Το αίτιον! Το αίτιον! Αυτό είν', ω ψυχή μου! 35
Ω άστρα σεις εντροπαλά, ας μη σας τ' ονομάσω!
Είναι το αίτιον! Αλλά, το αίμα δεν της χύνω,
και το κορμί δεν της χαλνώ, το άσπρον 'σάν το χιόνι,
τ' αφράτον και υαλιστερόν 'σάν μαρμαροκολώνα!
Πλην ν' αποθάνη! Ή αλληώς και άλλους θα προδώση. – Το φως να σβύσω, κ' έπειτα… το φως αυτό να σβύσω! Συ φωτοδότη λειτουργέ, αν τώρα σε φυσήσω, την λάμψιν πάλιν ημπορώ να σου την ξαναδώσω, αν μεταννοιώσω. Αλλ' εάν σου πάρω μιαν το φως σου, σε, που η φύσις σ' έπλασε την τέχνην της να δείξη, ποιος Προμηθεύς θα δυνηθή την φλόγα να μου φέρη να ξανανάψω τέτοιον φως! Το ρόδον αν το κόψω, δεν ημπορώ την βλάστησιν και πάλιν να του δώσω. Θα μαραθή! – Εις το κλαδί επάνω ας σε μυρίσω.
Ω συ, μοσχάτη αναπνοή, που την δικαιοσύνην την μισοπείθεις το σπαθί να σπάση, – έν ακόμη· ακόμη έν. Παρόμοια κ' αποθαμένη μείνε, να σ' αγαπώ και ύστερα… αφού σε θανατώσω. Ακόμη ένα, και αυτό να ήναι τελευταίον. Δεν εξανάγεινε ποτέ τόσον γλυκειά η πίκρα! Πρέπει να κλαύσω. Πλην σκληρά τα δάκρυά μου είναι· είναι ωσάν τον Ουρανόν και η 'δική μου λύπη· παιδεύει όπου αγαπά. – Εξύπνησε.
Ποιος είναι;
Ποιος είν' εκεί; Οθέλλε μου.
Εγώ 'μαι, Δυσδαιμόνα.
Αυθέντα μου, επιθυμείς να έλθης να πλαγιάσης;
Την προσευχήν σου σήμερα την είπες, Δυσδαιμόνα;
Την είπα, ω αυθέντα μου.
Αν έχης να ζητήσης
από τον Θεόν συγχώρησιν διά κανένα κρίμα
που σου βαραίνει την ψυχήν, αμέσως προσευχήσου.
Αλλοίμονον! Τι είν' αυτά τα λόγια;
Προσευχήσου,
και σύντομα. Περιπατώ έως να τελειώσης.
Δεν θέλω ανετοίμαστην να πάρω την ψυχήν σου.
Και την ψυχήν σου δεν ζητώ να σου την θανατώσω.
Να με φυλάξη ο Θεός!
Να θανατώσης είπες;
Το είπα.
Τότε ο Θεός λοιπόν να μ' ελεήση!
Αμήν εκ βάθους της ψυχής!
Αφού το λέγης τούτο,
να με σκοτώσης το λοιπόν ελπίζω δεν σκοπεύεις.
Κι' όμως είσαι φοβερός! Τι άγριος που είσαι!
Είναι τα 'μάτια σου θολά! Δεν 'ξεύρω τι φοβούμαι,
αφού δεν 'ξεύρω ένοχη να ήμ' εγώ, και όμως
φοβούμαι· το αισθάνομαι.
Τα κρίματά σου σκέψου.
Ότι σ' αγάπησα πολύ. Δεν έχω άλλο κρίμα.
Και θ' αποθάνης δι' αυτό.
Η φύσις δεν το θέλει
να θανατόνεται κανείς διά πολλήν αγάπην.
Αλλοίμονον! Τα χείλη σου τι τα δαγκάνεις έτσι;
Σου τρέμει όλον το κορμί από φρικτήν μανίαν!
Κακά σημάδια είν' αυτά. Ελπίζω πλην, ελπίζω,
ότι αν έρχεται κακόν δεν είναι δι' εμένα.
Ησύχασε και σώπαινε.
Ησύχασα. Τι θέλεις;
Εκείνο το μαντίλι μου, που τόσον αγαπούσα
και που σ' εχάρισα εγώ, το έχεις χαρισμένον
'ς τον Κάσιον.
Μα την ζωήν και την ψυχήν μου, όχι!
Κράξ' τον εδώ κ' ερώτησε.
Ψυχίτσα μου, φυλάξου,
μη κάμης όρκον ψεύτικον, και θάνατος προσμένει.
Η ώρα του θανάτου μου δεν ήλθε.
Ναι· αμέσως.
Λοιπόν την αμαρτίαν σου εξομολόγησέ την
ειλικρινώς. Το ν' αρνηθής τα πράγματα με όρκους
δεν πνίγει, ούτε αφαιρεί την βεβαιότητά μου,
που μου θερίζει μέσα μου τα σπλάγχνα. Θ' αποθάνης!
Ελέησέ με ο Θεός, την μαύρην!
Αμήν, είπα.
Και συ ελέησε, και συ! Διότι 'ς την ζωήν μου
δεν σε αδίκησα, ποτέ! Τον Κάσιον ποτέ μου
δεν τον ηγάπησα, ποτέ, εκτός μ' αγάπην τόσην,
όσην το θέλει κι' ο Θεός και η συνείδησίς μου·
αλλά ποτέ του χάρισμα δεν έλαβ' απ' εμένα.
Μα τον Θεόν, 'ς τα χέρια του το είδα το μαντίλι!
Το είδα, ω επίορκη! Πετρόνεις την καρδιάν μου!
κ' εκείνο πώχω εις τον νουν, με θέλεις να το κάμω
ως φονικόν, ενώ εγώ το είχα ως θυσίαν! 36
Το είδα το μαντίλι σου!
Τότε λοιπόν το ηύρε·
δεν του το έδωσα ποτέ. Κράξ' τον εδώ να έλθη,
κ' εμπρός μου την αλήθειαν ας την ομολογήση.
Τα ωμολόγησεν αυτός.
Τι πράγμα;
Ότι… ότι
σ' εχάρηκε …
Εμένα!
Ναι!
Δεν θα το 'πή ποτέ του!
Δεν θα το' πή. Το στόμα του είναι κλεισμένον τώρα.
Τα μέτρα του τα έλαβε ο τιμημένος Ιάγος.
Εμάντευσεν ο φόβος μου! Αποθαμένος είναι;
Εάν η κάθε τρίχα του και μια ζωή του ήτο,
δεν θα του άφινα εγώ ζωήν!
Ω δυστυχία!
Αδικημένος είν' αυτός, κ' εγώ αφανισμένη!
Πόρνη! Δεν έχεις εντροπήν; Εμπρός μου θα τον κλαύσης;
Ω! διώξέ με, αυθέντα μου, αλλά μη με σκοτώσης!
Αχρεία! πέσε.
Αύριον, αν θέλης, σκότωσέ με·
απόψε όμως άφησε να ζήσω.
Αν παλεύης …
Ολίγον μόνον…
Έγεινε· αναβολήν δεν έχει!
Μόνον να 'πώ μιαν προσευχήν.
Δεν είναι πλέον ώρα!
Αυθέντα μου, αυθέντα μου! Ω! άνοιξε αυθέντα!
Τι είν' ο θόρυβος αυτός; – Ακόμη ζη; Ακόμη;
Εγώ, ο άγριος εγώ, θα δείξω ευσπλαγχνίαν.
Ιδού την αγωνίαν σου δεν σου την προμακρύνω.
Να, να!
Αυθέντα, άκουσε· αυθέντα!
Ποιος είναι;
Εγώ, αυθέντα μου καλέ· να σου 'μιλήσω θέλω.
Η Αιμιλία. – Αι, καλά· ευθύς. – Αποθαμένη…
Θα ήλθεν ίσως να μου 'πή τον φόνον του Κασίου·
έγεινε θόρυβος πολύς. – Α! δεν σαλεύει πλέον…
Ωσάν τον τάφον ήσυχη. – Να την αφήσω τώρα
να έμβη; – Α! μου φαίνεται, ότι σαλεύει πάλιν.
Όχι … – Τι είναι το σωστόν; Αν έμβη, θα 'μιλήση
της γυναικός μου… Γυναικός; Ποιας γυναικός; Γυναίκα
εγώ δεν έχω. Τι φρικτόν! Ω! Δεν το υποφέρω!
Ώρα βαρειά! Μου φαίνεται μια έκλειψις μεγάλη
θα γείνη τώρα, να χαθή και Ήλιος και Σελήνη,
κ' εδώ κ' εκεί να κουτουλά η τρομασμένη Σφαίρα!
Αυθέντα μου, παρακαλώ, να σου 'μιλήσω θέλω.
Εσένα σ' ελησμόνησα. – Σ' ανοίγω, Αιμιλία. —
Σιγά. – Αμέσως έρχομαι. – Να κρύψω το κρεββάτι.
Πού είσαι; Αι; τι έπαθες; τι θέλεις;
Ω αυθέντα,
έγεινε κάτω φονικόν φρικτόν!
Τι πράγμα; τώρα;
Ναι, τώρα, ω αυθέντα μου!
Τα έχασ' η Σελήνη·
ήλθε σιμώτερα 'ς την γην απ' ό,τι συνειθίζει,
και τους ανθρώπους 'τρέλλανε.
Ο Κάσιος, αυθέντα,
εσκότωσ' ένα Βενετόν, που λέγουν Ροδερίκον.
Τον Ροδερίκον! Και αυτός επίσης σκοτωμένος;
Ο Κάσιος εγλύτωσε· δεν είναι σκοτωμένος.
Ο Κάσιος εγλύτωσε! Τότ' η δολοφονία
έχει χαμένα τα νερά, και η εκδίκησίς μου
παραστρατίζει.
Άδικα, ω, άδικ' αποθνήσκω!
Αλλοίμονον! Αυτ' η φωνή…
Ποία φωνή; Τι είναι;
Ω! της Κυρίας μου φωνή ήτον αυτή. Βοήθεια!
Βοήθεια! Ω! τι συμφορά! Ομίλησε ακόμη,
Κυρία, Δυσδαιμόνα μου, Κυρία μου γλυκειά μου,
ομίλησέ με, λέγε μου!
Αθώα αποθνήσκω.
Ποίος το έκαμεν αυτό;
Κανείς. Εγώ μονάχη.
Να 'πής πολλά υπέρ εμού εις τον καλόν μου άνδρα. 38
Πώς τάχα εσκοτώθηκε;
Αλλοίμονον! Ποιος 'ξεύρει;
Την ήκουσες; Μονάχη της· όχι εγώ. Το είπε.
Το είπε. Την αλήθειαν να μαρτυρήσω πρέπει.
'Σ την φλογισμένην Κόλασιν 'σάν ψεύτρα οπού ήτο
πηγαίνει. Την εσκότωσα εγώ!
Ω! Τότ' εκείνη
ακόμη πλέον άγγελος, κι' ακόμη πλέον μαύρος
εσύ, ω μαύρε Σατανά!
Εγύρισε 'ς την τρέλλαν
κ' έγεινε πόρνη.
Ψεύματα, ω κολασμένε!
Ήτον
'ς την απιστίαν θάλασσα.
Είσαι φωτιά και φλόγα,
εάν την λέγης άπιστην εκείνην, οπού ήτον
πιστή ωσάν τον Ουρανόν!
Την είχεν ιδικήν του
ο Κάσιος. Καλλίτερα τον άνδρα σου ερώτα.
Θα μ' ήξιζεν η Κόλασις και τα βαθύτερά της,
εάν δεν είχα δίκαιον εγώ να καταντήσω
έως εδώ. Ο άνδρας σου εγνώριζε τα πάντα.
Ο άνδρας μου;
Ο άνδρας σου.
Ότι 'ς τα στέφανά της
αυτή απίστησεν;
Αυτή σου λέγω με τον Κάσιον.
