Εγώ εδώ 'σ όλους αυτούς διαταγή θα δώσω
στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα
και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω
ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα,
που μόνη μου έμεινες πιστή.
Όλοι εμείς μαζί σου
το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει.
Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα.
Είπε πως δεν θα παντρευτή και δεν θα με ξεχάση.
Το είπα κ' είμαι έτοιμος και να το κάμω.
Τότε
πάρε τα από τα χέρια μου τα δύστυχα παιδιά μας.
Τα δέχομαι, απ' τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια,
αγαπημένην προσφορά.
Γίνου εσύ μητέρα
στη θέσι μου.
Είναι πολλή ανάγκη αυτό να γίνη
τώρα που δεν θα έχουνε εσένα.
Ω παιδιά μου,
τώρα που έπρεπε να ζω για σας, πεθαίνω τώρα.
Αλλοίμονο! Χωρίς εσέ, ο δόλιος πως να κάμω;
θα με ξεχάσης με καιρό. Εκείνος που πεθαίνει
δεν είναι πλέον τίποτα. Με τον καιρόν ξεχνιέται.
Μη με αφήνης, πάρε με κ' εμέ μαζί σου κάτω.
Φθάνει ότι πεθαίνω εγώ για σένα.
Ω Μοίρα,
τέτοια γυναίκα ευρέθηκες να μου στερήσης!
Νοιώθω
τα μάτια να βαραίνουνε· το βλέμμα μου θολώνει.
Εχάθηκα, αν μου φύγης συ, γυναίκα μου…
Και όμως
πάρε το πια απόφασιν πως μ' έχασες…
Σηκώσου
και λάβε θάρρος. Μην αφήνης μόνα τα παιδιά σου.
Μήπως κ' εγώ το ήθελα; Χαίρετε τώρα.
Ιδέ τα,
κύτταξε πως σε βλέπουνε.
Δεν είμαι πια μαζί σας.
Τι κάνεις; Μας αφήνεις;
Ναι. Χαίρετε.
Αλλοίμονό μου!
εχάθηκα ο άμοιρος.
Πάει. Δεν υπάρχει πλέον.
Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου.
Αλλοίμονό μου! Επέθανε η μάννα μας, πατέρα,
και με αφήνει ορφανό· τα μάτια της κλεισθήκαν
και πέσανε τα χέρια της. Μαννούλα μου, άκουσε με
που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι
που πέφτει εις της μάννας του το στόμα.
Την φωνάζεις
αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι
η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας.
Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο·
τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!
Αδίκως, ω πατέρα μου, επήρες την μητέρα,
αφού δεν επροφθάσατε να φθάσετε ως το γήρας·
τώρα έφυγεν η μάννα μας και πάει το σπιτικό μας.
Άδμητε, ανάγκη να φανής στη συμφορά σου άντρας,
γιατί δεν είσαι απ' τους θνητούς ο πρώτος αλλά ούτε
ο τελευταίος, που έχασε τόσον καλή γυναίκα.
Πως όλοι θα πεθάνωμε πολύ καλά το ξέρεις.
Το ξέρω, και η συμφορά άξαφνα δεν μ' ευρήκε,
Είναι καιρός που τώξερα και μ' έτρωγ' η αγωνία.
Μα τώρα μείνετε εδώ, να με βοηθήσετ' όλοι,
να γίνη η κηδεία της, και πήτε της τους ύμνους,
που θέλουν οι ανηλεείς θεοί του κάτω κόσμου. Κι' όλοι
οι Θεσσαλοί που κυβερνώ εγώ σαν βασιλιάς τους,
όλοι ας κάμουν πένθος τους το πένθος το δικό μου,
και τα μαλλιά ας κόψουνε και ας βουτηχθούν στα μαύρα.
Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν
την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα
σ' όλην την πόλι ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν
δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε
πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω
και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθη
για να μου σώση την ζωή.
Ω κόρη του Πελίου,
είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο,
στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη.
Ας μάθη του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα,
κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα
καλλίτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη.
Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο
συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα,
την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας,
ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται
στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη
ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας.
Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια.
Ω, ας μπορούσαμεν εμείς, κάτω από τον μαύρον Άδη
κι' από τα νερά του Κωκυτού να πάρωμε εσένα
και πίσω να σε φέρωμε! Γιατί εσύ μονάχα
είχες την γενναιότητα απ' όλες της γυναίκες
με την δική σου τη ζωή τον άντρα σου να σώσης.
Είθε να πέση ελαφρό επάνω σου το χώμα.
Και άν ποτε ο άντρας σου άλλην γυναίκα πάρη
ούτε κανένας από 'μας ούτε και τα παιδιά σου
θα έχουν μάτια να τον 'δουν. Γιατί ούτ' η γρηά του μάννα,
ούτε και ο πατέρας του, αν κ' ήτανε παιδί τους,
εδέχτηκαν να κατεβούν στον Άδη να τον σώσουν,
αν κ' ήταν γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα,
και μόνο συ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου
την νιότη σου εθυσίασες. Είθε από 'μας καθένας
τέτοια γυναίκα ναύρισκε, γιατί δεν είναι τύχη
στον κόσμο μεγαλύτερη από καλή γυναίκα.
Αν τέτοια μου ετύχαινε, βεβαίως τη ζωή της
θα επερνούσε πλάι μου χωρίς καμμία λύπη.
Αυλαία
(Ο χορός των Θεσσαλών γερόντων στέκεται σιωπηλός έξω από τα ανάκτορα. Εμφανίζεται ο Ηρακλής, ο οποίος τους ερωτά).
Ω ξένοι, της Φεραίας γης πολίται, ξέρετε ίσως
αν βρίσκεται ο Άδμητος μέσα στ' ανάκτορά του;
Ναι, είναι μέσα, Ηρακλή. Αλλ' όμως ποιά αιτία
σε φέρνει εις των Θεσσαλών την χώρα, στην Φεραία.
Μια εργασία ανέλαβα του Ευρυσθέως τυράννου
της Τίρυνθος.
Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη
τρέχεις να περιπλανηθής;
Στη Θράκη θα ζητήσω
τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης
στο άρμα του.
Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάμης;
Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλης;
Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων.
Αδύνατον τα άλογα να πάρης χωρίς μάχην.
Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα.
Θα σκοτώσης
για να γυρίσης, ειδεμή εκεί νεκρός θα μείνης.
Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω αγώνα.
Και αν νικήσης, τάχα ποιά τα κέρδη σου θα είναι;
Τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθος θα πάω.
Δύσκολο εις το στόμα τους να βάλης χαλινάρι.
Εκτός από το στόμα τους εάν φωτιές πετούνε.
Τον άνθρωπο στα δόντια τους κομμάτια τόνε κάνουν.
Όπως τα λέτε, όχι άλογα, άγρια θηριά θα είναι.
Σαν πας θα ιδής της φάτνες τους στο αίμα βουτηγμένες..
Και τίνος τάχα να είναι γυιός αυτός που τανατρέφει;
Του Άρεως και βασιλεύς της Θράκης της πλουσίας.
Από όσα λες μου φαίνεται πως ο άθλος μου αξίζει.
Γιατί εμένα η μοίρα μου είναι σκληρή και πάντα
από το ένα δύσκολο στο άλλο με πηγαίνει.
Αφού μου ήτανε γραφτό με δυο παιδιά του Άρη
να πολεμήσω στην αρχή με τον Λυκάονα πρώτον
και με τον Κύκνον έπειτα, να τώρα και ο τρίτος
που έχει αυτά τα άλογα? μα δεν θα ιδή κανένας
να φοβηθώ εγώ ποτέ, εγώ ο γυιός της Αλκμήνης.
Να και του τόπου ο βασιλιάς ο Άδμητος που φτάνει.
(Εισέρχεται ο Άδμητος με κομμένην την κόμην εις ένδειξιν πένθους.)
Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιέ του Διός
και του Περσέως απόγονε.
Χαίρε και συ, ο άναξ
των Θεσσαλών, ω Άδμητε.
Το ήθελα να χαίρω.
Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος.
Τα μαλλιά σου
κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει;
Κάποιον νεκρόν θα θάψωμε σήμερα.
Από τα παιδιά σου
Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώση ο θεός.
Εκείνα
μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή.
Ο γέρος
ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους;
Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε.
Μα τότε
μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου;
Για 'κείνην
μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω.
Τι λες; επέθανε ή ζη;
Και είναι και δεν είναι
και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος.
Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν.
Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;
Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνη.
Λοιπόν πως ημπορώ να ειπώ πως ζη, αφού το εδέχθη;
Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έλθη.
Τι σημαίνει;
Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνη;
Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο.
Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι.
Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας;
Γυναίκα είναι ο νεκρός. Γι' αυτήν μιλούμε τώρα.
Γυναίκα ξένη ή συγγενής;
Ξένη, αλλά δική μας
στο σπίτι αυτό.
Μα τότε εδώ πως πέθανε κοντά σου;
Σαν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζί μας.
Αλλοίμονο! Είθε οι θεοί να μ' έστελναν να σ' εύρω
μιαν άλλην ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες.
Τι θες να πης! Τα λόγια σου αυτά τι να σημαίνουν;
Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω.
Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάμης.
Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος.
Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι.
Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη
σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη.
Είναι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω.
Αν με αφήσης, Άδμητε, θα σ' το χρωστώ ως χάριν.
Δεν είναι πρέπον, Ηρακλή, να πας σε άλλο σπίτι.
(Προς ένα δούλον)
Οδήγησε τον ξένον μας απ' έξω στους ξενώνας,
και σύστησε στους φύλακας να στρώσουν το τραπέζι
με άφθονα τα φαγητά. Να κλείσουνε της θύρες
που φέρνουν μέσα. Ο ξένος μας δεν πρέπει να ακούση
τους στεναγμούς, να λυπηθή την ώρα που θα τρώγη.
(Ο δούλος και ο Ηρακλής εξέρχονται).