Ηξεύρεις του λόγου σου που καταλύει ο υπασπιστής,
ο Κάσιος;
Δεν τολμώ να σου ειπώ πού καταλεί, Κυρά μου. 25
Και διατί, άνθρωπε;
Διότι αυτός είναι αξιωματικός, και αν μάθη, ότι λέγω
πως καταλεί, θ' αρπάξω κατακεφαλιαίς.
Έλα, έλα· πού κατοικεί;
Ό,τι σου ειπώ σε γελώ, αφού δεν ηξεύρω πού κατοικεί.
Πήγαινε, κ' ερώτησε να το μάθης.
Θα κάμω ερωταποκρίσεις, καθώς τον παππάν εις την
κατήχησιν.
Εύρε τον και ειπέ του να έλθη εδώ. Ειπέ του, ότι ωμίλησα
του ανδρός μου, και ελπίζω όλα να διορθωθούν.
Αυτά πού λέγεις τώρα τα χωρεί νους ανθρώπου, και
θα κάμω τα δυνατά μου να σου τα καταφέρω.
Πού τάχα να το έχασα νομίζεις το μαντίλι;
Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
Πίστευσε, να χάσω το πουγγί μου
είχα καλλίτερα πολύ, όλον φλωριά γεμάτον
Καλά οπού ο άνδρας μου κακόν 'ς τον νουν δεν βάζει,
ούτε το έχει φυσικόν 'ς την ζήλειαν να ξεπέφτη·
ειδέ θα είχεν αφορμήν να έμβη 'ς υποψίαν.
Τι; δεν ζηλεύει;
Ποιος; αυτός; Μου φαίνεται ο Ήλιος,
εκεί που εγεννήθηκε, του 'ρούφησ' από μέσα
κάθε χυμόν τέτοιας λογής.
Να· έρχεται. Ιδέ τον.
Δεν τον αφίνω ήσυχον εάν δεν προσκαλέση
τώρα τον Κάσιον εδώ. – Αυθέντα μου, πώς είσαι;
Καλά, γυναίκα μου. Και συ πώς είσαι, Δυσδαιμόνα;
(Δεν ημπορώ να κρύπτωμαι!)
Πολύ καλά, Οθέλλε.
Δος μου το χέρι σου εδώ. – Τι απαλόν που είναι.
Δεν είδ' ακόμη γηρατειά και λύπην δεν γνωρίζει.
Αυτό θα 'πή, καλή καρδιά και απλοχεροσύνη.
Ζεστόν ζεστόν, και απαλόν, κ' υγρόν. Το χέρι τούτο
θέλει ταπείνωσιν ψυχής, μετάνοιαν, νηστείαν,
και κάκωσιν του σώματος, και συντριβήν καρδίας·
διότι ένας δαίμονας ιδροπερεχυμένος
είν' εδώ μέσα, και ζητεί να επαναστατήση.
Καλόκαρδον και ανοικτόν το χέρι τούτο είναι.
Τούτο 'μπορείς να το ειπής, διότι την καρδιάν μου
το χέρι σου την έδωκεν αυτό.
Γενναίον χέρι!
Ήτο καιρός που την καρδιάν την έδιδε το χέρι.
Το πράγμα τώρα ήλλαξε· καρδιαίς δεν έχει, χέρια!
'Σ αυτά δεν έχω τι να 'πώ· δεν τα καταλαμβάνω.
Ειπέ μου, τι μου έταξες;
Τι σ' έταξα, πουλί μου;
Εμήνυσα τον Κάσιον να έλθη να τα 'πήτε.
Μία κακή καταρροή με καταβασανίζει.
Μου δίδεις το μαντίλι σου;
Ιδού, καλέ μου άνδρα.
Εκείνο που σ' εχάρισα.
Επάνω μου δεν το' χω.
Δεν το 'χεις;
Όχι, άνδρα μου, αλήθεια δεν το έχω.
Αυτό δεν το 'καμες καλά. Εκείνο το μαντίλι
μια γύφτισσα την μάναν μου το έχει χαρισμένον.
Μάγισσα ήτο, κ' ήξευρε σχεδόν ν' αναγινώσκη
κάθε κρυμμένον λογισμόν και είπε της μητρός μου,
ότι ενόσω το κρατεί, θα ήν' αγαπημένη
και θα' χη τον πατέρα μου εις τα θελήματά της
υποταγμένον κι' αν ποτέ το χάση ή το χαρίση,
αμέσως θα την σιχαθούν τα 'μάτια του πατρός μου.
και νέους έρωτας αλλού εκείνος θα ζητήση.