Ω! Εάν έμενε πιστή!.. Και ένα νέον κόσμον
να μου εχάριζ' ο Θεός, και όλον ζυμωμένον
από χρυσάφι καθαρόν, μ' αυτόν τον νέον κόσμον
ποτέ μου δεν την ήλλαζα!
Ο άνδρας μου;
Εκείνος
μου είπεν όλ' απ' την αρχήν. Είν' άνδρας τιμημένος
εκείνος, κι' αποστρέφεται την λάσπην, οπού σέρνουν
τα βρωμερά καμώματα.
Ο άνδρας μου;
Τι είναι
η επανάληψις αυτή, γυναίκα; Σου το είπα·
ο άνδρας σου!
Αλλοίμονον! Κυρία, την αγάπην
την έπαιξ' η κατεργαριά! – Ο άνδρας μου σου είπε,
πως ήτον άπιστη;
Αυτός, γυναίκα· σου το είπα,
ο άνδρας σου! Δεν εννοείς η λέξις τι σημαίνει;
Ο φίλος μου, ο άνδρας σου, ο τιμημένος Ιάγος!
Αν το 'πε, η παμπόνηρη ψυχή του να σαπίζη
σπυρί σπυρί κάθε στιγμήν! Ψεύδος αισχρόν σου είπε!
Ηγάπησε παραπολύ τ' ακάθαρτόν της ταίρι!
Α!
Κάμε ό,τι αγαπάς. Το κάμωμά σου τούτο
αξίζει τον παράδεισον, όσον εσύ εκείνην!
Διά καλόν σου σώπαινε.
'Σ το χέρι σου δεν είναι
ούτε το ήμισυ κακόν εμένα να μου κάμης,
από εκείνο πού 'μπορώ να υποφέρω τώρα.
Κουτέ! Βρωμοαπάτητε! Το κάμωμά σου είναι…
Δεν σου φοβούμαι το σπαθί. Ω! θα σε καταδώσω,
κι' ας είχα είκοσι ζωαίς να χάσω! Ω, βοήθεια!
Εδώ! βοήθεια! φονικόν! βοήθεια! Την κυράν μου
ο Μαύρος την εσκότωσε. Ω! φονικόν! βοήθεια!
Τι τρέχει; τι ακολουθεί, ω στρατηγέ,
Ω Ιάγο,
έλα. Τι έκαμες εσύ, και τα εγκλήματά των
τα ρίχνουν εις την ράχην σου οι άλλοι;
Τι συνέβη;
Τον ασυνειδήτον αυτόν απόδειξέ τον ψεύτην,
αν ήσαι άνδρας. Μ' έλεγεν, ότι εσύ του είπες,
πως ήτον η γυναίκα του μια άτιμη. Το 'ξεύρω,
συ δεν το είπες, επειδή τόσον πολύ αχρείος
δεν είσαι! 'Πέ μου, κ' η καρδιά μου ξεχειλίζει πλέον!
Του είπα ό,τι 'πίστευα· και άλλο δεν του είπα
παρ' ό,τι μόνος του αυτός και ήκουσε και είδε.
Αλλά πως ήτον άπιστη ποτέ σου του το είπες;
Το είπα.
Ήτο ψεύμα σου· αισχρόν και μαύρον ψεύμα!
Μα την ψυχήν μου, ψεύματα! ξεντροπιασμένον ψεύμα!
Εκείνη με τον Κάσιον! Τον Κάσιον; Το είπες;
Το είπα· με τον Κάσιον. Την γλώσσαν δεν μαζεύεις;
Να ομιλήσω χρεωστώ. Την γλώσσαν δεν μαζεύω.
Εκεί, εις το κρεββάτι της επάνω, σκοτωμένη
είν' η κυρία μου, εκεί!
Θεός να μας φυλάξη!
Κ' αιτία του θανάτου της, τα ιδικά σου λόγια!
Μη, άρχοντες, 'ξιππάζεσθε. Σας λέγει την αλήθειαν.
Μαύρη αλήθεια και φρικτή.
Τι πράξις τερατώδης!
Ω, προδοσία έγεινε, Θεέ μου! προδοσία!
Τώρα το βλέπω η τυφλή· το βλέπω. Προδοσία!
