Read the book: «Η Μοίρα Των Τεσσάρων»
Michael Powell
Η Μοίρα των Τεσσάρων
Μια ελληνική τραγωδία εν καιρώ πολέμου
Μετάφραση Ειρήνη Μ. Πολιά
Το παρόν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αν και είναι βασισμένο σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και περιλαμβάνει ορισμένους χαρακτήρες, που έχουν πεθάνει πια, τα περισσότερα από τα ονόματα, χαρακτήρες και περιστατικά, είναι είτε προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα ή χρησιμοποιούνται με ένα φανταστικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ φανταστικών χαρακτήρων και πραγματικών προσώπων, ζωντανών ή νεκρών, είναι καθαρά συμπτωματική.
Copyright 2017 – 2020 από τον Μάικλ Πάουελ.
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος
Μεταφράστηκε από: Ειρήνη Μ. Πολιά
Πρώτη αναθεώρηση: 29/11/2018 (Με χάρτη)
http://www.foursdestiny.uk
Κεντρικοί Ήρωες – Πρόσωπα του βιβλίου
Πρόλογος
Ο Ρολφ Μιούλερ, ως επικεφαλής του σμήνους των βομβαρδιστικών τύπου Ju88, οδηγούσε τη μοίρα του από το αεροδρόμιο των Μεγάρων, που βρίσκονται στην ηπειρωτική Ελλάδα και ήταν υπό γερμανικό έλεγχο, προς τα Δωδεκάνησα. «Μια διαφορετική αποστολή για σήμερα, παιδιά», είπε στο πλήρωμά του. «Τελειώσαμε με την Κω, τώρα πάμε για Λέρο. Μπορεί να είναι μικρό νησί, αλλά είναι φορτωμένο με όπλα, και αυτό πρέπει να σταματήσει».
Τα δικινητήρια αεροπλάνα βούιζαν σε όλο το Αιγαίο, περνώντας από περιοχές που ήταν ήδη υπό γερμανικό κατοχή. Ένα άλλο νησιωτικό σύμπλεγμα, που εκτείνεται με μια νοητή γραμμή από το Βορρά έως το Νότο, ξεπρόβαλε από την ομίχλη στον ανατολικό ορίζοντα, τρεμοπαίζοντας κάτω από τον λαμπρό ήλιο. Κάτω τους, η θάλασσα, που κυμάτιζε απαλά από τους ήπιους ανέμους που φυσούσαν εκείνη την εποχή του χρόνου, παρέμενε ήρεμη και γαλήνια.
«Εκεί είναι!», είπε ο Ρολφ, δείχνοντας ένα νησί που ήταν σαν να είχε στριμωχτεί ανάμεσα στα δάχτυλα ενός γίγαντα, με δύο βαθιούς κόλπους σε κάθε πλευρά του και μια στενωπό ανάμεσά τους. Κατέβασε το αεροπλάνο σε χαμηλότερο ύψος και οδήγησε τη μοίρα του στο νοτιοδυτικό κόλπο, περνώντας πάνω από ψηλούς και κακοτράχαλους λόφους, μέχρι που είδε ένα βαθύ ορμίσκο. «Είμαστε τυχεροί», φώναξε, δείχνοντας δύο πολεμικά πλοία στο αγκυροβόλι. «Βλέπω τον στόχο!».
Ανέβασε το αεροπλάνο του ψηλά, πάνω από τον κόλπο, και το έφερε σε τέτοια κλίση ώστε να αρχίσει η απότομη κατάδυση, βάζοντας στόχο ένα από τα πλοία. Καθώς το έκανε αυτό, είδε συννεφάκια καπνού να βγαίνουν από τα όπλα του άλλου πολεμικού πλοίου. Ο στόχος του δεν φαινόταν να είχε εντοπίσει ακόμα τα γερμανικά βομβαρδιστικά, και μόνο όταν πέταξε πιο χαμηλά είδε άντρες να τρέχουν στις θέσεις τους, όπως τα μυρμήγκια σε πανικό. «Πολύ αργά, φίλοι μου», σκέφτηκε με άγρια χαρά.
Τα αντιτορπιλικά ήταν το ελληνικό πλοίο «Όλγα», που ήταν εκεί για να βοηθήσει το βρετανικό στόλο της Μεσογείου, και το βρετανικό πλοίο «Intrepid». Οι Βρετανοί πυροβολητές βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους όταν τα γερμανικά αεροπλάνα εμφανίστηκαν, και κατάλαβαν ότι θα τους επιτίθονταν, πριν οι Έλληνες βρουν χρόνο να αντιδράσουν.
Πάνω στο «Όλγα», ένας Βρετανός αξιωματικός, ο Γκόντφρι Τζέκινς, μιλούσε με έναν Έλληνα ναυτικό. Συζητούσαν για το σχέδιο μεταφοράς των συμπολεμιστών του της ομάδας της ερήμου Long Range Desert Group από τη βάση τους στη Χάιφα, που θα έρχονταν στη Λέρο για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Ο ναυτικός, ο Γιάννης Ραφτόπουλος, είχε γεννηθεί στο νησί και το γνώριζε καλά, παρόλο που είχε λείψει για μερικά χρόνια.
Ο Γιάννης, κοίταξε ψηλά ανήσυχος μόλις ακούστηκε η σειρήνα του πλοίου. «Βομβαρδιστικά», φώναξε. «Άντρες, τα όπλα σας»! Έτρεξε στο αντιαεροπορικό πολυβόλο του, αφήνοντας τον Γκόντφρι να κοιτάζει με τρόμο καθώς το προπορευόμενο μαχητικό αεροπλάνο της μοίρας μείωσε ταχύτητα κι ερχόταν καταπάνω τους.
