάβη τον αγώνα. Και ποίον αγώνα! Εξ ενός μέρους ο Νέρων, η Σύγκλητος, ο λαός, οι λεγεώνες σφίγγοντες διά σιδηρού κλοιού τον κόσμον ολόκληρον, αναριθμήτους πόλεις, αναριθμήτους εκτάσεις γης, – μία δύναμις, ομοίαν της οποίας ουδέποτε είχεν ιδεί οφθαλμός ανθρώπου, – και αφ' ετέρου, αυτός, τόσον κυρτωμένος εκ της ηλικίας και του έργου του, ώστε αι τρέμουσαι χείρες του μόλις ηδύναντο να σηκώσουν την οδοιπορικήν ράβδον του.

Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση.

Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον, επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν:

– Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου! Τέλος, ο

Λίνος έκυψε προ αυτού την ταλαιπωρημένην κεφαλήν του:

– Κύριε! είπεν, ο Σωτήρ σου είπε: «Ποίμανε τα πρόβατά μου.» Αλλά τα πρόβατα δεν υπάρχουν πλέον, ή θα εξοντωθούν αύριον. Επίστρεψον εκεί όπου δύνασαι να τα επανεύρης. Ο θείος λόγος ζη ακόμη εις την Έφεσον και εις την Ιερουσαλήμ και εις την Αντιόχειαν και εις τας άλλας πόλεις. Διατί να μείνης εις την Ρώμην; Εάν απολεσθής, θα καταστήσης ακόμη μεγαλείτερον τον θρίαμβον του θηρίου. Εις τον Ιωάννην, ο Κύριος δεν προσδιώρισε ποσώς το τέρμα της ζωής. Ο Παύλος είναι Ρωμαίος πολίτης και δεν δύνανται να τον φονεύσωσι πριν τον δικάσουν. Αλλ' εάν η καταχθόνιος δύναμις επιπέση επί σου, διδάσκαλέ μας, τότε εκείνοι, των οποίων η καρδία εκλονίσθη, θα είπουν: «Ποίος λοιπόν είναι ανώτερος του Νέρωνος;» Συ είσαι η πέτρα, επί της οποίας ανωκοδομήθη η Εκκλησία του Θεού. Άφησέ μας να αποθάνωμεν, αλλά μη επιτρέπης όπως ο Αντίχριστος κατανικήση τον ιεράρχην του Θεού, και μη επανέλθης πριν ο Θεός καταστρέψη εκείνον, ο οποίος έχυσε το αίμα των αθώων.

– Ιδού τα δάκρυά μας, επανέλαβον οι άλλοι.

Τα δάκρυα έβρεχον επίσης το πρόσωπον του Πέτρου. Ούτος ηγέρθη, έτεινε τας χείρας υπεράνω των γονυπετών τούτων πιστών και είπε:

– Δοξασμένον το όνομα του Κυρίου, και γεννηθήτω το θέλημά του!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'

Περί την χαραυγήν της επιούσης, δύο σκοτειναί μορφαί επροχώρουν διά της Ασπίας οδού προς τας πεδιάδας της Καμπανίας.

Η μία εξ αυτών ήτο ο Ναζάριος, και η άλλη ήτο ο Πέτρος. Ο Απόστολος κατέλιπε την Ρώμην, εγκατέλιπε τα τέκνα του, τα οποία υφίσταντο τόσα μαρτύρια.

Εις την Ανατολήν, ο ουρανός περιεβάλλετο ήδη από ωραίας αποχρώσεις, αίτινες ολίγον κατ' ολίγον περιελίσσοντο χαμηλότατα εις τον ορίζοντα.

Η οδός ήτο έρημος. Οι αγρόται, οίτινες έφερον τα λαχανικά των εις την πόλιν, δεν είχον ακόμη ζεύξει τα αμάξιά των. Επί του πλακοστρώτου, εξ ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων.

Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου, αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού.

Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον:

– Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς;

– Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος.

Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά μίαν στιγμήν είπεν:

– Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου.

Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των.

Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.

Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις.

Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν.

– Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.

Από των χειρών του Πέτρου η οδοιπορική ράβδος είχε πέσει εις την γην, οι οφθαλμοί του έμειναν ατενείς προ αυτού, το στόμα του ήτο ημιανοικτόν και το πρόσωπόν του αντικατώπτριζε το θάμβος, την χαράν, την γοητείαν.

Έπεσε γονυκλινής με τας χείρας ανατεταμένας. Και εκ του στόματός του εξήλθεν η φωνή:

– Χριστέ! Χριστέ!