Κ' εκείνη όταν 'πέθανε μου το 'δωσε και μ' είπε,
όταν θελήσ' η Μοίρα μου γυναίκα ν' αποκτήσω
να το χαρίσω εις αυτήν. Το έδωσα εσένα,
και έχε το πολύτιμον ωσάν τα δυο σου 'μάτια!
Εάν το χάσης, ή αλλού το δώσης, είναι κρίμα
που μεγαλείτερον ποτέ δεν γίνεται!
Τι λέγεις!
Αλήθεια! Εις το ύφασμα εκείνο έχει μάγια.
Μία Σιβύλλα, που 'ς την γην εμέτρησε τον Ήλιον
διακόσια γυρίσματα να κάμη 'ς την ζωήν της,
εις έξαψιν προφητικήν το έχει κεντημένον.
Από σκουλήκια ιερά εβγήκε το μετάξι,
και η βαφή από καρδιαίς παρθένων μουμιασμέναις.26
Τι λέγεις; Είναι δυνατόν;
Αληθινά σου λέγω·
να το προσέχης το λοιπόν καλά.
Μακάρι τότε
να μη το είχα ιδεί ποτέ!
Και διατί;
Τι έχεις,
και μου λαλείς τόσον σκληρά κι' απότομα;
Εχάθη;
Ομίλει· τι το έκαμες; τι έγεινε; πού είναι;
Ελέησόν με ο Θεός!
Τι είπες;
Δεν εχάθη·
αλλά και αν εχάνετο;
Τι;
Λέγω δεν εχάθη.
Να μου το δείξης! Φέρε το!
'Μπορώ, πλην όχι τώρα. -
Τα κάμνεις εξεπίτηδες ν' αλλάξης ομιλίαν.
Την θέσιν του 'ς τον Κάσιον ξανάδοσέ την πάλιν.
Να φέρης το μαντίλι σου! – Κάτι κακόν θα γείνη!
Ω έλα, κι' άλλον 'σάν αυτόν δεν θαύρης.
Το μαντίλι!
Παρακαλώ, τον Κάσιον ειπέ μου…
Το μαντίλι!
Αυτόν που 'ς την αγάπην σου την τύχην του βασίζει,
και τόσον εκινδύνευσε μαζή σου..
Το μαντίλι!
Αλήθεια, το παράκαμες.
Να φύγης απ' εμπρός μου!
Αυτός ο άνδρας θα μου 'πής ζηλιάρης πως δεν είναι;
Αυτό ποτέ άλλην φοράν, ποτέ μου, δεν το είδα!
Πρέπει να είχε μαγικό τω όντι το μαντίλι,
και ήτο δυστυχία μου μεγάλη να το χάσω.
Ούτ' ένας χρόνος ούτε δυο τον άνδρα δεν τον δείχνουν.
Οι άνδρες όλ' είναι κοιλιά, κι' όλαις ημείς τροφή των·
μας τρώγουν όσον που πεινούν· μας διώχνουν αν χορτάσουν.
Ο άνδρας μου κι' ο Κάσιος. 27
Δεν έχει άλλον τρόπον·
εκείνη μόνον ημπορεί… Ιδού! τι ευτυχία!
Ομίλησέ της· πήγαινε, ειπέ της τα.
Τι κάμνεις;
Τι νέα έχεις, Κάσιε;
Κυρία μου, και πάλιν
τα ίδια έχω να ειπώ και να παρακαλέσω.
Βοήθησέ με την ζωήν την πρώτην μου να εύρω,
και ν' αποκτήσω από σε την παλαιάν αγάπην
εκείνου, οπού σέβομαι με όλην την ψυχήν μου.
Μ' εσκότωσ' η αναβολή. – Εάν το πταίσιμόν μου
τόσον το έχη τρομερόν και τόσον μέγα, ώστε
ούτ' εκδουλεύσεις παλαιαί, ούτε παρούσα λύπη,
ούτ' ο σκοπός μου 'ς το εξής καλλίτερος να γείνω,
την εύνοιάν του δεν 'μπορούν να την εξαγοράσουν,
ας το γνωρίζω τούτο καν. – Κέρδος κι' αυτό θα ήναι,
διότι την απόφασιν τουλάχιστον θα πάρω,
κ' εις άλλους δρόμους θα ζητώ να μ' ελεήσ' η Τύχη.
Αλλοίμονον ω Κάσιε, καλέ και τρις καλέ μου,
δεν έχει τώρα πέρασιν η μεσολάβησίς μου·
ο κύριός μου σήμερα δεν είναι κύριός μου,
και ούτε θα εγνώριζα πως είν' αυτός ο ίδιος,
αν με την γνώμην του μαζή του ήλλαζε κ' η όψις.
Να μην ιδώ απ' τον Θεόν καλόν, εάν δεν είπα
ό,τι ημπορούσα διά σε, και αν δεν είπα τόσα,
ώστ' εναντίον μου σκληρά εξέσπασ' η οργή του.
Έχε ακόμ' υπομονήν ό,τι ημπορώ θα κάμω·
θα κάμω περισσότερον παρά που θα' τολμούσα
και δι' εμένα. Με αυτό λοιπόν ευχαριστήσου.
Ο στρατηγός εθύμωσε;
Έφυγε μόλις τώρα,
και άνω κάτω έφυγε και καταθυμωμένος.
Εθύμωσε! Πώς γίνεται; Τον είδα, το κανόνι
να του σκορπά 'ς τον άνεμον κομμάτια τους στρατούς του,
και μέσ' από τα χέρια του 'σαν Δαίμονας ν' αρπάζη
τον αδελφόν του! Πώς! Αυτός να ήναι θυμωμένος;
Κάτι θα τρέχη σοβαρόν. Να τον ιδώ πηγαίνω.
Κάτι θα ήναι φοβερόν, αν ήναι θυμωμένος.
Ω, πήγαινε, παρακαλώ.
Ναι τίποτε του Κράτους θα ήναι, – είτε είδησις από την Βενετίαν, ή θ' ανεκάλυψεν εδώ κρυφήν συνωμοσίαν, και τούτο θα εθόλωσε τον νουν του. Και καθένας αν τον βαρύνουν συλλογαίς εις τα μικρά ξεσπάνει· διότι αν το δάκτυλον ολίγον μας πονέση, και τ' άλλα μέλη τα γερά αισθάνονται τον πόνον. 28 Δεν είν' οι άνθρωποι Θεοί, ας μη το λησμονούμεν· κι' ούτε κανένας απαιτεί τους άνδρας να τους βλέπη να ήναι πάντα πρόσχαροι, καθώς εις ταις χαραίς των. Αλήθεια, μάλωμα πολύ μου πρέπει, Αιμιλία· είχα παράπονον κρυφόν εις την ψυχήν μου μέσα, (τι στρατιώτης απειθής και άτακτος που είμαι), ότι μ' εφέρθηκε κακά· αλλά το βλέπω τώρα, ότι τον ψευδομαρτυρώ αν τον κατηγορήσω.
Μακάρι να τον 'τάραξεν υπόθεσις του Κράτους,
κι' όχ' υποψία του καμμιά ή ζήλεια δι' εσένα.
Αλλοίμονον, τι αφορμήν του έδωσα ποτέ μου;
Δεν συλλογίζετ' απ' αυτά διόλου ο ζηλιάρης·
δεν του χρειάζετ' αφορμή κ' αιτία να ζηλεύση.
Ζηλεύει μόνον, επειδή το έχει να ζηλεύη.
Να μη το έχη μέσα του! Η ζήλεια είναι τέρας,
οπού γεννάται μοναχόν και μόνον μεγαλόνει.
Ω! του Οθέλλου την ψυχήν από αυτό το τέρας
να την φυλάγη ο Θεός!
Αμήν, αμήν, Κυρία.
Πηγαίνω μέσα. – Κάσιε, εδώ περίμενέ με·
εάν τον εύρω ήσυχον θα του ξαναμιλήσω,
καθώς μ' επαρεκάλεσες. Θα κάμω δι' εσένα
ό,τι ημπορέσω.
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, Κυρία.
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ.)
Καλώς σε ηύρα, Κάσιε.
Συ είσαι; τι γυρεύεις
έξω εδώ; τι γίνεσαι αγαπητή μου Βιάγκα;
Τώρα ηρχόμην να σ' ιδώ, αγάπη μου, – αλήθεια.
Κ' εγώ ηρχόμην να' σ' ιδώ, εσένα, Κάσιέ μου.
Επτά 'μερόνυκτα σωστά να με ιδής δεν ήλθες!
Μιαν εβδομάδα! Εκατόν εξήντα τόσαις ώραις!
και φαίνονται χίλιαις φοραίς μακρύτεραις αι ώραις,
όταν δεν έχωμεν κοντά εκείνον π' αγαπούμεν·
όχι, δεν έχουν μετρημόν!
Συμπάθησέ με, Βιάγκα·
είχα μεγάλαις συλλογαίς αυτήν την εβδομάδα.
Αλλά θα εύρω τον καιρόν να σου ταις ξεπληρώσω
ταις ώραις οπού έλειψα. Να ζης, γλυκειά μου Βιάγκα,
αντίγραψε το σχέδιον αυτό.
Και πού το ηύρες;
Είν' από χέρι, Κάσιε, από αγάπην νέαν.
Τώρα το βλέπω διατί τόσον καιρόν δεν ήλθες.
Α! μ' εβαρέθηκες; Καλά!
Έλα, γυναίκα, έλα·
πέταξ' αυτούς τους στοχασμούς 'ς τα δόντια του διαβόλου,
εκεί απ' οπού σ' έρχονται. Θα με ζηλεύσης τώρα,
πως είναι τούτο χάρισμα απ' αγαπητικήν μου;
Όχι, αλήθεια, Βιάγκα μου.
Λοιπόν, και τίνος είναι;
Ούτε ηξεύρω να σου' πώ. 'Σ το σπίτι μου το ηύρα·
μου ήρεσε το κέντημα, και πριν μου το ζητήσουν
(καθώς πιστεύω θα συμβή), να τ' αντιγράψω θέλω.
Πάρε λοιπόν και βγάλε το. Και τώρα – άφησέ με.
Πώς να σ' αφήσω; διατί;
Διότι περιμένω
τον στρατηγόν, και σύστασις δεν είναι δι' εμένα
γυναικωμένον να μ' ιδή.
Και διατί, να ζήσης;
Όχι πως δεν σε αγαπώ.
Αλλ' ότι δεν με θέλεις.
Έλα μαζή, παρακαλώ· συντρόφευσέ μ' ολίγον,
κ' ειπέ μου αν θα σε ιδώ, πλην ενωρίς, απόψε;
Πολύ μακράν δεν ημπορώ νάλθω μαζή σου τώρα·
εδώ να μείνω χρεωστώ. Θα σε ιδώ απόψε.
Αφού δεν γίνεται αλληώς, ας γείνη όπως θέλεις.
Λοιπόν νομίζεις, στρατηγέ.
Αν το νομίζω, Ιάγο;
Τι; ένα μυστικόν φιλί;
Φιλί της ανομίας!
Ή με τον φίλον της γυμνή να ήναι 'ς το κρεββάτι
μιαν ώραν ή πλειότερον, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
Εις το κρεββάτι, και γυμνοί, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
Είναι ψευτιά! Τον διάβολον μ' αυτά θα τον γελάσουν;
Εκείνοι πώχουν αρετήν και κάμνουν τέτοιον πράγμα,
τους σκανδαλίζει ο Σατανάς την αρετήν που έχουν,
και σκανδαλίζουν τον Θεόν με τα καμώματά των!
Εάν δεν κάμουν τίποτε, είναι μικρόν το κρίμα.
αλλ' αν εις την γυναίκα μου ένα μαντίλι δώσω …
Αι, τι;
Της το εχάρισα, κι' αφού είν' ιδικόν της,
εις όποιον θέλει δύναται κ' εκείνη να το δώση.
Και την τιμήν 'ς το χέρι της την έχει. Να την δώση
κ' εκείνην;
Είναι η τιμή αόρατος ουσία·
πολλοί οπού την έχασαν περνούν ότι την έχουν.
Πλην το μαντίλι…
Ω Θεέ! ας το ελησμονούσα!
Μου είπες…(Επανέρχεται εις την ενθύμησίν μου
'σαν κόρακας που έρχεται εις σπίτι μολυσμένον,
σημάδι της καταστροφής!) 29 Μου είπες, το μαντίλι
το είδες εις τα χέρια του;
Το είπα! τι με τούτο;
Είναι κακόν!
Κι' αν έλεγα πως είδα να σου κάμη
το άδικον; Κι' αν έλεγα πως ήκουσα να λέγη…
Υπάρχουν και παληάνθρωποι, που αν το καταφέρουν,
(ή με κυνήγημα πολύ, ή και ξελόγιασμά της),
και απατήσουν και χαρούν την αγαπητικήν των,
το θεωρούν 'σαν τίποτε να φλυαρούν κατόπιν.
Σου είπε τίποτε αυτός;
Και βέβαια μου είπε·
αλ' όμως θα σου ορκισθή, ότι δεν είπε λέξιν.
Τι είπε;
Ότι έκαμε… Τι έκαμε δεν 'ξεύρω.
Τι; τι;
Ότι εχάρηκε…
Εκείνην; Αι;
Εκείνην, —
μ' εκείνην, – όπως αγαπάς.
Εχάρηκε μ' εκείνην! Εχάρηκεν εκείνην! Εχάρηκε
μ' εκείνην, θα ειπή εδιασκέδασε. Την εχάρηκε. Φρίκη!
Το μαντίλι! Να το ομολογήση! Το μαντίλι!.. Να τον
κάμω να το ομολογήση και κρέμασμα! Πρώτα κρέμασμα
και έπειτα ας το ομολογήση! Ανατριχιάζω να το
συλλογίζωμαι! Δεν είναι φυσικόν να βλέπη κανείς εις τ'
όνειρόν του την σκιάν, χωρίς να υπάρχη το πράγμα.
Δεν είναι λόγια οπού με κάμνουν άνω κάτω… Πιστ!..
Μύταις, αυτιά, και χείλη!.. Πώς γίνεται; Το μαντίλι!..
Να το ομολογήση!.. Το μαντίλι!.. Ω διάβολε!
Φαρμάκι, δούλευε! Ιδού, πώς οι κουτοί γελιούνται.
Ιδού ο τρόπος να χαθή μιας γυναικός τιμίας
και όνομα κ' υπόληψις, χωρίς αυτή να πταίη. —
Δεν με ακούεις, στρατηγέ; Ω στρατηγέ! Οθέλλε!
Αι, Κάσιε!
Τι έπαθε;
Επιληψίαν έχει.
Είναι δευτέρα προσβολή· και χθες του ήλθεν άλλη.
Δεν τρίβεις τα μηλίγγια του;
Μη τον ταράξης. Όχι.
Καλλίτερα το βύθος του τον δρόμον του να κάμη.
Αν ταραχθή, το στόμα του αφρίζει, και κατόπιν
μία μανία φοβερά του έρχεται… Σαλεύει.
Απομακρύνσου μιαν στιγμήν. Αμέσως θα συνέλθη.
Και όταν φύγη απ' εδώ να σου μιλήσω έχω
κάτι πολύ σημαντικόν.
Πώς είσαι, στρατηγέ μου;
Εκτύπησες την κεφαλήν; πονεί;
Με περιπαίζεις;
Να περιπαίξω; ποιος; εγώ; Μα την ζωήν μου, όχι!
Να υποφέρης σ' ήθελα την τύχην σου 'σαν άνδρας.
Ο άνδρας πώχει κέρατα ζώον και τέρας είναι.
Γεμάτη τέρατα λοιπόν η κάθε χώρα είναι,
γεμάτη ζώα λογικά.
Το εξωμολογήθη;
Σε θέλω άνδρα, στρατηγέ. Δεν συλλογείσαι, ότι
όποιος γενάτος εμπλεχθή εις τον ζυγόν του γάμου,
'μπορεί σκυμμένος να τράβα ζευγαρωτά μ' εσένα;
Πόσαις χιλιάδες άνθρωποι πλαγιάζουν κάθε βράδυ
εις μολυσμένα στρώματα, και τα θαρρούν 'δικά των!
Πάλιν καλλίτερα εσύ! – Είναι διαβόλου πλάνη,
περίγελως του Σατανά, να σφίγγης μίαν βρώμαν
εις αγκαλιάν συζυγικήν, κι' αγνήν να την νομίζης!
Όχι· ας 'ξεύρω κάθε τι. Κι' αν 'ξεύρω τι μου κάμνει,
τότε κ' εγώ θα' ξεύρω καν τι πρέπει κ' εις εκείνην.
Εσύ 'σαι άνδρας γνωστικός, αληθινά.
Αν θέλης
κρύψου εδώ· πλην κύτταξε υπομονήν να έχης.
Ενώ εσύ εκείτεσο 'ς την λύπην βυθισμένος,
(πραγμ' άτοπον κι' αταίριαστον εις άνδρα 'σάν εσένα,)
ήλθεν ο Κάσιος εδώ. Τον έδιωξα αμέσως,
με τρόπον του εξήγησα το λιγοθύμισμά σου,
και τον επαρακάλεσα να επιστρέψη πάλιν
να του λαλήσω. Μ' έταξε, ότι θα έλθη. Κρύψου,
και βλέπε τον 'ς το πρόσωπον, τι μορφασμούς θα κάμη,
τι νεύματα, τι σχήματα. Διότι θα τον βάλω
να ξαναπή απ' την αρχήν την ιστορίαν όλην,
το πώς, και πού, πόσαις φοραίς, και πότε, κι' από πότε
με την γυναίκα σου μαζή τα 'ταίριαξε, και πότε
θα ξαναρχίση. Κύτταζε το κάθε κίνημά του.
Αλλά, να ζης, υπομονή! Αλλέως θα με κάμης
να λέγω πως τα έχασες κι' ότι δεν είσαι άνδρας.
Άκουσε, Ιάγο· θα μ' ιδής· υπομονή δεν λείπει,
πλην κ' αιμοβόρον θα μ' ιδής. Ακούεις;
Δεν πειράζει·
πλην 'ς τον καιρόν του κάθε τι. Αν αγαπάς τραβήξου.
Θα φέρω εις τον Κάσιον την ομιλίαν τώρα
της Βιάγκας. Η κυρά αυτή πουλεί την ευμορφιάν της
και αγοράζει το ψωμί και τα φορέματά της.
Αλλά διά τον Κάσιον τρελλαίνετ' η αθλία,
καθώς αυτών των γυναικών το 'χει συχνά η Μοίρα·
πολλοί τα χάνουν δι' αυταίς, κι' αυταίς δι' ένα μόνον.
Κι' ο Κάσιος κάθε φοράν π' ακούση τ' όνομά της
δεν ημπορεί να κρατηθή από τα γέλοια. – Νάτος
Το κάθε του χαμόγελον τον Μαύρον θα τρελλαίνη,
κ' η τυφλωμένη ζήλεια του στραβά θα εκλαμβάνη
κάθε του νεύμα ή ματιάν. – Υπασπιστά πώς είσαι;
Καλά να ήμαι ημπορώ ενώ μ' αυτόν τον τίτλον
με χαιρετάς; Μ' εσκότωσε η στέρησίς του, Ιάγο.
Τον έχεις, αν με το καλόν την Δυσδαιμόνας πιάσης.
Αν ήτο εις της Βιάγκας σου το χέρι να τον λάβης,
τελειωμένην την δουλειάν την είχες.
Η καϋμένη!
Ήρχισε κι' όλα να γελά.
Δεν μ' έτυχε ποτέ μου
γυναίκα τόσον ν' αγαπά, όσον αυτή εσένα.
Η κατεργάρα! Μ' αγαπά τω όντι· το πιστεύω.
Δεν το αρνείται, και γελά.
Ακούεις, Κάσιέ μου.
Του λέγει τώρα να τα 'πή. Εμπρός, εμπρός! Ωραία!
Κηρύττει και διαλαλεί πως θα στεφανωθήτε.
Σκοπόν το έχεις;
Χα! χα! χα!
Σ' αρέσει; Αι; σ' αρέσει!
Να την στεφανωθώ! Μίαν νυκτογυρίστραν! Μη μ' έχης
δα, ότι τα έχω χαμένα όλως διόλου. Χα, χα, χα!
Ω βέβαια! ω βέβαια! Γελά όποιος κερδίζει.
Αλήθεια σου λέγω· εβγήκε λόγος, ότι την στεφανόνεσαι.
Ομίλει με τα σωστά σου, παρακαλώ.
Να μην ήμαι άνθρωπος, αν δεν το ήκουσα.
Κ' εμένα μ' εξεβγάλετε; Καλά!
Η μαϊμού τα έβγαλεν αυτά! Η αγάπη της την
επλάνεσε και θαρρεί, ότι θα την πάρω γυναίκα μου· όχι
βέβαια ιδική μου υπόσχεσις.
Ο Ιάγος νεύμα μ' έκαμε· Θ' αρχίση να τα λέγη.
Τώρα ήτον εδώ. Όπου ευρεθώ, νά σου την κατόπιν
μου! Προχθές ήμουν εις την ακρογιαλιάν με μερικούς
Βενετούς, και έξαφνα παρουσιάζεται η λωλή και χύνεται
επάνω μου…
Και κράζει: ω αγάπη μου! αυτό λέγει η έκφρασίς του.
Και μ' αγκαλιάζει, σειστή και κουνιστή, και αρχίζει τα
κλαύματα, και με τραβά και με σκουντά … Χα, χα, χα!
Τώρα λέγει, πώς τον έσυρε εις το κρεββάτι μου. Ά!
την μύτην σου την βλέπω, αλλά πού είναι ο σκύλος εις
τον οποίον θα την πετάξω;
Μα την αλήθειαν, πρέπει πλέον να την παραιτήσω.
Κύτταξ' εμπρός μου. Να την κ' έρχεται.
Τέτοια Αλωπού μοσχομυρωδάτη!.. Τι θέλεις και με
κυνηγάς;
Να σε κυνηγήση ο Διάβολος και η μάνα του! Τι
μαντίλι ήτον εκείνο που μου έδωσες; Ανόητη εγώ να το
πάρω! Να σου αντιγράψω το σχέδιον! Ποίον τα πουλείς,
ότι το ηύρες εις το σπίτι σου, και ότι δεν ηξεύρεις ποίος
το άφησεν εκεί; Σου το εχάρισε καμμία βρώμα, και μου
το δίδεις εμένα να σου το αντιγράψω! Να, δος το εις την
φιληνάδα σου. Όπου κι' αν το ηύρες, σχέδιον εγώ δεν
σου βγάζω!
Τι είν' αυτά Βιάγκα μου γλυκειά; Τι είν' αυτά; Τι
είν' αυτά;
Μα τον Θεόν! Το μαντίλι μου είναι τούτο.