Μ' είχε περάσει απ' τον νουν! Θα με σκοτώση η λύπη!
Ω! προδοσία!
Τα 'χασες; 'ς το σπίτι! Σε προστάζω.
Καλοί μου άρχοντες εσείς, αφήτε να λαλήσω.
Του χρεωστώ υποταγήν, αλλ' όμως όχι τώρα.
Ίσως ς' το σπίτι μου ποτέ δεν θα γυρίσω, Ιάγο.
Ω! Ω! Ω! Ω!
Ναι, πέσ' εκεί και μούγγριζε, θηρίον,
αφού το εθανάτωσες το πλάσμα το αθώον,
οπού γλυκύτερον ποτέ ο Ουρανός δεν είδε.
Ω! έγεινε σιχαμερή!
Μόλις σε βλέπω, θείε.
Η ανεψιά σου είν' εκεί. Ναι, την αναπνοήν της
την εσταμάτησαν αυτά τα χέρια οπού βλέπεις.
Το κάμωμά μου φοβερόν σου φαίνεται· το 'ξεύρω.
Η Δυσδαιμόνα η πτωχή! Ω! Τον Θεόν δοξάζω
που ο πατέρας σου δεν ζη. Ο γάμος σου του ήτο
θανατηφόρος, κ' έκοψε το νήμα της ζωής του
το γέρικον η λύπη του. Εάν εζούσε τώρα,
θα τον απέλπιζεν αυτό το θέαμα, και ίσως
τον αγαθόν του άγγελον θα τον εβλασφημούσε
και η αθλία του ψυχή θα 'πήγαινε 'ς τον Άδην.
Ναι· είν' αξιοδάκρυτον. Αλλά ο Ιάγος 'ξεύρει
πως με τον Κάσιον αύτη της εντροπής την πράξιν
χίλιαις φοραίς την έκαμε. Το εξωμολογήθη
ο Κάσιος. Κ' επλήρωσε αυτή τους έρωτάς του
μ' εκείνο το τεκμήριον και δώρον της αγάπης,
που της επρωτοχάρισα· 'ς τα χέρια του το είδα·
ένα μαντίλι κεντητόν, ενθύμημα αρχαίον
που έδωσ' ο πατέρας μου 'ς την μάναν μου.
Θεέ μου,
Θεέ μου παντοδύναμε!
Σιώπησε σου λέγω.
Θα τα ειπώ, θα τα ειπώ. Να σιωπήσω; Όχι!
Ελεύθερη 'σάν τον Βορειάν θα πεταχθή η φωνή μου!
Κι' ο Ουρανός, κ' οι άνθρωποι, κ' οι διάβολοι, τα πάντα,
κι' αν κράζουν όλα εντροπή 'ς εμένα, θα λαλήσω!
Σου λέγω, έσο γνωστική και πήγαινε 'ς το σπίτι.
Δεν σε ακούω.
Εντροπή! Σπαθί, εις μιαν γυναίκα!
Ω Μαύρε συ ανόητε! Εκείνο το μαντίλι
το ηύρα κατά σύμπτωσιν και το 'δωσα τ' ανδρός μου,
αφού αυτός πολλαίς φοραίς, μ' επιμονήν μεγάλην
που τέτοιον πράγμ' ασήμαντον δεν ήξιζε βεβαίως,
μ' εθερμοπαρακάλεσε να της το κλέψω.
Βρώμα!
Εκείνη εις τον Κάσιον να το χαρίση! Όχι!
Το ηύρα' γώ, ώρα κακή! και το 'δωσα τ' ανδρός μου.
Ω βρώμα, λέγεις ψεύματα!
Μα τον Θεόν δεν λέγω,
μα τον Θεόν μου, ψεύματα δεν λέγω, άρχοντές μου!
Ω συ, ανόητε φονηά! Τι ήθελε να πάρη
ένα μωρόν ωσάν κ' εσέ τέτοια καλή γυναίκα!
Πώς τώρα δεν πετροβολεί εδώ τους κεραυνούς του
ο Ουρανός! Παμπόνηρε!
Κλονίζεται· θα πέση·
Ιδέτε! Την γυναίκα του εσκότωσ' ο αχρείος!
