Read the book: «Κριτήριο Λάιμπνιτς», page 8

Font:

Κεφάλαιο XII

Η Μαόκο επέστρεφε στο διαμέρισμά της, περπατώντας στους δρόμους του Πανεπιστημίου με τον απαλό φωτισμό από τα βικτωριανού τύπου φώτα. Ο βραδινός αέρας ήταν δυνατός και αναζωογονητικός, μετά από μία μέρα σαν κι εκείνη.

Ήταν πάρα πολύ κουρασμένη αλλά, ταυτόχρονα, ενθουσιασμένη από τα αποτελέσματα που πήραν.

Απίστευτο ότι μέσα σε μία μέρα μπόρεσαν να κατασκευάσουν ένα δεύτερο Μηχάνημα, που λειτουργούσε, και να πάρουν, επιπλέον, μία πρόχειρη θεωρία του φαινομένου. Ο Ντρου είχε επιλέξει σωστά την ομάδα του και η συνένωσή αυτών των διανοιών είχε παράγει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Ήταν ευτυχισμένη που ο Κομπαγιάσι την είχε φέρει μαζί του. Ήξερε ότι είχε συμμετάσχει επάξια στην έρευνα κι αυτό τη γέμιζε περηφάνια. Τελικά, κατάφερε να μετρήσει το gap του πλέγματος ιονισμού με μόνο 0,1 μίκρον σφάλματος, τιμή εξαιρετικά μειωμένη, δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει ένα μικρόμετρο με ανάλυση ενός μίκρον..

Έφτασε μπροστά στην πόρτα της, σε εκείνη την αρκετά απομονωμένη πτέρυγα του συγκροτήματος. Έκανε το πρώτο βήμα προς τα μέσα, όταν ένα γρήγορο βάδισμα την έκανε να γυρίσει ξαφνικά.

Από το σκοτάδι, ξεπρόβαλε η Νόβακ, που παρουσιάστηκε μπροστά της με μάτια που έβγαζαν φλόγες.

<Δεσποινίς Γιαμαζάκι!>, απευθύνθηκε σε εκείνη με τραχύτητα. <Πώς επιτρέψατε στο εαυτό σας, σήμερα, να απευθυνθείτε σε μένα με αυτό τον τρόπο; Εσείς είστε μία απλή φοιτήτρια!> Έκανε ένα βήμα μπροστά με ορμή, περνώντας έτσι το κατώφλι του καταλύματος.

<Σε τόσα χρόνια διδασκαλίας, δεν έχω γνωρίσει ποτέ κάποιον τόσο αγενή, όσο εσάς!> συνέχισε με περιφρόνηση. <Ίσως, στη χώρα σας, τη χώρα αυτών που τρώνε ρύζι, να συνηθίζετε να σας συμπεριφέρονται σαν σάκο του μποξ, αλλά στη Δύση πφφφ…!>

Η Μαόκο τη χτύπησε στο στόμα με το χέρι της, κρατώντας το κλειστό με τη βία. Με το άλλο χέρι της έπιασε τον δεξί καρπό και, ταυτόχρονα, κάρφωσε τα μάτια της απευθείας στα μάτια της Νορβηγίδας. Τα είχε ανοίξει διάπλατα, με αφύσικο τρόπο, χωρίς να κλείνει τα βλέφαρα και οι μαύρες κόρες τους φαίνονταν να διογκώνονται υπερβολικά, εκπέμποντας ένα υπνωτικό υγρό που έμπαινε στα μάτια της Νόβακ και την παρέλυε σιγά-σιγά.

Με το ένα πόδι χτύπησε την πόρτα κλείνοντάς την ξανά, μετά, πάντα κοιτώντας σταθερά την Νορβηγίδα, έσφιξε πολύ δυνατά το χέρι της στο στόμα της.

Η Νόβακ έμεινε ακίνητη, με τα χείλη μισάνοιχτα και τα μάτια διάπλατα ανοικτά.

Η Μαόκο της έβγαλε αργά την τσάντα από τους ώμους, μετά της έπιασε αργά τον αριστερό καρπό και τον έβαλε πάνω από τον δεξιό, τον οποίο ήδη κρατούσε, σταυρώνοντάς και κρατώντας τα ίσια με το ένα χέρι.

Χωρίς να πάρει το βλέμμα, με το ελεύθερο χέρι έψαξε μία ψάθινη τσάντα που είχε ακουμπισμένη σε ένα κοντινό έπιπλο και έβγαλε ένα ρολό σχοινί γιούτα. Το ψηλάφησε για να βρει τη σωστή άκρη, την κράτησε και με επιδεξιότητα άφησε τα υπόλοιπο ρολό να πέσει στο πάτωμα.

Έκανε μερικούς γύρους με το σκοινί, γύρω από τον καρπό, μετά πήγε να πιάσει τον άλλο και, στο τέλος, έκανε μερικούς γύρους και στο σημείο που διασταυρώνονταν οι καρποί, σφίγγοντας το με έναν διπλό κόμπο.

Η Νόβακ είχε ακινητοποιηθεί εντελώς.

Η Μαόκο άφησε να κυλήσει λίγο σκοινί, έτσι ώστε να το κρατά τεντωμένο με τους καρπούς της Νορβηγίδας σηκωμένους στο ύψος της κοιλιάς.

Διπλώθηκε ελαφρά στα γόνατα και με το άλλο χέρι μάζεψε το σκοινί, μετά από μία πολύ γρήγορη κίνηση των ματιών έβαλε στόχο και το πέταξε με δεξιοτεχνία σε ένα γάντζο από παχύ σφυρήλατο σίδερο, ο οποίος ήταν καρφωμένος στην οροφή, από το οποίο κρεμόταν μία παλιομοδίτικη λάμπα.

Από το ρολό που είχε πέσει εκεί δίπλα, πήρε την άλλη άκρη του σκοινιού και άρχισε να τραβά αργά και με τα δύο χέρια, σηκώνοντας τους καρπούς της Νόβακ ψηλά.

Συνέχισε να τραβά, μέχρι που τα χέρια της Νορβηγίδας βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της και άρχισαν να τεντώνουν. Η Νόβακ έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό αλλά σταμάτησε αμέσως, συνεχίζοντας να κοιτά μπροστά της με κενό βλέμμα.

Η Μαόκο τράβηξε κι άλλο, πιο αργά, αλλά σταθερά. Τα χέρια πλέον στην ευθεία ήταν τεντωμένα στο μέγιστο και άρχισαν να σηκώνουν το βάρος του σώματος. Η Νόβακ άρχισε να βογκά απαλά, χωρίς διακοπή, ενώ το μέτωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Η Μαόκο τράβηξε ακόμη λίγο, μέχρι που τα πόδια της Νορβηγίδας σηκώθηκαν με μία γωνία περίπου 60 μοιρών, σε σχέση με το πάτωμα. Σε εκείνο το σημείο έδεσε την ελεύθερη άκρη του σκοινιού σε ένα συμπαγές άγκιστρο για πετσέτες που ξεπρόβαλε από τον τοίχο, δίπλα από το νεροχύτη της κουζίνας.

Πήρε από την ψάθινη τσάντα ένα κομμάτι σκοινί, πιο κοντό, κι έδεσε τους αστραγάλους της Νόβακ, πιέζοντας τον έναν με τον άλλον, και μετά ευχαριστήθηκε βλέποντας το έργο της.

Η Νορβηγίδα κρεμόταν από το ταβάνι, τεντωμένη και σε απόλυτα οριζόντια θέση, συγκρατώντας σταθερά τα πόδια της, που ήταν το μόνο σημείο υποστήριξης που της είχε απομείνει.

Δεν βογκούσε πια. Τώρα ανέπνεε αργά, λαχανιασμένη, ενώ όλο της το σώμα είχε καλυφθεί με ιδρώτα από το τέντωμα των μυών.

Το πουκάμισό της είχε βγει από τη φούστα της, αφήνοντας ακάλυπτο ένα κομμάτι της ιδρωμένης κοιλιάς της.

«Όχι κι άσχημα», συνεχάρη τον εαυτό της η Μαόκο.

Κλείδωσε την πόρτα της εισόδου, έβγαλε το σακάκι και τα παπούτσια της, πήγε στο μπάνιο κι ετοίμασε ένα γιαπωνέζικο τσάι. Ροκάνισε με όρεξη τα μπισκότα της και στο τέλος κάθισε σε μία πολυθρόνα με ένα μυθιστόρημα. Ήταν μία πολύ μεγάλη και κουραστική μέρα. Αισθανόταν την ανάγκη να χαλαρώσει. Οι συναισθηματικές περιπέτειες της ηρωίδας του βιβλίου, την πήγαιναν σε έναν φανταστικό κόσμο, που όμως ήταν τόσο ρεαλιστικός. Οι Ιάπωνες είχαν μία ιδιαίτερη ευαισθησία με τις εναλλαγές, τις λεπτομέρειες κι ένα ανώτερο επίπεδο ενδοσκόπησης. Ιδίως οι γυναίκες ακούν συνεχώς και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, με έναν βαθύτερο τρόπο. Η Μιντόρι ήταν μία φοιτήτρια φιλολογίας ερωτευμένη με τον Νομπόρου, έναν νεαρό ψαρά που ζούσε σε ένα χωριό 100 χιλιόμετρα μακριά. Είχαν γνωριστεί σε ένα πάρκο, την προηγούμενη χρονιά, στις εκδηλώσεις της άνθησης των κερασιών15 κι είχαν ερωτευτεί παράφορα. Κάθε σκέψη της ήταν και δική του. Είχαν ανακαλύψει ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο τόσο βαθιά, που πλέον θεωρούσαν ότι ήταν το ίδιο άτομο που δεν μπορούσε να διαχωριστεί. Ο Νoμπόρου, έκανε μία δύσκολη δουλειά. Έβγαινε με τη βάρκα μέσα στη βαθιά νύχτα με τους φίλους του, για να ψαρέψει, και η θάλασσα ήταν συχνά ταραγμένη. Ένας από τους νεαρούς είχε πέσει μία φορά από τη βάρκα. Φώναζε, μέσα στο σκοτάδι, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να τον δουν. Έριξαν διάφορα σωσίβια προς τη φωνή, αλλά με το κάθε κύμα η φωνή απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ. Μέχρι που σιώπησε. Μόνο ο αδιάφορος βίαιος παφλασμός των κυμάτων στα πλάγια της βάρκας και ένα δίχτυ ριγμένο στη σκοτεινή θάλασσα.

Σε νιώθουμε κοντά μας, Ριού,

σε νιώθουμε κοντά μας.

Κάθε βράδυ, θα σε επισκεπτόμαστε στη σκοτεινή θάλασσα,

και θα ξέρουμε ότι μας περιμένεις εκεί

με τα δυνατά σου χέρια..

Θα ανέβεις στη βάρκα σαν τον αφρό της θάλασσας

και δίπλα μας, μαζί μας θ a τραβάς τα δίχτυα,

όπως εκείνες τις νύχτες παλιά,

όταν τα μάτια και το χαμόγελό σου

μας έκαναν να αντιμετωπίζουμε ευτυχισμένοι την καταιγίδα.”

Ο Νομπόρου είχε γράψει αυτή την ελεγεία για τον χαμένο φίλο του και την είχε αναφέρει σε ένα από τα πολλά γράμματα που είχε στείλει στην Μιντόρι. Εκείνη είχε κλάψει, για εκείνον, για τον Ριού, παρόλο που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ. Ο Νομπόρου ήταν ποιητής, μία γλυκύτατη και ευαίσθητη ψυχή, αλλά η ζωή που έκανε δεν του επέτρεπε να εκφράζει το ταλέντο του, όπως του άξιζε.

Έκλαιγε και για την ίδια, κόρη μίας εύπορης οικογένειας, με δυνατότητα να σπουδάσει και να ταξιδέψει, αλλά που ήταν αναγκασμένη να κρύβει τη σχέση της, γιατί οι γονείς της δεν θα δέχονταν ποτέ να παντρευτεί έναν φτωχό ψαρά. Ο Νομπόρου δεν είχε οικογένεια. Μόλις γεννήθηκε, τον εγκατέλειψαν σε ένα ορφανοτροφείο, μέχρι που μεγάλωσε αρκετά για να μπορέσει να δουλέψει. Η οικονομία του χωριού στο οποίο ζούσε βασιζόταν στην αλιεία και το να εργαστεί ως ψαράς, ήταν το αναπόφευκτο πεπρωμένο του. Δεν μπορούσε να της τηλεφωνήσει, γιατί θα τα καταλάβαιναν όλα οι γονείς της Μιντόρι. Έτσι, της έγραφε γράμματα που τα έστελνε σε μία συμμαθήτριά της, που της τα έδινε και μετά έστελνε εκείνα που προορίζονταν για εκείνον.

Την ημέρα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο πάρκο, ένα σπουργίτι τριγύριζε δίπλα τους, χτυπώντας με το ράμφος του το έδαφος και παρατηρώντας τους πότε-πότε. Η Μιντόρι είχε πειστεί εκείνη τη στιγμή ότι το πουλάκι θα ήταν ο αγγελιαφόρος τους. Κάθε βράδυ έβγαινε στον κήπο και πήγαινε στο πιο κοντινό της σπουργίτι και του έλεγε τι να πει στον Νομπόρου και άκουγε το τιτίβισμα που έφερνε το μήνυμα του μακρινού της αγοριού. Μετά, τη νύχτα, σηκωνόταν και άνοιγε το παράθυρο, πολύ αργά για να μην κάνει θόρυβο και άφηνε να την τυλίξει ο άνεμος, ο ίδιος άνεμος που εκείνη πίστευε ότι κινούσε τα πανιά και τα μαλλιά του αγαπημένου της, εκείνη ακριβώς την στιγμή.

«Αχ, Μιντόρι, Μιντόρι», σκέφτηκε η Μαόκο, «πόσο ρομαντκή είσαι. Και πόσο λυπημένη».

Παρατηρούσε τη Νορβηγίδα για να δει πώς τα πήγαινε.

Όχι άσχημα, θα μπορούσε να πει. Είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε κανονικά, χωρίς να λαχανιάζει. Είχε βολευτεί στη θέση. Κάθε τόσο, κινούσε τις άκρες των ποδιών της, για να διορθώσει την επισφαλή ισορροπία. Ήταν, πλέον, μισή ώρα εκεί.

«Εμπρός, να βάλουμε για ύπνο αυτήν gaijin»16, είπε στον εαυτό της. «Καιρός ήταν».

Άφησε το βιβλίο και πλησίασε σιωπηλά τη Νόβακ. Εκείνη δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει.

Η Μαόκο πήρε με τα δύο χέρια της το τεντωμένο σκοινί, από την μεριά που υψωνόταν στο σημείο που είχε δεθεί στην κρεμάστρα για τις πετσέτες, πάνω στο άγκιστρο στο ταβάνι και την τράβηξε αποφασιστικά για μερικά εκατοστά. Η Νορβηγίδα άνοιξε αμέσως τα μάτια της και βόγκηξε με έναν ένρινο ήχο. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί εδώ και ώρα.

Κράτησε τραβηγμένο το σκοινί για περίπου 20 δευτερόλεπτα, μετά αργά-αργά το άφησε να φύγει. Η Νόβακ εξέπνευσε δυνατά από το στόμα και κρέμασε το κεφάλι της μπροστά, κινώντας το δεξιά κι αριστερά, στραμμένο προς τα κάτω και αφήνοντάς το να πέσει κι άλλο.

Η Μαόκο πλησίασε μία πολυθρόνα δίπλα στη Νορβηγίδα, μετά έλυσε το κορδόνι από την κρεμάστρα και άρχισε να το χαλαρώνει λίγο-λίγο κάθε φορά. Καθώς η Νόβακ κατέβαινε σιγά-σιγά, εκείνη την έσπρωχνε προς την πολυθρόνα, έτσι ώστε να καθίσει. Όταν, τελικά, η Μαόκο άφησε το σκοινί, η Νόβακ έγειρε στην πολυθρόνα με τα χέρια δεμένα χαμηλά στην κοιλιά, τα πόδια διπλωμένα στο πλάι με τους αστραγάλους δεμένους και το κεφάλι πεσμένο πίσω στην πλάτη της πολυθρόνας.

Η Μαόκο γέμισε ένα ποτήρι νερό και, σηκώνοντάς της το κεφάλι με το ένα χέρι, την έκανε να πιει μικρές γουλιές. Άφησε το ποτήρι και της έλυσε τους αστραγάλους, μετά έλυσε τους κόμπους στους καρπούς και χαλάρωσε όλους τους γύρους του σκοινιού, ελευθερώνοντάς την.

Τα σημάδια από το δέσιμο είχαν σκούρο κόκκινο χρώμα κι ήταν βαθιά. Η Μαόκο άρχισε να τις μαλάσσει τους καρπούς με μία απαλή, μα ζωηρή κίνηση. Στην αρχή, η Νορβηγίδα παραπονέθηκε λίγο, αλλά μετά ηρέμησε, αισθανόμενη την κυκλοφορία να επανέρχεται σταδιακά. Η Μαόκο συνέχισε το μασάζ για ένα λεπτό περίπου, μετά κρατώντας την από τους καρπούς την έκανε να σταθεί όρθια. Της πήρε την τσάντα και της την πέρασε στον ώμο. Ενώ άφηνε το λουρί, η Νόβακ ακούμπησε το ένα της χέρι απαλά πάνω της, με το πρόσωπό της να εκφράζει ευγνωμοσύνη μαζί με μία εκδήλωση εσωτερικής σύγχυσης.

Η Μαόκο την κοίταξε μέσα στα μάτια.

<Πήγαινε να κοιμηθείς, Νόβακ>.

<Εγώ...> πήγε να πει η Νορβηγίδα, με διστακτική φωνή.

<Πήγαινε να κοιμηθείς, Νόβακ>, επανέλαβε η Μαόκο, παίρνοντας το χέρι της και ανοίγοντάς της την πόρτα.

Η Νόβακ στάθηκε για λίγο, αναποφάσιστη, μετά πλησίασε αργά το κατώφλι, ακούμπησε το ένα χέρι στην κάσα της πόρτας και γύρισε να κοιτάξει πάλι την Μαόκο.

Στο πρόσωπο της Γιαπωνέζας είχε διαγραφεί μία αδιάλειπτη έκφραση.

Η Νορβηγίδα γύρισε απρόθυμα και με αβέβαια βήματα πήγε στο δικό της διαμέρισμα, που ήταν λίγο πιο πέρα.

Κεφάλαιο XIII

<Μα πώς είσαι έτσι μαυρισμένος;> αναφώνησε η Τιμορίνα Ντρου, βλέποντας τον αδελφό της να μπαίνει στο σπίτι.

Ο Ντρου κοιτάχτηκε για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά.

Μετά τη δοκιμή του δεύτερου Μηχανήματος, με το σχετικό περιστατικό με τη σάλτσα τομάτας, είπε σε όλους να φύγουν κι είχε καθαρίσει το πάτωμα του εργαστηρίου από τον εμετό του. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει από κάποιον άλλον να το κάνει, ούτε από τους ανθρώπους του συνεργείου καθαρισμού. Πώς να εξηγούσε κάτι τέτοιο; Θα γελοιοποιούταν σε κάθε περίπτωση.

Όμως, στο τέλος, βρήκε το σακάκι και το πουκάμισό του, που ήταν γεμάτα με κοκκιώδη και κίτρινο εμετό. Από τα γόνατα και πάνω ήταν καλυμμένος με μία δύσοσμη αλοιφή, που προερχόταν είτε από τον εμετό ή από την καθαριότητα που ακολούθησε.

Ο Ντρου δεν πρόσεξε να μη λερωθεί κι άλλο και το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Ένα κοστούμι σκούρο, καλής ραφής, ήταν σε άθλια κατάσταση και θα έπρεπε να την πληρώσει η αδελφή του.

<Κρυολόγησα. Δεν ένιωσα καλά. Τι μπορούσα να κάνω;> είπε ψέματα, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί.

<Α ναι;> ήταν η δριμεία απάντηση της αδελφής του. <Μόλις τέλειωσα τη διόρθωση του άλλου κοστουμιού σου, εκείνο που χωρίς να μου πεις τίποτα, άφησες σήμερα το μεσημέρι πάνω στο κρεβάτι!>

O Ντρου ρίγησε. Ορίστε. Εμπλεκόταν κι άλλο κοστούμι στην πρωινή έκρηξη.

Ο επικριτικός τόνος αυξήθηκε.

<Εκείνο ήταν μόνο σκονισμένο και τσαλακωμένο. Μόνο, τρόπος του λέγειν, γιατί χρειάστηκε ώρες για να πλυθούν και να σιδερωθούν τέλεια. Σακάκι, παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα. Εσύ, προφανώς δεν το καταλαβαίνεις, αλλιώς δεν θα έκανες και αυτό!>, είπε δείχνοντας με το χέρι προς το μέρος του.

Ο Ντρου δεν απάντησε και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, να καθαριστεί. Τα έβγαλε όλα. Έβαλε το λευκό πουκάμισο και τη φανέλα του, στο πλυντήριο. Δεν έπλενε ποτέ, έτσι προσπαθούσε να προσανατολιστεί: γύρισε τη λαβή προγραμματισμού στο σύμβολο των βαμβακερών και ξεκίνησε. Έβαλε το πουκάμισο και το παντελόνι στην μπανιέρα και με το τηλέφωνο του ντους ξέπλυνε όλον τον εμετό. Χρησιμοποίησε κρύο νερό, γιατί, από όσο ήξερε, έτσι δεν «μάζευαν» τα ρούχα. Ήλπιζε να τα είχε κάνει όλα σωστά. Τα άφησε όλα στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους, μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έβαλε πιτζάμες. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ήταν του ήρθε η αναλαμπή. Το απορρυπαντικό! Δεν είχε βάλει απορρυπαντικό. Έτρεξε προς το μπάνιο, μα ήταν πλέον αργά. Η Τιμορίνα ήταν εκεί και κοιτούσε το τζάμι της πόρτας του πλυντηρίου, κουνώντας το κεφάλι. Σηκώθηκε και κοίταξε τον Ντρου, με οίκτο, συνεχίζοντας να κουνά το κεφάλι.

<Πήγαινε να κοιμηθείς, Λέστερ. Θα φροντίσω εγώ εδώ>, κατέληξε παραιτημένη.

Ο Ντρου ξεφύσησε και επέστρεψε στο δωμάτιό του.

Μόνο να ήξερε η Τιμορίνα τι είχε γίνει εκείνη την ημέρα στο εργαστήριο! Λιποθυμίες, εκρήξεις, τρόμος και αναστάτωση. Αλλά κι ο θρίαμβος της Επιστήμης! Ένα αποφασιστικό βήμα προς μία νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Ήξερε ότι ήταν ιδεαλιστής, αλλά μέσα του ένιωθε ότι πλέον είχαν φτάσει στην επιτυχία και εκείνα τα περιστατικά ήταν πολύ μικρά μπροστά στο εκπληκτικό αποτέλεσμα που τους περίμενε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του.

Άκουγε την Τιμορίνα στο μπάνιο, που περνούσε με μία βούρτσα τα ρούχα, για να τα καθαρίσει σε βάθος. Ορίστε, αυτό έπρεπε να κάνει. Αλλά τι ήξερε εκείνος; Σκεφτόταν τη Φυσική, τον ίδιο, τα στρατοσφαιρικά ύψη της σκέψης του, τις κατακτήσεις του πνεύματος, την αυριανή συνάντηση για τον απολογισμό της έρευνας…

Βυθίστηκε στον ύπνο, αφήνοντας αναμμένο το φως.

