Free

Quo Vadis

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Quo vadis
Quo vadis
Free e-book
Details
Font:Smaller АаLarger Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'

Οι λόγοι του Αποστόλου είχον επαναφέρει την εμπιστοσύνην εις τας ψυχάς των χριστιανών. Κατέλιπον ο είς μετά τον άλλον τας κατακόμβας και επανήλθον εις τας προσωρινάς κατοικίας των. Τινές μάλιστα εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος, εξήλθε και αυτός του υπογείου. Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες. Όταν έφθασαν εις ελεύθερον χώρον, οπόθεν εφαίνετο ήδη η φλεγομένη πόλις, ο Απόστολος, αφού έκαμε τρις το σημείον του σταυρού επί της Ρώμης, εστράφη προς τον Βινίκιον και είπε:

– Μη φοβού. Η καλύβη του λατόμου είναι πλησίον εδώ. Θα εύρωμεν εκεί την Λίγειαν μετά του Λίνου και του πιστού υπηρέτου της. Ο Χριστός, όστις σου την προώρισε, την έσωσε προς χάριν σου.

Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν.

Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια εκείνα έλεγεν:

– Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν!

– Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων.

Έγειρε και ακολούθει μοι, είπεν ο Πέτρος, λαμβάνων διά της χειρός τον νέον τριβούνον, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των.

Καθ' οδόν ο Βινίκιος ικέτευσε τον Πέτρον:

– Διδάσκαλε, πλύνον με εις το ύδωρ του βαπτίσματος, διά να δύναμαι να λέγωμαι αληθής λάτρης του Χριστού, διότι τον αγαπώ με όλην την δύναμιν της ψυχής μου. Βάπτισόν με τάχιστα, καθότι είμαι ήδη έτοιμος εν τη καρδία μου. Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι, τι δύναμαι να πράξω ακόμη.

– Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε και τον οίκον σου.

Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και σχοίνους. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλά διά του ανοίγματος, όπερ εχρησίμευεν ως παράθυρον, διέκρινέ τις το εσωτερικόν, φωτιζόμενον υπό της εστίας. Γιγαντιαία μορφή ηγέρθη εις προϋπάντησιν των νεοερχομένων και ηρώτησε:

– Τίνες είσθε;

– Δούλοι του Χριστού! απήντησεν ο Πέτρος. Ειρήνη σοι, Ουρβανέ!

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον

Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του.

– Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την

οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα!

Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον. Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας. Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του Βινικίου. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του μετά ζέσεως, έπειτα έλαβε τους κροτάφους της διά των δύο χειρών και την κατεφίλει εις το μέτωπον και τους οφθαλμούς· τέλος της διηγήθη την αναχώρησίν του, την άφιξη του, και πώς την είχε ζητήσει εντός των τειχών και εις την οικίαν του Λίνου, και πόσον είχεν υποφέρει, έως ότου ο Απόστολος του υπέδειξε το άσυλόν της.

– Αλλά τώρα, έλεγε, τώρα, αφού σε επανεύρον, δεν θα σε αφήσω εδώ. Θα σε σώσω, θα σας σώσω όλους, φιλτάτη μου! Θέλετε να έλθετε μαζί μου εις το Άντιον; Απ' εκεί θα επιβιβασθώμεν πλοίου διά Σικελίαν. Τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου είναι οικίαι σας. Εις την Σικελίαν θα ανεύρωμεν τους Αούλους, θα σε αποδώσω εις την Πομπωνίαν και θα σε παραλάβω κατόπιν από των χειρών της. Δεν είναι αληθές, παμφιλτάτη μου, ότι δεν έχεις πλέον φόβον από εμέ; Δεν ελούσθην ακόμη εις το ύδωρ του βαπτίσματος, αλλά δύνασαι να ερωτήσης τον Πέτρον αν δεν τον παρεκάλεσα να με βαπτίση. Έχε εμπιστοσύνην εις εμέ. Σεις όλοι, έχετε εμπιστοσύνην.

Η Λίγεια ήκουε με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Η αναχώρησις διά την ειρηνικήν Σικελίαν θα ήνοιγε νέαν εποχήν ευτυχίας εις την ζωήν των. Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν:

«Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου, οικίαι σας!»

Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν:

– Η εστία σου θα είναι εστία μου.

Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας.

Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον:

– Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε. Τις είδεν αν δεν διατάξη να σφάξη όλους τους κατοίκους διά του στρατού του; Τις οίδεν εάν, μετά την πυρκαϊάν, δεν έλθουν άλλαι πληγαί, – ο εμφύλιος πόλεμος, ο λιμός, αι προγραφαί, αι δολοφονίαι; Λοιπόν κρυφθήτε, και ας κρύψωμεν την Λίγειαν. Εν Σικελία θα περιμείνετε εν ειρήνη το τέλος της λαίλαπος και θα επανέλθετε κατόπιν διά να σπείρετε τον καλόν σπόρον.

Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν:

– Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι

θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών.

– Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος.

– Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια..

Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν:

– Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και

σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν.

Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε:

– Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να

απολεσθής!

– Και ο Κύριος θα σε ευλογήση διά την προαίρεσίν σου, απεκρίθη ο Πέτρος· αλλά δεν ηξεύρεις ότι ο Χριστός μου είπε τρις παρά την λίμνην της Τιβεριάδος: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!» Λοιπόν, εάν συ, εις τον οποίον ουδείς με ενεπιστεύθη, λέγεις ότι δεν θα με αφήσης εδώ διά να απολεσθώ, πώς θέλεις ίνα εγώ εγκαταλίπω το ποίμνιόν μου κατά την ημέραν του κινδύνου; Όταν τρικυμία ετάραττε την λίμνην και ημείς ετρομάξαμεν, εκείνος δεν μας εγκατέλειψε. Και εγώ, ο δούλος, πώς να μη ακολουθήσω το παράδειγμα του Κυρίου μου;

Ο Λίνος ήγειρε το ισχνόν πρόσωπόν του.

– Εφημέριε του Κυρίου, πώς να μη ακολουθήσω και εγώ το παράδειγμά σου;

Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν:

– Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος. Ναι! δεν ενόησα· ναι! επλανήθην, διότι από τους οφθαλμούς μου τα λέπυρα δεν έπεσαν και ο παλαιός χαρακτήρ μου δεν απέθανεν εντελώς παρ' εμοί. Αλλ' αγαπώ τον Χριστόν και θέλω να είμαι θεράπων του, και επειδή εδώ πρόκειται περί πράγματος πολυτιμοτέρου από την ζωήν μου, γονυπετώ ενώπιόν σας και ομνύω ότι και εγώ θα εκτελέσω την εντολήν της αγάπης και δεν θα εγκαταλείψω ποσώς τους αδελφούς μου κατά την ημέραν της συμφοράς!

Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού:

– Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου;

Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως.. Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.

Ο Πέτρος έλαβεν από του ώμου και της μασχάλης τον Βινίκιον και του υπέδειξε να κατέλθη εις την κολυμβήθραν, λέγων:

– Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος, εις το όνομα του Πατρός, και

του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν!

Τότε η θρησκευτική έκστασις κατέλαβε πάντας. Η καλύβη δι' αυτούς έλαμψεν εκ θαυμασίας αίγλης· ήκουσαν θείας μελωδίας· οι βράχοι του σπηλαίου ηνοίχθησαν υπεράνω των κεφαλών των· εξ ουρανού κατήλθον προς αυτούς πτερυγισμοί αγγέλων. Και εκεί υψηλά, εις το αχανές, είδον ένα σταυρόν και δύο διατρήτους χείρας ευλογούσας.

Έξω, αντήχει ο θόρυβος απηλπισμένων κραυγών και καταρρεουσών οικιών εν μέσω των φλογών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'

Ο λαός κατηυλίζετο εις τους λαμπρούς κήπους της Δομιτίας και της Αγριππίνης, εις το πεδίον του Άρεως και εις τους κήπους του Πομπηίου, του Σαλουστίου και του Μαικήνα. Είχε ζητήσει καταφύγιον εις τας επαύλεις, εις τα παραπήγματα και τα άντρα τα προωρισμένα διά τα θηρία. Οι ταώνες, οι κύκνοι, αι στρουθοκάμηλοι, αι έλαφοι και δορκάδες, οι αίγαγροι, οίτινες απετέλουν τον στολισμόν των κήπων, είχον θυσιασθή υπό την μάχαιραν του όχλου. Από την Όστιαν τα τρόφιμα έφθανον τόσον άφθονα, ώστε ηδύνατό τις να περιπατή επί των σχεδίων και των λέμβων, όπως θα περιεπάτει επί γεφύρας, από της μιας όχθης του Τιβέρεως εις την άλλην. Είχον επιταχθή μεγάλαι παρακαταθήκαι οίνου, ελαίου και καστάνων. Από του όρους έφθανον καθ' εκάστην ποίμνια βοών και προβάτων.

Η γενναιοδωρία του Καίσαρος δεν εσταμάτησε τας μομφάς. Μόνη η τάξις των νυκτοκλεπτών, των λωποδυτών και αλητών ήτο ευχαριστημένη· οι άλλοι, όσοι είχον προσφιλείς υπάρξεις, εκείνοι, των οποίων η περιουσία είχε καταστραφή, δεν εκολακεύθησαν, ούτε εκ της διανομής του σίτου, ούτε εκ της προσδοκίας αγώνων και γενναιοδωριών.

Πλησίον της Μυγιανής Πύλης εγίνοντο συμπλοκαί, όπου εχάνοντο κατά εκατοντάδας οι άνθρωποι. Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων.

 

Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων.

Ο Καίσαρ, παρ' όλην την ελευθεριότητά του, παρ' όλα τα δωρεάν διανεμηθέντα υπ' αυτού τρόφιμα, με τρόμον ανελογίζετο τας συνεπείας της καταστροφής και της οργής του λαού. Και αυτοί οι Αυγουστιανοί δεν ήσαν ολιγώτερον ανήσυχοι. Ο Τιγγελίνος εσκέπτετο να μετακαλέση λεγεώνας τινας εκ της Μικράς Ασίας. Ο Βατίνιος, όστις μέχρι τούδε εγέλα όταν ερραπίζετο, είχε χάσει την ευθυμίαν του. Ο Βιτέλλιος δεν είχε πλέον όρεξιν.

Ο Τιγγελίνος συνεβουλεύθη τον Δομίτιον Άφερ και αυτόν τον Σενέκαν, τον οποίον εμίσει. Η Ποππέα, ήτις ενόει πολύ καλά, ότι η καταστροφή του Νέρωνος θα ήτο απόφασις θανάτου δι' αυτήν, συνεβουλεύθη τους οικείους της και τους Ιουδαίους ιερείς (ήτο γενικώς γνωστόν ότι από τινων ετών αύτη επρέσβευε την θρησκείαν του Ιεχωβά). Ο Νέρων αφ' ετέρου επρότεινε μέσα της εμπνεύσεώς του τα οποία ήσαν πολλάκις φρικαλέα και ως επί το πλείστον παράλογα.

Έκαμαν συμβούλιον εν τη οικία του Τιβερίου. Ο Πετρώνιος ήτο της γνώμης να αφήσωσι τας φροντίδας οπίσω των και να μεταβώσιν εις την Ελλάδα, έπειτα εις την Αίγυπτον και εις την Μικράν Ασίαν. Το ταξείδιον είχε προταθή προ πολλού· διατί λοιπόν να αναβληθή ακόμη;

Η πρότασις αύτη ενεθουσίασεν αμέσως τον Καίσαρα. Αλλ' ο Σενέκας αντέτεινε ειπών:

– Είνε εύκολον να αναχωρήση κανείς. Αλλά να επιστρέψη θα είναι

δυσκολώτατον.

– Μα τον Ηρακλή! απήντησεν ο Πετρώνιος, θα επιστρέψωμεν, εάν είναι

ανάγκη, επί κεφαλής των λεγεώνων της Ασίας.

– Ούτω θα πράξω! ανεφώνησεν ο Νέρων.

Ο Πετρώνιος θα ήτο και πάλιν ο άνθρωπος των περιστάσεων.

– Άκουσόν με, Καίσαρ! υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, η συμβουλή είνε κινδυνώδης. Πριν φθάσης εις Όστιαν θα εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος και τις ηξεύρει αν κανείς μακρυνός απόγονος του θείου Αυγούστου δεν αναγορευθή αυτοκράτωρ;

– Λοιπόν! εφώνησεν ο Νέρων, θα προσποιηθώμεν ότι οι απόγονοι του Αυγούστου δεν υπάρχουν εις την αγοράν. Οι ολίγοι ζώντες ακόμη είνε εύκολον να παραιτηθώσι.

– Πράγματι είνε ευκολώτατον, αλλά και άλλοι ακόμη δύνανται να είνε επικίνδυνοι. Χθες οι στρατιώται μου ήκουον να λέγεται μεταξύ του πλήθους, ότι πρέπει να αναγορευθή αυτοκράτωρ είς άνθρωπος ως ο Θραπεύς.

Ο Νέρων εδάγκασε τα χείλη του.

– Λαός ακόρεστος και αγνώμων! Έχουν αρκετόν σίτον και αρκετήν θερμήν τέφραν διά να ψήσουν τους πλακούντας των τι τους χρειάζεται ακόμη;

– Η εκδίκησις!! απήντησεν ο Τιγγελίνος.

Πάντες εσιώπησαν. Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και απήγγειλεν:

«Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά»..

Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν:

– Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού.

– Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.

Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους παρεστώτας:

– Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού;

– Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος.

– Είνε αληθές: είς από τους σπουδαιοτέρους.. και ο Βιτέλλιος;

Ο Βιτέλλιος ωχρίασεν, αλλ' ήρχισε να γελά.

– Το πάχος μου, είπε, θα επροκάλει νέαν πυρκαϊάν.

Εν τούτοις ο Νέρων εζήτει έν θύμα, το οποίον θα ηδύνατο αληθώς να κορέση την οργήν του λαού, και το εύρε:

– Τιγγελίνε, είπε, συ έκαυσες την Ρώμην!

Οι παρεστώτες εφρικίασαν. Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων.

Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση.

– Έκαυσα την Ρώμην.. τη προσταγή σου, απήντησε.

Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου.

– Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς;

– Το ηξεύρεις, αυθέντα.

– Θυσιάσθητι προς χάριν μου!

– Θείε Καίσαρ, απήντησεν ο Τιγγελίνος, διατί να δίδης εις εμέ το γλυκύ ποτόν, όταν μου είνε απηγορευμένον να το φέρω εις τα χείλη μου; ο λαός γογγύζει και στασιάζει· θέλεις να επαναστατήσουν και οι πραιτωριανοί;

Ο Τιγγελίνος ήτο στρατηγός των πραιτωριανών και οι λόγοι του περιείχον έννοιαν απειλής. Ο Νέρων το ενόησε και το πρόσωπόν του έγινε κάτωχρον.

Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Επαφρόδιτος, απελεύθερος του Καίσαρος. Ήρχετο να αναγγείλη εις τον Τιγγελίνον ότι η θεία Αυγούστα επεθύμει να τον ίδη: αύτη είχε πλησίον της ανθρώπους, τους οποίους ο στρατηγός έπρεπε να ακούση.

Ο Τιγγελίνος υπεκλίθη προ του Καίσαρος και εξήλθεν αναθαρρήσας.

Ο Νέρων κατ' αρχάς έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, βλέπων ότι οι παρεστώτες ανέμενον, είπεν:

– Εθέρμανα όφιν εις τους κόλπους μου.

Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους, διά να δείξη ότι δεν ήτο πολύ δύσκολον να κόψη τις την κεφαλήν του όφεως εκείνου.

– Λοιπόν ομίλει! δος συμβουλήν! το απαιτεί ο Νέρων. Εις σε μόνον έχω εμπιστοσύνην, επειδή έχεις περισσότερον νουν από όλους αυτούς εδώ και με αγαπάς.

Ο Πετρώνιος απεκρίθη:

– Σε συμβουλεύω να αναχωρήσης διά την Ελλάδα.

– Πετρώνιε, ο λαός γογγύζει· αλλ' εάν ελάμβανον την βάρβιτόν μου και μετέβαινον εις το Πεδίον του Άρεως, εάν του έψαλλα επάνω εις την πυρκαϊάν.. δεν νομίζεις ότι θα κατώρθωνα να τον θέλξω με το άσμα μου, όπως ο Ορφεύς το πάλαι κατέθελγε τα θηρία;

– Αναμφιβόλως, Καίσαρ.. αρκεί μόνον.. να σε άφηναν να αρχίσης..

– Α! ανέκραξεν ο Νέρων απογοητευθείς, επερίμενα καλλίτερα από σε. Εάν αναχωρήσω, ποίος ημπορεί να μου εγγυηθή ότι η Σύγκλητος, ήτις με μισεί, δεν θα ανακηρύξη άλλον αυτοκράτορα; Ο λαός ήτο πιστός εις εμέ· σήμερον είναι εναντίον μου.. Μα τον Άδην, εάν η Σύγκλητος αύτη και ο λαός είχον μόνον μίαν κεφαλήν..