Ψηλά στο λόφο, στα βόρεια του κόλπου, σε μια ιταλική αντιαεροπορική πυροβολαρχία, βρίσκονταν απογοητευμένοι Ιταλοί στρατιώτες. Ο κόσμος τους είχε αναποδογυρίσει δυο βδομάδες πριν, όταν η κυβέρνησή τους υπέγραψε ανακωχή με τους πάλαι ποτέ αντιπάλους τους, εναντίον των Γερμανών Ναζί, και ένιωθαν εξαπατημένοι.
Ένας από αυτούς, ο Μάρκο Μαλπάιζο, είχε γεννηθεί στο νησί. Το προηγούμενο βράδυ είχε συναντήσει τον παιδικό του φίλο, Γιάννη, τον οποίο δεν είχε δει για πολλά χρόνια. Αυτό σκεφτόταν τη στιγμή που ακούστηκε ο συναγερμός και κατάλαβε ότι το νησί ήταν υπό επίθεση.
Μια δυνατή έκρηξη ακολούθησε και ένα τεράστιο σύννεφο μαύρου καπνού σηκώθηκε πάνω από την κορυφογραμμή μπροστά του, που συνοδεύτηκε από την μανιασμένη αντεπίθεση από τα πλοία στον κόλπο. Ένα μεγάλο δικινητήριο αεροπλάνο εμφανίστηκε, πετώντας πολύ χαμηλά πάνω από το ύψωμα, με χτυπημένο τον ένα κινητήρα του και καπνό να βγαίνει από ένα φτερό. Ο Μάρκο, μόνος του ανάμεσα στους συμπολεμιστές του που είχαν παγώσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, προσπάθησε να στρέψει το όπλο του προς το χτυπημένο αεροσκάφος, που παρέπαιε όταν περνούσε από πάνω του και δεν είχε σταματήσει να πυροβολεί πηγαίνοντας προς τον διπλανό όρμο.
Κεφάλαιο 1
Λέρος 1912
Ο ήλιος έλαμπε στο γαλάζιο Αιγαίο ένα λαμπρό μαγιάτικο πρωινό του 1912. Το ιταλικό θωρηκτό «Σαν Μάρκο», κινούνταν προς την ανατολική ακτή της Καλύμνου, νησιού των Δωδεκανήσων, περνώντας από τον στενό πορθμό ανάμεσα σε αυτό και του νησιού της Λέρου. Ένας νεαρός δόκιμος αξιωματικός, ο Τζιουζέπε Μαλπάιζο, που είχε μόλις μετατεθεί στο μεγάλο πλοίο, ήταν στο κατάστρωμα και ατένιζε τη θάλασσα, καθώς περνούσαν δίπλα από δύο βραχονησίδες και έμπαιναν στον πλατύ όρμο της Αγίας Μαρίνας. Στην ακτή, είδε μια συστάδα πλούσιων νεοκλασικών σπιτιών, που εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής, σε μια ρηχή κοιλάδα του νησιού. Από πίσω τους, υψωνόταν ένας απόκρημνος λόφος και ένα μεγαλοπρεπές βενετσιάνικο κάστρο στεκόταν από κάτω με μια σειρά στρογγυλών πυργίσκων. Στον καθένα από αυτούς έβλεπες να ανεμίζουν καραβόπανα..
«Θεέ μου, κοίτα εκεί!», είπε ο Τζιουζέπε, «Τι φανταστικό μέρος!».
Το πολεμικό πλοίο έστριψε στον κόλπο και κατευθύνθηκε προς τα κτίρια ,ακριβώς πέρα από την είσοδό του. Ο καπετάνιος απευθύνθηκε στον Τζιουζέπε και τους συντρόφους του.
«Ετοιμαστείτε να επανδρώσετε τις λέμβους του πλοίου. Κάθε αξιωματικός θα συνοδεύεται από ένα απόσπασμα πεζοναυτών. Μόλις ρίξουμε άγκυρα θέλω τα σκάφη να καθελκυστούν και να επανδρωθούν».
Ένας από τους αξιωματικούς ρώτησε: «Αναμένουμε προβλήματα;».
«Ειλικρινά, ελπίζω πως όχι. Μας είπαν ότι υπάρχει μόνο μια μικρή διοικητική δύναμη εδώ, αλλά μπορεί να υπάρχουν και στρατιώτες. Καταλαμβάνουμε όλες τις Νότιες Σποράδες και δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη δυσκολία, εκτός από τη Ρόδο. Οι Τούρκοι έχουν παραδοθεί χωρίς καμία αντίσταση. Εκτός αν δημιουργήσουν προβλήματα, θέλω να τους φέρεστε σαν ανεπιθύμητους επισκέπτες και να τους προτρέψετε να φύγουν!».
Το καταδρομικό πλοίο έριξε άγκυρα στον κόλπο. Ο Τζιουζέπε και οι σύντροφοί του ήταν έτοιμοι και περίμεναν, και όταν τα σκάφη του πλοίου αναχώρησαν, πήδηξαν γρήγορα και μπήκαν μέσα. Οι ναυτικοί κωπηλάτησαν με ταχύτητα προς την αποβάθρα.
Ο Τζιουζέπε, που δεν είχε βρεθεί ξανά στο πεδίο της μάχης, ένιωσε ένα νευρικό σφίξιμο στο στομάχι του καθώς απομακρυνόταν μακριά από την ασφάλεια του πλοίου. Αν και θεωρητικά ήταν επικεφαλής της λέμβου, γνώριζε ότι οι ναυτικοί που κωπηλατούσαν στην πραγματικότητα έπαιρναν διαταγές από τον έμπειρο λοστρόμο που είχε μαζί του. Καθώς πλησίαζαν στην ακτή μπορούσε να δει μια μικρή ομάδα αντρών παραταγμένη στην αποβάθρα. Οι πεζοναύτες που ήταν στη λέμβο είχαν το δάκτυλο στη σκανδάλη, εν αναμονή μιας πιθανής επίθεσης.
«Ήρεμα, παιδιά, να είστε ψύχραιμοι. Δεν θέλω λάθη. Όχι πυροβολισμούς αν δεν το διατάξω», φώναξε από μια άλλη βάρκα ο Γκραμάτικα, ο διοικητής τους.