Αν σου αρέση να δειπνήσης απόψε μαζή μου, κόπιασε.
Αν δεν σου αρέση, έλα όταν αγαπάς.
Το κατόπιν της! Το κατόπιν της!
Δεν ημπορώ να κάμω διαφορετικά. Ειδέ, δεν το έχει
τίποτε να βάλη ταις φωναίς μέσα εις τους δρόμους.
Θα δειπνήσης μαζή της;
Το έχω σκοπόν.
Καλά. Ίσως έλθω κ' εγώ να σ' εύρω εκεί· διότι έχω
να σου 'μιλήσω.
Έλα σε παρακαλώ. Έρχεσαι;
Πήγαινε, πήγαινε. Καλά!
Πώς να τον σκοτώσω, Ιάγο;
Τον είδες πώς έπαιρνε εις το αστείον την
αισχρότητά του;
Ω! Ιάγο!
Και το μαντίλι το είδες;
Το ιδικόν μου ήτο;
Το ιδικόν σου, μα το χέρι τούτο! Και ιδέ πώς την
έχει την ανόητην την γυναίκα σου. Του χαρίζει το μαντίλι
της, και αυτός το δίδει εις την λεγάμενήν του.
Ήθελα να τον έχω εννέα χρόνους να τον σκοτόνω. —
Τέτοια εύμορφη γυναίκα, τέτοια νόστιμη, τέτοια
γλυκειά γυναίκα!
Αυτά να τα λησμονήσης τώρα.
Ναι! Να σαπίση και να χαθή και να κολασθή – απόψε!
Δεν έχει ζωήν! Όχι! Η καρδιά μου έγεινε πέτρα· την
κτυπώ και μου πονεί το χέρι. – Ω! Δεν έχει ο κόσμος
πλάσμα γλυκύτερον. Της ήξιζε να κάθηται εις ενός
βασιλέως πλευρόν και να προστάζη!
Αυτά δεν είναι λόγια δι' εσένα.
Να χαθή! Λέγω μόνον το τι είναι. Τόσον επιτήδεια
εις το κέντημα! Και πώς ετραγωδούσε! Ω! Και αρκούδαις
ημέρονε το τραγούδημά της. Και τόσον ξυπνητή
και προκομμένη!
Τόσον χειρότερα, λοιπόν, δι' εκείνην.
Ω, χίλιαις, χίλιαις φοραίς χειρότερα! Και τόσον
γλυκειά συμπεριφορά.
Γλυκειά με το παρεπάνω.
Έχεις δίκαιον. Και όμως τι κρίμα, Ιάγο! Ω Ιάγο,
τι κρίμα!
Αν σου αρέση η ανομία της, δος της την άδειαν να
εξακολουθήση. Αφού εσένα δεν σε πειράζει, ποίος έχει
να παραπονεθή;
Θα την κάμω κομμάτια! Να με κερατώση εμένα!
Εντροπή της!
Και με ποίον; με τον αξιωματικόν μου!
Ακόμη μεγαλειτέρα εντροπή της!
Εύρε μου φαρμάκι, Ιάγο, – απόψε …Δεν θ' αλλάξω
λόγια μαζή της, μήπως μου γυρίση και πάλιν την γνώμην
το κορμί της και η ευμορφιά της… Απόψε, Ιάγο.
Μη με φαρμάκι. Πνίξε την εις το κρεββάτι της· το
κρεββάτι το οποίον σου εμόλυνε.
Καλά, καλά! Μου έρχεται αυτή η δικαιοσύνη. Πολύ
καλά!
Διά τον Κάσιον, εγώ επάνω μου τον παίρνω.
Κοντά εις τα μεσάνυκτα έχεις ν' ακούσης κι' άλλα.
Εξαίρετα! πολύ καλά!
Τι σάλπιγγες σημαίνουν;
Της Βενετίας τίποτε…Ο Λοδοβίκος είναι·
του Δόγη φέρνει μήνυμα· μαζή κ' η
Δυσδαιμόνα.
Καλώς σε ηύρα, στρατηγέ γενναίε.
Καλώς ήλθες.
Ο Δόγης και οι άρχοντες χαιρετισμούς σου στέλλουν.
Τον υψηλόν των ορισμόν ασπάζομαι με σέβας.
Τι νέα; Λέγ' εξάδελφε, καλέ μου Λοδοβίκε.
Αυθέντα μου σε χαιρετώ. Μετά χαράς σε βλέπω·
'ς την Κύπρον καλώς ώρισες.
Ευχαριστώ σε, Ιάγο,
Τι κάμνει ο υπασπιστής, ο Κάσιος;
Υπάρχει.
Εξάδελφέ μου, μεταξύ αυτού και του ανδρός μου
Έγεινε χάλασμα κακόν. Εσύ θα τους το 'σιάσης.
Είσαι βεβαία δι' αυτό;
Αυθέντα μου;
«Και πρέπει
να πράξης ό,τι γράφομεν αφεύκτως, εάν θέλης»…
Εσένα δεν ωμίλησε. Τα γράμματα διαβάζει.
Ο Κάσιος κι' ο άνδρας σου τα έχουν χαλασμένα;
Ναι, δυστυχώς. Και ήθελα παραπολύ, – διότι
τον Κάσιον τον αγαπώ, – να τους συμφιλιώσω.
Φωτιά και λαύρα!
Άνδρα μου;
'Σ τα λογικά σου είσαι;
Εθύμωσε;
Τα γράμματα φοβούμαι τον συγχύζουν,
διότι φέρνουν προσταγήν οπίσω να γυρίση,
και εις την θέσιν του εδώ τον Κάσιον ν' αφήση.
Ω! πίστευσε, το χαίρομαι…
Αληθινά;
Αυθέντα:
Χαίρομαι που 'σαι παλαβή!
Οθέλλε μου, τί έχεις;
Ω Σατανά!
Δεν τ' άξιζα!
Ω! Δεν θα το πιστεύσουν
'ς την Βενετίαν, κι' αν ειπώ με όρκους πως το είδα!
Ήτο πολύ. Συγχώρησιν να της ζητήσης. Κλαίει.
Τα δάκρυα σου, Σατανά, 'ς την γην εάν φυτρόνουν,
κάθε που πέφτει σταλαγμός, κροκόδειλος γεννάται!
Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!
Αν σε πειράζω φεύγω.
Αληθινά υπήκοη γυναίκα! Στρατηγέ μου,
παρακαλώ σε, κάμε με την χάριν να την κράξης.
Εδώ, κυρά.
Αυθέντα μου.
Τι θέλεις να την κάμης;
Ποίος; εγώ;
Εζήτησες οπίσω να γυρίση.
Ω! να γυρίση δύναται, και πάλιν να γυρίση,
και να πηγαίνη 'ς τα εμπρός, και να ξαναγυρίση.
Ω! και να κλαίη δύναται, να κλαίη· κι' όπως είπες
είναι υπήκοη πολύ, υπήκοη γυναίκα!
Πολύ υπήκοη! – Εμπρός· το κλαύσιμον μη παύης. —
Ως προς αυτό… – Καμόνεται καλά την λυπημένην! —
Οι άρχοντες με προσκαλούν 'ς την Βενετίαν. – Φύγε·
Όταν σε θέλω σε μηνώ. – 'Σ τους ορισμούς των κλίνω,
και όσον το ταχύτερον αναχωρώ. – Κρημνίσου!
Ο Κάσιος την θέσιν μου θα λάβη. Πλην απόψε παρακαλώ, αν αγαπάς, μαζή μου να δειπνήσης. 'Σ την Κύπρον καλώς ώρισες. – Ω! πίθηκοι και τράγοι! 30
Αυτός ο άνθρωπος εδώ είν' ο γενναίος Μαύρος,
που καύχημα και στήριγμα τον έχ' η Βενετία;
Αυτή εδώ είν' η ψυχή που δεν καταπονείται;
Αυτό είναι τ' αδάμαστον το στήθος, το οποίον
ούτε κλονίζει συμφορά ούτε πληγόνει τύχη;
Δεν είν' ο ίδιος άνθρωπος.
Αλλ' είναι 'ς τα σωστά του;
Μη του εσάλευσε ο νους;
Είναι αυτός που είναι.
Φωνήν δεν έχω να ειπώ το τι φρονώ. Μακάρι
να ήτον όπως έπρεπε… αν δεν ήν' όπως πρέπει.
Να δείρη την γυναίκα του!
Μα την αλήθειαν, τούτο
δεν ήτο κάμωμα σωστόν. Και όμως ας 'μπορούσα
να σου ειπώ, πως απ' αυτό χειρότερα δεν έχει.
Του έγεινε συνήθεια; Ή μήπως εξ αιτίας
του γράμματος που έλαβε του ήναψε το αίμα;
Αλλοίμονον, αλλοίμονον! 'Σ εμένα δεν αρμόζει
και ούτε πρέπει να ειπώ τι είδα και τι 'ξεύρω.
Θα τον ιδής, και περιττά τα λόγια τα 'δικά μου.
Τα ίδια του καμώματα θα σου τον μαρτυρήσουν·
Φθάνει να δώσης προσοχήν και θα ιδής τι κάμνει.
Πολύ λυπούμαι εις αυτόν να έβγω γελασμένος.