Free

Αθηναίων Πολιτεία

Text
Author:
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Font:Smaller АаLarger Aa

Το τελευταίον τούτο επί της εποχής του δημοκρατικόν πολίτευμα, ως ελειτούργει επί της βασιλείας Αλεξάνδρου του Μεγάλου, αποτελεί το δεύτερον μέρος του συγγράμματος του Αριστοτέλους. Μετά εισαγωγικόν κεφάλαιον περί του αστικού νόμου και του περί εφήβων θεσμού ο Αριστοτέλης περιγράφει επακριβώς τα του διοικητικού συστήματος της Αθηναίων πολιτείας, η οποία ως προς την εσωτερικήν οργάνωσιν ήτο την εποχήν εκείνην πληρεστάτη. Εκθέτει κατά συσχέτισιν τας δικαιοδοσίας της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής, αι οποίαι κατ' ουσίαν απετέλουν αμφότεραι την υπό του δήμου διοίκησιν της πολιτείας. Πραγματευόμενος δε τα της Βουλής των πεντακοσίων ορίζει και την δικαιοδοσίαν των καθέκαστα οικονομικών αρχόντων (ανωτέρων δηλαδή υπαλλήλων).

Οι άρχοντες διαιρούνται εις δύο κατηγορίας, τους κληρουμένους και τους εκλεγομένους. Οι εκλεγόμενοι ήσαν σχετικώς ολίγοι και ιδίως τοιούτοι ήσαν προκειμένου περί αξιωμάτων απαιτούντων ειδικήν μόρφωσιν και πείραν.

Οι διά κλήρου λαμβανόμενοι άρχοντες υποδιηρούντο εις:

Άρχοντας ετησίους επί των κοινών διοικητικών υποθέσεων (εγκύκλιος διοίκησις), εκλεγομένους ως επί το πλείστον ομαδικώς ανά δέκα δι' εκάστην διοικητικήν εξουσίαν.

Άρχοντας ανωτέρους ετησίους (οι εννέα άρχοντες) και άρχοντας πενταετούς θητείας. Ο τρόπος του καταρτισμού ενός εκάστου σωματείου αρχόντων και η έκτασις της δικαιοδοσίας του εξηγούνται και καθορίζονται υπό του Αριστοτέλους, λεπτομερεστέρα δε γίνεται υπ' αυτού ανάλυσις των τύπων των αναφερομένων εις τα δικαστήρια και εις τας εορτάς.

Η λεπτομερής περιγραφή των δικαστηρίων του δήμου, η οποία απετέλει το τελευταίον κεφάλαιον του συγγράμματος, δυστυχώς δεν διεσώθη πλήρης, και μόνον αποσπάσματα εξ αυτής έχομεν.

Τα προ αυτού και τα σύγχρονά του ίσως κείμενα, εξ όσων ηρύσθη ο Αριστοτέλης τας ιστορικάς πληροφορίας, δεν αναφέρει ονομαστικώς, μεταχειριζόμενος πάντοτε αορίστους περί αυτών εκφράσεις, ως π. χ. «οι μεν.. οι δε» – «η κοινή γνώμη» – «οι δημοκρατικοί συγγραφείς – «οι αντιφερόμενοι προς τούτους». Μόνον δε τον Ηρόδοτον και τον Σόλωνα ως συγγραφείς αναφέρει ονομαστί. Από του Ηροδότου ηρύσθη σχεδόν όλην την ιστορίαν των Πεισιστρατιδών και του Κλεισθένους, από δε τον Σόλωνα έλαβε και τα σχετικά προς την πολιτικήν και κοινωνικήν κατάστασιν, την προ και μετά την Σολώνειον νομοθεσίαν.

Επίσης, αν και δεν αναφέρει ονομαστί τον Θουκυδίδην (12) , εδανείσθη απ' αυτόν πολλάς των λεπτομερειών της ολιγαρχικής στάσεως του 411 π. Χ. και τας επί ταύτης κρίσεις του. – Από τον Ξενοφώντα απεναντίας, πλην του λόγου του Θηραμένους ίσως, ουδέν άλλο ηρύσθη.

Και πρόδηλον φαίνεται, όπως δεικνύει προσφυώς ο Θ. Ραϊνάχ, (13) ότι την αφήγησιν της ιστορίας των Τριάκοντα τυράννων και την σκιαγραφίαν του δημαγωγού Κλέωνος. (14) εδανείσθη ο Αριστοτέλης από τον βαθύτερον και επιφανέστερον μετά τον Θουκυδίδην ιστορικόν Θεόπομπον, τον οποίον και Διόδωρος ο Σικελιώτης έλαβεν οδηγόν.

Αι γενικαί ιστορίαι, πλην ως προελέχθη, της του Ηροδότου, δεν συνέβαλαν σημαντικώς εις τον καταρτισμόν του Αριστοτελικού συγγράμματος, παρασχούσαι μόνον εις αυτόν ενίοτε χαρακτηριστικά τινα επεισόδια. Ενώ αντιθέτως οι λεγόμενοι Ατθιδογράφοι (15) ήτοι οι χρονικογράφοι της Αθηναϊκής ιστορίας ωδήγησαν αυτόν εις την χρονολογικήν αφήγησιν. Ο Κλεόδημος, ο Φανόδημος, ο Ανδροτίων συμπαραβαλλόμενοι υπό του Αριστοτέλους διεφώτισαν αυτόν ως προς την χρονολογικήν εξέλιξιν των γεγονότων, του παρέσχον δε μάλιστα πολλάκις συντόμους χαρακτηρισμούς αυτών τούτων των γεγονότων, ως αποδεικνύει του Αριστοτελικού κειμένου η παραβολή προς τα σωζόμενα σχετικά αποσπάσματα των Ατθιδογράφων. (16)

Άλλα δε προς τούτοις βοηθήματα είχεν ο Αριστοτέλης την Συναγωγήν δογμάτων (διαταγμάτων) και επισήμων εγγράφων Κρατερού του Μακεδόνος, τας επιγραφάς και τα μνημεία, τα ποιήματα του Σόλωνος, τα λαϊκά άσματα και τας λαϊκάς παροιμίας, τας οποίας προσφυέστατα μεταχειρίζεται διεξηγών δι' αυτών ή επιβεβαιών ιστορικά γεγονότα.

Το δεύτερον μέρος τον έργου κατ' ελάχιστον αναφέρεται εις ιστορικάς πηγάς, διότι ο Αριστοτέλης εις αυτό περιγράφει το σύγχρονόν του πολιτειακόν σύστημα, αντιλαμβανόμενος και πληροφορούμενος αυτός ο ίδιος τα πράγματα. Και ενώ εις το πρώτον μέρος, την ιστορικήν δηλαδή εξέλιξιν της Αθηναίων πολιτείας, διακρίνεται στιβαρά δύναμις κριτική, ρέει δε ομαλώς και καθαρώς η διήγησις ως αν από διαυγούς και πλουσίας πηγής, εις το δεύτερον μέρος, το περιγραφικόν δηλονότι και αναλυτικόν, επικρατεί η ανυπέρβλητος μεθοδικότης και ο θαυμαστός διασαφιστικός τρόπος της Αριστοτελικής διανοίας. Εν συνόλω δε ο Αριστοτέλης δεικνύεται κριτικός βαθύτατος και εις την χρήσιν των ιστορικών κειμένων και εις την εκλογήν αυτών και εις την εκτίμησιν της σημασίας των γεγονότων. Το ομοιαληθές – όπως εις όλον το Αριστοτελικόν σύστημα – διήκει απ' αρχής έως τέλους του συγγράμματος ως το ασφαλέστερον κριτήριον επί των ασαφών και επί των αντιθέτως αναφερομένων. Διά της τοιαύτης μεθόδου του ομοιαληθώς κρίνειν αποκρούει τας εναντίον του Σόλωνος και του Θηραμένους διαβολάς και ομοιοτρόπως τροποποιεί την διήγησιν του Θουκυδίδου περί της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, αυτός ίσως επί του προκειμένου πλησιάσας περισσότερον την αλήθειαν. (17)

Μ' όλα αυτά τα πλεονεκτήματα ο Αριστοτέλης δεν δύναται να θεωρηθή το πρότυπον ιστορικού συγγραφέως· όχι μόνον κατά την σημερινήν αντίληψιν της ιστορίας, αλλ' ουδέ παραραβαλλόμενος προς τους επιφανείς αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς. Διότι την ιστορικήν του αφήγησιν δεν την ολοκληρώνει το βαθύ εκείνο και ιδιότυπον κριτικόν ύφος του Θουκυδίδου το καθιστών το σύγγραμμα του Πελοποννησιακού πολέμου σύνολον άρτιον και αδιάσπαστον, ουδ' εμψυχώνει αυτήν η υπερτέρα και γενική και κοσμοπολιτική αντίληψις των γεγονότων, η διαπνέουσα και διακρίνουσα την ιστορίαν του Πολυβίου.

Άλλως δε, αν και διατριβών εις τας λεπτομερείας ο Αριστοτέλης, δεν είναι πάντοτε και εις ταύτας χρονογράφος αλάθητος. Τούτο δε πρέπει ν' αποδοθή εις το εσπευσμένον της συγγραφής και εις μη επιγενημένην αναθεώρησιν και βάσανον του έργου μάλλον, παρά εις άγνοιαν ιστορικών πηγών και αυθεντικών κειμένων. Ούτως ιστορεί τον Κίμωνα νέον κατά την εποχήν της εξασθενίσεως των εξουσιών του Αρείου Πάγου (18) , ενώ τότε, ήτοι μετά την θάνατον του δημαγωγού Εφιάλτου, ήτο τουλάχιστον 40 ετών. Ομοίως τας περί ειρήνης προτάσεις των Λακεδαιμονίων ορίζει γενομένας μετά την εν Αργινούσαις ναυμαχίαν (19) , ενώ εγένοντο αύται μετά την εν Κυζίκω.

Αλλά και από διευκρινιστικής απόψεως και καθορισμού των συμβάντων παρουσιάζει ανακριβείας τινάς. Ούτως εξηγεί κακώς την επί Σόλωνος σεισάχθειαν, συγχέων τα επί των ακινήτων κτημάτων επιβεβλημένα βάρη προς τα ενυπόθηκα επ' αυτών ιδιωτικά δάνεια. Επίσης βεβαιοί εσφαλμένως ότι όλοι οι κατά το έτος της εν Αργινούσαις ναυμαχίας Αθηναίοι στρατηγοί κατεδικάσθησαν εις θάνατον, κλπ.

Αλλ' αι ανακρίβειαι αύται ελάχισται κατ' αριθμόν, κατ' ουσίαν δε σχετικώς ασήμαντοι δεν ελαττώνουν την αυθεντικότητα και την ακρίβειαν του όλου κειμένου της Αθηναίων Πολιτείας, η οποία μάλιστα ως σύγγραμμα πολιτειακής ύλης, εξηγούν τα του πολιτεύματος και του διοικητικού συστήματος των Αθηναίων είναι μοναδικόν και πρότυπον αληθώς έργον. Εις τούτο δε κυρίως φαίνεται ν' απέβλεψεν ο Αριστοτέλης.

 

Διακριτικά προς τούτοις χαρίσματα του Αριστοτελείου τούτου έργου είναι η απ' αρχής έως τέλους αυτού διήκουσα καλή πίστις τον συγγραφέως και το προμνημονευθέν λιτόν, διαυγές δε και αβίαστον αφηγηματικόν ύφος, περί του οποίου ενθουσιωδώς απεφαίνοντο κατά την αρχαιότητα, από του Κικέρωνος, ο οποίος τον Αριστοτέλειον λόγον ωνόμασε ποταμόν χρυσού, μέχρι Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, ο οποίος θαυμάζει την διαύγειαν και το θέλγητρον των Αριστοτελικών σαφηνίσεων και μέχρι του Πλουτάρχου, ο οποίος εξαίρει την δύναμιν και την χάριν του ύφους του. Ούτω δε όχι μόνον από ιστορικής αλλά και από φιλολογικής απόψεως η Αθηναίων Πολιτεία είναι έν των πολυτιμοτέρων κειμηλίων, των κληροδοτηθέντων εις ημάς υπό της κλασσικής Ελληνικής αρχαιότητος.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΕΚ ΤΟΥ ΕΛΛΕΙΠΟΝΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Από τα ελλείποντα εν αρχή κεφάλαια της Αθηναίων Πολιτείας διεσώθησαν εις άλλους αρχαίους συγγραφείς τα εξής αποσπάσματα, διά των οποίων γίνεται αποκατάστασις όχι βεβαίως του λεκτικού κειμένου της συγγραφής, αλλά του νοήματος και των εν αυτή πληροφοριών περί της αρχής και περί των πρώτων χρόνων της ιστορικής ζωής των Αθηνών. Το πρώτον των αποσπασμάτων τούτων είναι εκ της σωζομένης, ως εν τη εισαγωγή είρηται, Επιτομής της Αθηναίων Πολιτείας του Ηρακλείδου. Μετ' αυτό δε τα εν τη αυτή Επιτομή αποσπάσματα (5, 6, 7, 8, 9, 10, 11) περιεχόμενα εις το σωζόμενον Αριστοτελικό κείμενον, παρετέθησαν διά να καταδειχθή ούτως αμοιβαίως η αυθεντικότης και του Λονδινίου παπύρου και του παρατιθεμένου πρώτου της Επιτομής αποσπάσματος. – Οι συγγραφείς, παρά τοις οποίοις ευρίσκονται ταποσπάσματα, αναφέρονται εις υποσημειώσεις, ελήφθησαν δε ταύτα εκ της εκδόσεως V. Rose, Arist. qui ferebantur libr. frag. Teubner και εκ της εκδόσεως Arist. Πολ. Αθην. υπό Fr. Blass. Teubner].

Απόσπασμα 1ον

§ 1. Οι Αθηναίοι (20) αρχικώς μεν εκυβερνώντο υπό βασιλείας. Όταν δε ο Ίων κατώκησε μετ' αυτών, τότε κατά πρώτον ωνομάσθησαν Ίωνες. Ο δε Πανδίων, ο οποίος εβασίλευσε μετά τον Ερεχθέα, διένειμε την βασιλείαν (αρχήν) εις τους υιούς του· και ούτοι (οι Aθηναίοι) συνεχώς ευρίσκοντο εις πολιτικάς στάσεις μεταξύ των. Ο Θησεύς δε προσεκάλεσεν αυτούς διά προκηρύξεώς του και τους συνεφιλίωσε με δικαιοσύνην και ισότητα. Ούτος μεταβάς εις την Σκύρον απέθανε κρημνισθείς επί βράχων υπό του Λυκομήδους, ο οποίος εφοβήθη μη του αφαιρέση (ο Θησεύς) την νήσον. Οι δε Αθηναίοι μεταγενέστερον μετά τους Περσικούς πολέμους μετέφεραν τα οστά του.

§ 2. Και από του γένους των απογόνων του Κόδρου δεν εξελέγοντο πλέον βασιλείς, διότι εφαίνετο ότι κατήντησαν τρυφηλοί και μαλθακοί. Ο δε Ιππομένης, είς των απογόνων του Κόδρου, θέλων ν' απορρίψη την κατηγορίαν αυτήν, ότε συνέλαβε μοιχευομένην την θυγατέρα αυτού Λειμόνην, εκείνον μεν τον μοιχόν εφόνευσε σύρας όπισθεν του άρματός του [μετά της θυγατρός], αυτήν δε την θυγατέρα του έκλεισε μαζί με ένα ίππον, έως ου απέθανεν.