'Σ το πλάγι της Κυρίας μου ξαπλώσατε κ' εμένα.
Την 'σκότωσε κ' εξέφυγε!
Αισχρός κακούργος είναι!
Το ξίφος τούτο φύλαξε· το 'πήρ' από τον Μαύρον.
Απ' έξω έλα, φύλαγε την θύραν. Πρόσεχέ τον.
Μη τον αφήσης ζωντανόν από εδώ να φύγη.
Τον άλλον δαίμονα εγώ να κυνηγήσω τρέχω.
Ούτε ανδρείος είμαι καν, και μέσ' από τα χέρια
το πρώτον σάψαλον 'μπορεί να πάρη το σπαθί μου!
Πλην αφού πάγ' η αρετή και η τιμή ας πάγη,
και όλα!
Τι επρόλεγεν εκείνο το τραγούδι;
Μ' ακούεις, ω Κυρία μου; 'Μπορείς να με ακούσης;
Ιδού· κ' εγώ με μουσικήν να ξεψυχήσω θέλω,
'σάν κύκνος. Ω! ι τ ι ά, ι τ ι ά! – Αγνή, ω Μαύρε, ήτο.
Μαύρε σκληρέ, ηγάπησεν εσένα κι' όχι άλλον.
Να μην ιδώ παράδεισον, αν δεν σου λέγω αλήθειαν.
Ό,τι πιστεύω σου λαλώ με την ψυχήν 'ς το στόμα.
Ακόμη μου ευρίσκεται έν όπλον εδώ μέσα·
ένα σπαθί Ισπανικόν, 'ς το κρύσταλλον βαμμένον.
Το ηύρα· να το. – Άνοιξε. Θέλω να έβγω, θείε.
Θα το πληρώσης ακριβά εάν το δοκιμάσης.
Δεν έχεις όπλον πρόσεχε και ίσως κακοπάθης.
Έμβα λοιπόν να με ιδής και να σου ομιλήσω·
ή και γυμνός και άοπλος επάνω σου θα πέσω!
Τι θέλεις;
Κύτταξέ μ' εδώ. Κρατώ σπαθί 'ς το χέρι
'ς την μέσην του δεν έζωσε ποτέ του στρατιώτης
καλλίτερον. Ήτο καιρός και είδα την ημέραν,
που το καλόν αυτό σπαθί 'ς αυτό το μικρόν χέρι
εμπόδια θα έκοπτε τον δρόμον να μ' ανοίξη,
μεγάλα είκοσι φοραίς 'σαν το εμπόδιόν σου!
Πλην, μάταια καυχήματα! Την Μοίραν ποιος ορίζει;
Δεν είμαι τώρα τίποτε. Να φοβηθής δεν έχεις,
και ας κρατώ και το σπαθί ολόγυμνον 'ς το χέρι.
Του ταξειδιού μου είν' εδώ το τέλος και η άκρη·
εδώ, εδώ το ύστερον πανί μου αρμενίζει!
Τι 'πίσω ετραβήχθηκες; Ο φόβος σου του κάκου.
Καμώσου ότι χύνεσαι 'ς το στήθος του Οθέλλου·
θα τον ιδής να τραβηχθή. Ο Μαύρος πού να' πάγη;
Να σε ιδώ πώς φαίνεσαι; Δυστυχισμένη νέα! Ωσάν το σάβανον χλωμή! Όταν ενταμωθώμεν 'ς την κρίσιν μας την ύστερην, αυτή σου η χλωμάδα θα μου κρημνίση την ψυχήν απ' τ' Ουρανού τα ύψη να την αρπάξουν Δαίμονες! Κόρη μου! Κρύα, κρύα! Ωσάν το μάρμαρον αγνή και κρύα!.. Κολασμένε! Ω! διώξατέ με, Δαίμονες, με ξύλα, με μαχαίρια, κ' εβγάλετέ με απ' αυτήν την ουρανίαν θέαν! Ω! ρίξετέ με να χαθώ εις την ανεμοζάλην! 'ς του θειαφιού ολόγυμνον ταις φλόγαις ψήσατέ με! Βουτήξατέ μ' εις πέλαγος από φωτιάν λυωμένην! Ω Δυσδαιμόνα μου! Νεκρά, νεκρά – ω Δυσδαιμόνα!
Πού είναι ο ταλαίπωρος αυτός ο μανιώδης;
Αυτός που ήτο μιαν φοράν Οθέλλος; Εδώ είμαι.
Πού είν' εκείν' η έχιδνα; Πού είναι ο κακούργος;
Θέλω τα πόδια σου να ιδώ… πλην είναι παραμύθια. 39
Δεν ημπορώ, ο Σατανάς αν ήσαι, να σε σφάξω.
Α! πάρετέ του το σπαθί!
Τα αίματά μου τρέχουν,
αλλά δεν μ' εθανάτωσε.
Δεν το λυπούμαι· όχι·
έχω καλλίτερα να ζης· 'ς την γνώμην την 'δικήν μου
ο θάνατος ευτύχημα μου φαίνεται.
Οθέλλε,
εσύ, που ήσουν μιαν φοράν τόσον καλός, και τώρα
'ς τα δίκτυα έπεσες ενός κατηραμένου σκύλου,
τι περιμένεις να σε 'πή ο κόσμος;
Ό,τι θέλει·
και δολοφόνον ας με 'πούν, πλην έντιμον, διότι
τα πάντα χάριν της τιμής και όχι από έχθραν 40
τα έκαμα.
Ο άθλιος αυτός μας είπεν, ότι
εσυμφωνήσατε μαζή τον φόνον του Κασίου.
Ναι.
Δεν σου έδωκ' αφορμήν ποτέ, ω στρατηγέ μου,
Και σου ζητώ συγχώρησιν, διότι σε πιστεύω…
Παρακαλώ, τον δαίμονα ερώτησέ τον τούτον,
να παγιδεύση διατί και σώμα και ψυχήν μου;
Μη μ' ερωτήσης τίποτε. Ηξεύρεις ό,τι 'ξεύρεις·
διότι απ' εδώ κ' εμπρός δεν θα προφέρω λέξιν.
Τι; ούτε να προσευχηθής;
Το στόμα θα σ' ανοίξουν τα βάσανα.
Καλλίτερα να κάμης όπως λέγεις.
Να σ' εξηγήσω χρεωστώ πώς κάθε τι συνέβη,
που δεν τα 'ξεύρεις βέβαια. Αυτό εδώ το γράμμα
'ς του Ροδερίκου του νεκρού το φόρεμα ευρέθη,
καθώς κι' αυτό το γράμμα του. Το πρώτον φανερόνει,
ότι επήρ' επάνω του τον φόνον του Κασίου
ο Ροδερίκος.
Μιαρέ!
Τι μαύρη προδοσία!
Ιδού και τ' άλλο γράμμα του, παράπονα γεμάτον.
Ήτο επάνω του κι' αυτό. Ο Ροδερίκος τούτο
εσκόπευεν ως φαίνεται 'ς τον Ιάγον να το στείλη,
αλλ' εις το αναμεταξύ επρόκαμεν εκείνος
και τον μετέπεισε.
Ω συ, φαρμακερέ κακούργε!
Πλην το μαντίλι, Κάσιε, της γυναικός μου ήτο.
Πώς έτυχε 'ς τα χέρια σου;
'Σ το σπίτι μου το ηύρα.
Και μας το εμαρτύρησεν ο ίδιος προ ολίγου,
πως τ' άφησεν επίτηδες εκεί διά σκοπούς του,
και ότι του επέτυχε καθώς επεθυμούσε.
Μωρός εγώ! Μωρός, μωρός!
Και εις το ίδιον γράμμα
'ς τον Ιάγον με παράπονον ο Ροδερίκος γράφει,
πως να τον βάλη 'ς την φρουράν μαζή μου να μαλώση
τότε που έγειν' αφορμή να χάσω τον βαθμόν μου.
Κ' ενώ τον ενομίζαμεν νεκρόν τον Ροδερίκον,
πριν ξεψυχήση 'μίλησε: τον έβαλεν ο Ιάγος
να με σκοτώση, και αυτόν τον 'σκότωσεν ο Ιάγος.