Όταν η λέμβος του Τζιουζέπε έφτασε στην αποβάθρα, και ήταν η πρώτη από το μικρό στολίσκο που έφτασε στην ξηρά, οι ναυτικοί μάζεψαν τα κουπιά τους και πήδηξαν έξω, δίπλα σε έναν σβέλτο ναύτη που πήρε το παλαμάρι και τράβηξε τη λέμβο στη στεριά. Οι στρατιώτες αποβιβάστηκαν, με τα τουφέκια τους έτοιμα. Τότε, ένας μικρόσωμος μελαχρινός άντρας που φορούσε μία παλιά, και μάλλον ξεθωριασμένη, τουρκική στολή, πετάχτηκε από μια ομάδα βρώμικων και ταλαιπωρημένων αντρών, με τα χέρια σηκωμένα. «Δεν θέλουμε μπελάδες, γνωρίζουμε ότι είμαστε λιγότεροι», είπε στα αγγλικά, μια γλώσσα που είχε μάθει ο Τζιουζέπε στο σχολείο. «Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου στο σπίτι του Διοικητή».
Έδεσαν και τις άλλες λέμβους στην αποβάθρα και η διμοιρία των πεζοναυτών αποβιβάστηκε γρήγορα. Παρατάχθηκαν σε θέση μάχης στην ακτή. Ήταν μόνο πέντε Τούρκοι, που αποδείχτηκε ότι ήταν απλώς ένα μάτσο άντρες, ντυμένοι με πολύχρωμες, αλλά φθαρμένες οθωμανικές στολές. Πίσω τους στεκόταν μια μεγαλύτερη ομάδα από Έλληνες, ντόπιοι κάτοικοι που επευφημούσαν τους Ιταλούς ναύτες και κυμάτιζαν την ελληνική σημαία. «Φαίνονται αξιοθρήνητοι», είπε ένας από τους Ιταλούς στρατιώτες. «Πού είναι οι στρατιώτες τους;».
«Μην υποτιμάς τους Τούρκους», είπε ο επικεφαλής των πεζοναυτών δίπλα του, που τους εφιστούσε την προσοχή. «Μπορεί να μοιάζουν με τσούρμο, αλλά μπορεί και να είναι φοβεροί πολεμιστές, όπως αυτοί που βρήκαμε στη Βόρεια Αφρική. Ας τους δείξουμε πώς μοιάζουν οι πραγματικοί στρατιώτες».
Ο Τζiουζέπε ήταν περήφανος για τους συμπατριώτες του, που είχαν ήδη παραταχθεί με τα σύγχρονα τουφέκια τους, έτοιμοι και προετοιμασμένοι για να προελάσσουν -ή να πολεμήσουν. Οι Τούρκοι, όμως, τους έκαναν χώρο για να περάσουν, και ακολούθησαν τον άντρα που τους μίλησε στην αποβάθρα, προς το μικρό κτίριο που στέγαζε τα γραφεία.
«Πολεμάμε αυτή τη φάρα από πέρσι, στη Λιβύη», είπε ο Τζiουζέπε. «Πώς στο διάολο κατάφεραν να μας αντισταθούν τόσο καιρό, αναρωτιέμαι».
«Ήμουν ένας από τους πρώτους που βγήκα στη στεριά, στην Τρίπολη», είπε ο πεζοναύτης. «Δεν είχαν θέληση να πολεμήσουν, και σύντομα πήραμε τον έλεγχο. Πάνω που νομίζαμε ότι θα καταρρεύσουν εμφανίστηκε το αραβικό ιππικό. Θεέ μου, είχαν υπέροχα άλογα! Αλλά είναι πολύ άγρια φυλή, αυτό σας το βεβαιώνω. Δεν παίρνουν αιχμαλώτους, και δεν θέλεις να ξέρεις τι κάνουν αν πας να κάνεις ότι παραδίνεσαι». Ο άντρας ανατρίχιασε όταν το θυμήθηκε. «Τέλος πάντων, σχεδόν μας συνέτριψαν και μας εγκλώβισαν. Ξεκινήσαμε τη μάχη με 20.000 άνδρες, αλλά όταν τελείωσε η μάχη, είχαμε απομείνει μόνο 1.000 άντρες.
«Ευτυχώς, εμείς…», έδειξε πίσω στο «Σαν Μάρκο», «…το Ναυτικό, είμαστε πολύ δυνατοί γι’ αυτούς. Δεν έχουν σύγχρονα πλοία για να τα βάλουν μαζί μας».
Ο Γκραμάτικα συνοδευόμενος από μια μικρή φρουρά πεζοναυτών, ακολούθησε τον Τούρκο αξιωματούχο μέσα στο κτήριο για να συναντήσει τον Διοικητή του νησιού. Μετά από μερικά λεπτά βγήκε μαζί με έναν άθλιο στην όψη Τούρκο που μίλησε στους αξιοθρήνητους συντρόφους του. Ο Ιταλός Διοικητής περίμενε ήρεμα μέχρι να τελειώσει. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στο πλήθος. Τα λόγια του μεταφράστηκαν στα ελληνικά από έναν διερμηνέα που είχε έρθει με την ομάδα ξηράς από το «Σαν Μάρκο».
«Διεκδικήσαμε αυτό το νησί στο όνομα της ιταλικής κυβέρνησης. Η τουρκική διοίκηση θα φύγει. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, και θα τους δοθεί κάθε βοήθεια που χρειάζεται για να φύγουν. Θα προβούμε αμέσως στη σύσταση νέας διοίκησης και η τάξη θα διατηρηθεί στο νησί».
Οι Έλληνες ακούγοντας τα λόγια του, ζητωκραύγασαν τους Ιταλούς και γιούχαραν τους Οθωμανούς, που τους έβλεπαν να το σκάνε με μια βάρκα που περίμενε να τους πάει στα γειτονικά τουρκικά παράλια.
Ο Γκραμάτικα γύρισε πίσω στο κτήριο και κάλεσε τους αξιωματικούς του να μπουν μέσα. «Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει εδώ και θέλω να σεβαστούμε τους Έλληνες κατοίκους που απελευθερώνουμε από τους Οθωμανούς. Θα αφήσουμε εδώ μια ομάδα ξηράς για να αναλάβει τη διοίκηση και να διατηρήσει την ειρήνη. Η προτεραιότητά μας, αφού βεβαιωθούμε ότι έχουν αποχωρήσει όλοι οι Οθωμανοί, θα είναι η διατήρηση της τάξης. Εν τω μεταξύ θέλω να βρείτε καταλύματα για τους άντρες».
Ο Τζιουζέπε βγήκε έξω με τον Γκραμάτικα και τον διερμηνέα. Η μικρή του ομάδα στρατιωτών ήταν ακόμα παραταγμένη και περίμενε διαταγές. Ο διερμηνέας επέστρεψε στο πλοίο για να αναφέρει στον κυβερνήτη του. «Υπάρχει κανείς που να μιλάει ελληνικά;» ρώτησε ο Γκραμάτικα τους άντρες του. Κανείς δεν απάντησε.
«Πώς θα βρούμε κατάλυμα αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε στους ντόπιους;», ρώτησε τον φίλο του. Τότε, ένας ηλικιωμένος Έλληνας ήρθε κοντά του. «Με συγχωρείτε, κύριε», είπε στα αγγλικά.
«Ναι;», ρώτησε ο Τζιουζέπε.
«Μιλάς αγγλικά», ο Έλληνας έδειξε ανακουφισμένος. «Είμαι δάσκαλος. Οι φίλοι μου θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει εδώ».
«Όπως εξηγήσαμε, ελευθερώνουμε αυτά τα νησιά από τους Τούρκους».
«Μα δεν χρειαζόμαστε απελευθερωτές», είπε ο άνθρωπος. Φάνηκε μπερδεμένος από τα λόγια του και έδειξε τους Τούρκους που αποχωρούσαν. «Μας είχαν αφήσει ήσυχους και δεν μπερδευόταν στα πόδια μας. Δεν ήταν πάρα πολλοί».
Ο Τζιουζέπε ήταν μπερδεμένος. «Αλλά κυβερνούσαν το νησί, έτσι δεν είναι; Παίρνουμε εμείς τον έλεγχο και σας ελευθερώνουμε.
«Από τι μας ελευθερώνετε; Δεν είμαστε φυλακισμένοι!».
«Λυπάμαι. Στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να σας εξηγήσω, είμαι απλά ένας ναύτης. Θα προσπαθήσω να φέρω έναν από τους αξιωματικούς μας να σας μιλήσει. Παρεμπιπτόντως, μου έχει ζητηθεί να βρω κατάλυμα για τους άντρες μου. Μπορείτε να βοηθήσετε;».
«Κατάλυμα;».
«Στέγη, δωμάτια για να μείνουν».
«Εννοείτε ξενοδοχεία; Δεν έχουμε κάτι τέτοιο εδώ πέρα». Χαμήλωσε το βλέμμα του και σκέφτηκε για λίγο και μετά τους κοίταξε από την κορφή μέχρι τα νύχια. «Οι Τούρκοι είχαν κάποια σπίτια. Εάν έφυγαν στ’ αλήθεια, θα μπορούσες να βάλεις εκεί τους άντρες σου. Αλλά δε νομίζω ότι υπάρχουν αρκετά δωμάτια για όλους σας».
«Τότε θα πρέπει κάποιοι άντρες να φιλοξενηθούν σε σπίτια ιδιωτών».
«Θα πληρώσετε ενοίκιο;».
«Δεν το γνωρίζω αυτό. Δε νομίζω».
Ο άντρας έδειξε ενοχλημένος. «Ισχυρίζεσαι ότι μας απελευθερώνεις, αλλά σε εμένα φαίνεται ότι εσείς είστε χειρότεροι από τους Τούρκους». Στράφηκε πίσω στους Έλληνες που περίμεναν ανυπόμονα, και τους μίλησε πολύ γρήγορα στη γλώσσα τους. Γυρνώντας πίσω, είπε: «Θα σε πάμε στον δήμαρχο. Θα πρέπει να τα εξηγήσεις όλα σ’ αυτόν».
Ο Γκραμάτικα διέταξε τον Τζιουζέπε να πάει μαζί με τον γέρο. Εκείνος οδήγησε τον Ιταλό σε ένα άλλο γραφείο, όπου ένας παχουλός ντόπιος αξιωματούχος, καθισμένος και ιδρωμένος πίσω από ένα γραφείο, του συστήθηκε ως δήμαρχος του νησιού. «Ναι;», είπε.
Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ο δήμαρχος φάνηκε να αναστατώνεται όσο ο γέρος του έλεγε τι είχε ακούσει από τον Τζιουζέπε. Ο γέρος στράφηκε πίσω για να μιλήσει στους Ιταλούς! «Είναι όπως σας τα είπα. Δεν έχουμε ανάγκη από απελευθερωτές και δεν έχουμε δωμάτια για τους άντρες σου, εκτός κι αν είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε».
Ο Τζιουζέπε έμεινε αποσβολωμένος. «Καταλαβαίνω. Θα πρέπει να το συζητήσω με τον διοικητή μου. Σας ευχαριστώ». Έφυγε με την ουρά στα σκέλια, τρέχοντας έξω, και πήγε για να αναφέρει όσα ειπώθηκαν.
«Δεν θέλουν να απελευθερωθούν;». Ο Γκραμάτικα έμεινε κατάπληκτος. «Λοιπόν, δεν εξαρτάται από αυτούς να αποφασίσουν τι θέλουν». Και συνέχισε, κόντρα σε κάθε λογική: «Τους απελευθερώνουμε όπως και να έχει. Να τους γίνει κατανοητό, και πες τους να μας διαθέσουν στρατιωτικές κατοικίες. Αν δεν θέλουν να συνεργαστούν, θα πρέπει να τους αναγκάσουμε».
Ο Τζιουζέπε πήγε πίσω στο γραφείο του δημάρχου. Ο γέρος Έλληνας ήταν ακόμα εκεί. Στο γραφείο τώρα υπήρχε ένας στρογγυλός μπρούτζινος δίσκος πάνω σε ένα τρίποδο με ένα μεγάλο δίσκο πάνω του. Στον δίσκο υπήρχαν δύο μικρά άδεια φλιτζάνια. Ο δήμαρχος υποδέχτηκε τον Τζιουζέπε, δείχνοντάς του μια ελεύθερη καρέκλα, και ο Ιταλός κάθισε.
«Καφέ;», τον ρώτησε, και όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, φώναξε σε κάποιον στο διπλανό δωμάτιο. Μια γραμματέας ήρθε και πήρε τον δίσκο. Δεν είπαν τίποτα, μέχρι που η κοπέλα επέστρεψε με τον δίσκο και τρία φλιτζάνια δυνατού γλυκού καφέ, αγαπημένου, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων. Όλοι πήραν από ένα φλιτζάνι. Ο Τζιουζέπε ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Συνηθισμένος στον δυνατό ιταλικό εσπρέσο, έμεινε έκπληκτος από τη γλυκύτητα του καφέ και το ότι γέμισε το στόμα του με κατακάθια από τον πάτο του φλιτζανιού. Τα κατάπιε, προσπαθώντας να μην δείξει την δυσφορία του.
Ο δήμαρχος είπε κάτι και ο γέρος μετέφρασε: «Λοιπόν;».
Ο Τζιουζέπε επανέλαβε αυτά που του είχε πει ο διοικητής του. Οι Έλληνες πρέπει να βρουν στέγη για τους Ιταλούς και δεν θα πρέπει να περιμένουν να τους καταβληθεί ενοίκιο. Το νησί τώρα τελούσε υπό τον έλεγχο ιταλικής διοίκησης και ο Ιταλός διοικητής του υποσχέθηκε ότι θα βελτιωνόταν η κατάσταση για τους Έλληνες, αλλά απαιτούσε την πλήρη συνεργασία τους.
Οι Ιταλοί ξεκαθάρισαν τη θέση τους. Ο δήμαρχος αναστέναξε, και φάνηκε τρομερά εκνευρισμένος. «Πολύ καλά, δεν μπορούμε να σας πολεμήσουμε, ούτε και θέλουμε», μετέφρασε ο γέρος. «Θα βρούμε κατοικίες για τους άντρες σας και ελπίζουμε ότι θα μας σεβαστείτε και θα μας επιτρέψετε να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως ήταν πριν «μας απελευθερώσετε». Τόνισε με σαρκασμό τη λέξη.
Συμφώνησαν με βαριά καρδιά. Οι Ιταλοί που θα παρέμεναν στο νησί θα φιλοξενούνταν αρχικά σε ξενοίκιαστες κατοικίες. Ο δήμαρχος πρόσφερε στον Τζιουζέπε ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Δέχτηκε, ανακουφισμένος που η αρχική "παγωμάρα" είχε περάσει. Αυτή τη φορά σιγουρεύτηκε ότι ήπιε μόνο λίγο, από το χείλος του φλιτζανιού. Χαιρετίστηκαν φιλικά και έφυγε από το γραφείο για να επιστρέψει στους άντρες του.
Ο Γκραμάτικα ζήτησε από τους άντρες να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν. Κάθισαν έξω από ένα μικρό μπαρ. Βολεύτηκαν κάτω από καλάμια μπαμπού που κρατούσαν τη σκιά, δεμένα σε ένα ξύλινο σκελετό. O Γκραμάτικα φώναξε τον Τζiουζέπε να καθίσει δίπλα του σε ένα μικρό τραπέζι. «Πώς τα πήγες μ’ αυτούς;». «Καλά», είπε ο Τζιουζέπε. «Συμφώνησαν να μας στεγάσουν σε σπίτια τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα. Δεν χαίρονται ιδιαίτερα που ξεφορτωνόμαστε τους Τούρκους, όμως».
«Όχι, το κατάλαβα αυτό. Ο διερμηνέας μας επέστρεψε πριν από λίγα λεπτά και μου είπε ότι θεωρούν ότι η «απελευθερωτική» μας δύναμη μοιάζει περισσότερο με δύναμη κατοχής. Θες μια μπύρα;».
Πήρε τη σιωπή του Τζιουζέπε για συγκατάθεση και κάλεσε μια σερβιτόρα: «Δύο μπίρες». Εκείνη κούνησε το κεφάλι, κοιτάζοντας απορημένα. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και επέστρεψε με δύο μπύρες. Κοίταξε καχύποπτα τα χρήματα που της έδωσε και είπε κάτι στα ελληνικά.
«Αυτά είναι ιταλικά χρήματα», της είπε. «Ιταλική λίρα. Κατάλαβες; Capisci;».
Κούνησε το κεφάλι της, είπε κάτι ακόμα και άφησε πάλι τα χρήματα στο τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο γέρος στο μαγαζί και ο Τζιουζέπε τον φώναξε. «Μπορείς να εξηγήσεις σ’ αυτό το κορίτσι ότι αυτά είναι ιταλικά χρήματα; Περνάνε κι εδώ».
Ο γέρος μίλησε στο κορίτσι στα ελληνικά. Εκείνη τα έπιασε από το τραπέζι και εξέτασε προσεκτικά τα νομίσματα, διαβάζοντας τα τυπωμένα στοιχεία. Ο γέρος μετέφρασε την απάντησή της: «Δεν ξέρω πόσο αξίζουν αυτά. Τα παίρνω, αλλά εάν με κλέψατε, θα παραπονεθώ στον δήμαρχο».
«Δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι;», είπε ο Γκραμάτικα. Της έδωσε ακόμα μερικά νομίσματα. «Αυτά πρέπει να είναι αρκετά».
Τους κοίταξε καχύποπτα και πάλι. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και τοποθέτησε προσεκτικά τα νομίσματα στο ταμείο.
«Να και κάτι άλλο που πρέπει να διευθετήσουμε… Τα χρήματα», είπε ο Γκραμάτικα, με έναν αναστεναγμό.
Αφού βοήθησε να τακτοποιηθούν οι άντρες στις κατοικίες, ο Τζιουζέπε ανακουφίστηκε όταν τον διέταξαν να επιστρέψει στο πλοίο για να αναφέρει στον καπετάνιο.
«Λοιπόν, Μαλπάιζο, τι θα κάνουμε τώρα με σένα; Χρειαζόμαστε αξιωματικούς στην ξηρά για να μετατρέψουμε αυτό τον τόπο σε ναυτική βάση για τον στόλο μας. Και αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Είναι μια καλή ευκαιρία για σένα να εξασκήσεις το επάγγελμα που θες να σπουδάσεις», είπε ο λοχαγός. «Θες να μείνεις εδώ, ή θα συνεχίσεις μαζί μας;».
«Είναι τιμή μου μου να είμαι στις διαταγές σας κύριε, αλλά θα προτιμούσα να μείνω στο πλοίο. Έχω πολλά ακόμα να μάθω».
Αφήνοντας τον Γκραμάτικα και ένα απόσπασμα πεζοναυτών στο νησί, το «Σαν Μάρκο» απέπλευσε για να ενωθεί με τον υπόλοιπο ιταλικό στόλο. Όλα τα Δωδεκάνησα είχαν καταληφθεί με πολύ μικρή αντίσταση, και η ιταλική σημαία σύντομα κυμάτιζε στην πρωτεύουσα κάθε νησιού.
Ταξίδεψαν βόρεια μέχρι τα Δαρδανέλια, τον στενό πορθμό που οδηγεί από το βορειοανατολικό Αιγαίο στην τότε τουρκική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ενίσχυσαν μια μάλλον αδιάφορη επίθεση ιταλικών τορπιλακάτων εναντίων τουρκικών στρατιωτικών θέσεων. Αποσύρθηκαν σύντομα και επέστρεψαν στο ιταλικό λιμάνι του Μπρίντεζι.
Για τον Τζιουζέπε, οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου ήταν σκέτη απογοήτευση και αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στη Λέρο με τον φίλο του, τον Γκραμάτικα.
****
Μετά τη λήξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ο Τζιουζέπε δέχτηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει μηχανικός, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου πολέμου μελετώντας στην Πίζα, κοντά στην ιταλική ναυτική βάση της Λα Σπέτσια. Δεν υπηρετούσε πια στο Ναυτικό, αλλά κράτησε επαφή με κάποιους συναδέλφους του από το «Σαν Μάρκο».
Το Πανεπιστήμιο της Πίζας ήταν πολύ γνωστό για τις σπουδές γλωσσολογικής κατεύθυνσης. Λόγω της πολεμικής εμπειρίας που είχε στο Αιγαίο, ο Τζιουζέπε είχε ενδιαφερθεί για τον ελληνικό πολιτισμό και αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικών, ως επικουρικό μάθημα στις βασικές σπουδές του. Αυτό περιλάμβανε την μελέτη αρχαίων ελληνικών, αλλά ο καθηγητής του που γνώριζε ελληνικά, επέμεινε ότι οι μαθητές του θα πρέπει να μάθουν να συνομιλούν στα Νέα Ελληνικά.
Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε μια φτωχογειτονιά της Πίζας, που έβλεπε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Όταν μελετούσε παρακολουθούσε από το παράθυρό του τους διαβάτες στο δρόμο να βαδίζουν προς και από την στάση του τοπικού λεωφορείου. Ένα συγκεκριμένο κορίτσι του τράβηξε την προσοχή. Τα ξανθά της μαλλιά και η ψηλόλιγνη φιγούρα της την έκαναν να ξεχωρίζει από τις συνήθως μελαχρινές Ιταλίδες. Κάθε μέρα την έβλεπε να πηγαίνει στη στάση και να περιμένει το λεωφορείο, και τα βράδια περίμενε να την δει να επιστρέφει. Ήταν ψηλή και λεπτή και περπατούσε με χάρη.
Ένα βράδυ, όταν εκείνη έβγαινε από το λεωφορείο, είδε μια συντροφιά νεαρών αντρών να περιφέρονται στον δρόμο και να πηγαίνουν κοντά της. Το παράθυρό του ήταν ανοιχτό και τους άκουσε να της φωνάζουν: “Ciao, cara, comé sta?”; Τους αγνόησε και συνέχισε να περπατά, αλλά έτρεξαν και στάθηκαν μπροστά της. Καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους, την εμπόδισαν να τους προσπεράσει, και ένας από αυτούς την άρπαξε από το μπράτσο: «Έλα μωρό μου, τι έπαθες;».
Δεν απάντησε, και προσπάθησε να απελευθερώσει το χέρι της από τη λαβή του, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Άσε με ήσυχη!».
«Όχι, μην κάνεις έτσι. Απλώς θέλουμε να σου μιλήσουμε, αυτό είναι όλο», είπε ο βασανιστής της. Ένας άλλος νεαρός χαμογέλασε ειρωνικά.
«Άφησέ με να φύγω», είπε εκείνη προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Μα απλώς θέλουμε να σε γνωρίσουμε καλύτερα», είπε, και την έσπρωξε σε ένα κτήριο. Οι άλλοι την περικύκλωσαν όταν εκείνος προσπάθησε να την φιλήσει. Και τότε εκείνη άρχισε να παλεύει σκληρά, σπρώχνοντάς τον όσο πιο δυνατά μπορούσε πάνω στο τείχος που είχαν σχηματίσει οι φίλοι του.
Ο Τζιουζέπε δεν μπορούσε να το αφήσει άλλο αυτό να συνεχιστεί. Έτρεξε έξω από το διαμέρισμα, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον δρόμο. «Έι, αφήστε την ήσυχη!», φώναξε.
«Άντε παράτα μας!», είπε ένας από αυτούς. «Αυτό είναι το κορίτσι μας, δεν είναι έτσι αγάπη μου;».
Προσπαθούσε ακόμα να απελευθερωθεί όταν o Τζιουζέπε προχώρησε προς το μέρος τους: «Αφήστε την να φύγει», είπε.
«Γιατί αλλιώς τι θα γίνει μικρούλη; Στρίβε, εντάξει;».
Όλοι τώρα στράφηκαν σ’ αυτόν και το κορίτσι κατάφερε να ελευθερωθεί και έτρεξε γρήγορα για να τους ξεφύγει. Το έβαλε στα πόδια και δεν κοίταξε πίσω της.
«Κοίτα τώρα τι έκανες μαλάκα», είπε αυτός που την βασάνιζε «Δεν μπορούσες να κοιτάς τη δουλειά σου, ε;». Γιατί ήθελες να βοηθήσεις μια Γερμανίδα πόρνη;». Πλησίασε απειλητικά τον Τζιουζέπε, και τον έσπρωξε δυνατά στο στήθος. «Απλώς ήθελα να την ''ζεστάνω''», είπε. Ο Τζιουζέπε προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά οι άλλοι άρχισαν να τον στριμώχνουν. Ο ένας μετά τον άλλο τον έσπρωχναν, όλο και πιο δυνατά, αναγκάζοντάς τον να πέσει στον τοίχο.
«Σταματήστε», είπε, απελπισμένα.
«Γιατί αλλιώς τι θα γίνει; Τι θα κάνεις δηλαδή;».
Του έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο πηγούνι και το κεφάλι του Τζιουζέπε χτύπησε δυνατά στον τοίχο πίσω του. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του. Δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα, και προσπάθησε να προφυλαχθεί κρατώντας τους αγκώνες στα πλευρά του και έσφιξε τα χέρια του σε γροθιά πάνω από το πρόσωπό του. Είδε κάποιους να έρχονται κοντά που βλέποντας τι συνέβαινε, έφευγαν, χωρίς να κάνουν τίποτα, για να μην μπλέξουν. Τον γρονθοκόπησαν δυνατά στο στομάχι και έπεσε κάτω. Έπεσε στα γόνατα και συνέχισαν να τον χτυπάνε και να τον κλωτσάνε στο έδαφος. Στο τέλος, ένας από αυτούς είπε: «Έλα, αφήστε τον τον παλιομαλάκα». Τον κλώτσησαν άλλη μια φορά και έφυγαν γελώντας, για να βρουν ένα άλλο θύμα.
Ο Τζιουζέπε έμεινε πεσμένος εκεί. Έτρεχε αίμα από τη μύτη του και διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί όλο του το σώμα διαμαρτυρήθηκε. Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα. Οι άνθρωποι που περνούσαν άλλαζαν πεζοδρόμιο, νομίζοντας ότι ήταν μεθυσμένος ή κάτι χειρότερο.
Ένας, όμως, δεν τον προσπέρασε. «Είσαι καλά;», είπε μια γυναικεία φωνή. Κάθισε κάτω, δίπλα του. «Μπορείς να σηκωθείς; Άσε με να σε βοηθήσω. Μένεις εδώ κοντά;».
Έδειξε την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. «Εντάξει, πάμε μέσα. Έλα, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς».
Κατάφερε να σταθεί όρθιος και τον βοήθησε να μην σκοντάψει στις σκάλες μέχρι το διαμέρισμά του. Μπήκαν μέσα από την πόρτα που την είχε αφήσει ανοιχτή, και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος. Το άγγιγμα δροσερού υφάσματος στο μέτωπό του τον ξύπνησε, και βόγκηξε καθώς ο πόνος επανήλθε. «Σσςς», είπε μια φωνή. «Μην κουνιέσαι, μείνε ξαπλωμένος».
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί εκεί που τον χτύπησαν οι αλήτες. Ακόμα και όταν κατάφερε να τα ανοίξει, δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί, και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Διέκρινε όμως ένα πρόσωπο μπροστά του, κι ένα κεφάλι με ξανθά μαλλιά. Το στόμα του ήταν μελανιασμένο και είχε κοψίματα στα χείλη, και το μόνο που μπόρεσε να μουρμουρίσει ήταν: «Τι συνέβη; Πώς;».
«Με συγχωρείς, ελπίζω να μην σε πειράζει. Σε βοήθησα να έρθεις εδώ. Είχες αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θυμάσαι;».
Άρχισε να συνέρχεται και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν από πάνω του ανήκε στο ξανθό κορίτσι. «Γύρισες πίσω;», κατάφερε να πει.
«Κρύφτηκα στη γωνία μέχρι εκείνοι οι αλήτες να φύγουν. Ξέρεις, φέρθηκες ανόητα που τα έβαλες μ’ αυτούς τους τύπους, αλλά πάντως σ’ ευχαριστώ. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει να τους ξεφύγω χωρίς εσένα. Ελπίζω να μην σε πειράζει που μπήκα εδώ μέσα έτσι».
Κατάλαβε ότι είχε ξενική προφορά και μετά θυμήθηκε τον αλήτη να μιλάει για μια "Γερμανίδα πόρνη". «Είσαι Γερμανίδα;».
Φάνηκε να ντρέπεται λιγάκι. «Ναι, είναι πρόβλημα αυτό;».
«Όχι, ασφαλώς όχι».
«Είμαστε, όμως, ακόμα εχθροί σας, έτσι δεν είναι; Οι "βάρβαροι Ούννοι"», είπε, και σηκώθηκε να φύγει.
«Όχι, σε παρακαλώ, μη. Δεν είσαι εχθρός μου. Ο πόλεμος τελείωσε έτσι κι αλλιώς. Σε παρακαλώ, μην φύγεις».
Εκείνη γύρισε πίσω και μάζεψε το λεκιασμένο με αίμα πανί που μ’ αυτό του είχε καθαρίσει το πρόσωπο. Πήγε στον μικρό νεροχύτη της κουζίνας και το ξέπλυνε κάτω από την κρύα βρύση. Προσπάθησε να σηκωθεί και βόγκηξε όταν ο πόνος επέστρεψε πάλι στο στομάχι και στο κεφάλι του. Άγγιξε το κεφάλι του πολύ προσεκτικά και τα δάχτυλά του γέμισαν αίματα. «Μείνε ακίνητος. Έχεις ένα άσχημο κόψιμο γύρω από το μάτι σου», είπε εκείνη.
Έκανε έναν μορφασμό πόνου όσο εκείνη καθάριζε προσεκτικά το πρόσωπό του από τα αίματα. «Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς για μια-δυο μέρες. Πρέπει να πας να σε δει γιατρός».
«Δεν μπορώ, δεν έχω αρκετά χρήματα γι’ αυτό».
«Τότε, μάλλον θα πρέπει να σε φροντίσω εγώ», είπε εκείνη. «Άλλωστε, μου έσωσες τη ζωή».
Γέλασε, με δυσκολία από τον πόνο. «Δε χρειάζεται. Θα είμαι εντάξει».
«Σε λίγες μέρες μπορεί, αλλά μέχρι τότε, φοβάμαι ότι θα με ανεχτείς ως νοσοκόμα σου».
«Σ’ ευχαριστώ». Βυθίστηκε στον καναπέ. «Λοιπόν, είμαι ο Τζιουζέπε Μαλπάιζο. Είμαι φοιτητής. Και φτωχός, όπως βλέπεις. Αυτό είναι όλο. Τίποτα το ενδιαφέρον. Εσύ ποια είσαι; Μίλησέ μου για σένα».
«Είμαι Γερμανίδα, όπως μόλις ανακάλυψες. Είμαι εδώ για να σπουδάσω, όπως εσύ. Εκπαιδεύομαι ως νοσοκόμα».
«Τι τυχερός που είμαι! Με χτύπησαν γιατί έσωσα μια νοσοκόμα. Μιλάς καλά ιταλικά, πώς κι έτσι;».
«Ζω στη Βαυαρία. Έχουμε επαφή με πολλούς Ιταλούς. Είμαστε αρκετά κοντά στα αυστριακά σύνορα και κάνουμε συχνά σκι στις Άλπεις, πάνω από την Ιταλία. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής φιλολογίας και μας έπαιρνε στη Ρώμη και σε άλλα μέρη όταν ήμασταν μικρά. Ήταν επίσης και λάτρης της όπερας, και ο αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Βέρντι».
«Όχι ο Βάγκνερ;».
«Όχι. Θεωρούσε μακροσκελείς τις συνθέσεις του και πομπώδεις, ενώ ο Βέρντι, ο Ροσίνι, ο Ντονιτσέτι, είναι όλοι γεμάτοι ζωντάνια και χαρά. Τέλος πάντων, εξαιτίας αυτού κατάφερα να μάθω λίγα ιταλικά και με παρότρυνε να έρθω εδώ και να σπουδάσω. Συνήθιζε να λέει ότι είναι περισσότερο "Ρωμαίος" παρά "Ούννος"! Περίμενε λίγο: "Studente sono, e povero". «Είμαι ένας φτωχός μαθητής – Γκουαλτιέ Μαλντέ, ναι;».
Ο Τζιουζέπε γέλασε, πράγμα που έκανε το πρόσωπό του να πονέσει ξανά. «Μην ανησυχείς, δεν είμαι ο Κόμης, αν είναι αυτό που σκέφτεσαι. Μήπως ο πατέρας σου είναι ο Καμπούρης;».
«Όχι, δεν είναι ο Ριγκολέτο και εγώ δεν είμαι η Τζίλντα. Γνωρίζεις από όπερα;».
Η Μαρία -αυτό ήταν το όνομά της- τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του. Και τα δύο ήταν σκισμένα και ματωμένα, και μετά πήγε να τον βοηθήσει να βγάλει το γιλέκο του, αλλά εκείνος τραβήχτηκε. «Ω, έλα σε παρακαλώ, είμαι νοσοκόμα, τα έχω δει όλα πολλές φορές. Πρέπει να δω πόσο άσχημα είσαι χτυπημένος».
Απρόθυμα και νιώθοντας παραδόξως ντροπαλός, την άφησε να βγάλει το γιλέκο πάνω από το κεφάλι του. Είδε τις μελανιές που του έκαναν αυτοί που του επιτέθηκαν. Εξέτασε με προσοχή τα πλευρά του κι εκείνος τινάχτηκε από τον πόνο όταν τον άγγιξε.
«Λυπάμαι. Νομίζω ότι μάλλον έχεις ένα σπασμένο πλευρό. Δεν μπορώ να κάνω πολλά γι' αυτό, απλά πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να γιατρευτεί».
Τον έπεισε να βγάλει το παντελόνι του και κοίταξε τα κοψίματα και τις μελανιές στα πόδια του από το κλωτσίδι που του είχαν δώσει. Εκείνη άγγιξε μια μελανιά και τραβήχτηκε πίσω. «Συγγνώμη, πόνεσε αυτό;».
«Όχι, απλά δεν με έχουν αγγίξει ποτέ εκεί. Ένιωσα περίεργα».
Αφού τον εξέτασε και πάλι σχολαστικά, είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο σπασμένο εκτός από τα πλευρά. Θα σε βάλω στο κρεβάτι και θα πάω να πάρω λίγη αλοιφή για τις πληγές».
Τον έβαλε προσεκτικά στο κρεβάτι, έβγαλε τις πιτζάμες κάτω από το μαξιλάρι του και αφού του αφαίρεσε όλα τα ρούχα, τον βοήθησε να τις φορέσει και μετά τον έβαλε να ξαπλώσει.