§ 3. Τους συντρόφους του Κύλωνος εις το κίνημα διά την αρπαγήν του τυραννικού αξιώματος, καταφυγόντας εις τον βωμόν της θεάς, τους εφόνευσαν οι οπαδοί του Μεγακλέους. Και τους δράστας της πράξεως ταύτης εξώρισαν (οι Αθηναίοι) ως ιεροσύλους.

_____

5. Ο Σόλων (21) δώσας νομοθεσίαν εις τους Αθηναίους επέβαλε και αποκοπάς των χρεών, ήτοι την λεγομένην σεισάχθειαν· επειδή δε παρηνώχλουν αυτόν μερικοί σχετικώς με τους νόμους, ανεχώρησεν εις Αίγυπτον.

6. Ο Πεισίστρατος διατελέσας τύραννος τριάκοντα και τρία έτη απέθανε γέρων. – Ο Ίππαρχος ο υιός του Πεισιστράτου έρρεπεν εις τους παιδικούς έρωτας και ήτο φιλόμουσος. Ο Θεσσαλός δε ήτο νεώτερος την ηλικίαν και αυθάδης. Τούτον, όντα (επίσης) τύραννον, μη δυνηθέντες να φονεύσωσιν, εφόνευσαν τον Ίππαρχον τον αδελφόν αυτού. Ο δε Ιππίας σκληρότατα (έκτοτε) εβασίλευεν.

7. Και εισηγητής υπήρξε του νόμου περί εξοστρακισμού, ο οποίος ετέθη διά τους επιδιώκοντας να γίνωσι τύραννοι. Και άλλοι δε πολλοί εξωστρακίσθησαν και ο Ξάνθιππος και ο Αριστείδης.

8. Ο Εφιάλτης επέτρεπε να λαμβάνουν οπώρας εκ των ιδικών του αγρών οι θέλοντες, πολλούς δ' εξ αυτών εκαλούσεν εις δείπνον.

9. Ο Κλέων αναλαβών την αρχήν επέφερε την διαφθοράν του πολιτεύματος και ακόμη περισσότερον οι κατόπιν αυτού, οι οποίοι παντός είδους παρανομίας διέπραξαν και εφόνευσαν όχι ολιγωτέρους των χιλίων. Ότε δε η εξουσία τούτων κατελύθη, ανέλαβαν την αρχήν ο Θρασύβουλος και ο Ρίνων, ο οποίος ήτο ανήρ καλός και ενάρετος.

10. Ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης και η εξ Αρείου Πάγου Βουλή είχον μεγάλην πολιτικήν δύναμιν.

11. Και των οδών έχουσι την επίβλεψιν ίνα μη καταλαμβάνουν μερικοί αυτάς δι' οικοδομών ή αποκλείουν με μάνδρας. – Ομοίως δε διορίζουν και τους ένδεκα διά κλήρου, τους έχοντας την επιστασίαν των φυλακισμένων. – Υπάρχουν δε και εννέα άρχοντες, (ήτοι έξ θεσμοθέται, οι οποίοι εκλεγέντες ορκίζονται ότι δικαίως θα διαχειρισθώσι την αρχήν και δεν θα λάβουν δώρα ή δεν θα αναθέσουν υπέρ εαυτών χρυσούν ανδριάντα. – Ο δε (άρχων) βασιλεύς διαχειρίζεται τα αφορώντα εις τας θυσίας και τον πόλεμον.

Απόσπασμα 2ον

Ο Απόλλων (22) (λέγεται) πατρώος.. Τον Απόλλωνα εν κοινώ οι Αθηναίοι τιμώσιν ως πατρογονικόν θεόν αυτών (πατρώον) εξ αιτίας του Ίωνος· διότι αφ' ότου κατώκησεν ούτος εις την Αττικήν.. οι Αθηναίοι ωνομάσθησαν Ίωνες και ο Απόλλων επωνομάσθη πατρογονικός αυτών.

Απόσπασμα 3ον

Θέλων (23) δε ακόμη περισσότερον ν' αυξήση την πόλιν (ο Θησεύς) προσεκάλει πάντας παρέχων ισονομίαν· και το κήρυγμα «ο λαός εδώ ελάτε» (24) λέγεται ότι καθιερώθη από τον Θησέα, ότε προσεκάλεσέ ποτε όλον τον λαόν εις συνάθροισιν. Αλλ' όμως δεν αφήκε να γίνη άτακτος και ανάμικτος συνεπεία του ανεξελέγκτως συρρεύσαντος πλήθους η δημοκρατία, αλλά πρώτος διεχώρισεν εις ευπατρίδας και γεωργούς και τεχνίτας (25) και προσδιορίσας οι μεν ευπατρίδαι να επιβλέπωσι τα θεία και να γίνωνται άρχοντες και να είναι διδάσκαλοι των νόμων και εξηγηταί των οσίων και των ιερών ανέδειξεν αυτούς ούτως ειπείν ίσους με τους άλλου πολίτας, διότι οι μεν ευπατρίδαι εφαίνοντο υπέρτεροι κατά την δόξαν, οι δε γεωργοί κατά την χρησιμότητα και οι τεχνίται κατά το πλήθος. Ότι δε πρώτος έκλινε προς τον όχλον, ως ο Αριστοτέλης λέγει, και αφήκε την μοναρχίαν, φαίνεται ότι ο Όμηρος το μαρτυρεί εις τον κατάλογον των πλοίων (26) , μόνους τους Αθηναίους επονομάσας δήμον.

