Free

Άλκηστις

Text
Author:
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

ΣΚΗΝΗ Δ'

Οι αυτοί. – Η υπηρέτρια

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Στη θέσι όπου βρίσκεται ταιριάζουν και τα δύο
και ζη ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμμένη..
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Καλλίτερα εξηγήσου!
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Ψυχομαχεί. Σιγά σιγά ξεφεύγει η ζωή της.
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Δυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαι
τέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις!
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Ο αφέντης
θα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση,
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Ώστε δεν μένει πια καμμιά ελπίς;
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Καμμιά δεν μένει.
Ήλθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνη.
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Μέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνη
και ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις;
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια
που θα της βάλη στον νεκρό.
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Τουλάχιστον ας μάθη
πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος
πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας.
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Αλήθεια, η καλλίτερη! Ποιος θαρνηθή πως ήταν
ξεχωριστή κι' ανώτερη απ' όλες της γυναίκες;
Και πώς αλλοιώς θα τώδειχνε παρά μ' αυτό που κάνει;
Άλλη γυναίκα δέχεται να χάση τη ζωή της,
για να σωθή ο άνδρας της: Αυτά τα ξέρετε όλοι,
μα αν μάθετε τι έκαμε στο σπίτι και τι κάνει
θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Μόλις είδε
πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνη
πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα
καλά καλά το έπλυνε· έπειτα από το δώμα,
το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε
και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν
μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της:
«Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζω
εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.
Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω
να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη
δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη,
και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει.
Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα,
όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους,
αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι
στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».
Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι,
όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα
χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν
ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου
από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.
Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε
και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν.
«Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα
και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει,
σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις.
Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω,
αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.
Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη,
αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη».
Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι
και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει.
Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω
σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω
και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι
ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.
Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα
στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα.
Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα
και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο.
Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι,
έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους
και για την μαύρη μοίρα της. Εκείνη με το χέρι
όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας
ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση.
Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου
Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα
μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη
και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση.
 
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία;
και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;
 
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
 
Την κλαίει· και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του
τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα.
Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια
την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.
Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει
και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα
μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιου
– για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάντα —
Μα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως
οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο,
ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη
να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι.
 

(Εισέρχεται εις τανάκτορα).

ΣΚΗΝΗ Ε'

ΧΟΡΟΣ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
 
Αλλοίμονον! Πώς θα βρεθή διέξοδος καμμία,
ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχία
οι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάλης
ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω
και μαύρα να φορέσωμε και πένθος να ντυθούμε;
Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία.
Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμε
γιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν.
Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπο
ν' απομακρύνης το κακόν από αυτό το σπίτι.
Βοήθησε· βοήθησε γιατί και προ ολίγου
συ έσωσες τον Άδμητον και συ μπορείς και τώρα
και απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλης, να τον σώσης
και να κρατήσης την ορμή την φονική του Άδου.
Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ· τι τύχη σε προσμένει
τώρα οπού θα στερηθής τέτοια άξια γυναίκα!
Δεν είναι τάχα άξια αυτή η δυστυχία,
ώστε ο ίδιος να σφαγής ή να πνιγής μονάχος,
αφού θα χάσης σήμερα μια τόσο αγαπημένη
γυναίκα;
 

(Εις την θύραν των ανακτόρων εμφανίζονται οι φρουροί οι προπορευόμενοι των βασιλέων).

 
Α, να έρχεται! Ο Άδμητος κ' εκείνη.
Στέναξε, γη, κι' ολόλυξε, Φεραία, γιατί τώρα
του κόσμου η καλλίτερη γυναίκα κατεβαίνει
στα σκοτεινά κ' υπόγεια παλάτια του θανάτου!
Εγώ ποτέ μου δεν θα 'πω ότι ο γάμος φέρνει
πολύ περσσότερες χαρές από της λύπες πούχει.
Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα,
που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία.
Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκας
μία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του.
 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

(Εισέρχεται η Άλκηστις, κρατουμένη υπό του Αδμήτου. Τα παιδιά της κρατούνται κλαίοντα από τους πέπλους της)

Άλκηστις, Άδμητος, Εύμηλος. – Ο χορός.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Ω ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη
γυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα!
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
Ο ήλιος βλέπει και τους δυο, κ' εμέ κ' εσένα βλέπει,
που στους θεούς δεν 'κάμαμε ασέβειαν καμμίαν,
για να μας κάνουν δυστυχείς, να τιμωρούμεθα έτσι!
 
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Ω γη και ω παλάτι μου και σπίτι αγαπημένο
και ω νυφικό κρεββάτι μου. της Ιωλκού ω πατρίδα!
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
Θάρρος, κρατήσου, δύστυχη! Μη φεύγης! Μη μ' αφήνης
και παρακάλει τους θεούς ίσως μας λυπηθούνε.
 
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Βλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνη
και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω,
όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει:
«Γιατί αργείς; Μη χάνωμε καιρό. Σε περιμένω».
Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι.
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
Αλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις!
Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε!
 
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη.
Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει
είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε
κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα.
Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης;
Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω;
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε
για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.
 
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Αφήστε με, αφήστε με. Μη με κρατείτε τώρα.
Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν. Ο Χάρος
κοντύτερα μου έρχεται. Τα μάτια μου θολώνουν.
Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι πια στον κόσμο.
Είθε εσείς τουλάχιστον να ζήτε ευτυχισμένα!
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
Αλλοίμονον τα λόγια σου μου σφίγγουν την ψυχή μου
κ' είναι για με σκληρότερα ακόμα κι' απ' τον Χάρο!
Για των θεών το όνομα, κρατήσου, μη μ' αφήνης·
εις την ζωή των ορφανών παιδιών μας σε ορκίζω,
σηκώσου ορθή και γέμισε με θάρρος την ψυχή σου!
Γιατί, αν μου πεθάνης συ, δεν θέλω την ζωή μου,
και εξαρτάται από σε να ζήσωμε ή όχι,
γιατ' η αγάπη σου για μας είναι ιερή,
 
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
 
Με βλέπεις
σε τι κατάστασι έφθασα, Άδμητε. Πριν να κλείσω
τα μάτια μου, θα σου ειπώ τι θέλω. Άκουσε με!
Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου
και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο
πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις
μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω
και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα,
εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι
να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου.
Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσέ να ζήσω
με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσέ κοντά μου,
και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα.
Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας
κ' οι δύο σ’ εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσω γέροι,
που θα μπορούσαν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους
και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους.
Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν,
αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν.
Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα
και συ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη,
κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα
και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνη.
Ας είναι όμως. Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης
ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω,
αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει
να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας.
Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο
και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου.
Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω
τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο
θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.
Δέξου λοιπόν να μείνουνε κύριοι μέσ' στο σπίτι
και μην τους δώσης μητρυιά, μία γυναίκα ξένη,
που δεν θα είναι σαν κ' εμέ καλή, και από ζήλεια
θα βάλη χέρι απάνω τους και θα τα βασανίζη.
Αυτό μονάχα σου ζητώ κ' ελπίζω να το κάμης.
Γιατί δεν είναι μητρυιά που εις τα παιδιά της μάννας
να μην είναι χειρότερη κι' απ' την οχιά ακόμα.
Και όσω για το αρσενικό, αυτό θα έχη εσένα,
που θα του είσαι φύλακας και δυνατός προστάτης.
Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψη
όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια,
'σαν μεγαλώσης, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν
και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου;
Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψη
και να σταθή στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα,
που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάννα.
Γιατί εγώ πεθαίνω πια. Είν' η ζωή μου λίγη,
ούτε μια μέρα ούτε δυο ακόμα δεν θα ζήσω,
σε λίγη ώρα θα βρεθώ κάτω στον μαύρον Άδη.
Είθε να ζήσετε ευτυχείς· μπορείτε να καυχάσθε,
εσύ ότι επέτυχες την πιο καλή γυναίκα
και σεις, παιδιά, πως είχατε την πιο καλή μητέρα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Όσω γι' αυτό, μη νοιάζεσαι. Κανείς μας δεν διστάζει
να πη πως ό,τι του ζητάς ο Άδμητος θα κάμη,
αν έχη πάντα το μυαλό, που φαίνεται πως έχει.
 
ΑΔΜΗΤΟΣ
 
θα γίνη ό,τι μου ζητείς, θα γίνη, μην τρομάζης.
Και ζωντανή είσαι η μόνη μου γυναίκα, κι' αν πεθάνης,
μόνη εσύ γυναίκα μου θα μείνης. Καμμιά άλλη,
καμμιά γυναίκα Θεσσαλή, δεν θα βρεθή ή ωραία
ή από γενιά ευγενική να σ' αντικαταστήση
και να με λέη άντρα της. Όσω για τα παιδιά μας,
μη φοβηθής, θα μείνουνε η μοναχή χαρά μου,
αφού δεν επροφθάσαμε εσένα να χαρούμε.
Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο,
αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω
θα νοιώθω περιφρόνησι για κείνην που μ' εγέννα
και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους
με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα.
Συ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσης τη ζωή σου,
για να μου σώσης τη ζωή. Μπορώ να μη στενάξω
τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω;
Ούτε τραγούδι θ' ακουστή, ούτε χαρά θα λάμψη,
ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα.
Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου
θα θέλη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση,
γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις.
Θαύρω τεχνίτας διαλεκτούς το σώμα σου να κάμουν
κι' απάνω στο κρεββάτι σου εγώ θα το 'ξαπλώσω
και πέφτοντας κ' εγώ κοντά γλυκά θα ταγκαλιάζω
και λέγοντας σου τώνομα, πως σ' έχω θα νομίζω
αν και εσύ δεν θάσαι πια! Παρηγορία μαύρη,
μα κάποιο θάρρος στην ψυχή θαρρώ πως θα μου δίνη.
Και στα όνειρά μου θάρχεσαι να ευφραίνης την ψυχή μου,
γιατί κι' αυτό ευχαριστεί, στον ύπνο σου να βλέπης
έστω και λίγο, μια στιγμή, εκείνον που αγαπούσες.
Μ' αν είχα κ' εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέως,
την Περσεφόνην να μπορώ κ' εγώ να συγκινήσω
ή και τον Πλούτωνα, γοργά θα έτρεχα στον Άδη
και ούτε τον ψυχοπομπόν θα τρόμαζα, μα ούτε
ο Κέρβερος θα μ' έκανε στον κόσμο να γυρίσω
χωρίς εσένα. Τώρα πια, περίμενε με κάτω
κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω.