Read the book: «Οθέλλος»
ΟΘΕΛΛΟΣ, Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ. 1
ΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΟΘΕΛΛΟΣ, ο Μαύρος της Βενετίας.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, πατήρ της Δυσδαιμόνας.
ΚΑΣΙΟΣ, υπασπιστής.
ΙΑΓΟΣ, σημαιοφόρος.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ, ευγενής Βενετός.
Ο ΔΟΓΗΣ της Βενετίας.
ΑΡΧΟΝΤΕΣ γερουσιασταί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ, διοικητής της Κύπρου.
ΑΡΧΟΝΤΕΣ Κύπριοι.
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του Βραβαντίου.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, συγγενής του Βραβαντίου.
ΝΑΥΤΑΙ.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ, υπηρέτης του Οθέλλου.
ΚΗΡΥΞ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, σύζυγος του Οθέλλου.
ΑΙΜΙΛΙΑ, σύζυγος του Ιάγου.
ΒΙΑΓΚΑ, εταίρα.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ, ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ, ΝΑΥΤΑΙ, Κ.Τ.Λ.
Η σκηνή κατά μεν την πρώτην πράξιν εν Βενετία, μετέπειτα δ' εν Κύπρω.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Οδός εν Βενετία
Εισέρχονται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να μη μου δώκης είδησιν! 2 Δεν το 'λεγα ποτέ μου,
εσύ, που είχες πάντοτε πουγγί σου το πουγγί μου,
δεν το 'λεγα ότι εσύ μπορούσες να το ξεύρης!
ΙΑΓΟΣ
Πλην δεν μ' ακούεις. Αν ποτέ μ' επέρασ' απ' τον νουν μου,
να στραβωθώ!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και μ' έλεγες ότι του έχεις έχθραν!
ΙΑΓΟΣ
Κι' αν είπα ψεύμα, πτύσε με· – Επήγαν τρεις τρανοί μας
και τον επαρακάλεσαν, και είπαν να με κάμη
υπασπιστήν· και μα το Ναι! ηξεύρω πως τ' αξίζω!
Κ' εκείνος ούτε πείθεται, ούτε σκοπόν αλλάζει,
αλλά τους προφασίζεται το ένα και το άλλο,
με ύφος στρατιωτικόν και λόγια φουσκωμένα,
και τέλος τους το έκοψε τους καλοθελητάς μου,
διότι λέγει, έ κ λ ε ξ α ε γ ώ υ π α σ π ι σ τ ή ν μου!
Ποιος είν' αυτός που έκλεξε; Λογαριαστής μεγάλος!
Κάποιος Μιχάλης Κάσιος από την Φλωρεντίαν,
που δια 'μάτια γυναικός πουλεί και την ψυχήν του!
Ένας, που στράτευμα ποτέ 'ς τον πόλεμον δεν είδε,
ούτε γνωρίζει τι θα πη παράταξις εις μάχην.
Αν ήναι διά γράμματα, κι' αν φθάνουν τα βιβλία,
τότε ας κάμωμεν στρατόν από Καλαμαράδες!
'ς τα λόγια είν' η τέχνη του· την πράξιν πού την ηύρε;
Και όμως επροτίμησεν εκείνον να εκλέξη,
κ' εγώ, που επολέμησα μαζή του τόσα χρόνια
και μ' είδε με τα 'μάτια του 'ς την Ρόδον, κ' εις την Κύπρον,
κ' εις άλλους τόπους χριστιανών κι' απίστων, εγώ πρέπει
ν' ακούω τας διαταγάς του κυρ καταστιχάρη,
που 'ξεύρει Δ ο ύ ν αι και Λ α β ε ί ν, διότι αυτός είναι
του στρατηγού υπασπιστής, κ' εγώ … σημαιοφόρος!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Μα τον Θεόν! καλλίτερα να ήμουν δήμιός του.
ΙΑΓΟΣ
Υπομονή! Αυτό θα 'πη βρωμο-υπηρεσία.
Σου γίνονται προβιβασμοί προς χάριν, με συστάσεις,
και όχι, καθώς έπρεπε, με το δικαίωμά του
κατά σειράν ο δεύτερος ν' ακολουθή τον πρώτον.
Κρίνε και μόνος σου λοιπόν εάν αιτίαν έχω
τον Μαύρον να τον αγαπώ.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και πώς δεν τον αφίνεις;
ΙΑΓΟΣ
Ω! έννοια σου. Υπηρετώ, να κάμω τον σκοπόν μου.
Δεν ημπορεί τον κύριον να κάμη ο καθένας,
και ούτε κάθε κύριος δούλους πιστούς να έχη.
Θα ιδής πολλούς, που ταπεινοί και με λαιμόν σκυμμένον
δουλεύουν ημερόνυκτα, και το 'χουν προς τιμήν των
να ζουν 'σάν του κυρίου των τον γάιδαρον, που έχει
όσον δουλεύει άχυρον, κι' άμα γηράση: έξω!
Ξύλον που ήθελαν αυτοί οι τιμημένοι δούλοι!
Άλλους θα ιδής, καμόνονται τον αφοσιωμένον,
πλην την καρδιάν των την κρατούν διά τον εαυτόν των,
κ' ενώ εις τον αυθέντην των πουλούν ψευτολατρείαν,
παχαίνουν εις την ράχην του, κι' αφού καλοχορτάσουν
τον εαυτόν των προσκυνούν. Εκείνοι έχουν γνώσιν,
και απ' αυτούς είμαι κ' εγώ· διότι, κύριέ μου,
να είσαι βέβαιος, καθώς με βλέπεις και σε βλέπω,
πως Ιάγον δεν θα μ' έβλεπες, αν ήμουν ο Οθέλλος.
Εκείνον αν υπηρετώ, υπηρετώ εμένα.
Δεν με κρατούν κοντά 'ς αυτόν ή χρέος ή αγάπη,
πλην μόνον, σου τ' ορκίζομαι, οι μυστικοί σκοποί μου.
Αν ήναι με τους τρόπους μου και με το φέρσιμόν μου
να φανερόνω τα κρυφά που τρέφω 'ς την καρδιάν μου,
τότ' ας την βάλω την καρδιάν 'ς το χέρι μου επάνω
να την τσυμπούν οι κόρακες! Δεν είμ' εκείνος που 'μαι.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τύχην που έχει ο χειλάς να σου το καταφέρη!
ΙΑΓΟΣ
Εξύπνα τον πατέρα της. Κυνήγησε τον Μαύρον·
φαρμάκευσέ του την χαράν και διαλάλησέ τον!
Φωτιάν να πάρουν κύτταξε οι συγγενείς της νέας.
Αν και το κλίμα όπου ζη ήναι τερπνόν, με μυίγαις
βασάνιζε και κέντα τον! Αν κ' η χαρά του ήναι
χαρά, εσύ προσπάθησε να την ανακατώσης
μ' όσους χωρέσης πειρασμούς, να του την ξεθωρίσης!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να! του πατρός της είν' εδώ το σπίτι. Θα φωνάξω.
ΙΑΓΟΣ
Με παραζάλην φώναξε και με φωναίς τρομάρας,
καθώς οπόταν έξαφνα εις της νυκτός τα βάθη
φανή φωτιά εις γειτονιαίς πυκνοκατοικημέναις.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αι, κυρ Βραβάντιε, αι! αι! Βραβάντιε! Αυθέντα!
ΙΑΓΟΣ
Αι, ξύπνα, κυρ Βραβάντιε! Έχε καλά τον νουν σου
'ς το σπίτι, 'ς ταις σακκούλαις σου, 'ς την κόρην σου. Σε
[κλέπτουν!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (ανοίγων το παράθυρον)
Τι είν' αυτός ο τρομερός ο θόρυβος; τι τρέχει;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Κανένας δεν σου έλειψε;
ΙΑΓΟΣ
Είναι κλεισταίς αι θύραις;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι μ' ερωτάτε; διατί;
ΙΑΓΟΣ
Σε έκλεψαν, αυθέντα! 'πάγει η καρδιά σου!
Την 'μισήν ψυχήν σου σού την 'πήραν,
και τώρα, τώρα που λαλώ, ο μαύρος γερο-τράγος
την άσπρην προβατίναν σου την χαίρεται! Ενδύσου,
με σήμαντρα την γειτονιάν που ρουχαλίζει 'ξύπνα!
Κινήσου, 'ξύπνα, πριν παππούν ο διάβολος σε κάμη!
Κινήσου, λέγω.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Άνθρωπε, πού έχεις τα μυαλά σου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ω άρχον ευγενέστατε, γνωρίζεις την φωνήν μου;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Όχι· ποιος είσαι;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Είμ' εγώ, ο Ροδερίκος είμαι,
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Και τι ζητείς; 'ς την θύραν μου, μη τριγυρνάς σου είπα!
Σου είπα πως η κόρη μου δεν είναι δι' εσένα·
και σου το είπα παστρικά! Δαιμονισμένος είσαι,
κι' από το φαγοπότι σου καπνούς γεμάτος ήλθες
με την αναισχυντίαν σου να με ανησυχήσης;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα μου, αυθέντα μου!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλλ' όμως βεβαιώσου
πως τόσος είναι ο θυμός κ' η δύναμίς μου τόση,
που θα πληρώσης ακριβά αυτό σου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Άκουσέ με.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι κράζεις ότι μ' έκλεψαν; αυτ' είν' η Βενετία,
δεν είν' αχούρι έρημον το σπίτι μου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα,
ήλθα εδώ με καθαράν καρδιάν, διά καλόν σου.
ΙΑΓΟΣ
Είσαι και συ απ' εκείνους, οι οποίοι δεν δουλεύουν ούτε τον
Θεόν, αν ήναι ο διάβολος όπου τους το λέγει. Ερχόμεθα
να σου κάμωμεν δούλευσιν, και συ μας παίρνεις διά
νυκτοκλέπτας. Καλά! Την κόρην σου την χαίρεται έν άλογον
αράπικον. Θα έχης εγγονάκια να σου χρεμετίζουν, και
θα συμπεθερεύσης με φοράδαις.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι βλάσφημος παληάνθρωπος εσύ 'σαι;
ΙΑΓΟΣ
Είμαι ένας οπού έρχεται να σου ειπή, ότι η κόρη σου και ο
Μαύρος σου κάμνουν τώρα γάμους και χαραίς. 3
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Είσ' ένας αδιάντροπος!
ΙΑΓΟΣ
Είσ' ένας… σενατόρος!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Θα δώσης λόγον δι' αυτό. Σε 'ξεύρω, Ροδερίκε.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Εγώ σου αποκρίνομαι, αυθέντα μου, δι' όλα·
πλην δύο λόγια σου ζητώ. Αν ήναι μ' άδειάν σου
και μ' ιδικόν σου θέλημα (καθώς μισοπιστεύω),
που η ωραία κόρη σου εδιάλεξε την ώραν
ς' τα βάθη μέσα της νυκτός, με μόνην συνοδείαν
ενός ανθρώπου μισθωτού, ενός κοινού βαρκάρη,
κ' επήγε να παραδοθή 'ς την αγκαλιάν του Μαύρου,
αν είναι με την είδησιν και με το θέλημά σου,
τότ' εφερθήκαμεν κακά και δίκαια θυμόνεις.
Αν όμως δεν το ήξευρες, τότε, συμπάθησέ με,
μας επιπλήττεις άδικα. Μη σου περνά ιδέα
ότι εξέχασα εγώ τι πρέπει και αρμόζει,
κ' ήλθα εδώ να σε γελώ και να σε περιπαίζω.
Η κόρη σου, αν άδειαν δεν έχη απ' εσένα,
το ξαναλέγω, έκαμε παρακοήν μεγάλην,
χρέος και τύχην κ' ευμορφιάν και νουν να θυσιάση
δι' ένα κακορρίζικον τυχοδιώκτην ξένον,
οπού κυλά εδώ κ' εκεί αφότου εγεννήθη.
Αν ήναι 'ς το κρεββάτι της ή μέσα εις το σπίτι,
ας πέση 'ς το κεφάλι μου του Νόμου τιμωρία
διότι σε εγέλασα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (προς τους εν τη οικία)
Φέρετε φως αμέσως!
Ξυπνήσατε τους δούλους μου! Ανάψατε τα φώτα!
Αυτό εδώ με τ' όνειρον που είδα ομοιάζει
κι' αρχίζει να μου φαίνεται ωσάν αλήθεια. – Φώτα!
(Αποσύρεται)
ΙΑΓΟΣ
Ώρα καλή. Αναχωρώ διότι δεν αρμόζει,
ούτε συμφέρει 'ς τον βαθμόν που έχω, να με φέρουν
κατά του Μαύρου μάρτυρα, ως θα συμβή αν μείνω.
Διότι όσον κι' αν αυτά τον χανδακώσουν τώρα,
δεν ημπορεί χωρίς αυτόν να κάμη η Βενετία.
Θα έχουν την ανάγκην του 'ς τον πόλεμον της Κύπρου, 4
κι' ούτ' έχουν άλλον άξιον 'ς τον τόπον του να βάλουν.
Ώστε κ' εγώ, κι' αν τον μισώ καθώς τα κρίματά μου,
αλλ' όμως η περίστασις το θέλει κ' η ανάγκη
κάπως φιλίας πρόσχημα και χρώμα να του δείχνω.
Πλην είναι μόνον πρόσχημα. – Αν θέλης να τον εύρης,
'ς το Ναυαρχείον 5 φέρε τους να τον ανακαλύψουν.
Εκεί θα είμαι και εγώ μαζή του. Καλήν νύκτα.
(Απέρχεται)
(Εισέρχεται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ μετά υπηρετών κρατούντων δάδας)
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλήθεια ήτον! Έφυγε! Από εδώ και πέρα
πικρή μου είναι η ζωή και καταφρονημένη. —
Ειπέ μου, πού την είδες; πού; – Δυστυχισμένη κόρη! —
Με τον Οθέλλον; – Ω! παιδιά ποιος θέλει ν' αποκτήση; —
Τους είδες; είσαι βέβαιος; ήτον εκείνη λέγεις; —
Ω! με ηπάτησε φρικτά! – Και τι σου είπε; – Φώτα!
Φέρετε φως! Ξυπνήσετε τους συγγενείς μου όλους! —
Ο γάμος τάχα έγεινε, νομίζεις;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Το φοβούμαι.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πώς να ξεφύγη απ' εδώ! Θεέ, τι προδοσία!
Μη πιστευθήτε 'ς το εξής ταις κόραις σας, πατέρες!
Άλλα οι τρόποι μαρτυρούν, κι' άλλα 'ς τον νουν των έχουν!
Δεν έχει μάγια που πλανούν την παρθενιάν των νέων;
ειπέ μου, δεν εδιάβασες ποτέ σου περί τούτου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και βέβαια, αυθέντα μου.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πού είν' ο αδελφός μου;
Ξυπνήσετέ τον. – Διατί εσέ να μη την δώσω! —
Εσείς πηγαίνετ' απ' εδώ, οι άλλοι άλλον δρόμον. —
Πού λέγεις θα τους εύρωμεν, εκείνην και τον Μαύρον;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα τους ανακαλύψωμεν, νομίζω, εάν θέλης
με συνοδείαν αρκετήν να με ακολουθήσης.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Οδήγησέ μας. Θα κτυπώ οπού περνώ ταις θύραις·
και να προστάζω ημπορώ, αν το καλέση χρεία,
'ς τα όπλα! Νυκτοφύλακας φωνάξετε να έλθουν.
Εμπρός! Θα σου ανταμειφθούν οι κόποι, Ροδερίκε.
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Β'
Ετέρα οδός εν Βενετία
Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, ο ΙΑΓΟΣ και υπηρέται δαδούχοι
ΙΑΓΟΣ
Εάν κ' εσκότωσα πολλούς 'ς την τέχνην του πολέμου,
επάνω 'ς την συνείδησιν τρέχω, να μη κάμω
με προμελέτην φονικόν. Το άδικον δεν θέλω,
και ζημιόνομαι συχνά. Εννηά φοραίς ή δέκα
να του τρυπήσω τα πλευρά με το σπαθί μου ήλθε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά που δεν το έκαμες.
ΙΑΓΟΣ
Αλλ' εμωρολογούσε,
και τόσα λόγια έλεγε προσβλητικά κι αχρεία
κατά της ευγενείας σου, που μόλις ημπορούσα,
με την ολίγην αρετήν κ' υπομονήν που έχω,
να τον αφίνω να λαλή. Αλλά, παρακαλώ σε,
ο γάμος έγεινε σωστά; Διότι, βεβαιώσου,
τον αγαπούν τον γέροντα, και η φωνή του έχει
και δύναμιν και πέρασιν 'σάν την φωνήν του Δόγη.
Θα σας χωρίση. Ή αλληώς είν' άξιος να φέρη
εμπόδια και βάσανα· και το σχοινί του Νόμου
να το τεντώση ημπορεί με την επιρροήν του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ας κάμη ό,τι αγαπά. Αι εκδουλεύσεις πώχω
θ' αποστομώσουν ταις φωναίς και τα παράπονά του.
Και δεν ηξεύρουν κάθε τι ακόμη. Όταν μάθω
πως είναι τα καυχήματα τιμή, θα φανερώσω,
ότι μ' εγέννησαν γονείς εις θρόνον καθισμένοι,
κ' η τύχη που απέκτησα εδώ δεν μ' εξιππάζει!
Κι' ας είσαι, Ιάγο, βέβαιος, πως αν δεν αγαπούσα
την Δυσδαιμόναν την γλυκειάν, διά τον κόσμον όλον
ποτέ μου την ελεύθερην και άστεγην ζωήν μου
δεν την επεριόριζα εγώ, να την σκλαβώσω!
Αλλά, τι φώτα είν' αυτά που έρχονται; Ιδέ τα.
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΚΑΣΙΟΣ και αξιωματικοί κρατούντες δάδας)
ΙΑΓΟΣ
Θα είναι ο πατέρας της, κ' οι φίλοι του μαζή του.
Σου δίδω γνώμην να κρυφθής.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι· να μ' εύρουν πρέπει.
Ο χαρακτήρ μου, ο βαθμός, και η συνείδησίς μου
με προστατεύουν αρκετά. – Αλλά δεν είν' εκείνοι.
ΙΑΓΟΣ
Μα των πολέμων τον Θεόν, δεν είν' εκείνοι· όχι!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είναι του Δόγη άνθρωποι, και ο υπασπιστής μου. —
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή, ω φίλοι. Τι ζητείτε;
ΚΑΣΙΟΣ
Σε χαιρετά, ω στρατηγέ, ο Δόγης και αμέσως
επιθυμεί να σε ιδή.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι τρέχει; δεν ηξεύρεις;
ΚΑΣΙΟΣ
Της Κύπρου είναι πράγματα, μου φαίνεται, σπουδαία.
Του στόλου καταποδιαστά μηνύματα μας ήλθαν
αυτήν την νύκτα δώδεκα, το έν μετά το άλλο.
Πολλοί από τους άρχοντας εξύπνησαν ως τώρα,
και όλοι συναθροίζονται 'ς του Δόγη. Σ' εζητούσαν
επάνω κάτω, και αφού 'ς το σπίτι σου δεν σ' ηύραν,
τρεις συνοδείας έστειλαν να σε ζητούν 'ς την πόλιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά λοιπόν που έτυχε να μ' εύρης συ. Δυο λόγια
πηγαίνω μέσα να ειπώ, κ' έρχομ' ευθύς μαζή σας.
(Εξέρχεται)
ΚΑΣΙΟΣ
Εδώ τι θέλει άραγε;
ΙΑΓΟΣ
Επήρεν εξ εφόδου
μίαν φρεγάδα της ξηράς απόψε, και θα κάμη
μιαν και καλήν την τύχην του, εάν του την αφήσουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι πράγμα; δεν 'κατάλαβα.
ΙΑΓΟΣ
Γυναίκα 'πήρε.
ΚΑΣΙΟΣ
Ποίαν;
ΙΑΓΟΣ
Την θυγατέρα…
(Επιστρέφει ο ΟΘΕΛΛΟΣ )
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ, πηγαίνωμεν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Οδήγει.
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, και άλλοι έρχονται να σ' εύρουν, στρατηγέ μου.
(Εισέρχονται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ, και αξιωματικοί φέροντες δάδας)
ΙΑΓΟΣ
Είν' ο Βραβάντιος αυτός. Φυλάξου· πρόσεχέ τον,
και ήλθε με κακούς σκοπούς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι θέλετε; Σταθήτε!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να τος ο Μαύρος.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πιάσετε τον κλέπτην· πιάσετέ τον!
ΙΑΓΟΣ
Α, Ροδερίκε, είσαι συ; εγώ σε διορθόνω.
(Σύρουν πάντες τα ξίφη.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ ταις θήκαις μέσα τα σπαθιά, δροσιά μην τα σκουριάση!
Τ' άσπρα μαλλιά σου δύναμιν μεγαλειτέραν έχουν
από τα όπλα των.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Ληστή, πού την κρατείς κρυμμένην
την κόρην μου; την 'μάγευσες εσύ ο κολασμένος.
Το πράγμα είναι φανερόν εις όποιον έχει γνώσιν.
Αν δεν την αλυσόδενες με τα κρυφά σου μάγια,
μια κόρη τόσον ευτυχής και τρυφερά κι' ωραία,
που 'πανδρειάν δεν ήθελε, και ούτε είχε 'μάτια
να ιδή τους πλέον εκλεκτούς γαμβρούς της Βενετίας,
τον γενικόν περίγελων του κόσμου θ' αψηφούσε,
και θ' άφινε την σκέπην της την πατρικήν, να τρέξη
'ς ταις μαύραις αγκαλιαίς ενός καθώς εσέ, που φρίκην
εμπνέεις, όχι έρωτα! Ο κόσμος ας το κρίνη
αν φως δεν ήναι φανερόν, πως με φρικώδη μάγια,
με βότανα και μέταλλα, που εξυπνούν την σάρκα
και την νεότητα πλανούν, εμάγευσες την νέαν!
Το πράγμα θα εξετασθή· αλλ' όποιος εξετάση
θα το πεισθή χειροπιαστά! Λοιπόν σε συλλαμβάνω
ως πλάνον, που μ' αθέμιτα κ' εμποδισμένα μέσα
γελάς τον κόσμον! Πιάσετε τον πλάνον. Πιάσετέ τον! 6
κι' αν τύχη κι' αντιστέκεται κακόν της κεφαλής του!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα χέρια κάτω όλοι σας, κ' οι φίλοι μου κ' οι άλλοι!
Σκοπόν αν είχα με σπαθιαίς απόκρισιν να δώσω,
ανάγκην άλλος να το 'πη δεν είχα. – Πού να 'πάγω
εις την κατηγορίαν σου απόκρισιν να δώσω;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
'ς την φυλακήν! 'ς την φυλακήν, ως που να έλθη ώρα
'ς αρμόδιον κριτήριον ο Νόμος να σε κρίνη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και αν σ' ακούσω, τι θα' πη ο Δόγης, οπού θέλει
δι' υποθέσεις σοβαράς να με ιδή του Κράτους,
και οι αποσταλμένοι του προσμένουν 'ς το πλευρόν μου;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αληθινά, συμβούλιον ο Δόγης έχει τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Βεβαίως θα εμήνυσε κ' εσένα, ω αυθέντα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Μεσάνυκτα συμβούλιον! Κι' αυτός εκεί ας έλθη!
Αυτό που έπαθα εγώ μικρόν δεν είναι πράγμα.
Ως ιδικήν του προσβολήν κι' ο Δόγης θα το πάρη,
κ' οι άλλοι μου συνάδελφοι, οι άρχοντες του Κράτους.
Αν μένουν ατιμώρητα καμώματα τοιούτα,
εις χέρια δούλων και ληστών θα πέση η Πολιτεία.
(Απέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Γ
Το συμβούλιον του Δόγη
(Ο ΔΟΓΗΣ και ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ κάθηνται. Αξιωματικοί ίστανται όπισθεν αυτών.)
ΔΟΓΗΣ
Αλλά τα νέα ως εδώ δεν συμφωνούν διόλου
και φαίνονται απίστευτα.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Τω όντι διαφέρουν.
Τα πλοία εκατόν επτά εμένα με τα γράφουν.
ΔΟΓΗΣ
Σαράντα κ' εκατόν εμέ·
Β’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Κ' εμένα διακόσια
Αλλά και αν 'ς τον αριθμόν διαφορά υπάρχη,
(και θα υπάρχη, επειδή συμπερασμούς μας γράφουν),
απ' όλα τα μηνύματα εξάγετ' εκ συμφώνου
πως ένας στόλος Τουρκικός κατά την Κύπρον πλέει.
ΔΟΓΗΣ
Ναι τούτο είναι πιθανόν και έρχεται 'ς τον λόγον.
Των αριθμών τ' ασύμφωνον δεν με καθησυχάζει,
αλλά τον βλέπω φανερά τον κίνδυνον εμπρός μου.
(Εισέρχεται ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ συνοδεύων ΝΑΥΤΗΝ.)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Από τον στόλον μήνυμα.
ΔΟΓΗΣ
Τι νέα; τι μας φέρνεις;
ΝΑΥΤΗΣ
Οι Τούρκοι έκαμαν πανιά προς τα νερά της Ρόδου.
Ο ναύαρχός σας μ' έστειλε την είδησιν να φέρω.
ΔΟΓΗΣ
Περί αυτής της αλλαγής τι λέγετε, αυθένται;
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Αδύνατον μου φαίνεται, κι' ούτε χωρεί 'ς τον νουν μου·
των Τούρκων είναι τέχνασμα διά να μας γελάσουν.
Αν λογαριάσωμεν 'ς αυτούς η Κύπρος τι σημαίνει,
και πόσον περισσότερον την θέλουν απ' την Ρόδον,
και πόσον ευκολώτερον τους είναι να την πάρουν,
διότι και τα φρούρια της Ρόδου δεν τα έχει,
και ούτε τόσην δύναμιν και προετοιμασίαν,
αν τα ζυγίσωμεν αυτά, πιστεύω θα μας πείσουν
ότι ο Τούρκος δεν 'μπορεί να κάμη τόσον λάθος,
το πρώτον του και κύριον 'ς το τέλος να το κάμη,
εκείνο δε που εύκολα μας παίρνει, να τ' αφήση,
και ν' αψηφά και να ζητή ανωφελείς κινδύνους. 7
ΔΟΓΗΣ
Δεν το πιστεύω ούτ' εγώ 'ς την Ρόδον να πηγαίνη.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ιδού και άλλο μήνυμα.
(Εισέρχεται έτερος Ναύτης.)
Β’. ΝΑΥΤΗΣ
Αυθένται σεβαστοί μου,
οι Τούρκοι, οπού έπλεαν προς τα νερά της Ρόδου,
ενώθηκαν 'ς το πέλαγος με' τ' άλλα των τα πλοία.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Δεν σας το έλεγα εγώ; – Ως πόσα πλοία είναι;
Β’. ΝΑΥΤΗΣ
Τριάντα πλοία· κ' ήλλαξαν τον δρόμον ενωμένοι
οι δύο στόλοι, και μαζή πηγαίνουν προς την Κύπρον.
Και ο Μοντάνος, ο πιστός κι' ανδρείος στρατηγός σας
με ταπεινούς προσκυνισμούς την είδησιν σας στέλνει,
και πίστιν να του δώσετε παρακαλεί, αυθένται.
ΔΟΓΗΣ
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
'Σ την Φλωρεντίαν είν' αυτός ακόμη.
ΔΟΓΗΣ
Γράψετέ του
ότι εδώ επιθυμώ αμέσως να γυρίση.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Ιδού και ο Βραβάντιος και ο γενναίος Μαύρος.
(Εισέρχονται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, ο ΟΘΕΛΛΟΣ, ο ΙΑΓΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ,
και έτεροι αξιωματικοί).
ΔΟΓΗΣ
Έλα, γενναίε στρατηγέ, και σ' έχομεν ανάγκην
'ς τον Τούρκον να σε στείλωμεν, τον γενικόν εχθρόν μας.
(Προς τον Βραβάντιον)
Α! δεν σ' επαρατήρησα, ω άρχον, καλώς ήλθες·
η γνώμη σου μας έλειπε και η βοήθειά σου.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Εγώ, αυθένται μου, εγώ την ιδικήν σας θέλω.
Ούτε τα νέα του εχθρού, ούτε τ' αξίωμά μου
δεν μ' έκαμαν την κλίνην μου ν' αφήσω. Δεν με μέλει
διά συμφέροντα κοινά. Η λύπη η δική μου
μου πλημμυρίζει την καρδιάν και ξεχειλίζει τόσον,
που κάθε άλλην συλλογήν και λύπην καταπνίγει!
ΔΟΓΗΣ
Τι έπαθες;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Η κόρη μου! Η κόρη μου, αυθέντα!
ΔΟΓΗΣ
Απέθανε;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Απέθανε αλήθεια δι' εμένα!
Την 'πλάνεσαν, την έκλεψαν, την 'χάλασαν με μάγια,
με μάγια και με βότανα οπού πουλούν αγύρται!
Διότι τόσον τρομερά να πλανηθή εκείνη,
ενώ δεν είν' ούτε τυφλή, ούτε ο νους της λείπει,
ποτέ δεν ήτο δυνατόν χωρίς να την μαγεύσουν…
ΔΟΓΗΣ
Όποιος κι' αν ήναι, που μ' αυτόν τον άνομον τον τρόπον
επλάνεσε την κόρην σου από τον εαυτόν της
κι' απ' τον πατέρα της, ιδού του Νόμου το βιβλίον
γραμμένον μ' αίμα. Την πικρήν σελίδα διάβασέ την
κ' εξήγησέ την μόνος σου, κ' εάν αυτός ο υιός μου
ήναι ο πταίστης!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, αυθέντα.
Ιδού ο πταίστης! Είν' αυτός, ο Μαύρος, οπού τώρα
εδώ τον επροσκάλεσες, καθώς πληροφορούμαι,
διά συμφέροντα κοινά.
ΔΟΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ
Αυτός; Πολύ λυπούμαι!
ΔΟΓΗΣ
Δεν έχεις τι ν' αποκριθής προς υπεράσπισίν σου
'ς αυτά που λέγει;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τίποτε, παρά πως είν' αλήθεια!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μεγάλοι, παντοδύναμοι και σεβαστοί αυθένται,
σεις όλοι, ευγενέστατοι και φίλοι άρχοντές μου,
την έκλεψα του γέροντος αυτού την θυγατέρα,
και την εστεφανώθηκα· αυτό είν' η αλήθεια·
το έγκλημά μου είν' αυτό· αυτό και όχι άλλο!
Χονδρά τα λέγω· εύμορφα να ομιλώ δεν 'ξεύρω·
'ς ειρήνης γλυκομίλημα δεν είμαι γυμνασμένος.
Απ' τον καιρόν που έκαμαν αυτά εδώ τα χέρια
μόνον επτά ετών μυαλόν, ως προ μηνών εννέα,
δουλεύουν εις τον πόλεμον και παίζουν με τα όπλα,
κι' από τον κόσμον άλλο τι δεν 'ξεύρω τον μεγάλον
παρά πολέμων πράγματα και των μαχών συμβάντα·
ώστε κακά θα στολισθή η υπεράσπισίς μου
εάν την κάμω μόνος μου. Αλλά, με άδειάν σας,
μ' ολίγα λόγια στρογγυλά κι' αστόλιστα σας λέγω
πώς ήλθε η αγάπη μας· τι βότανα, τι μάγια,
(αφού ως μάγος σήμερα εδώ κατηγορούμαι),
επλάνεσαν την κόρην του.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Μια κόρη σεμνοτάτη,
και ήσυχη, κ' εντροπαλή, που ως και την σκιάν της
εντρέπετο! Και γίνεται τα πάντα ν' αψηφήση,
την ηλικίαν, την τιμήν, τον τόπον της, την φύσιν,
και τώρα να ερωτευθή μ' αυτόν, που εφοβείτο
να τον ιδή; Πρέπει κανείς ή να μην έχη κρίσιν,
ή να την έχη παλαβήν, διά να το πιστεύση,
ότ' ημπορεί τους νόμους της η φύσις να πατήση,
και τόσον να παρεκτραπή απ' την εντέλειάν της,
εάν δεν ήναι Σατανά ενέργεια 'ς την μέσην,
οπού να κάμη το κακόν! Λοιπόν και πάλιν λέγω,
ότι αυτός με βότανα που ενεργούν 'ς το αίμα,
με δύναμιν σατανικήν και φίλτρα μαγευμένα
την 'πλάνεσε!
ΔΟΓΗΣ
Ο λόγος σου απόδειξις δεν είναι.
Αντί με πιθανότητας και με συμπερασμούς σου,
πρέπει εδώ με ασφαλείς, γνησίας αποδείξεις
να έλθης εναντίον του.
Α’. ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Δεν ομιλείς, Οθέλλε;
Ειπέ μας αν μ' αφύσικα κ' εντροπιασμένα μέσα
'φαρμάκευσες κ' εκέρδισες της κόρης την αγάπην,
ή με πειθώ και με γλυκά και τιμημένα λόγια
οπού ενόνουν δυο καρδιαίς;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Παρακαλώ, αυθένται,
'ς το Ναυαρχείον στείλετε να φέρετε την νέαν,
κ' εμπρός εις τον πατέρα της η ίδια ας λαλήση.
Αν ένοχον με κρίνετε απ' τα 'δικά της λόγια,
τότ' όχι μόνον τον βαθμόν και την υπόληψίν μου
να με καταδικάσετε να χάσω, αλλ' ακόμη
και την ζωήν μου·
ΔΟΓΗΣ
Φέρετε εδώ την Δυσδαιμόναν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Οδήγησέ τους, Ιάγο μου· συ 'ξεύρεις πού την έχω.
(Εξέρχεται ο ΙΑΓΟΣ)
Κι' ως που να έλθη, καθαρά 'σάν να ξεμολογούμαι 'ς την παρουσίαν του Θεού τα κρίματα που έχω, με τόσην ειλικρίνειαν εμπρός σας θα εκθέσω πώς έγινε κ' εκέρδισα της νέας την αγάπην, και πώς κι' αυτή εκέρδισε την ιδικήν μου.
ΔΟΓΗΣ
Λέγε
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με αγαπούσ' ο γέροντας· συχνά μ' επροσκαλούσε· την ιστορίαν μ' έβαζε να λέγω της ζωής μου· τας μάχας, τους πολέμους μου και τας πολιορκίας, τον δρόμον οπού πέρασα. Και του εδιηγούμην από τα παιδιακίσια μου τα χρόνια την ζωήν μου, ως την στιγμήν που 'κάθητο και μ' ήκουε να λέγω. Και έλεγα την τύχην μου, τους φοβερούς κινδύνους, τα τρομερά συμβάντα μου 'ς τον κάμπον ή 'ς το κύμα, τους παρά τρίχα γλυτωμούς 'ς εφόδους και καρτέρια, πώς έπεσα εις του εχθρού τ' αγριευμένα χέρια και σκλάβος επωλήθηκα· την ελευθέρωσίν μου, και τα ταξείδια τα πολλά που έκαμα κατόπιν. Τα σπήλαια τ' απέραντα και τας ξηράς ερήμους, τους βράχους, τα 'ψηλά βουνά που φθάνουν ως τα νέφη· αυτά του επερίγραφα, και τους ανθρωποφάγους, και τους αγρίους τους φρικτούς, και τέρατα που έχουν την κεφαλήν ανάμεσα 'ς ταις πλάταις φυτρωμένην. 9 Η Δυσδαιμόνα ήρχετο περίεργη ν' ακούη, αλλ' αι φροντίδες του σπιτιού την έκαμναν να φεύγη, και βιαστική επήγαινε τα χρέη της να κάμη, κ' επέστρεφε, τα λόγια μου ν' ακούση διψασμένη. Κ' εγώ το παρετήρησα και ηύρα ευκαιρίαν, και ηύρα τρόπον μόνη της να μου ξεμυστερεύση τον πόθον τον εγκάρδιον, να της εξιστορήσω καταλεπτώς τον βίον μου απ' την αρχήν 'ς το τέλος, που άκραις μέσαις ήξευρεν απ' όσα είχ' ακούσει. Της είπα όλα· και συχνά της 'δάκρυσε το 'μάτι, ενώ της πρώτης μου ζωής της έλεγα τα πάθη· και όταν ετελείωσα, μ' επλήρωσε τον κόπον με ένα κόσμον δάκρυα και αναστεναγμούς της. Μου είπε πως εθαύμασε, εθαύμασε εις άκρον, ότι λυπάται δι' εμέ, κατάκαρδα λυπάται, πως ήθελε καλλίτερα να μη τα είχ' ακούσει, κι' όμως μακάρι και αυτή να λάβη τέτοιον άνδρα. Μου είπε πως μ' ευχαριστεί, κι' ανίσως έχω φίλον, οπού την ερωτεύεται και θέλει την καρδιάν της, να τον διδάξω να της' πη όσα εγώ της είπα. 'Σ αυτήν την νύξιν της κ' εγώ ανοίχθηκα μαζή της. Δι' όσα εκινδύνευσα μ' ηγάπησεν εκείνη, και την ηγάπησα εγώ, διότι μ' ελυπήθη. Τα μάγια που της έκαμα είναι αυτά και μόνα. Ιδού, η νέα έρχεται και ας το μαρτυρήση. 10
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΙΑΓΟΣ, και υπηρέται)
ΔΟΓΗΣ
Νομίζω και την κόρην μου αυτά θα επλανούσαν.
Ω αγαθέ Βραβάντιε, μη τα παραξεσχίζης,
αλλ' όπως πλέον ημπορείς εξοικονόμησέ τα.
Κάλλια σπασμένα τ' άρματα, παρά γυμνά τα χέρια.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Παρακαλώ, αφήσετε να ομιλήση πρώτα.
Αν 'πή ότι τον ήθελε και τον ενοστιμεύθη,
η κεφαλή μου να κοπή εάν κατηγορήσω
εις το εξής τον άνθρωπον. – Πλησίασε, Κυρία·
'ς αυτήν εδώ την ευγενή ομήγυριν που βλέπεις,
που χρεωστείς υποταγήν προ πάντων. Αποκρίσου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω σεβαστέ πατέρα μου, το βλέπω πως εις δύο
μοιράζεται το χρέος μου· διότι εις εσένα
και την ζωήν μου χρεωστώ και την ανατροφήν μου.
Κι' ανατροφή μου και ζωή μ' εδίδαξαν πως πρέπει
να σε τιμώ. Ο κύριος του χρέους μου συ είσαι·
είσαι πατέρας μου· αλλά, ιδού ο σύζυγός μου.
Την ίδιαν την υποταγήν οπού σου είχε δείξει
η μάνα μου, κ' επρόκρινε κι' από γονείς εσένα,
τώρα κ' εγώ την χρεωστώ 'ς τον άνδρα μου, τον Μαύρον.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αρκεί· μαζή σου ο Θεός! 'τελείωσα· – Αυθέντα,
αν αγαπάς, ας έλθωμεν 'ς τα πράγματα του κράτους. —
Παρά παιδί, καλλίτερα να είχα ψυχοπαίδι! —
Άκουσε, Μαύρε· πάρε την με όλην την καρδιάν μου,
καθώς επίσης ήθελα με όλην την καρδιάν μου
να μη την δώσω εις εσέ, αν δεν την είχες πάρει.
Ως προς εσένα, χαίρομαι π' άλλα παιδιά δεν έχω,
διότι τύραννον 'ς αυτά θα μ' έκαμν' η φυγή σου,
να τα κρατώ 'ς τα σίδερα! – 'τελείωσα, Αυθέντα.
ΔΟΓΗΣ
Ας ομιλήσω και εγώ και ας ειπώ μιαν γνώμην,
που ίσως χρήσιμη σταθή εις τούτο το ζευγάρι,
ως σκαλοπάτι ν' αναιβούν 'ς την εύνοιάν σου πάλιν.
Άμα που γίνη το κακόν κι' ούτ' έχει θεραπείαν,
αν πάρης την απόφασιν ο πόνος τελειόνει.
Το να θρηνής ένα κακόν που πέρασε και 'πάγει,
είναι ο τρόπος να ζητής νέον κακόν να φέρης.
Ό,τι δεν έχει γλυτωμόν αν σου το πάρ' η τύχη,
την τύχην την περιγελάς, υπομονήν αν δείξης.
Ένας κλεμμένος που γελά κάτι απ' τον κλέπτην κλέπτει·
αν όμως κλαίη του κακού, τον εαυτόν του κλέπτει.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Την Κύπρον τώρα το λοιπόν ο Τούρκος ας την πάρη.
Όσω γελούμεν, βέβαια χαμένη δεν θα είναι.
Τα γνωμικά είναι καλά 'ς εκείνον οπού θέλει
ν' ακούη ανακούφισιν και άλλο δεν τον μέλει.
Αλλ' όποιος έχει τον καϋμόν δεν θέλει να του λέγουν
υπομονήν να δανεισθή, την λύπην να πληρώση!
Τα γνωμικά, είτε χολή ή μέλι, δεν αξίζουν·
έχουν εξήγησιν διπλήν. Τα λόγια είναι λόγια,
και δεν τρυπάτ' από τ' αυτί μία καρδιά καμμένη. —
Παρακαλώ ας έλθωμεν 'ς τα πράγματα του Κράτους.
ΔΟΓΗΣ
Ο Τούρκος εκστρατεύει με μεγάλην δύναμιν εναντίον
της Κύπρου. Εσύ, Οθέλλε, γνωρίζεις από κάθε άλλον
καλλίτερα πού στέκει η δύναμίς της. Και μολονότι έχομεν
εκεί άξιον τοπορητήν, η κοινή όμως γνώμη, ο μέγας
αυτός Κυβερνήτης των πραγμάτων, αποζητεί εσένα διά
μεγαλειτέραν ασφάλειαν. Ανάγκη λοιπόν να σκιάσης την
λάμψιν της νέας σου ευτυχίας, με αυτής της εκστρατείας
την ανεμοζάλην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυθένται μου, ο τύραννος, που λέγεται Συνήθεια,
μου κάμνει απαλώτατον, 'σαν πουπουλένιον στρώμα,
το σιδερένιον των μαχών ή λίθινον κρεββάτι.
Τ' ομολογώ· εις την ζωήν την σκληραγωγημένην
την φυσικήν μου την ορμήν κ' ενέργειαν ευρίσκω.
Μετά χαράς τον δέχομαι κ' επάνω μου τον παίρνω
τον νέον πόλεμον αυτόν κατά των Μουσουλμάνων!
'Σ τους ορισμούς σας ταπεινώς την κεφαλήν μου κλίνω
και μόνον τούτο σας ζητώ: να έχη η σύζυγός μου
την πρέπουσαν περίθαλψιν, και ό,τι λάβη χρείαν
διά να ζη ανάλογα με το αξίωμά μου
και με το γένος της.
ΔΟΓΗΣ
Ας ζη, αν θέλης, 'ς του πατρός της.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Εγώ δεν θέλω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ούτ' εγώ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και ούτ' εγώ δεν θέλω,
να μ' έχη ο πατέρας μου εμπρός του, να με βλέπη,
και να θυμόνη. Το αυτί 'ς την δέησίν μου κλίνε,
ω Δόγη κραταιότατε, και άφες με να εύρω
από την προστασίαν σου κι' από την δύναμίν σου
την φύλαξιν και σκέπην μου.
ΔΟΓΗΣ
Τι θέλεις, Δυσδαιμόνα;
ΔΥΣΔΑΙΜΌΝΑ
Ότι τον Μαύρον αγαπώ διά να ζω μαζί του,
τ' ορμητικόν μου κίνημα κι' αυτή η παραζάλη
τρανά το διελάλησαν 'ς τον κόσμον. Την καρδιάν μου
εγώ την αφιέρωσα 'ς την τύχην του ανδρός μου.
Εις του ΟΘέλλου την ψυχήν το πρόσωπόν του είδα,
και επιστεύθηκα το παν, και βίον και ψυχήν μου
εις την 'δικήν του την τιμήν και την παλλικαριάν του.
Κι' αν απομείνω 'γώ εδώ, ειρήνης πεταλούδα,
ενώ, αυθένται μου, αυτός πηγαίνει 'ς τους πολέμους
θα μου φανή πως αφαιρούν από τον έρωτά μου
τα δίκαιά του, κ' η ζωή βαρεία θα μου ήναι
χωρίς εκείνον. – Άφησε μαζή του να με πάρη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω άρχοντες, αφήσατε παρακαλώ να γείνη
το θέλημά της. Δεν ζητώ εγώ αυτήν την χάριν,
διά να θρέψω μ' ηδονήν το ιδικόν μου πάθος,
και ούτε της αγάπης μου την φλόγα να χορτάσω,
πλην μόνον επειδή ποθώ να γείνη όπως θέλει.
Και να φυλάξη ο θεός, 'ς τον νουν σας μη περάση
πως θ' αστοχήσω σοβαρά κ' επίσημά μου χρέη,
διότι θάχω 'ς το πλευρόν εκείνην. Εάν ήναι
του Έρωτος του πτερωτού τα ελαφρά παιγνίδια
να μου θολώσουν και τον νουν και την ενέργειάν μου
ή να χαλάσουν ηδοναί την τέχνην της ζωής μου,
τότε αγγείον μαγειρειού ας κάμουν αι γυναίκες
την περικεφαλαίαν μου, και την υπόληψίν μου
του κόσμου καταφρόνησις ας την καταμαυρίση!
ΔΟΓΗΣ
Εσείς αποφασίσετε· ας μείνη ή ας φύγη.
Το πράγμα είναι βιαστικόν κι' αναβολήν δεν θέλει.
Α’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Απόψε φεύγεις απ' εδώ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με όλην την καρδιάν μου!
ΔΟΓΗΣ (προς τους Γερουσιαστάς)
Εις τας εννέα την αυγήν εδώ σας περιμένω. —
(Προς τον Οθέλλον)
Εδώ κανένας ας σταθή αξιωματικός σου, και με αυτόν σου στέλλομεν και τον διορισμόν σου και ό,τι άλλο χρειασθή να σου σταλθή ακόμη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να ο σημαιοφόρος μου, αν ήναι ορισμός σας.
Είν' άνθρωπος ενάρετος και της εμπιστοσύνης.
Εις τούτον την γυναίκα μου θ' αφήσω να μου φέρη,
και ό,τι η εκλαμπρότης σου νομίση αναγκαίον.
ΔΟΓΗΣ
Πολύ καλά. Σας εύχομαι εις όλους καλήν νύκτα.
(Προς τον Βραβάντιον.)
Και, άρχον ευγενέστατε, εάν δεν ήναι ψεύμα, ότι δεν έχει ευμορφιάς η αρετή ανάγκην, τότ' ο γαμβρός σου κάτασπρος και όχι μαύρος είναι.