Απόσπασμα 4ον

[Ούτως] έχει γίνει (27). Εις τον παλαιόν καιρόν ο λαός των Αθηναίων, πριν ή ο Κλεισθένης φέρη την τακτοποίησιν κατά φυλάς, ήτο διηρημένος εις [ευπατρίδας] γεωργούς και τεχνίτας και φυλαί τούτων ήσαν τέσσαρες, εκάστη δε των φυλών είχε τρεις μοίρας, τας οποίας ωνόμαζαν φατρίας και τριττύας· καθεμία δε απ' αυτάς απετελείτο από τριάκοντα γένη και καθέν γένος είχε τριάκοντα άνδρας τους προσδιωρισμένους από αυτό το ίδιον γένος, οι οποίοι ελέγοντο γεννήται, εκ των οποίων διά κλήρου εξελέγοντο χωριστά καθείς διά τα ιερατικά αξιώματα, οποίοι (παραδείγμ. χάριν) οι Ευμολπίδαι και οι Κήρυκες και οι Ετεοβουτάδοι, καθώς ιστορεί εις την Αθηναίων πολιτείαν ο Αριστοτέλης, λέγων τα εξής· κατενεμήθησαν δε όλοι ομού αυτοί εις τέσσαρας φυλάς απομιμούμενοι τας ώρας του έτους, καθεμία δε των φυλών ήτο διηρημένη εις τρία μέρη, ούτως ώστε όλα τα μέρη να είναι δώδεκα, όπως οι μήνες εις το έτος, ωνομάζοντο δε τριττύες και φατρίαι. Εις δε την φατρίαν ήσαν κανονισμένα τριάκοντα γένη, καθώς αι ημέραι εις τον μήνα, το δε γένος ήτο εκ τριάκοντα ανδρών.

Απόσπασμα 5ον

Οι φυλοβασιλείς (28) (άρχοντες των φυλών) τέσσαρες εκλεγόμενοι μεταξύ των ευπατριδών ησχολούντο κυρίως περί τα θεία· διέμενον δε ομού εις το βασιλικόν οικοδόμημα, πλησίον του Βουκολίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

[Εκ των προτεθειμένων αποσπασμάτων και εκ του Ηροδότου (29) και Θουκυδίδου (30) αφ' ων ηρύσθη ο Αριστοτέλης, προς δε και εκ του Πλουτάρχου, ορυσθέντος εκ της «Αθηναίων Πολιτείας» (31) , αποκαθίσταται πλήρης η έννοια του ελλείποντος πρώτου κεφαλαίου συνοπτικώς, ως εξής]:

Ανέκαθεν οι Αθηναίοι εκυβερνώντο υπό βασιλέων. Έπηλις ο Ίων εγκαταστάς εν Αττική έδωκε τ' όνομά του εις τους αυτόχθονας επονομασθέντας έκτοτε Ίωνας. Επιφανής μυθολογούμενος βασιλεύς υπήρξεν ο Ερεχθεύς, ο κατόπιν δ' αυτού βασιλεύσας Πανδίων κατένειμε την βασιλικήν εξουσίαν εις τους υιούς του, ένεκα δε της τοιαύτης διαιρέσεως η χώρα έκτοτε διαρκώς εστασίαζε μέχρι Θησέως. Ούτος συνήνωσε τους δήμους της Αττικής, έκαμε δε πυκνότερον των Αθηνών τον οικισμόν και προέβη εις κοινωνικήν και πολιτικήν διοργάνωσιν επί το δημοτικώτερον. Εις μεταγενεστέρους δε χρόνους, επιφανής και φιλόπατρις των Αθηνών βασιλεύς υπήρξεν ο Κόδρος, εν πολέμω πεσών.

 

Η επελθούσα είτα κατάπτωσις του βασιλικού οίκου των Κοδριδών και η προϊούσα ανάπτυξις των δήμων επέφερε την κατάλυσιν της βασιλείας. Τότε δε αι Αθήναι εκυβερνήθησαν υπό των παλαιών ευγενών οικογενειών. Αλλ' αι μεταξύ τούτων έριδες και αντιζηλίαι προεκάλουν συνεχείς στάσεις.

Τότε νέος τις ευπατρίδης, ο Κύλων, Ολυμπιονίκης, γαμβρός δε επί θυγατρί του Θεαγένους, τυράννου των Μεγάρων, επεχείρησε ν' αρπάση την τυραννίαν. Επέτυχε να καταλάβη την Ακρόπολιν, αλλ' οι εν τοις αγροίς σπεύσαντες πολυπληθείς επολιόρκησαν αυτόν εκεί. Ελλείψει τροφίμων οι εν τη Ακροπόλει δεινώς επιέζοντο. Και ο μεν Κύλων ηδυνήθη κρύφα να διαφύγη, οι δε οπαδοί του κατέφυγον ικέται εις τον ναόν της Αθηνάς. Εκεί συνεθηκολόγησαν μετά του άρχοντος Μεγακλέους, του εκ του οίκου των Αλκμεονιδών, αρχηγού των πολιορκητών. Αλλ' ότε πίστιν παρέχοντες εις τας σπονδάς εξήλθον του ναού, κατεσφάγησαν, τινές δε μάλιστα παρά τον βωμόν των Εριννύων, όπου είχον καταφύγει.

Το εναγές πραξικόπημα τούτο κατέστησε παρά τω λαώ μισητόν τον οίκον των Αλκμεονιδών, η δε φατρία του Κύλωνος ενισχυθείσα ούτω, εστασίαζεν εκ του φανερού κατ' αυτών. Ίνα δοθή πέρας εις τους εμφυλίους σπαραγμούς απεφάσισεν ο δήμος να υποβληθώσιν εις δίκην οι δράσται της εναγούς πράξεως προ δικαστηρίου τριακοσίων ανδρών εκλεγέντων εκ των επιφανών και ορκισθέντων προ των βωμών ίνα κρίνωσι την υπό του Μύρωνος υποβληθείσαν σχετικήν καταγγελίαν (32) .

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β. (33)
[ΤΟ ΕΥΡΕΘΕΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ]

… Ο Μύρων, αναλαβόντες δι' όρκου προ των βωμών την καταγγελίαν ότε δε απηγγέλθη καταδίκη εναντίον εκείνων διά το ανοσιούργημα, αυτοί μεν οι ανοσιουργήσαντες εξεχώθηκαν από τους τάφους των, οι δε απόγονοι των κατεδικάσθησαν εις παντοτινήν εξορίαν. Και κοντά εις αυτά έγινε θρησκευτική εξάγνισις (καθαρμός) από τον Επιμενίδην τον Κρήτα.

II. Ύστερα δε απ' αυτά συνέβη να καταντήσουν εις στασιασμόν αναμεταξύ των οι επίσημοι και ο λαός διά πολύν καιρόν, διότι το πολίτευμα ήτο και καθ' όλα μεν τα άλλα ολιγαρχικόν και επί πλέον δε οι πτωχοί ήσαν υποδουλωμένοι εις τους πλουσίους και αυτοί και τα παιδιά των και αι γυναίκες των· και ωνομάζοντο πελάται και εκτήμοροι (34). Διότι με τοιούτου είδους μίσθωσιν (ήτοι δίδοντες τα πέντε έκτα του εισοδήματος εις τον κύριον της γης) (35) εκαλλιεργούσαν τους αγρούς των πλουσίων. Όλη δε η γη ανήκεν εις ολίγους. Και αν δεν έδιδαν όλον το μίσθωμα (οι γεωργοί) ήσαν εκ του νόμου υποκείμενοι εις δουλείαν αυτοί και τα τέκνα των και τα χρέη εξ οιασδήποτε αιτίας επέφεραν υποχρέωσιν σωματικής δουλείας (του χρεώστου) έως εις τον καιρόν του Σόλωνος· αυτός δε πρώτος έγινε προστάτης της λαϊκής τάξεως. Το σκληρότατον μεν λοιπόν και πικρότατον (απ' όλα) εις εκείνην την πολιτικήν κατάστασιν ήτο διά τους πολλούς ο τοιούτος θεσμός της δουλείας, αλλ' όμως και διά τα άλλα πολιτικά πράγματα επίσης ήσαν δυσαρεστημένοι· διότι δεν είχαν καμμίαν, διά να είπωμεν ούτω, συμμετοχήν εις όλην εν γένει την διαχείρισιν της πολιτείας.

Η δε οργάνωσις του αρχαίου πολιτεύματος, εκείνου που υπήρχε προ του Δράκοντος, ήτο ως εξής. Οι μεν άρχοντες προήρχοντο από την αριστοκρατικήν και από την πλουτοκρατικήν τάξιν. Και κατ' αρχάς μεν ισοβίως, έπειτα δε διά μίαν δεκαετίαν. Τα πλέον μεγάλα δε και πρώτα αξιώματα ήσαν ο βασιλεύς, ο πολέμαρχος και ο άρχων· εκ τούτων δε πρώτον αξίωμα ήτο (το αξίωμα) του βασιλέως, διότι αυτό υπήρχε πατροπαράδοτα, δεύτερον δε αξίωμα ιδρύθη η πολεμαρχία, ένεκα του ότι υπήρξαν μερικοί των βασιλέων ανίκανοι εις τα πολεμικά πράγματα· εξ αιτίας δε τούτου και είχαν προσκαλέσει τον Ίωνα (ως στρατηγόν), ότε ευρέθησαν εις κρίσιμον περίστασιν· τελευταίον δε αξίωμα εσυστήθη το του άρχοντος, διότι, ως μεν λέγουν οι περισσότεροι, επί της αρχοντίας του Μέδωνος, ως δε λέγουν μερικοί, επί της αρχοντίας του Ακάστου ιδρύθη το αξίωμα αυτό. Ούτοι δε προβάλλουν ως τεκμήριον του ισχυρισμού των το ότι εννέα άρχοντες ορκίζονται να τηρούν τας ενόρκους αυτών υποχρεώσεις όπως αύται ισχύουν από της εποχής του Ακάστου, ώστε επί της βασιλείας τούτου (συμπεραίνουν) παρεχώρησαν οι απόγονοι του Κόδρου μέρος του βασιλικού αξιώματος εις αντάλλαγμα των δοθεισών εις τον τότε άρχοντα (εκ του γένους των) δωρεών. Το πράγμα μεν λοιπόν, κατά ποίαν εκ των δύο υποθέσεων συνέβη, μικράν διαφοράν παρουσιάζει ως προς την εποχήν που συνέβη. Απόδειξις δε της μεταγενεστέρας ιδρύσεως του αξιώματος του άρχοντος είναι το ότι ούτος δεν διοικεί καμμίαν από τας πατροπαραδότους τελετάς, όπως ο βασιλεύς και ο πολέμαρχος (διοικούν), αλλά όλαι αι τελεταί, τας οποίας διευθύνει, είναι μεταγενέστεραι· διό και το αξίωμα τούτο έχει μεγαλυνθή εις νεωτέρους χρόνους, αυξηθέν βαθμηδόν με προσθέτους δικαιοδοσίας. Οι θεσμοθέται δε (άρχοντες) εξελέγησαν ύστερ' από πολλά έτη, ότε πλέον εγίνετο εκλογή των αρχόντων ετησίως, προς τον σκοπόν καταγράφοντες τους ψηφιζομένους νόμους να τους διαφυλάττουν, διά να δικάζωνται σύμφωνα με αυτούς οι παρανομούντες· ούτω και είναι το μόνον αξίωμα τούτο που δεν είχε ποτε διάρκειαν πλέον ή ετησίαν. Ως προς μεν λοιπόν τον χρόνον της ιδρύσεώς των έχουν τα αξιώματα τοιαύτην διαφοράν αναμεταξύ των. Δεν ήσαν δε όλοι εγκατεστημένοι εις έν μέρος οι εννέα άρχοντες. Αλλ' ο μεν βασιλεύς έμενεν εις το ονομαζόμενον τώρα Βουκόλιον, πλησίον του πρυτανείου (απόδειξις δε τούτου είναι ακόμη ότι και τώρα εκεί γίνεται η σύμμειξις της γυναικός του βασιλέως με τον Διόνυσον) (36). Ο δε άρχων έμενεν εις το πρυτανείον, ο δε πολέμαρχος εις το Επιλύκειον (το οποίον πρότερον μεν ελέγετο πολεμαρχείον, αφού δε ο Επίλυκος γενόμενος πολέμαρχος το ανοικοδόμησε και το εκαλλώπισεν, ωνομάσθη (Επιλύκειον), οι δε θεσμοθέται (άρχοντες) έμενον εις το θεσμοθετείον. Εις τον καιρόν δε του Σόλωνος όλοι ομού οι άρχοντες συνήλθον εις το θεσμοθετείον. Είχαν δε εξουσίαν τότε οι άρχοντες να δικάζουν κατ' ουσίαν και απ' ευθείας τας δίκας και όχι όπως τώρα να ενεργούν μόνον προανάκρισιν (επί των δικών).

Ο οργανισμός μεν λοιπόν της διοικήσεως τοιούτος ήτο. Η δε βουλή των Αρεοπαγιτών είχεν αποστολήν το να επιβλέπη εις τήρησιν των νόμων, διηύθυνε δε τα πλείστα κυβερνητικά πράγματα της πόλεως και τα μεγαλύτερα, έχουσα συνάμα εξουσίαν και να τιμωρή και να επιβάλλη πρόστιμον εις όλους ιδίως τους παραβαίνοντας τους κοινωνικούς θεσμούς. (Τούτο δε), διότι η εκλογή των αρχόντων εγίνετο εκ της αριστοκρατικής τάξεως και της πλουτοκρατικής, εξ εκείνων δε που είχον διετελέσει άρχοντες εγίνοντο οι Αρεοπαγίται· διό και εξ όλων των αξιωμάτων μόνον τούτο διετηρήθη ισόβιον έως τώρα (37). Ο οργανισμός μεν λοιπόν του πρώτου πολιτεύματος τοιούτος ήτο εις τας γενικάς του γραμμάς. Μετά δε τούτα ύστερα από την πάροδον όχι πολλού καιρού, επί του άρχοντος Αρισταίχμου, ο Δράκων έθεσε τους πολιτικούς νόμους αυτού. Το δε σύστημα των νόμων τούτο ήτο κατά τον εξής τρόπον· τα πολιτικά μεν δικαιώματα επενεμήθησαν εις τους έχοντας να εισφέρουν ένα πολεμικόν οπλισμόν στρατιώτου· διά δε τα αξιώματα των εννέα αρχόντων και των ταμιών ήσαν εκλέξιμοι όσοι είχον περιουσίαν όχι μικροτέραν των δέκα μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος), διά δε τα άλλα αξιώματα τα μικρότερα εκλέξιμοι ήσαν όλοι οι εισφέροντες ένα πολεμικόν οπλισμόν· στρατηγοί δε και ίππαρχοι εγίνοντο από τους έχοντας περιουσίαν όχι ολιγωτέραν των εκατόν μνων, ελευθέραν (από κάθε βάρος) και τέκνα γνήσια από νόμιμον γυναίκα μεγαλύτερα των δέκα ετών. Τούτους δε έπρεπε να κρατούν υπό εγγύησιν οι πρυτάνεις και οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι, οι του παρελθόντος έτους, μέχρις ου ήθελαν δώσει λογοδοσίαν, ως εγγυηταί δε ήσαν δεκτοί εκ της αυτής τάξεως των στρατηγών και των ιππάρχων. Συνέστη δε βουλή από τετρακοσίους και ένα, οριζομένους διά κληρώσεως εκ των εχόντων πολιτικά δικαιώματα. Διά την κλήρωσιν δε ταύτην καθώς και διά τα άλλα αξιώματα ελαμβάνοντο οι άνω των τριάκοντα ετών και ωρίσθη να μη γίνεται δύο φοράς άρχων ο αυτός πριν ή όλοι οι πολίται ήθελον γίνει άρχοντες· τότε δε πάλιν να γίνεται εξ αρχής νέα κλήρωσις (προς εκλογήν αρχόντων). Και αν κανείς εκ των βουλευτών απουσίαζεν από την συνέλευσιν ότε συνεδρίαζεν η βουλή ή συνήρχετο ο δήμος, αυτός επλήρωνε πρόστιμον τρεις μεν δραχμάς ο πεντακοσιομέδιμνος, δύο δε ο ιππεύς και μίαν ο ζευγίτης. Η δε Βουλή του Αρείου Πάγου ήτο φύλαξ των νόμων και επέβλεπε τους άρχοντας, όπως κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους· είχε δε δικαίωμα κάθε αδικούμενος να καταγγέλλη ενώπιον της Βουλής των Αρεοπαγιτών, ορίζων τον νόμον, κατά παράβασιν του οποίου αυτός (ο καταγγέλλων) ηδικείτο· τα χρέη όμως επέφεραν (και τότε) υποχρέωσιν σωματικής δουλείας, καθώς έχει προαναφερθή· και η ιδιοκτησία της γης ευρίσκετο εις χείρας ολίγων (38) .

12Υπαινιγμόν σαφή περί τούτου έχει εις την §§ 18.
13Th. Reinach: «Aristotle La Republique Athenienne», pref XXIV.
14Θεοπόμπου fragm. 99, edit Müller.
15Επιφανέστερος των Ατθιδογράφων υπήρξεν ο Φιλόχορος, ζήσας μετά τον Αριστοτέλην.
16Κλεοδήμου frag. 24 (Μüller I, 364) προς Αθην. Πολιτ. §§ 14. Φανοδήμου frag. 15 προς Αθ. Πολ. 3. Ανδροτίωνος frag. 5 και 49 προς Αθ. Πολ. §§ 22 και 29. – Τον έτερον γνωστόν Ατθιδογράφον Ελάνικον δεν έλαβεν ο Αριστοτέλης υπ' όψει διότι η χρονογραφία του ήτο συντεταγμένη, ως γράφει ο Θουκυδίδης, «βραχέως τε και τοις χρόνοις ουκ ακριβώς».
17Weil. (Journal des Savants Απριλίου 1891)
18Αθ. Πολ. § 26.
19Αθ. Πολ. § 34. Πρβλ. Φιλοχόρου Frag. 117 – 118 εκδ. Müller.
20Εξ Ηρακλείδου Επιτομής V. Rose [????]
21Εξ Ηρακλ. Επιτομής. Συνέχεια § 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11. Ταύτα είναι εκ των αναφερομένων εις το κείμενον της Αθην. Πολιτείας.
22Εξ Αρποκρατίωνος: Απόλ. πατρ.
23Πλούταρχ. Β. Παρ. Θησεύς ΚΕ'.
24«Δεύρ' ίτε πάντες λεώ».
25Ευπατρίδας, γεωμόρους, δημιουργούς.
26Ιλιάς, Β. 547.
27Λεξικόν Πατμ. Σακκελίονος Σελ. 152. Η έννοια ομοία εύρηται εις τον Σχολ. Αξιόχου Πλάτ. 371 θ.
28Πολ. VIII. 3.
29Ηροδότου V, 71.
30Θουκυδίδου I, 126.
31Πλουτάρχου βίοι Θησέως Γ, 25, Σόλωνος 12.
32Η τελευταία έννοια είναι η της πρώτης φράσεως του σωζομένου κειμένου (Μύρωνος καθ' ιερών ομόσαντες αριστίνδην).
33Η αρίθμησις εις κεφάλαια δεν υπάρχει εν τω κειμένω, γενομένη διά το σαφέστερον.
34Πελάται αντιστοιχεί με το σημερινόν κολόνοι. Εκτήμοροι = λαμβάνοντες την έκτην μοίραν (μερίδιον) των καρπών.
35Τα εντός παρενθέσεως είναι επεξηγήσεις, μη περιεχόμεναι εις το κείμενον.
36Αλληγορική παλαιοτάτη Θρησκευτική τελετή γινομένη κατά την εορτήν των Διονυσίων εις τας Αθήνας. Ιδέ Ησύχιον: «της του βασιλέως γυναικός και θεού γίνεται γάμος».
37Το επόμενον χωρίον πιστεύεται ότι έχει παρεμβληθή εις το αρχικόν κείμενον, εκτός της φράσεως, την οποίαν σημειώνω με κυρτούς χαρακτήρας εις το κείμενον.
38Έως εδώ τελειώνει το παρέμβλητον κείμενον.