Και έπεσε πρηνής εις την γην, ως να εφίλει αοράτους πόδας. Επί μακρόν επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς:

«Quo vadis Domine?.»

– Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;

Την απάντησιν δεν την ήκουσεν ο Ναζάριος. Αλλ' εις τα ώτα του

Αποστόλου έφθασε μία φωνή θλιβερά και γλυκεία λέγουσα:

«Επειδή συ εγκαταλείπεις τον λαόν μου, πηγαίνω εις Ρώμην.. ίνα σταυρωθώ και πάλιν».

Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην, χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει. Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας.

Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ:

– Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;

– Εις Ρώμην, είπεν ησύχως ο Απόστολος.

Και επανήλθεν εις την Ρώμην.

Ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Τιμόθεος, ο Λίνος και όλοι οι πιστοί τον εδέχθησαν μετ' εκπλήξεως και ανησυχίας. Κατά την αναχώρησίν του, οι πραιτοριανοί είχον περικυκλώσει την οικίαν της Μαριάμ ζητούντες τον Απόστολον. Εις όλας δε τας ερωτήσεις των πιστών, ο Πέτρος απεκρίνετο με ήρεμον χαράν:

– Είδον τον Κύριον. Τον είδον.

Την αυτήν εσπέραν μετέβη εις το κοιμητήριον του Οστριανού, όπως διδάξη τον λόγον του Θεού και βαπτίση εκείνους, οίτινες ήθελον να λουσθώσιν εις το ύδωρ της ζωής. Έκτοτε ήρχετο εκεί καθ' εκάστην, και πλήθη οσημέραι πολυαριθμότερα τον ηκολούθουν. Εφαίνετο ότι έκαστον δάκρυον μάρτυρος εγέννα νέους πιστούς και πάσα οιμωγή εις το αμφιθέατρον απήχει εις μυριάδας στηθών. Ο Καίσαρ έπλεεν εις το αίμα· η Ρώμη και όλη η ειδωλολάτρις οικουμένη εμαίνετο. Αλλ' όσοι είχον κουρασθή από το έγκλημα και την παραφροσύνην, όσοι κατεπατούντο, εκείνοι, ων η ζωή ήτο ζωή δυστυχίας και φόνου – πάντες οι καταπιεζόμενοι, πάντες οι τεθλιμμένοι, πάντες οι απόκληροι.. ήρχοντο διά να ακούσωσι την έκπαγλον διήγησιν περί του Θεού εκείνου, όστις δι' αγάπην προς τους ανθρώπους κατεδέχθη να σταυρωθή και εξηγόρασε τας αμαρτίας των. Και ανευρίσκοντες Θεόν, τον οποίον ηδύναντο να αγαπώσιν, επανεύρισκον ό,τι ο κόσμος δεν ηδυνήθη να τοις δώση μέχρι τούδε: – την ευτυχίαν διά της αγάπης.

Ο Πέτρος ενόησεν ότι του λοιπού ο Καίσαρ με όλους τους λεγεώνας του δεν θα ηδύνατο να συντρίψη την ζώσαν αλήθειαν.

Ενόησε διατί ο Κύριος τον είχεν υποχρεώσει να επιστρέφη οπίσω. Ιδού ήδη η πόλις της υπερηφανείας, της κακίας, της ακολασίας και της κοσμοκρατορίας εγίνετο πόλις του Χριστού.

Αλλ' ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και διά τον Πέτρον και τον Παύλον. Συνελήφθησαν αμφότεροι και ωδηγήθησαν εις την φυλακήν. Ο Καίσαρ απουσίαζε τότε εκ Ρώμης, η δε εξουσία ήτο ανατεθειμένη εις δύο απελευθέρους του. Ο σεβάσμιος Απόστολος Πέτρος υπέστη πρώτος την μαστίγωσιν, την θεσπιζομένην υπό του νόμου.

Την επομένην έμελλον να τον οδηγήσωσιν έξω των τειχών, προς τους

Βατικανούς λόφους, όπου τον ανέμενεν η ταχθείσα ποινή.

Λόγω της προβεβηκυίας ηλικίας του ο Πέτρος δεν εβιάσθη να φέρη τον Σταυρόν επ' ώμων. Ήτο άνευ δεσμών, και οι πιστοί, οίτινες συνέρρευσαν αθρόοι, τον έβλεπον γαλήνιον, με το πρόσωπόν του ακτινοβολούν εκ χαράς. Και όλοι ενόησαν ότι δεν ήτο θύμα βαδίζον προς τον θάνατον, αλλά νικητής προβαίνων εν θριάμβω. Ουδέποτε εις το παράστημά του είχεν ιδή τις τόσον μεγαλείον. Προέβαινεν ως μονάρχης, περιστοιχιζόμενος υπό του λαού και της σωματοφυλακής του.