Πρέπει να φύγης απ' εδώ και να μας συνοδεύσης. Σου αφαιρείται η αρχή και το αξίωμά σου, και εις την Κύπρον 'ς το εξής ο Κάσιος ορίζει. Ως προς τον άνομον αυτόν, ό,τ' η σκληρότης 'ξεύρει ό,τ' ημπορεί πλειότερον να καταβασανίζη και ζωντανόν να τον κρατή, θα έχη να το πάθη.
Θα μείνης εις τα σίδερα φυλακισμένος, έως το έγκλημά σου να κριθή από την εξουσίαν της Βενετίας. Πήγαινε. – Σεις οδηγήσατέ τον.
Σιγά. Προτού να φύγετε θέλω να' πώ δυο λέξεις.
Κάπως εδούλευσα εγώ το Κράτος, και το 'ξεύρει.
Ας ήναι. – Σας παρακαλώ, 'ς τα γράμματά σας τώρα,
που θ' αναφέρετε αυτά τα θλιβερά συμβάντα,
περί εμού παρακαλώ να γράψετε ως είμαι·
μη τίποτε μικραίνετε, αλλά και εις κακίαν
μη τίποτ' αποδώσετε. Να γράψετε δι' ένα
οπού ηγάπησε πολύ, αν όχι και με γνώσιν
δι' ένα, οπού εύκολα δεν 'ζήλευεν, αλλ' όμως
αφού ν' ανάψη έτυχεν, επήγεν ως την άκρην
δι' ένα, που 'τυφλώθηκε και 'σάν τον Ιουδαίον
επέταξ' απ' το χέρι του ένα μαργαριτάρι,
που ήξιζε πλειότερον απ' όλην την φυλήν του· 41
δι' ένα, που τα 'μάτια του πεσμέν' από την λύπην,
αν ίσως κι' ασυνείθιστα ως τώρα να βουρκόνουν,
σταλάζουν δάκρυα πικρά, καθώς της Αραβίας
το δένδρον στάζει τον χυμόν, που ταις πληγαίς ιατρεύει.
Αυτά να γράψετε, αυτά. Και να ειπήτ' ακόμη,
ότι οπόταν μιαν φοράν εις το Χαλέπι μέσα
μου έτυχ' ένας άπιστος σαρικωμένος Τούρκος,
κ' εκτύπησ' ένα Βενετόν κ' επρόσβαλε το Κράτος,
απ' τον λαιμόν τον ήρπασα τον βρωμισμένον σκύλον
κ' ιδού πώς τον 'μαχαίρωσα.
Ημέρα των αιμάτων!
Χαμένοι λόγοι ό,τι 'πή κανείς.
Πριν σε σκοτώσω,
σ' εφίλησα, γυναίκα μου. Θα σε ξαναφιλήσω,
κ' επάνω εις τα χείλη σου κ' εγώ ας ξεψυχήσω.
Αυτό το επερίμενα. Αλλ' όμως εθαρρούσα
πως ήτον άοπλος. Καρδιάν, καρδιάν μεγάλην είχε!
Ω σκύλε ασυνείδητε! Ανήμερον θηρίον, 42
χειρότερον κι' από φωτιάν και θάλασσαν και πείναν!
Ιδέ αυτού του κρεββατιού το τραγικόν φορτίον.
Είναι τα έργα σου αυτά! Τα 'μάτια φαρμακεύει
η θέα. Ας την κρύψωμεν. —
Και τώρα, Γρατιάνε, κλείσε το σπίτι. Φύλαξε τα πράγματα του Μαύρου και την περιουσίαν του, διότι σου ανήκουν. – Και εις εσέ, διοικητά, να τιμωρήσης μένει αυτόν τον καταχθόνιον. Την ώραν να ορίσης, το μέρος, και τα βάσανα· φρικτά να του τα κάμης! Κ' εγώ ευθύς αναχωρώ, 'ς το Κράτος ν' αναφέρω το πράγμα τούτο το βαρύ με την βαρειάν καρδιάν μου.