Α’ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Χαίρε, κι' αγάπα την καλά, γενναίε Μαύρε· χαίρε!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αν έχης 'μάτια κύτταζε, ω Μαύρε. Πρόσεχέ την·
καθώς εμένα 'γέλασε, 'μπορεί να σε γελάση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Την παίρνω 'ς την ψυχήν μου! Ναι!
(Απέρχονται, ο ΔΟΓΗΣ, οι ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΑΙ, ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ κ.τ.λ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τώρα, πιστέ μου Ιάγο,
την Δυσδαιμόναν μου εγώ 'ς εσένα την αφίνω·
να βάλης την γυναίκα σου, παρακαλώ, κοντά της,
κι' όπως καλλίτερα 'μπορείς 'ς την Κύπρον να τας φέρης.
Έλα· μια ώρα μοναχή μου μένει, Δυσδαιμόνα,
μια ώρα έννοιας κ' έρωτος μαζή σου να περάσω.
Είμεθα σκλάβοι του καιρού.
(Απέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ)
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ιάγο!
ΙΑΓΟΣ
Τι λέγεις, παλλικαρά μου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ηξεύρεις τι θα 'πάγω να κάμω τώρα;
ΙΑΓΟΣ
Να πλαγιάσης και να κοιμηθής.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα 'πάγω ίσα να πνιγώ!
ΙΑΓΟΣ
Αν το κάμης, δεν θα σε αγαπώ ύστερα. Τι ανοησία
είναι αυτή;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ανοησία είναι να ζη κανείς, όταν η ζωή καταντήση
βάσανον. Το μόνον ιατρικόν είναι ο θάνατος, όταν γείνη
ιατρός μας ο Χάρος.
ΙΑΓΟΣ
Ω τον άνανδρον! Τον κόσμον τον είδα τέσσαραις
φοραίς επτά χρόνους· και αφότου έμαθα να ξεχωρίζω τι
θα ειπή φίλος και τι θα ειπή εχθρός, ακόμη δεν ηύρα
τον άνθρωπον, ο οποίος να ηξεύρη ν' αγαπά τον εαυτόν
του! Καλλίτερα να γείνω πίθηκος, παρά να καταντήσω
να βάλω εις τον νουν μου να πνιγώ διά την αγάπην
ενός χηνοπούλου!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τι θέλεις να κάμω; Το ηξεύρω κ' εγώ ότι είναι
εντροπή να ήμαι τόσον ερωτευμένος, αλλά δεν είναι εις
την εξουσίαν μου ν' αλλάξω.
ΙΑΓΟΣ
Δεν είναι εις την εξουσίαν σου! Κολοκύθια! Μόνοι
μας γινόμεθα τούτο ή εκείνο. Το σώμα μας είναι περιβόλι,
και περιβολάρης η θέλησίς μας. Θέλεις τσουκνίδα
να φυτεύσης, ή μαρούλι; Θέλεις να σπείρης ύσσωπον, ή
να φυτρώση θυμάρι; Θέλεις να έχης ένα μόνον είδος χόρτου,
ή λογής λογής βότανα; Θέλεις να το ερημώσης με
την ακαμωσιάν, ή να το κοπρίσης με τον ιδρώτα σου; Εις
την θέλησίν σου στέκει ό,τι θέλεις να το κάμης. – Εάν
η ζυγαριά της ζωής δεν είχε το βάρος του λογικού,
ν' αντιζυγίζη τα αισθητήριά μας, αλλοίμονον πού
θα μας εκουτρουβαλούσε το αίμα μας και η σιχαμένη η
φύσις μας! Αλλά το λογικόν το έχομεν διά να μας
δροσίζη τα αναμμένα αισθήματά μας, τας σαρκικάς ορέξεις
μας, τα αχαλίνωτα πάθη μας. Εκείνο λοιπόν,
οποίον εσύ ονομάζεις έρωτα, εγώ το ονομάζω φέλιασμα
και παραβλάσταρον.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Άλλ' αντ' άλλων!
ΙΑΓΟΣ
Ο έρωτας είναι ασωτεία του αίματος και χαλάρωσις
της θελήσεως, σου λέγω. Έλα· σε θέλω άνδρα! Ακούς
εκεί, να πνιγής! Πνίξιμον ταις γάταις και τα τυφλά
γατόπουλα! Εγώ σου έταξα φιλίαν και εδέθηκα μαζή
σου με σχοινιά σφιχτά και δυνατά. Αλλά δεν
ημπορούσα ποτέ να σου σταθώ τόσον χρήσιμος, καθώς τώρα.
Βάλε αργύριον εις το πουγγί σου, πήγαινε κατόπιν από
το στράτευμα, κρύψε τα κάλλη σου με γένεια ψεύτικα.
Σου λέγω βάλε αργύριον εις το πουγγί σου! Δεν είναι
δυνατόν να βαστάξη πολύν καιρόν η αγάπη της Δυσδαιμόνας
διά τον Μαύρον· – βάλε αργύριον εις το πουγγί
σου· – ούτε η ιδική του δι' εκείνην. Ήρχισαν ορμητικά,
και με τον ίδιον τρόπον θα τελειώσουν. Θα το ιδής! Βάλε
αργύριον εις το πουγγί σου μόνον. Αυτοί οι Μαύροι
αλλάζουν γνώμην εύκολα. – Παραγέμισε το πουγγί σου. —
Η τροφή οπού τώρα του φαίνεται γλυκειά ωσάν ξυλοκέρατον,
θα του φανή εις ολίγον άνοστη ωσάν ξυλάγγουρον.
Κ' εκείνη θ' αλλάξη, επειδή είναι τόσον νέα.
Αφού τον χορτάση τον Μαύρον της, θα ιδή ότι η εκλογή της
ήτο στραβή. – Βάλε λοιπόν αργύριον εις το πουγγί σου. —
Αν θέλης και καλά να κολασθής, εύρε κανένα τρόπον
καλλίτερον από το πνίξιμον. – Μάζευσε όσα περισσότερα
χρήματα ημπορείς. – Αν η ευλογία ενός παππά, και
ένας όρκος οπού επέρασε μεταξύ ενός βαρβάρου τυχοδιώκτου,
και μιας πονηράς Βενετής, δεν είναι με το παρεπάνω
δυνατά διά το μυαλόν μου και δι' όλα τα δαιμόνια
της Κολάσεως, θα την απολαύσης! Λοιπόν, εύρε
χρήματα. Να πάρη η ζάλη το πνίξιμον! Δεν είναι
δουλειά σου να πνιγής. Κύτταξε καλλίτερα να κρεμασθής
αφού χαρής τον πόθον σου, παρά να πνιγής πριν το καταφέρης.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και αν προσκολληθώ εις αυτήν την ελπίδα, θα μου
παρασταθής πιστά;
ΙΑΓΟΣ
Μην έχης φόβον δι' εμένα. Πήγαινε να εύρης χρήματα.
Σου το είπα πολλαίς φοραίς και σου το ξαναλέγω!
Τον Μαύρον τον μισώ. Έχω λόγους να τον μισώ με την
καρδιάν μου. Δεν πηγαίνεις και συ παρακάτω. Ας γείνωμεν
και οι δύο μας ένα εις την εκδίκησίν μας. Αν κατορθώσης
να τον κερατώσης, εσύ θα το χαρής, και εγώ
θα το διασκεδάσω. Ο Καιρός είναι εγγαστρωμένος με
πολλά περιστατικά, και θα τα ξεγεννήση! Εμπρός! Πήγαινε
να εύρης χρήματα. Αύριον τα ξαναλέγομεν. Ώρα
καλή.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Πού θα σ' εύρω την αυγήν;
ΙΑΓΟΣ
Εις το κατάλυμά μου.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα έλθω πρωί πρωί.
ΙΑΓΟΣ
Καλά· ώρα σου καλή. – Ακούεις, Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τι είπες;
ΙΑΓΟΣ
Δεν έχει πνίξιμον πλέον. Ακούεις;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ήλλαξα γνώμην. Πηγαίνω να πωλήσω τα χωράφια μου.
ΙΑΓΟΣ
Καλά. Παραγέμισε το πουγγί σου.
(Απέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ)
ΙΑΓΟΣ
Ας χρησιμεύη ο κουτός πουγγί μου να τον έχω.
Θα ήτο κρίμα, κ' εντροπή 'ς την πείραν και 'ς τον νουν μου,
να χάνω 'γώ την ώραν μου μ' αυτήν την καλοιακούδαν,
χωρίς ή διασκέδασις ή κέρδος να μου μένη.
Αλλά τον Μαύρον τον μισώ. Και τρέχει λόγος έξω
πως έλαβε την θέσιν μου εις τα 'παπλώματά μου.
Αν ήν' αλήθεια τ' αγνοώ· πλην κ' υποψία μόνη
μου φθάνει, ώστε να φερθώ ωσάν να ήν' αλήθεια!
Μ' έχει αυτός περί πολλού. Θα βοηθήση τούτο
να γείνουν ευκολώτερα κοντά του οι σκοποί μου. —
Ο Κάσιος είν' εύμορφος και νέος. Πώς να γείνη;
Να πάρω και την θέσιν του και την εκδίκησίν μου
με μιαν διπλήν κατεργαριάν. – Πλην πώς; Πώς να το
[κάμω; —
Με τον καιρόν εις το αυτί του Μαύρου να σφυρίξω,
πως τάχα ξεθαρρεύονται πολύ, η Δυσδαιμόνα
κι' ο Κάσιος. Το πρόσωπον, οι νόστιμοί του τρόποι
'ς την υποψίαν έρχονται. Σου έχει ίσα ίσα
εκείνα που χρειάζονται γυναίκας να πλανέση.
Ο δε Οθέλλος είν' απλός, με την καρδιάν 'ς το χέρι,
κι' όποιον ως τίμιος περνά και τίμιον τον παίρνει.
Από την μύτην εύκολα 'σάν γάιδαρος τραβιέται.
Το ηύρα! Το κοιλοπονώ! Η Κόλασις κ' η Νύκτα
το τέρας τούτο εις το φως θα μου το ξεγεννήσουν!
Και ταύτης δε της τραγωδίας η υπόθεσις ελήφθη εξ ιταλικής πηγής, εκ των εκατομμύθων, (Hekatomithi) του Giraldi Cinthio. Επειδή δε ουδεμία Αγγλική μετάφρασις του Ιταλού τούτου μυθογράφου περιεσώθη, εικάζεται, ότι ο Σαικσπείρος ανέγνωσε αυτόν εν πρωτοτύπω. Αλλά και εξ ετέρων τεκμηρίων εξάγουσί τινες το συμπέρασμα, ότι κατείχεν ο μέγας δραματουργός την γνώσιν της Ιταλικής.
Εθεώρησα αναγκαίαν την επεξήγησιν ταύτην προς διεκδίκησιν της μεταφράσεώς μου απέναντι των προτιθεμένων να παραβάλωσι αυτήν προς ετέρας μεταφράσεις, όπως πείσω αυτούς, ότι δεν προέβην άνευ κόπου και μελέτης εις την εξελλήνισιν των δυσκόλων του ποιητού χωρίων. Αλλά δεν επαγγέλομαι, ότι επέτυχον πάντοτε και παντού εις την κατάληψιν αυτών. Η δε δυσκολία περί την μεθερμήνευσιν των τριών τούτων μονοσυλλάβων λέξεων, έστω ελάχιστον δείγμα των δυσκολιών, προς ας ο μεταφραστής έχει να παλαίση, προς δε και δικαιολόγησίς του, αν πού κατεβλήθη υπ' αυτών. Άλλως τε εις την μετάφρασιν των τριών τούτων τραγωδιών η προσπάθειά μου ήτο, να μεταφράσω ακριβώς την έννοιαν του κειμένου, αλλ' αποκαθιστών αυτό καταληπτόν εις τον Έλληνα αναγνώστην. Ίσως δε χάριν του δευτέρου, διεκινδύνευσεν εστίν ότε του πρώτου η επίτευξις. Αλλά περί τούτου άλλοι θα κρίνωσι.
0ΘΕΛΛΩΝ. ΤΑΓΟΣ ΕΝΕΤΩΝ Οθ. Εν τώδε δ' , ώσπερ και θεοίς αεί λέγω όσ', ιμέρου πλάναισιν, εξαμαρτάνω, ούτω τα τούδ' έρωτος, ως κόρη τ' εμού εμοί τ' εκείνης ήλθε, πάνθ' υμίν φράσω.
ΤΑΓ. μάλιστ', Όθελλον, ειπέ ταύθ' όπως έχει.
Οθ. εμοί πατήρ ο της δ' ετύγχανεν φίλος γεγώς· καλεί δε πολλάκις προς δώματα, και του βίου με ξυμφοράς ανιστορεί, μάχας θ', όσων μετέσχον, αστέων τ' αεί χρήζων ακούειν δυσμενείς προσεδρίας. Άπαντα δ' αυτώ τον λόγον διέρχομαι, και παιδός, ως ην, μέχρι της τόθ' ημέρας. Ενταύθα δ' ηύδων τλημονεστάτας τύχας, και πήματ' οικτρά, ναυσί καπί γης πέδου· χώπως επ' άτης εσχάτοισι σώζομαι όροισι, τειχέων θανασίμοις εν εισβολαίς· χώπως υπ' ανδρών πολεμίων αλίσκομαι, βίον τ' έχω δούλειον· είτ' ελεύθερος πολλήν θάλασσαν γην τ' εποίχομαι πλάνης. κανταύθ', (οράτε μηχανάς) λέγειν παρήν μέγιστα τ' άντρα, καβάτους ερημίας, κρημνούς, πέτρας τε, καξισούμεν' ουρανώ ορέων κάρηνα· και τον ωμηστήν λεών, ανθρωποφάγους, δάπτοντας αλλήλων κρέα, και τους υπ' ώμοις τον πελώριον βρωτούς κράτ' αυξάνοντας. Ταύτ' άρ' εξηγουμένου κράτ' ην πρόθυμος Δεσδεμώνη μου κλύειν. ου μην τα γ' οίκου των δε λιμπάνει χάριν, αεί δε, πορσύνασα κείν' όσον τάχος, πάλιν στραφείσ' άπληστον ους παρείχε μοι. α 'γώ νοήσας, καιρίαν αυτήν ποτε λαβών, πόρον τιν' εύρον άψασθαι φρενών, ώστ' εκ προθύμου καρδίας μ' αιτείν κόρην τέλειον ειπείν της εμής πλάνης λόγον, ης ην εκείνη βραχέα μεν πεπυσμένη, αλλ' ουκ ακριβώς, γ', ώσθ' άπασαν ειδέναι. Καγώ μεν ουν επήνεσ', η δε πολλάκις τέγγει κλύουσα δακρύοις παρηίδα, εμού τι σημαίνοντος ων νέος πότ' ων εδυστύχησα. Πάντα δ' ως ειρημέν' ην, μισθόν δίδωσι μυρία στενάγματα· ως ταύτ' αληθώς, φήσι, θαύματος πλέα, ως δ' οίκτρ' έλεξας, και ποθείν' οδύρμασιν. και μην πεπύσθαι μηδέν ηύχετ', αλλ' όμως ίσον λαβείν θεών ηύχετ' άνδρα· και χάριν τώνδ' έσχεν· είπε δ' , είτιν' οίδα που φίλον αυτής ερώντα, τονδ', άπερ καγώ, λέγειν πάντ' εκδιδάξαι, τάλλα δ' ην πεπεισμένα. Προς ταύτα, τάμ' εξείπον· ηράσθη δε πως εμού μεν αύτη, των δ' έκατι συμφορών, κείνης δ' ανήρ όδ', οίκτον ως είδον φρενών· τοιοίς δ' έγωγε φαρμάκοις εχρησάμην· αύτη δ' ελέγξουσ' ήδε ταύτ' εγγύς γυνή.