Ο ήλιος κατερχόμενος προς την δύσιν του ήτο παμμέγιστος και αιματόχρους.

Οι στρατιώται επλησίασαν εις τον Πέτρον διά να τον εκδύσωσιν. Εκείνος κινών τα χείλη ένευσε χωρίς να ακούεται η φωνή του, ηνωρθώθη αίφνης και ύψωσεν άνω την δεξιάν χείρα.

Άκρα σιγή επεκράτησεν.

Ο Πέτρος, με χείρα τεταμένην, έκαμε διά των δακτύλων το σημείον του

Σταυρού και ηυλόγησε τους πιστούς εν τη ώρα του θανάτου του.

 

«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην.

Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον.

Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε προσηλυτίσει.

Ο Παύλος βλέπων το τέλος του επικείμενον, συνεβούλευε τους πιστούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των, ανεμνήσθη το παρελθόν του και επανέλαβε τους λόγους, τους οποίους άλλοτε είχε γράψει: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα· λοιπόν απόκειταί μου ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος Κριτής».

Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'

&«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·&

_»Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν τας επιστολάς σου.. Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση.

»Από το περιστύλιον, όπου εγκατεστάθην διά να σου γράψω, βλέπω τον γαλήνιον κόλπον μας και τον Ούρσον εις μίαν λέμβον, έτοιμον να ρίψη το δίκτυόν του εις το φωτεινόν κύμα. Πλησίον μου έχω την Λίγειαν, την γυναίκα μου, η οποία εκτυλίσσει ένα κουβάρι ερυθρού νήματος, και εις τους κήπους, υπό την σκιάν των αμυγδαλεών, ακούω τα άσματα των δούλων μας.

» Εδώ είνε η προσφιλεστάτη γαλήνη και η λήθη των παλαιών φόβων και βασάνων.

» Γνωρίζομεν την λύπην και τα δάκρυα, διότι η ειλικρίνειά μας μάς επιτάσσει να κλαύσωμεν επί τη δυστυχία των άλλων. Αλλά, και εις αυτά ακόμη τα δάκρυα, ενυπάρχει μία παρηγορία, την οποίαν αγνοείτε σεις οι άλλοι. Μίαν ημέραν, όταν θα έχη παρέλθει ο προσδιορισμένος χρόνος, θα επανεύρωμεν πάσας τας προσφιλείς υπάρξεις, αίτινες απωλέσθησαν, και εκείνας, αι οποίαι χάριν του θείου δόγματος μέλλουν να απολεσθούν ακόμη. Ούτω εν τη γαλήνη των καρδιών μας διέρχονται αι ημέραι μας και οι μήνες.

» Οι υπηρέται μας και οι δούλοι μας πιστεύουν όλοι εις τον Χριστόν και όπως εκείνος μας διέταξεν, αγαπώμεν αλλήλους. Συνεπώς, όταν δύη ο ήλιος, ή όταν το κύμα αρχίζη να επαργυρούται εκ του φωτός της σελήνης, συνομιλούμεν, η Λίγεια και εγώ, περί των παλαιών χρόνων, οίτινες μας φαίνονται σήμερον ως όνειρον. Και όταν συλλογίζομαι πόσον η αγαπητή αύτη κεφαλή επλησίασε προς την βάσανον και τον όλεθρον, λατρεύω εξ όλης ψυχής τον Κύριον. Εκείνος μόνος ηδύνατο να την σώση από τα θηρία και να μοι την αποδώση διά παντός.

» Πετρώνιε, έλα εδώ πλησίον μας· θα ίδης ποίας ευτυχίας θα απολαύσης.

Έλα πλησίον μας να απολαύσης και συ τον ήρεμον και χριστιανικόν βίον.

» Μοι έλεγες πολλάκις, ότι η χριστιανική θρησκεία ήτο εχθρά της ζωής. Αλλά δύναμαι να σοι απαντήσω ότι η θεία αύτη διδασκαλία με έκαμε να αισθάνωμαι την αξίαν της ζωής καλλίτερον. Θα μοι είπης ότι η ευτυχία μου είνε η Λίγεια! Ναι, φίλτατε! Επειδή αγαπώ την αθάνατον ψυχήν της και αμφότεροι αγαπώμεθα εν Χριστώ.

» Ο Χριστός είναι αιώνιος πηγή ευτυχίας και γαλήνης. Σύγκρινον τας ηδονάς σας, τας κραιπάλας σας τας Ρωμαϊκάς με τον βίον των χριστιανών.

» Αλλά, διά να κάμης καλλίτερον τας συγκρίσεις, ελθέ πλησίον μας, εις τα όρη μας τα ευωδιάζοντα από θυμάρι, εις τους ελαιώνας μας τους συσκίους, εις τας παραλίας μας τας κισσοστεφείς. Δύο καρδίαι σε περιμένουν, αίτινες σε αγαπώσιν ειλικρινώς. Είσαι ευγενής και καλός, πρέπει να γίνης και ευτυχής. Το πνεύμα σου θα μάθη να διακρίνη την αλήθειαν και εις το τέλος θα την αγαπήσης, διότι δύναταί τις να είνε εχθρός της, όπως ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος, αλλά δεν θα ηδύνατο να μείνη αδιάφορος προς αυτήν.

» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.»_

Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» ήτο πλέον δι' αυτόν φορτίον.

Όταν ο Πετρώνιος εσιώπα, ο Νέρων διέβλεπε μομφήν εις την σιωπήν του, όταν επεδοκίμαζεν, ο Νέρων ενόμιζεν ότι διέκρινεν ειρωνείαν εις τους επαίνους του. Ο μέγας Πατρίκιος εξηρέθιζε την φυλαυτίαν του και εξήπτε το μίσος του.

Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να είνε ωφέλιμα. Αλλά και πάλιν ο Τιγγελίνος είχε βάλη τα δυνατά του διά να αποδείξη εις τον Καίσαρα, ότι ο Καρίνας υπερηκόντιζε τον Πετρώνιον κατά την καλαισθησίαν και τας γνώσεις, και καλλίτερον αυτού θα εγνώριζε να διοργανώνη εν Ελλάδι αγώνας, υποδοχάς και θριάμβους.

Έκτοτε ο Πετρώνιος ήτο χαμένος.

Ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος εγνώριζον ότι εν Ρώμη ο Πετρώνιος ηγαπάτο από τους πραιτοριανούς και διά τούτο εθεώρησαν φρόνιμον να τον απομακρύνωσιν εκ της πόλεως, υπό πρόσχημά τι και να τον πλήξωσιν εν τη επαρχία.

Τον προσεκάλεσαν λοιπόν να μεταβή εις Κύμην μετά των άλλων αυγουστιανών. Εκείνος ανεχώρησεν, αν και υπωπτεύετο στρατήγημα. Ίσως ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην κατά του Τιγγελίνου.

Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης συνωμοσίας. Οι άνθρωποι του, οι απομείναντες εν Ρώμη, εφυλακίσθησαν, η οικία του περιεκυκλώθη.

Ο Πετρώνιος, όταν το έμαθε, χωρίς να πτοηθή, δεν έδειξε καμμίαν αμηχανίαν, και μειδιών είπεν εις τους αυγουστιανούς, τους οποίους εδέχετο εις την λαμπράν εν Κύμη έπαυλίν του:

– Ο χαλκοπώγων δεν αγαπά τας κατ' ευθείαν ερωτήσεις και θα ιδήτε την όψιν του, όταν θα τον ερωτήσω, αν αυτός διέταξε να βάλουν εις την φυλακήν τους οικείους μου.

Και ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι πριν αναχωρήση διά το ταξείδιον, θα τους παρέθετε γεύμα.

Ενώ παρεσκευάζοντο τα του γεύματος, έλαβε την επιστολήν του Βινικίου.

Η επιστολή αύτη τον έρριψεν εις ρέμβην επί τινα στιγμήν. Πλην πάραυτα το πρόσωπόν του ηθρίασε και την αυτήν εσπέραν απήντησεν εις τον Βινίκιον τα εξής:

_«Ευφραίνομαι διά την ευτυχίαν σας, προσφιλέστατε, και θαυμάζω την μεγάλην σας καρδίαν· δεν εφανταζόμην ότι δύο ερωμένοι θα ηδύναντο να ενθυμηθώσιν οιονδήποτε πράγμα, και μάλιστα φίλον μεμακρυσμένον. Όχι μόνον δεν με λησμονείτε, αλλά θέλετε και να με ελκύσητε εις την Σικελίαν, όπως μου προσφέρετε μερίδα εκ του επιουσίου άρτου σας και του Χριστού σας, όστις τόσον γενναιοδώρως, ως λέγεις, σας πληροί ευτυχίας.

» Εάν ούτως έχη, λατρεύετέ τον. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα σου αποκρύψω ότι, κατά την ιδέαν μου, ο Ούρσος έπαιξε ρόλον εις την διάσωσιν της Λιγείας, και ότι ο ρωμαϊκός λαός δεν αγνοεί τούτο. Αλλ' αφ' ότου νομίζεις, ότι ο Χριστός την έσωσε, δεν θα αντείπω. Μη φείδεσθε προσφορών προς αυτόν. Και ο Προμηθεύς εθυσιάσθη χάριν των ανθρώπων.

» Αλλ' ο Προμηθεύς, ως φαίνεται, ήτο φαντασία των ποιητών, ενώ άνθρωποι αξιόπιστοι με εβεβαίωσαν ότι είδον τον Χριστόν με τους οφθαλμούς των. Όπως και σεις, φρονώ ότι από όλους τους θεούς Εκείνος είνε ο εντιμώτερος.

»Η αλήθεια φοιτά εις χώρας τόσον απροσίτους, ώστε και αυτοί οι θεοί δεν κατορθώνουν να την βλέπουν από των κορυφών του Ολύμπου. Ο Όλυμπός σας φαίνεται ακόμη υψηλότερος· όρθιος επί της κορυφής κραυγάζεις προς εμέ: «Ανάβηθι, και θα ίδης απόψεις, τας οποίας ουδέποτε εμάντευσες!» Πιθανόν! Και όμως, επαναλαμβάνω: «Φίλε, δεν έχω πλέον κνήμας ισχυράς!». Και όταν θα αναγνώσης μέχρι βάθους, νομίζω ό,τι θα με δικαιολογήσης.

»Λοιπόν, όχι ευτυχή σύζυγε της πριγκηπίσσης Αυγής· η διδασκαλία σας δεν είνε πρόσφορος δι' εμέ. Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, – θα ώφειλον να αγαπώ τον Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο. Υπάρχουσιν εις την Ρώμην τουλάχιστον εκατόν χιλιάδες άτομα με στρεβλάς ωμοπλάτας, με γόνατα εξωγκωμένα, με κνήμας ισχνάς, με οφθαλμούς ολοστρογγύλους ή με κεφαλήν πολύ μεγάλην. Μου παραγγέλλεις να αγαπώ και αυτούς ωσαύτως; Πού λοιπόν θα εύρω την αγάπην αυτήν, η οποία δεν υπάρχει ποσώς εις την καρδίαν μου; Και εάν ο Θεός σου ισχυρίζεται ότι θα με κάμη να τους αγαπήσω όλους, διατί, εν τη παντοδυναμία του, δεν τους επροίκισε με εξωτερικόν καλλίτερον, δημιουργών αυτούς, παραδείγματος χάριν, κατ' εικόνα των Νιοβιδών, τους οποίους είδες εις το Παλατίνον;

» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις αρχίζει η αυγή της ζωής.

»Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω.

» Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το πράγμα.

»Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως. Ο Τιγγελίνος με ενίκησεν.. ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε κατάκαρδα.

» Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει, δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι! Ο κόσμος μας εγνώριζε προ υμών, ότι, όταν το τελευταίον ποτήριον εκενούτο, ήτο καιρός να εξαφανισθή τις, να επανέλθη εις το σκότος, και ο κόσμος μας γνωρίζει ακόμη να πράττη τούτο με πρόσωπον ήρεμον. Ο Πλάτων βεβαιοί ότι η αρετή είνε μουσική, και η ζωή του σοφού είνε αρμονία. Ούτω λοιπόν θα ζήσω και θα αποθάνω ενάρετος.

» Και, διά να τελειώσω, φίλοι μου, – εάν εκ της ψυχής μας, παρ' όλα όσα διδάσκει ο Πύρρων, απομένει τι μετά θάνατον, – η ιδική μου ψυχή, εις την οδόν της προς τας ακτάς του ωκεανού, θα έλθη να τοποθετηθή όχι μακράν του οίκου σας, υπό την μορφήν μιας πεταλούδας, ή ίσως, εάν πρέπει να πιστεύσωμεν τους Αιγυπτίους, υπό την μορφήν ερωδιού.

» Διά να συμβή άλλως αδύνατον.

» Εν τοσούτω, είθε δι' υμάς η Σικελία να μεταμορφωθή εις κήπον των Εσπερίδων, είθε αι νύμφαι των αγρών, των δασών και των πηγών να σπείρωσιν άνθη υπό τα βήματά σας· και εις όλας τας ακάνθας των περιστυλίων σας είθε κρινόλευκοι περιστέραι να φωλεύωσι.!»_

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'

Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος.

Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας ύστερον θα τω διεβίβαζον. Μετά τινας ημέρας νέον άγγελμα θα έφερεν εις αυτόν την απόφασιν του θανάτου. Ο Πετρώνιος ήκουσε την είδησιν απαθής και γαλήνιος. Έπειτα είπε:

– Θα φέρης εις τον κύριόν σου έν πολύτιμα» δοχείον, το οποίον θα σου δοθή κατά την αναχώρησίν σου. Ειπέ εις αυτόν, ότι τον ευχαριστώ ολοψύχως, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα δυνηθώ να προλάβω την απόφασιν. Και εξερράγη εις γέλωτα. Εγέλασεν ως άνθρωπος, εις ον επήλθεν ιδέα λαμπρά και όστις εκ των προτέρων χαίρει, ότι θα την θέση εις ενέργειαν.

Την αυτήν εσπέραν οι δούλοι του Πετρωνίου διεσπάρησαν ανά την πόλιν, διά να καλέσουν όλους τους αυγουστιανούς και τους συγκλητικούς του διατρίβοντας εν Κύμη, και όλας τας κυρίας, να έλθωσι να μετάσχωσι συμποσίου, το οποίον θα παρετίθετο εις την πολυτελή έπαυλιν του «κριτού της φιλοκαλίας». Εκείνος διήλθε το απόγευμα του γράφων εις την βιβλιοθήκην του. Κατόπιν έλαβε λουτρόν και τον ενέδυσαν οι ιματιοφύλακες.

Μεγαλοπρεπής και γοητευτικός εισήλθεν εις το τρίκλινον διά να ρίψη έν βλέμμα εις τας προετοιμασίας της εορτής και εκείθεν εις τους κήπους, όπου έφηβοι και νεάνιδες των Νήσων έπλεκον στέφανα εκ ρόδων διά την εσπερίδα: Το πρόσωπόν του δεν απεκάλυπτε ουδέ την ελαχίστην μέριμναν. Οι άνθρωποί του ενόησαν ότι το συμπόσιον θα ήτο εξαιρετικής λαμπρότητος, διότι ο Πετρώνιος έδωσεν ασυνήθη φιλοδωρήματα εις όλους εκείνους, οίτινες τον είχον ευχαριστήσει. Συνέστησε να πληρωθούν εκ των προτέρων και πολύ γενναιοδώρως οι κιθαρισταί και οι χοροί των αοιδών. Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην.

Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του.

– Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το

ειξεύρεις;

Εκείνη ύψωσεν επ' αυτού τους γαλανούς οφθαλμούς της και εκίνησεν ηρέμα την κεφαλήν της.

 

– Είμαι πάντοτε δούλη σου, αυθέντα.

– Αλλ' ίσως αγνοείς, εξηκολούθησεν εκείνος, ότι οι δούλοι εκείνοι, οίτινες εκεί κάτω πλέκουσι στεφάνους, ότι η έπαυλις αύτη και όλα τα εν αυτή και οι αγροί και τα ποίμνια, ότι όλα αυτά σου ανήκουν από σήμερον.

Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας:

– Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά;

Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν:

– Ναι!

Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.

Ο Πετρώνιος δυνατόν να ενόμιζεν ότι είχεν έμπροσθέν του άγαλμα εκ μαρμάρου.

– Ευνίκη, είπε, θέλω να αποθάνω εν γαλήνη.

Εκείνη εμειδίασε σκωπτικώς.

– Εννοώ, αυθέντα.

Την εσπέραν οι κεκλημένοι συνέρρευσαν αθρόως. Ήξευρον ότι εν συγκρίσει προς τα συμπόσια του Πετρωνίου, τα του Νέρωνος ήσαν ανιαρά και βάρβαρα. Αλλ' ότι τούτο έμελλε να είνε το τελευταίον του συμπόσιον, δεν το εφαντάζετο κανείς.

Η αίθουσα είχε πληρωθή εκ του αρώματος των ίων. Αι υέλινοι σφαίραι της Αλεξανδρείας διέχεον πολύχρωμον φως. Πλησίον των ανακλίντρων ίσταντο νεάνιδες, αίτινες ώφειλον να χύσουν αρώματα εις τους πόδας των προσκεκλημένων. Στηριζόμενοι επί του τοίχου οι κιθαρισταί και οι χορωδοί ανέμενον το σύνθημα του αρχηγού των.

Ο Πετρώνιος συνωμίλει. Αι τελευταίαι ειδήσεις, οι αγώνες, είς θηριομάχος, καταστάς εσχάτως περίφημος διά τας ανδραγαθίας του, και τα τελευταία βιβλία του Ατράκτου και του Σωσίου απετέλουν το θέμα της συνδιαλέξεως. Χέων τον οίνον επί του λιθοστρώτου ανήγγειλεν ότι η σπονδή εγένετο διά την βασίλισσαν της Κύπρου, την αρχαιοτέραν και μεγαλειτέραν από όλας τας θεότητας – την μόνην αιωνίαν, διαρκή και κυρίαρχον.

Έκαμε νεύμα, και αι κιθάραι εστέναξαν εν χαμηλώ ήχω, ενώ διαυγείς φωναί ηκολούθουν εν αρμονία. Έπειτα, χορεύτριαι της Κω, της πατρίδος της Ευνίκης, επεδείκνυαν τα ροδαλά μέλη των τα καλυπτόμενα με διαφανή μουσελίνην. Έπειτα, είς μάντις εξ Αιγύπτου έλαβεν εις την χείρα δοχείον κρυστάλλινον, επί του οποίου απεικονίζοντο χρυσόψαρα με ποικίλα ζωηρά χρώματα, παίζοντα, και έκαμε τας προφητείας του εις τους συνδαιτυμόνας.

Όταν ετελείωσαν τα θεάματα, ο Πετρώνιος ηγέρθη ολίγον επί του συριακού προσκεφαλαίου του και είπε νωχελώς:

– Φίλοι! επιτρέψατέ μοι να σας απευθύνω μίαν παράκλησιν, ενώ διαρκεί το συμπόσιον τούτο. Επεθύμουν ίνα έκαστος εξ υμών καταδεχθή να λάβη την κύλικα, ήτις εχρησίμευεν εις τας σπονδάς του διά τους θεούς και την ιδίαν μου ευδαιμονίαν.

Ύψωσε το μύρρινον σκεύος του, – κύλικα άνευ αξίας, επί της οποίας ηκτινοβόλουν όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, και είπεν εις τους συνδαιτυμόνας:

– Ιδού η κύλιξ της προσφοράς μας προς την βασίλισσαν της Κύπρου. Ουδενός τα χείλη εις το εξής μη την ψαύσουν και ουδεμία χειρ ας μη την μεταχειρισθή προς τιμήν άλλης θεότητος!

Και η κύλιξ εθραύσθη επί του λιθοστρώτου του σκεπασμένου με ελαφρόν στρώμα σαφρά.

Αλλά, βλέπων την έκπληξιν των βλεμμάτων:

– Φίλοι, υπέλαβεν ο Πετρώνιος, χαρείτε. Το γήρας και η αδυναμία είνε θλιβεροί σύντροφοι των τελευταίων ετών μας. Σας δίδω καλόν παράδειγμα και καλήν συμβουλήν· βλέπετε ότι δύναταί τις να μη τα φθάση, και να απέλθη, πριν εκείνα έλθωσιν οικειοθελώς.

– Τι θέλεις να κάμης; ηρώτησαν πάντες.

– Θέλω να χαρώ, να πίω οίνον, να ακούσω την μουσικήν, να θεωρήσω τα θεσπέσια μέλη, τα οποία αναπαύονται παρά το πλευρόν μου, και έπειτα ν' αποκοιμηθώ στεφανωμένος με ρόδα. Ήδη απεχαιρέτισα τον Καίσαρα. Ιδέτε τι τω γράφω εν είδει αποχαιρετισμού:

Έλαβεν υποκάτω ενός πορφυρού προσκεφαλαίου μίαν επιστολήν και ανέγνωσε:

_«Γνωρίζω, θεσπέσιε Καίσαρ, ότι με περιμένεις με ανυπομονησίαν και ότι εν τη ειλικρινεία της καρδίας σου με ενθυμείσαι νύκτα και ημέραν. Γνωρίζω ότι ήθελες να με εμπλήσης με τας ευνοίας σου, να μοι προτείνης να γείνω πραίφεκτος της φρουράς σου, και ότι θα διώριζες τον Τιγγελίνον φύλακα των ημιόνων εις τα κτήματα, τα οποία εκληρονόμησες μετά την δηλητηρίασιν της Δομιτίας, – υπηρεσία, διά την οποίαν φαίνεται ότι επλάσθη εκείνος υπό των θεών.

» Αλλά φευ! ανάγκη να με συγχωρήσης. Μα τον Άδην, και ιδίως μα τας σκιάς της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου και του Σενέκα, σου ομνύω ότι μου είνε αδύνατον να έλθω πλησίον σου.

»Μη πιστεύσης, σε εξορκίζω, ότι με ετάραξεν η δολοφονία της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου, ότι ηγανάκτησα διά την πυρκαϊάν της Ρώμης, ότι εσκανδαλίσθην από την συνήθειαν, την οποίαν έχεις να εξαποστέλλης εις το Έρεβος όλους τους τιμίους ανθρώπους της αυτοκρατορίας σου.

» Έ λοιπόν! Όχι, προσφιλέστατε έγγονε του Κρόνου! Ο θάνατος είναι το κοινόν άσυλον των υπό την σελήνην όντων, και άλλως τε δεν ηδύνατο κανείς να αναμένη από σε να πράξης άλλως.

» Αλλ' επί μακρούς ενιαυτούς ακόμη να ανέχωμαι να μου εκδέρη τα ώτα το άσμα σου, να βλέπω τας δομιτίους κνήμας σου, – ως δύο στύλους – να ταράσσονται εις τον πυρρίχιον χορόν, να σε ακούω να κιθαρίζης, να σε ακούω να φωνάζης, να απαγγέλλης ποιήματα ως άθλιος ποιητής των περιχώρων!.. Α! μα την αλήθειαν, το θέαμα ήτο υπέρτερον των δυνάμεών μου και ησθάνθην εν εμαυτώ ακράτητον την ανάγκην να απέλθω εις συνάντησιν των προγόνων μου.

» Η Ρώμη βύει τα ώτα· η οικουμένη σε περιγελά. Και εγώ δεν θέλω πλέον να ερυθριώ διά σε. Δεν θέλω πλέον, δεν ημπορώ πλέον!

» Ο κρωγμός του Κερβέρου, όμοιος προς το άσμα του, φίλε μου, δεν θα ήτο ολιγώτερον ενοχλητικός δι' εμέ, διότι ουδέποτε υπήρξα φίλος του λεγομένου Κερβέρου και δεν έχω την υποχρέωσιν να εντρέπωμαι με την φωνήν σου.

»Έρρωσο, αλλ' άφες την ωδήν φόνευε αλλά μη κάμνης πλέον στίχους· δηλητηρίαζε, αλλά παύσον να χορεύης· καίε πόλεις, αλλ' εγκατάλιπε την κιθάραν.

» Τοιαύτη είνε η τελευταία ευχή και η φιλικωτάτη συμβουλή, την οποίαν σοι πέμπει ο «κ ρ ι τ ή ς τ η ς φ ι λ ο κ α λ ί α ς»._

Οι συμπόται έμειναν ως απολιθωμένοι. Εγνώριζον ότι η απώλεια της αυτοκρατορίας δεν θα ήτο τόσον σκληρά διά τον Νέρωνα. Ο γράψας την επιστολήν εκείνην έμελλε να αποθάνη. Και πελιδνός τρόμος τους κατέλαβεν όλους, διότι ήκουσαν την επιστολήν ταύτην.

Αλλ' ο Πετρώνιος εγέλασε γέλωτα ειλικρινή και φαιδρόν, ως να επρόκειτο περί θείου αστεϊσμού και περιαγαγών το βλέμμα του εις όλους τους συνδαιτυμόνας είπε:

«Φίλοι, αποβάλετε πάντα φόβον. Ουδείς εξ υμών θα σπεύση να καυχηθή ότι ήκουσε την επιστολήν ταύτην. Όσον δι' εμέ, θα μοι χρησιμεύση αύτη ως καλόν συστατικόν πλησίον του Χάρωνος του πορθμέως».

Ταύτα ειπών, έκαμε νεύμα εις τον ιατρόν και τω έτεινε τον βραχίονα. Εν ριπή οφθαλμού, ο επιδέξιος Έλλην ιατρός περιέβαλε διά χρυσού σύρματος και ήνοιξε την αρτηρίαν παρά τον καρπόν. Το αίμα ανέβλυσεν επί του προσκεφαλαίου και κατεπλημμύρησε την Ευνίκην, ήτις υπεβάσταζε την κεφαλήν του Πετρωνίου. Εκείνη έκυψε προς αυτόν:

– Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την αυτοκρατορίαν, – πάλιν θα σε ηκολούθουν!

Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της.

– Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου!.

Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της. Μετά μίαν στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ.

Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον.

Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι μειδιώντες και ωχριώντες.

Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον και φαγητά. Έπειτα ήρχισε να συνομιλή μετά των παρακαθημένων περί πλείστων παιδαρωδιών πραγμάτων και περί των ωραίων εθίμων κατά τα γεύματα. Τέλος εκάλεσε τον Έλληνα ιατρόν και τον διέταξε να του δέση την αρτηρίαν, λέγων ότι ησθάνετο νυσταγμόν και ήθελεν ακόμη να παραδοθή εις τον ύπνον, πριν τον αποκοίμιση διά παντός ο θάνατος.

Απεναρκώθη.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν άνθος επί του στήθους του.

Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας.

Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν περισσότερον.