Ονειρεύτηκε ότι ήταν σε ένα κίτρινο δωμάτιο, αμέσως μετά σε ένα κόκκινο δωμάτιο, μετά πάλι στο κόκκινο κι ύστερα στο κόκκινο, περνώντας απότομα από το ένα στο άλλο, χωρίς να αντιλαμβάνεται κάποια μετάβαση, με αυξανόμενη ταχύτητα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισε να ζαλίζεται και δεν έβλεπε πια τίποτα. Στο βάθος άκουγε να τρέχουν νερά μαζί με έντονες φωνές που μιλούσαν μανιωδώς, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Ήταν φυλακισμένος σε εκείνη τη δίνη χρωμάτων και ήχων, μπερδεμένος, ανίκανος να σκεφτεί ή να κάνει κάτι, όταν ξαφνικά ξύπνησε.

Το ξυπνητήρι χτύπησε με έναν διαπεραστικό ήχο, χτυπώντας το γλωσσίδι στο μεγάλο ορειχάλκινο κουδούνι του και κινούμενο, επιπλέον, πάνω στο κομοδίνο, λόγω των δονήσεων του μηχανισμού που λειτουργούσε.

Ο Ντρου πετάχτηκε πάνω απότομα, κάθιδρος, ξαφνιασμένος κι εντελώς αποπροσανατολισμένος. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, λαχάνιαζε προσπαθώντας να πάρει αέρα κουνώντας τα χέρια του γύρω του. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, όμως, συνήλθε. Κούνησε το κεφάλι του, για να ξεθολώσει το μυαλό του και γύρισε να κοιτάξει το ξυπνητήρι. Προχωρώντας, είχε φτάσει στην άκρη του κομοδίνου κι ήταν έτοιμο να πέσει. Το έπιασε πάνω στην ώρα και πάτησε το κουμπί σίγασης του κουδουνιού. Έμεινε με το ξυπνητήρι πάνω στην κοιλιά του, για λίγο, μουδιασμένος ακόμη, μετά το ακούμπησε στο κομοδίνο και σηκώθηκε. Ήταν 7:30. Η συνάντηση ήταν στις 9:00, έτσι με ηρεμία έκανε άλλο ένα ντους, για να φύγει ο ιδρώτας που τον είχε λούσει, έφτιαξε ένα καλό πρωινό κι έφυγε. Ευτυχώς, η Τιμορίνα είχε ήδη πάει να ποτίσει τα λουλούδια της στον πίσω μέρος του κήπου, έτσι βγαίνοντας από μπροστά, κατάφερε να μην τον σταματήσει εκείνη. Είχε αποφύγει άλλο ένα κήρυγμα.

Ήταν όλοι στο εργαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του ΜακΚίντοκ.

<Πώς είναι η κατάσταση;> ρώτησε ο Πρύτανης.

Ο Ντρου πήρε το λόγο, σίγουρος για τον εαυτό του..

<Θαυμάσια, για να χρησιμοποιήσω έναν ευφημισμό. Χθες, οι συνάδελφοί μου> και με μία μεγάλη κίνηση του χεριού συμπεριέλαβε όλους τους άλλους επιστήμονες, ακόμη και τον Μαρρόν, <κατάφεραν, μέσα σε μία μόνο ημέρα, να εξάγουν μία βασική θεωρία για το φαινόμενο, να κατασκευάσουν ένα δεύτερο Μηχάνημα και να διεξάγουν πολυάριθμα πειράματα Ανταλλαγής, τα οποία στέφθηκαν με επιτυχία>.

Ο ΜακΚίντοκ ήταν πραγματικά εντυπωσιασμένος.

<Οπότε, πότε μπορούμε να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε το Μηχάνημα, για πρακτικούς σκοπούς;>

<Είμαστε στη φάση της βασικής θεωρίας, η οποία χρειάζεται τελειοποιήσεις>, τόνισε ο Ντρου. <Δεν θα πρέπει να απαιτούμε πολλά, προτού μπορέσουμε να σχεδιάσουμε και μετά να κατασκευάσουμε ένα μεγαλύτερο Μηχάνημα>.

Ο Σουλτς κι ο Καμαράντα, κοιτάχτηκαν για μία στιγμή, με σκοτεινό βλέμμα, αλλά ο ΜακΚίντοκ δεν το παρατήρησε.

<Ωραία. Σας ευχαριστώ όλους. Ντρου, πηγαίνω στο γραφείο. Περιμένω νέα>.

<Ε, μία στιγμή, ΜακΚίντοκ>, τον σταμάτησε ο Ντρου.

Ο Πρύτανης ήταν, ήδη, στην πόρτα και γύρισε απορημένος.

<Σε ένα από τα χθεσινά πειράματα κατά λάθος, επαναλαμβάνω κατά λάθος, πήραμε ένα μπουκάλι σάλτσας τομάτας από το εστιατόριο, εδώ δίπλα>, εξήγησε ο Ντρου. <Θα ήταν αναγκαίο να αφαιρεθούν όλα τα κομμάτια του μπουκαλιού, προτού το καταλάβει κανείς κι αρχίσει να κάνει ερωτήσεις>.

<Αυτό ήταν;> είπε διασκεδάζοντας ο Πρύτανης. Πήγε στο εσωτερικό τηλέφωνο και πήρε τη γραμματέα του.

<Δεσποινίς Γουότς; Εγώ είμαι, καλημέρα. Θα είχατε την καλοσύνη να μου φέρετε, αμέσως, τα κλειδιά του εστιατορίου; Μπροστά στην πόρτα του εστιατορίου, ευχαριστώ. Ναι. Και πάλι ευχαριστώ>.

Κοίταξε τον φοιτητή.

<...Μαρρόν!> τον φώναξε με το επώνυμο, μετά από μία στιγμή αβεβαιότητας.

Ο Μαρρόν πήγε αμέσως, περήφανος που ο Πρύτανης θυμόταν το επώνυμό του.

<Ακολούθησέ με!>, διέταξε καλοσυνάτα ο ΜακΚίντοκ.

Βγήκαν και πήγαν μπροστά στο εστιατόριο. Μετά από λίγα λεπτά έφτασε με το ποδήλατο ένας σερβιτόρος που έδωσε στον Πρύτανη τα κλειδιά που είχε ζητήσει και μετά έφυγε, όσο γρήγορα είχε έρθει.

<Ορίστε>, ο ΜακΚίντοκ έβαλε τα κλειδιά στα χέρια του Μαρρόν. <Άνοιξε, πάρε αυτό που πρέπει να πάρεις, ξανακλείδωσε με προσοχή και μετά επίστρεψε, αμέσως, τα κλειδιά στη γραμματέα μου. Κατανοητό;>

<Φυσικά. Ευχαριστώ, Πρύτανη ΜακΚίντοκ>.

Ο Πρύτανης τον χαιρέτισε και πήγε προς το γραφείο του, σιγοτραγουδώντας.

Ο Μαρρόν μπήκε και βρήκε αμέσως το κουτί με τις σάλτσες τομάτας. Ευτυχώς, ήταν εύκολο να φτάσει το σπασμένο μπουκάλι. Το πήρε και διαπίστωσε ότι το πρίσμα που είχε μεταφερθεί ήταν μέσα στη σάλτσα. Το καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε με χαρτομάντηλα που είχε μαζί του, μετά το ξανάκλεισε και πήγε να επιστρέψει τα κλειδιά. «Κρίμα για τη σάλτσα που έσπασε», είπε στον εαυτό του. «Ήταν πολύ ωραία».

Μπαίνοντας πάλι στο εργαστήριο είδε ότι η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά θλιβερή.

<Το πρόβλημα είναι εδώ>, έλεγε ο Σουλτς, δείχνοντας τη λεκάνη. <Η τριάδα μετατόπισης φαίνεται να ορίζεται απόλυτα από τις παραμέτρους K9, K14 και R11, αλλά η συνάρτηση που την ορίζει, δείχνει ξεκάθαρα ότι η απαραίτητη ενέργεια για την Ανταλλαγή αυξάνεται κατά την απόσταση εις τον κύβο>.

<Το βλέπω>, διαπίστωσε ο Ντρου, παρατηρώντας τη συνάρτηση. <Έχετε υπολογίσει κάποια πρακτική περίπτωση;>

<Εγώ κι ο Καμαράντα είμαστε ξύπνιοι ως τις 2 το ξημέρωμα, για να βρούμε κάποιο «παραθυράκι» σε αυτή τη συμπεριφορά του συστήματος, μα δεν το έχουμε καταφέρει ακόμη. Αυτή τη στιγμή, για να ανταλλάξουμε στα 100 χιλιόμετρα απόσταση, χρειάζονται 64 κιλοβάτ, που δεν είναι πολύ. Αλλά, για να ανταλλάξουμε στα 200 χιλιόμετρα, χρειάζονται 512. Είναι η ενέργεια που χρησιμοποιείται από ένα μέσα σε ένα εργοστάσιο βιομηχανίας>.

<Και για 1.000 χιλιόμετρα χρειάζονται 64MW17>, πρόσθεσε ο Καμαράντα. <Θα χρειαστεί ένας μικρός σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού>.

<Γι’ αυτό και το σύστημα κάνει πανεύκολα Ανταλλαγές, στις μικρές αποστάσεις. Στα 300 μέτρα από εδώ ως το γραφείο της καθηγήτριας Μπράις χρησιμοποιήθηκαν…μόνο 2 mW>, υπολόγισε γρήγορα ο Ντρου γράφοντας στον πίνακα. <Λιγότερα από όσα χρειάζονται για να ανάψεις μία LED>.

<Αυτό το χαρακτηριστικό είναι φανταστικό για τις εφαρμογές σε κοντινές αποστάσεις, που θα μπορούσαν να είναι διαγνωστικές ή θεραπευτικές>, παρενέβη η Μπράις.

<Όντως> συμφώνησε ο Ντρου. <Αλλά οι μακρινές αποστάσεις είναι εκτός συζήτησης. Πόσο μάλλον η εξερεύνηση του Σύμπαντος>.

Εξέπνευσε, αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν στο πλάι. Ο ΜακΚίντοκ, ωστόσο, θα ήταν ικανοποιημένος γιατί, ακόμη και μόνο η θεραπεία των ανθρώπων θα έφερνε ποτάμια από χρήματα, αλλά εκείνος ήταν Φυσικός κι οι συνάδελφοί του, αρχικά, του άνοιξαν μπροστά του τις πόρτες όλου του Σύμπαντος. Μόλις είχε δει την προοπτική εξερευνήσεων που δεν είχε φανταστεί και τώρα προσγειωνόταν.

Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια άλλη λύση.

<Είμαστε μόνο στην αρχή>, ξεκαθάρισε. <Αν δουλέψουμε σκληρά, ίσως βρούμε κάποιον παράγοντα που αφαιρεί αυτόν τον περιορισμό>.

<Ήδη το κάναμε>, είπε ξερά η Νόβακ.

Η Μπράις παρατήρησε ότι εκείνη την ημέρα η Νορβηγίδα φορούσε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο, με τις μανσέτες επιμελώς κουμπωμένες.

«Περίεργο», σκέφτηκε. «Χθες, φορούσε κοντομάνικο. Επειδή ήταν συνηθισμένη στα ψυχρά κλίματα, η Αγγλία του Μαρτίου θα ήταν ζεστή για εκείνη. Ποιος ξέρει γιατί άλλαξε». Μία γυναίκα δεν μπορούσε παρά να παρατηρεί αυτά τα πράγματα.

Στο μεταξύ, η Μαόκο παρατηρούσε με απάθεια τον πίνακα, με σταυρωμένα τα χέρια.

Ο Κομπαγιάσι μελετούσε για πολλοστή φορά το φυλλάδιο και κάθε τόσο, επιβεβαίωνε κάποιον υπολογισμό αναπτύσσοντάς τον σε ένα χαρτί.

<Κι αν ενόσω εμβαθύνουμε στη θεωρία, πειραματιζόμαστε με βιολογικές μορφές;>, πρότεινε ο Μαρρόν.

Ο Ντρου κοίταξε την καθηγήτρια Μπράις.

<Να ξεκινήσουμε με τα λαχανικά>, συγκατένευσε εκείνη. <Πάω να φέρω τα δείγματα> είπε και έφυγε.

<Στο μεταξύ πάω να φέρω ένα πιο ακριβές μικρόμετρο. Πρέπει να μετρήσουμε το δεύτερη Μηχάνημα>, είπε ο Ντρου πηγαίνοντας προς το εργαστήριο της μετρολογίας.

Ο Μαρρόν ξεκίνησε να προετοιμάζει το πρώτο Μηχάνημα, ενώ οι δύο Ιάπωνες ασχολούνταν με το δεύτερο. Συζητούσαν στη γλώσσα τους κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες, όσο περίμεναν το νέο εργαλείο μέτρησης.

Μισή ώρα αργότερα, η Μπράις ακουμπούσε στην πλάκα Α του πρώτου Μηχανήματος, ένα φύλλο πράσινης σαλάτας.

Ενεργοποίησαν και το φύλλο εμφανίστηκε εκεί που ήταν το μπολ με το νερό. Η Βιολόγος το εξέτασε με ένα φορητό μικροσκόπιο που είχε φέρει μαζί της. Μετά από λίγα λεπτά σήκωσε τα μάτια από τους φακούς.

<Φαίνεται τέλειο. Τα νεύρα, οι πόροι, τα κύτταρα. Απ’ όσο μπορώ να δω, όλα φαίνονται σωστά>.

Ο Ντρου συγκατένευσε ικανοποιημένος.

Δοκίμασαν με λουλούδια, βολβούς, ένα μανιτάρι και ένα μικρό μπονσάι, μέσα σε γλάστρα.

Κάθε δείγμα εμφανιζόταν απολύτως αναλλοίωτο, μετά τη μεταφορά.

Στο μεσοδιάστημα, η Μαόκο είχε μετρήσει ξανά το gap του δεύτερου Μηχανήματος, χρησιμοποιώντας το πιο ακριβές όργανο.

Έβαλαν έναν φασόλι στην πλακέτα του δεύτερου Μηχανήματος και ενεργοποίησαν. Το φασόλι εμφανίστηκε πάλι, περίπου στα τρία μέτρα αριστερά από το μπολ με το νερό, στην ακριβή απόσταση που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στα δύο Μηχανήματα.

Η Μπράις εξέτασε γρήγορα τον σπόρο και έκρινε πως ήταν τέλειος.

<Περνάμε στο κρέας>, ανακοίνωσε.

Το είχε ήδη φέρει.

Από μία ισοθερμική τσάντα έβγαλε μία λεκάνη με μπριζόλες.

Ο Μαρρόν τις κοίταξε με απληστία: είχε πεινάσει, ήδη, από τις 11 το πρωί.

Η καθηγήτρια Μπράις τον κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και του έδωσε την άδεια τσάντα, να την τοποθετήσει κάπου. Ο φοιτητής έγνεψε καταλαβαίνοντας το αστείο και προσποιούμενος ότι απογοητεύτηκε.

Η Μπράις πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα του εργαστηρίου κι έκοψε ένα τετράγωνο κομμάτι μπριζόλας, με μήκος πλευράς στα 4 εκατοστά. Το πάχος του ήταν γύρω στα 8 χιλιοστά.

Το μετέφεραν μαζί στο Μηχάνημα 2 και η μικροσκοπική εξέταση έδειξε ότι ήταν σωστό.

Ο Μαρρόν το δοκίμασε.

<Η γεύση ήταν αυτή που περίμενε. Το ίδιο και η υφή του. Θα έλεγα ότι η μεταφορά δεν το άλλαξε με κάποιο τρόπο>.

<Αυτό ακριβώς που έπρεπε να συμβεί, εφόσον η θεωρία μας λέει ότι το Μηχάνημα ανταλλάσσει απευθείας δύο ποσότητες χώρου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους>, σχολίασε ο Ντρου. <Τι λέτε, δοκιμάζουμε με κάποια ζωική μορφή;> ρώτησε η Μπράις.

Ο καθηγητής παρέμεινε σκεπτική για λίγο και μετά αποφάσισε.

<Ναι, ας δοκιμάσουμε. Θα πρέπει να κάνουμε βιολογικές εξετάσεις στα προς μεταφορά δείγματα, για να είμαστε εντελώς σίγουροι. Αλλά, ως τώρα, τα αποτελέσματα που πήραμε επιβεβαιώνουν τη θεωρία ανταλλαγής χώρου>.

Σκέφτηκε λίγο ακόμη..

<Για λόγους βιοηθικής, ξεκινούμε με μορφές ζωής χωρίς νευρικό σύστημα. Αν κάτι δεν πάει καλά, τουλάχιστον δεν θα έχουν υποφέρει. Τα λέμε μετά το μεσημεριανό>, είπε κι έφυγε.

Ο Ντρου κι οι άλλοι επικεντρώθηκαν στη θεωρία, στην έρευνα μίας λύσης στο ζήτημα της ισχύος.

<Κάτι μας διαφεύγει>, είπε ο Σουλτς. <Από ό,τι έχουμε καταλάβει ως τώρα, η ενεργοποίηση του Μηχανήματος δημιουργεί έναν Σύνδεσμο εκτός φυσικών διαστάσεων μεταξύ των τμημάτων χώρου από τις πλάκες Α στη Β. Ο Σύνδεσμος διατηρείται για το μήκος του Planck και στο μεσοδιάστημα οι δύο χώροι ανταλλάσσονται>.