– Επίτρεψόν μοι να σοι είπω, ω θεσπέσιε, ότι εάν επιθυμής να διατηρήσης την Ρώμην, πρέπει να διατηρήσης Ρωμαίους τινάς, είπε μειδιών ο Πετρώνιος.

Αλλ' ο Νέρων εμεμψιμοίρει.

– Η Ρώμη και οι Ρωμαίοι τι με ενδιαφέρουν! θα με ήκουον όταν ευρισκόμην εν Ελλάδι; Εδώ όλοι είναι προδόται γύρω μου! Όλοι με εγκαταλείπουν και σεις ο ίδιος είσθε έτοιμος να με προδώσετε! Ειξεύρω τούτο.. Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας εις το μέλλον;

Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος.

– Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα!.. Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα. Τι λέγω, θύμα; Εκατοντάδας, χιλιάδας θυμάτων.. Ήκουσες ποτέ να λέγουν, ω άναξ, ποίος ήτο ο Χριστός, εκείνος τον οποίον εσταύρωσεν ο Πόντιος Πιλάτος; Ειξεύρεις τίνες είνε οι Χριστιανοί; Δεν σου ωμίλησαν περί των εγκλημάτων των και των ατίμων τελετών των! περί των προφητειών των, κατά τας οποίας ο κόσμος θα απολεσθή διά πυρός; Ο λαός τους μισεί και τους υποπτεύεται ήδη. Ουδείς τους είδε ποτέ εις τους ναούς, διότι ισχυρίζονται ότι οι θεοί μας είναι πονηρά πνεύματα· δεν τους βλέπει τις εις το Στάδιον, διότι περιφρονούν τας ιπποδρομίας. Ουδέποτε ουδείς εξ αυτών ανεγνώρισε την θείαν καταγωγήν σου. Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους, εχθροί της πόλεως, εχθροί ιδικοί σου! Ο λαός γογγύζει κατά σου· αλλά δεν με διέταξες συ, Καίσαρ, να καύσω την Ρώμην, ούτε εγώ την έκαυσα. Ο λαός διψά εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν.

Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός. Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε:

– Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι! Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν;

– Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα.

Τότε όλοι ομού:

– Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς! Και αυτοί οι θεοί φωνάζουν εκδίκησιν.

Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας και ανέκραξε:

– Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου;

Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του

Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης.

Ο Πετρώνιος ανελογίσθη τους κινδύνους, τους οποίους έμελλον να διατρέξωσιν η Λίγεια και ο Βινίκιος, τους όποιους ηγάπα, και όλοι εκείνοι των οποίων το δόγμα μεν απέρριπτε, τους οποίους όμως εγνώριζεν ως αθώους. Ανελογίσθη προσέτι ότι έμελλε να αρχίση εποχή αιματηρών οργίων και εσκέφθη: «Πρέπει να σώσω προ παντός τον Βινίκιον, όστις θα τρελλαθή αν χαθή η κόρη εκείνη.» Και η σκέψις αύτη ενίκησεν όλας τας άλλας, αν και ο Πετρώνιος κατενόει ότι έμελλε να αποδυθή εις αγώνα εξαιρέτως επικίνδυνον.

Και ωμίλησε μετά παρρησίας όπως εσυνήθιζε να πράττη, οσάκις επέκρινεν ή επήνει τας μωράς εμπνεύσεις του Καίσαρος ή των Αυγουστιανών.

– Λοιπόν εύρετε θύματα! είπε προς τον Καίσαρα. Πολύ καλά! Δύνασθε να τα στείλετε εις την κονίστραν και να τα θυσιάσετε! Πλην ακούσατέ με: Έχετε την εξουσίαν· έχετε την βίαν! Παραδώσατε τους χριστιανούς εις τον λαόν, βασανίσατέ τους, αλλ' έχετε το θάρρος να ειπήτε εις εαυτούς ότι αυτοί δεν έκαυσαν την Ρώμην!.. Μα την θείαν Κλειώ! Σας δηλώ ότι δεν υποφέρω αυτάς τας αθλίας κωμωδίας. Συ, Καίσαρ, μας έλεγες περί υστεροφημίας· πλην αναλογίσθητι καλώς, οποίον θα είνε το δόγμα της υστεροφημίας περί σου. Ο Νέρων, δεσπότης του κόσμου, ο Νέρων-θεός, έκαυσε την Ρώμην, διότι ήτο τόσον φοβερός επί της γης όσον και ο Ζευς εις τον Όλυμπον. Ο Νέρων ποιητής ηγάπα τόσον πολύ την ποίησιν, ώστε εθυσίασεν εις αυτήν την πατρίδα του! Από καταβολής κόσμου ουδείς έπραξεν, ουδείς ετόλμησε να ονειροπολήση παρόμοιον πράγμα! Αδιάφορον αν η πυρπόλησις της Ρώμης είναι καλόν ή κακόν: Είνε μέγα πράγμα και ασύνηθες! Και έπειτα, σε βεβαιώ ότι ο λαός δεν θα εγείρη χείρα επί σου! έχε θάρρος! Άπεχε από πράξεις αναξίας σου, διότι δεν έχεις να φοβηθής ειμή την υστεροφημίαν, ήτις μόνη θα ηδύνατο να είπη: «Ο Νέρων έκαυσε την Ρώμην. Αλλ' ο Καίσαρ, ο τόσον μικρόψυχος, όσον και μικρόψυχος ποιητής, απεκήρυξε [?]κώτερος, και αν τον θυσιάσωμεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν αθώους!»

Ο Πετρώνιος δεν ηπατάτο ως προς τας συνεπείας, τας οποίας θα επέφερε δι' αυτόν η αποτυχία του απελπιστικού μέσου, εις το οποίον είχε προσφύγει. Αλλά το παιγνίδιον της Τύχης και της συμπτώσεως πάντοτε τον έτερπε.

Επήλθε σιγή.

Ο Νέρων είχεν ανυψώσει τα χείλη, πλησιάζων αυτά εις τους ρώθωνας, πράγμα το οποίον ήτο σημείον δισταγμού.

– Άναξ, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος, επίτρεψόν μοι να εξέλθω. Σε παροτρύνουν να ριψοκινδυνεύσης το ίδιον πρόσωπόν σου εις τους μεγαλειτέρους κινδύνους, και επί πλέον, σε χαρακτηρίζουν ως Καίσαρα μικρόψυχον ποιητήν, ως εμπρηστήν και ως κωμωδόν· τα ώτα μου δεν δύνανται να ακούωσι περισσότερα.

– Έχασα, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον:

– Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι,

και μάλιστα την στιγμήν αυτήν.

– Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου;

– Διότι υποκρίνεσαι απεριόριστον αγάπην προς τον Καίσαρα, ενώ προ μιας στιγμής τον ηπείλεις με τους πραιτωριανούς, πράγμα το οποίον πάντες ενοήσαμεν και αυτός σε ενόησεν επίσης.

Ο Τιγγελίνος, όστις δεν εφαντάζετο ότι ο Πετρώνιος θα ετόλμα να ρίψη τον κύβον επί της τραπέζης με τοιαύτην αποφασιστικότητα, έγινε κάτωχρος και έμεινε βωβός. Αλλ' αυτή θα ήτο η τελευταία νίκη του «Βασιλέως της κομψότητος» κατά του αντιπάλου του, διότι αυτοστιγμεί η Ποππέα εγερθείσα ανέκραξεν:

– Άναξ, πώς δύνασαι να επιτρέπης τοιαύτην ιδέαν να την εκφράζη οιοσδήποτε ή τουλάχιστον να τολμούν να την εκφράζουν ενώπιόν σου;

– Τιμώρησον τον υβριστήν, είπεν ο Βιτέλλιος.

Εκ νέου ο Νέρων ηνώρθωσε τα χείλη του και στραφείς προς τον Πετρώνιον με στίλβοντας οφθαλμούς:

– Τοιουτοτρόπως λοιπόν, είπεν, ανταποδίδεις την φιλίαν, την οποίαν

είχον πάντοτε προς σε;

– Εάν ηπατήθην, απόδειξόν μου την πλάνην μου, απήντησεν ο Πετρώνιος· αλλά μάθε ότι ουδέν άλλο είπα, ειμή ό,τι μου υπηγόρευεν η αγάπη την οποίαν έχω διά σε.

– Τιμώρησον τον υβριστήν! επανέλαβεν ο Βιτέλλιος.

 

Και έπειτα όλοι:

– Ναι! Τιμώρησον αυτόν!

Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων, ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις, έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του ατρίου. Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο Καίσαρ.

Ο Καίσαρ είπε:

– Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της.

– Έχασα.. και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

Εν τοσούτω ο Καίσαρ ηγέρθη. Το συμβούλιον έληξε.