<Αν είναι όντως εκτός φυσικής διάστασης, τότε παραμορφώνουμε μία πολύ πυκνή διάσταση>, παρενέβη ο Κομπαγιάσι. <Μόνο έτσι δικαιολογείται η αναγκαιότητα υψηλότερης ισχύος όσο αυξάνει η απόσταση>.

<Έτσι φαίνεται>, συμφώνησε ο Σουλτς.

<Ας προσπαθήσουμε να το οπτικοποιήσουμε, ίσως μας βοηθήσει>, παρενέβη ο Καμαράντα. Έπειτα, πήρε το ύφος καθηγητή που έκανε μάθημα στους φοιτητές του. <Όλοι εμείς ζούμε σε έναν χώρο που τον αντιλαμβανόμαστε ως τρισδιάστατο, με τις γνωστές διαστάσεις μήκους, πλάτους και ύψους. Ξέρουμε, όμως, ότι η βαρύτητα αλλοιώνει τον χώρο κι αυτό ήδη μας δυσκολεύει, γιατί δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτή την κατάσταση. Έτσι, χρησιμοποιούμε την κλασσική παρομοίωση του τραμπολίνο, στο οποίο μία ελαστική επιφάνεια, ο τάπητας, αντιπροσωπεύει τον τρισδιάστατο χώρο. Αν ακουμπήσουμε ένα αντικείμενο στον τάπητα, θα αλλοιωθεί η μορφή του, πέφτοντας κάτω από το βάρος του ίδιου του αντικειμένου. Όσο πιο βαρύ είναι το αντικείμενο τόσο πιο μεγάλη θα είναι η αλλοίωση, δηλαδή η πτώση του τάπητα. Στη θέση του βάρους λέμε μάζα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τη βαρύτητα αλλά, αντίθετα, παράγει βαρύτητα. Έτσι βλέπουμε ότι όσο μεγαλώνει η μάζα, μεγαλώνει κι η αλλοίωση. Αν ακουμπούσαμε στον τάπητα ένα δεύτερο αντικείμενο, μικρότερης μάζας από το πρώτο, εκείνο θα κυλούσε μέσα στην αλλοίωση, πλησιάζοντας το αντικείμενο με τη μεγαλύτερη μάζα. Αυτή τη συμπεριφορά την ορίζουμε ως έλξη βαρύτητας. Στην πραγματικότητα και το αντικείμενο με τη μικρότερη μάζα αλλοιώνει τον χώρο, με τη σειρά του, έτσι ασκεί έλξη βαρύτητας στα αντικείμενο με τη μεγαλύτερη μάζα, παρόλο που είναι μικρότερο. Με το παράδειγμα του τραμπολίνο, που είναι δυσδιάστατο, μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια της αλλοίωσης του χώρου, λόγω βαρύτητας. Πράγματι, εκείνη αλλοιώνει τον τάπητα προς μία κατεύθυνση κάθετη προς επιφάνειά του, προσθέτοντας μία επιπλέον διάσταση στη γεωμετρία του. Υποθέτουμε, τώρα, ότι παίρνουμε το δικό μας τραμπολίνο και το ακουμπάμε σε μία πλάκα από γέλη, που ξέρουμε ότι είναι ένα στερεό κολλοειδές ελαστικό, του οποίου η μορφή αλλοιώνεται κατά βούληση. Το Μηχάνημα με το οποίο πειραματιζόμαστε υφίσταται στον τρισδιάστατο χώρο, που εκπροσωπείται από το τραμπολίνο και, φαίνεται, πως όταν ενεργοποιείται μπαίνει κατευθείαν στην πλάκα με τη γέλη, η οποία αντιπροσωπεύει μία πρόσθετη διάσταση. Για να συμπυκνωθεί αλλοιώνουμε μία ποσότητα γέλης, δημιουργώντας ένα κανάλι, τον Σύνδεσμο, στις άκρες του οποίου είναι συνδεδεμένο το τραμπολίνο- ο κανονικός χώρος- και ανταλλάσσουν μεταξύ τους ποσότητες χώρου με τις οποίες συνδέεται. Μετά την Ανταλλαγή, ο Σύνδεσμος διαλύεται και η γέλη επιστρέφει στην κανονική της κατάσταση>.

Ο Καμαράντα έκανε μία παύση μετά την μακρά έκθεση, μετά συνέχισε το συλλογισμό του.

<Προφανώς, η γέλη είναι πολύ πηχτή, έτσι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να το συμπυκνώσει. Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζουμε, ο Σύνδεσμος διατηρείται μόνο για το μήκος Planck, παρόλο που η προμήθεια ενέργειας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτό. Την κρατάμε για μισό δευτερόλεπτο, σωστά;> ρώτησε απευθυνόμενος στον Κομπαγιάσι, που συγκατένευσε.

<Πρέπει να υπάρχει κάτι που απαγορεύει την ύπαρξη του Συνδέσμου για διάρκεια μεγαλύτερης του μήκους Planck. Αν διατηρούταν για μεγαλύτερο διάστημα τι θα συνέβαινε; Ίσως, οι δύο ανταλλασσόμενοι χώροι να ανταλλάσσονταν ξανά; Θα προκαλούσε συνεχή ταλάντωση ανταλλαγής των δύο χώρων; Δεν το βλέπω σαν πρόβλημα για τη γεωμετρία του χώρου. Απλά, απενεργοποιώντας το Μηχάνημα, οι δύο χώροι θα βρίσκονταν στον τελευταίο σχηματισμό που απέκτησαν. Μπορεί όμως να ισχύει, ότι ο αν Σύνδεσμος διαρκέσει περισσότερο από το μήκος Planck, να εκδηλωθεί ένα παράδοξο, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν μπορώ να φανταστώ τώρα και κάποιος, άγνωστος ως τώρα, Νόμος της Φύσης να παρέμβει για να τον εμποδίσει>.

Age restriction:
0+
Release date on Litres:
17 January 2019
Volume:
951 p. 3 illustrations
ISBN:
9788873043188
Copyright holder:
Tektime S.r.l.s.
Download format:
epub, fb2, fb3, html, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip