Read the book: «Η Επιστροφή», page 3

Font:

Νασιρίγια – Το ξενοδοχείο

Το ξενοδοχείο δεν ήταν βέβαια “πέντε αστέρων”, όμως γι’αυτήν που ήταν συνηθισμένη να περνά ολόκληρες εβδομάδες σε μια σκηνή στη μέση της ερήμου, ακόμα και ένα ντουζ μπορούσε να θεωρηθεί πολυτέλεια. Η Ελίζα άφησε το νερό να πέσει από ψηλά, ζεστό και αναζωογονητικό και έτριψε τον λαιμό και την πλάτη της. Το σώμα της φαινόταν να το απολαμβάνει, καθώς την διαπέρασαν μια σειρά από ρίγη ευχαρίστησης.

Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικά είναι μερικά πράγματα, μόνο όταν τα χάσουμε.

Πέρασαν δέκα λεπτά μέχρι να αποφασίσει να βγει από το ντουζ. Ο ατμός είχε θαμπώσει τον καθρέφτη, που κρεμόταν στραβά. Προσπάθησε να τον ισιώσει, αλλά μόλις τον άφησε., επέστρεψε στην αρχική στραβή του θέση. Αποφάσισε να το αγνοήσει. Με την άκρη από την πετσέτα σκούπισε τους υδρατμούς από τον καθρέπτη και κοιτάχθηκε. Όταν ήταν λίγο πιο νέα, της προσέφεραν δουλειές ως μοντέλο ή ηθοποιό. Ίσως τώρα να είχε γίνει μια ντίβα του σινεμά ή η σύζυγος ενός πλούσιου ποδοσφαιριστή, αλλά τα πολλά χρήματα δεν την ενδιέφεραν ποτέ. Προτιμούσε να ιδρώνει, να τρώει σκόνη, να μελετά αρχαία κείμενα και να επισκέπτεται χαμένους τόπους. Η περιπέτεια ήταν πάντα στο αίμα της και τα συναισθήματα που της προκαλούσε να εντοπίζει αρχαία τεχνουργήματα ή να φέρνει στο φως αρχαία ερείπια που χρονολογούνταν πολλές χιλιετίες πριν, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο.

Πλησίασε πολύ κοντά στον καθρέπτη και είδε αυτές τις καταραμένες ρυτίδες στις άκρες των ματιών της. Άπλωσε το χέρι της μηχανικά στο νεσεσέρ της και πήρε μια κρέμα από αυτές που “σου κόβουν δέκα χρόνια σε μια εβδομάδα”. Την άπλωσε με προσοχή σε όλο το πρόσωπο και κοιτάχτηκε προσεκτικά. Μα τι περίμενε, ένα θαύμα; Ωστόσο, το αποτέλεσμα θα γινόταν ορατό μετά από “επτά μέρες”.

Χαμογέλασε με τον εαυτό της, και με όλες τις γυναίκες που παρασύρονται από τις διαφημήσεις.

Το ρολόι, κρεμασμένο στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, έδειχνε 19.40. Δεν θα προλάβαινε να ετοιμαστεί σε είκοσι μόνο λεπτά.

Σκουπίστηκε βιαστικά, αφήνοντας βρεγμένα από το μπάνιο τα μακριά ξανθά μαλλιά της, και πήγε μπροστά στην ντουλάπα από σκούρο ξύλο, όπου βρισκόταν τα ελάχιστα κομψά ρούχα που είχε φέρει μαζί της. Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να περάσει ώρες ατέλειωτες για να αποφασίσει ποιο ρούχο ταιριάζει καλύτερα στην περίσταση, αλλά αυτό το βράδυ δεν είχε και πολλές επιλογές. Διάλεξε, χωρίς πολύ σκέψη, ένα κοντό μαύρο φόρεμα. Ήταν πολύ κομψό, αληθινά σέξι, αλλά όχι χυδαίο, με ένα βαθύ ντεκολτέ που θα τόνιζε αρκετά το πληθωρικό της στήθος. Το πήρε και, με μια χαριτωμένη κίνηση, το άφησε επάνω στο κρεβάτι.

19:50. Παρότι γυναίκα, σιχαινόταν να αργεί στα ραντεβού.

Κοίταξε από το παράθυρο και είδε ένα σκούρο SUV, απίστευτα λαμπερό, ακριβώς έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου. Αυτός που λογικά ήταν ο οδηγός, ένα νέο παιδί ντυμένο με ρούχα στρατιωτικά, είχε ακουμπήσει στο καπό, και γέμιζε την αναμονή καπνίζοντας νωχελικά ένα τσιγάρο.

Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τονίσει τα μάτια της με μολύβι και μάσκαρα, πέρασε βιαστικά μια στρώση κραγιόν στα χείλη και προσπάθησε να το απλώσει ομοιόμορφα, ενώ έβαζε, ταυτόχρονα, τα αγαπημένα της σκουλαρίκια, κάνοντας λίγη ώρα να βρει τις “τρύπες».

Στην πραγματικότητα, είχε καιρό να βγει βράδυ. Λόγω της δουλειάς της ταξίδευε σε όλο τον κόσμο και, έτσι, δεν είχε καταφέρει να βρει κάποιον για σταθερή σχέση, που θα διαρκούσε περισσότερο από μερικούς μήνες. Το έμφυτο μητρικό ένστικτο που έχει μέσα της κάθε γυναίκα, και που, από μικρή, είχε φροντίσει έξυπνα να αγνοήσει, τώρα που πλησίαζε στο τέλος της γόνιμης ηλικίας, το ένιωθε όλο και πιο συχνά. Ίσως ήταν πλέον ο κατάλληλος καιρός να σκεφτεί σοβαρά την δημιουργία οικογένειας.

Έδιωξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτήν την σκέψη από το μυαλό της. Έβαλε το φόρεμα και τις μοναδικές δωδεκάποντες γόβες που είχε φέρει μαζί της και άπλωσε το αγαπημένο της άρωμα στις δύο πλευρές του λαιμού της. Μεταξωτή εσάρπα, μαύρη ευρύχωρη τσάντα. Ήταν έτοιμη. Μια τελευταία ματιά για επιβεβαίωση, στον γεμάτο λεκέδες καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, επιβεβαίωσε την άψογη εμφάνιση της. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και βγήκε με αέρα ικανοποίησης.

Ο νεαρός οδηγός, αφού επανέφερε στη θέση του το σαγόνι του, που του έπεσε βλέποντας την Ελίζα να βγαίνει από το ξενοδοχείο με αέρα μοντέλου, πέταξε το δεύτερο τσιγάρο του, που μόλις είχε ανάψει και πήγε να της ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου.

«Καλησπέρα κυρία Χάντερ. Μπορούμε να φύγουμε;», ρώτησε διστακτικά ο στρατιώτης.

«Καλησπέρα», απάντησε εκείνη, τεστάροντας το υπέροχο χαμόγελο της. «Είμαι έτοιμη».

«Ευχαριστώ που ήλθατε να με πάρετε», πρόσθεσε ενώ έμπαινε στο αμάξι, ξέροντας πολύ καλά ότι η φούστα της είχε σηκωθεί ελαφρά, επιτρέποντας στον αμήχανο στρατιώτη να δει ένα μέρος από τα πόδια της.

Πάντα της άρεσε να την θαυμάζουν.

Διαστημόπλοιο Θεός – Συναγερμός εγγύτητας

Το σύστημα O^COM, υλοποίησε αμέσως μπροστά στον Ατζάκι ένα παράξενο αντικείμενο, του οποίου το περίγραμμα, δεδομένης της χαμηλής ανάλυσης που είχαν τα οπτικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς τα οποία είχαν πιάσει το στίγμα, δεν ήταν ακόμα καλά προσδιορισμένο. Σίγουρα ήταν σε κίνηση και κατευθυνόταν προς τα πάνω τους. Το σύστημα συναγερμού εγγύτητας αξιολογούσε την πιθανότητα σύγκρουσης, ανάμεσα στο Θεός και το άγνωστο αντικείμενο, περισσότερο από 96%, αν κανένα από τα δύο δεν απέκλινε της πορείας του.

Ο Ατζάκι γλίστρησε βιαστικά στην πλησιέστερη συσκευή εσωτερικής μεταφοράς. «Στη γέφυρα» διέταξε αυταρχικά στο αυτόματο σύστημα ελέγχου.

Μετά από πέντε δευτερόλεπτα άνοιξε η πόρτα σφυρίζοντας και στην μεγάλη κεντρική οθόνη της αίθουσας ελέγχου φαινόταν, ακόμα πολύ θολό, το αντικείμενο που εκτελούσε πορεία σύγκρουσης με το διαστημόπλοιο.

Σχεδόν ταυτόχρονα, μια άλλη πόρτα άνοιξε δίπλα του και βγήκε από μέσα ο Πέτρι λαχανιασμένος.

«Τι στο διάβολο συμβαίνει;» ρώτησε τον φίλο του «Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μετεωρίτες σε αυτή τη περιοχή» είπε κοιτάζοντας και αυτός την οθόνη.

«Δεν πιστεύω ότι είναι μετεωρίτης».

«Και αν δεν είναι μετεωρίτης, τότε τι είναι;» ρώτησε ο Πέτρι εμφανώς ανήσυχος.

«Αν δεν αλλάξουμε αμέσως την πορεία, θα μπορέσεις να δεις με τα ίδια σου τα μάτια όταν το βρούμε σφηνωμένο απευθείας στην γέφυρα.»

Ο Πέτρι καταπιάστηκε κατευθείαν με τους ελέγχους πλοήγησης και έκανε μια μικρή αλλαγή στην τροχιά σε σχέση με την προκαθορισμένη πορεία.

«Σύγκρουση σε 90 δευτερόλεπτα», ενημέρωσε ατάραχη η ζεστή απαλή φωνή του συστήματος συναγερμού εγγύτητας. «Απόσταση του αντικειμένου: 276.000 χιλιόμετρα και πλησιάζει».

«Πέτρι κάνε κάτι και κάντο γρήγορα!», φώναξε ο Ατζάκι.

«Το κάνω ήδη, μα αυτό το πράγμα πηγαίνει πάρα πολύ γρήγορα.»

Η εκτίμηση της πιθανότητας σύγκρουσης, ορατής στην οθόνη, στα δεξιά του αντικειμένου, μειωνόταν σιγά σιγά, 90%, 86%, 82%.

«Δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ» είπε ψιθυριστά ο Ατζάκι.

«Φίλε μου δεν έχει υπάρξει ακόμα το “μυστηριώδες αντικείμενο” που θα καταφέρει να διαλύσει το διαστημόπλοιό μου» τον διαβεβαίωσε ο Πέτρι με ένα διαβολικό χαμόγελο.

Με έναν ελιγμό που έκανε και τους δύο προς στιγμή να χάσουν την ισορροπία τους, ο Πέτρι αντέστρεψε στιγμιαία την πολικότητα στους δύο κινητήρες Μπούσεν. Το διαστημόπλοιο έτρεμε για αρκετή ώρα και μόνο το υπερσύγχρονο σύστημα τεχνητής βαρύτητας, που είχε οριστεί για να αντισταθμίσει την μεταβολή, εμπόδισε όλο το πλήρωμα να καταλήξει σμπαραλιασμένο στον απέναντι τοίχο.

«Ωραία κίνηση», φώναξε ο Ατζάκι, δίνοντάς του ένα έντονο χτύπημα στην πλάτη. «Τώρα όμως πως σκοπεύεις να σταματήσεις την περιστροφή;». Τα αντικείμενα γύρω τους είχαν ήδη αρχίσει να αιωρούνται και να στριφογυρίζουν παντού μέσα στο θάλαμο.

«Mια στιγμή μόνο», είπε ο Πέτρι δίχως να σταματήσει να πατάει τα κουμπιά και να ανακατεύει τους ελέγχους πλοήγησης.

«Φτάνει μόνο να καταφέρω..». Σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν αργά από το μέτωπό του.

«…να ανοίξω…», συνέχισε, ενώ όλα τα πράγματα που υπήρχαν στο θάλαμο πετούσαν τριγύρω ανεξέλεγκτα. Μέχρι και αυτοί οι δύο είχαν αρχίσει να αιωρούνται. Το σύστημα τεχνητής βαρύτητας δεν μπορούσε πια να αντισταθμίσει την τεράστια φυγόκεντρο δύναμη που είχε δημιουργηθεί. Ήταν πολύ ελαφροί.

«…την…την πόρτα τρία!» φώναξε στο τέλος ο Πέτρι, ενώ όλα τα αντικείμενα έπεφταν ταυτόχρονα στο πάτωμα. Ένας βαρύς κάδος απορριμμάτων χτύπησε τον Ατζάκι ανάμεσα στο τρίτο και τέταρτο πλευρό, κάνοντάς τον να βγάλει μια κραυγή. Ο Πέτρι από μισό μέτρο ύψος όπου αιωρούνταν όρμησε κάτω από τον πίνακα ελέγχου, με μια αφύσικη και αναμφισβήτητα γελοία κίνηση.

Η εκτιμώμενη πιθανότητα σύγκρουσης είχε πέσει στο 18% και συνέχιζε να μειώνεται.

«Όλα καλά;» βιάστηκε να πει ο Ατζάκι προσπαθώντας να καλύψει την σουβλιά στο χτυπημένο του πλευρό..

«Ναι, ναι. Είμαι καλά, είμαι καλά» απάντησε ο Πέτρι προσπαθώντας να ξανασηκωθεί.

Ένα λεπτό αργότερα, ο Ατζάκι επικοινωνούσε με το υπόλοιπο πλήρωμα που τον πληροφόρησε πως δεν υπήρχαν απώλειες, πραγμάτων και ανθρώπων.

Ο ελιγμός που είχαν κάνει είχε αναγκάσει το διαστημόπλοιο Θεός να αποκλίνει ελαφρά από την καθιερωμένη του πορεία και η αποσυμπίεση που προέκυψε από το άνοιγμα της πόρτας, αντισταθμίστηκε αμέσως από το αυτόματο σύστημα.

6%, 4%, 2%

«Απόσταση από το αντικείμενο: 60.000 χιλιόμετρα.» είπε η φωνή.

Περίμεναν και οι δύο με κομμένη την ανάσα, να φτάσουν σε απόσταση 50.000 χιλιόμετρων κατά την οποία θα ενεργοποιούνταν οι αισθητήρες μικρής εμβέλειας. Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν ατέλειωτα.

«Απόσταση από το αντικείμενο: 50.000 χιλιόμετρα. Αισθητήρες μικρής εμβέλειας ενεργοί.»

Η, μέχρι εκείνη τη στιγμή θολή, φιγούρα έγινε ξεκάθαρη αναπάντεχα. Το αντικείμενο εμφανίστηκε πάνω στην οθόνη, κάνοντας την ορατή την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι δύο φίλοι γύρισαν ταυτόχρονα με τα μάτια γουρλωμένα, ψάχνοντας ο ένας το βλέμμα του αλλού.

«Απίστευτο!».φώναξαν.με.μια.φωνή.

Νασιρίγια – Εστιατόριο Μασγκούφ

Ο συνταγματάρχης Χάντσον περπατούσε νευρικά, μπρος πίσω κατά μήκος του διαγώνιου διαδρόμου μπροστά από την κύρια αίθουσα του εστιατορίου. Κοιτούσε κάθε ένα λεπτό το ηλεκτρονικό ρολόι που φορούσε πάντα στον αριστερό του καρπό και που δεν έβγαζε πότε, ούτε καν στον ύπνο. Αισθανόταν σαν παιδαρέλι στο πρώτο του ραντεβού.

Για σκοτώσει την ώρα του, παρήγγειλε ένα μαρτίνι με πάγο και μια φέτα λεμόνι από τον μπάρμαν με το μουστάκι, ο οποίος, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, τον κοιτούσε με περιέργεια, ενώ σκούπιζε τεμπέλικα μερικά κολονάτα ποτήρια.

Το αλκοόλ βέβαια δεν επιτρέπεται στις μουσουλμανικές χώρες, αλλά για αυτό το βράδυ είχε γίνει μια εξαίρεση. Το μικρό αυτό εστιατόριο ήταν κρατημένο αποκλειστικά για αυτούς τους δύο.

Ο συνταγματάρχης, λίγη ώρα αφού τερμάτισε την επικοινωνία με την καθηγήτρια Χάντερ, επικοινώνησε αμέσως με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου, ζητώντας συγκεκριμένα το πιάτο Μασγκούφ, από το οποίο πήρε το εστιατόριο το όνομά του. Καθώς ήταν δύσκολο να βρεθεί το κυρίως συστατικό, ο οξύρυγχος του Τίγρη, ήθελε να βεβαιωθεί ότι στο εστιατόριο είχαν προβλέψει σχετικά. Επίσης, γνωρίζοντας ότι θα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο ώρες για την προετοιμασία του, ήθελε όλα να ετοιμαστούν χωρίς βιασύνη και με απόλυτη τελειότητα.

Για την βραδιά εκείνη, δεδομένου ότι η στολή παραλλαγής δεν ταίριαζε στην περίσταση, είχε αποφασίσει να ξεσκονίσει το σκούρο Βαλεντίνο κοστούμι του, σε συνδυασμό με μια μεταξένια γραβάτα στυλ Ρετζιμένταλ με άσπρες και γκρι ρίγες. Τα μαύρα παπούτσια, γυαλισμένα έτσι όπως μόνο ένας στρατιωτικός ήξερε, ήταν επίσης ιταλικά. Σίγουρα το ηλεκτρονικό του ρολόι δεν ταίριαζε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να το αποχωριστεί με τίποτα.

«Καταφτάνουν.» H φωνή βγήκε σαν κρώξιμο από τον ασύρματο, όμοιο με κινητό τηλέφωνο, που είχε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Τον απενεργοποίησε και κοίταξε έξω, μέσα από το τζάμι της πόρτας.

Το μεγάλο σκούρο αυτοκίνητο απέφυγε μια τσαλακωμένη σακούλα που, παρασυρμένη από το βραδινό αεράκι, στριφογυρνούσε νωχελικά μέσα στο δρόμο. Με έναν γρήγορο ελιγμό, σταμάτησε ακριβώς μπροστά την είσοδο του εστιατορίου. Ο οδηγός άφησε την σκόνη που είχε σηκώσει να καθίσει στο έδαφος και στη συνέχεια βγήκε προσεκτικά από το όχημα. Από το ακουστικό, κρυμμένο στο δεξί του αυτί, ακούστηκε μια σειρά από “Όλα εντάξει”. Παρατήρησε με προσοχή όλες τις θέσεις που είχαν ήδη πάρει οι συνάδελφοί του, έως ότου ήταν βέβαιος πως είχε αναγνωρίσει όλους τους στρατιώτες που θα φρόντιζαν για την ασφάλεια των δυο συνδαιτυμόνων καθ’όλη τη διάρκεια του δείπνου.

Η περιοχή ήταν ασφαλής.

Άνοιξε την πίσω πόρτα, και τείνοντας απαλά το δεξί του χέρι, βοήθησε την καλεσμένη του να κατεβεί.

Η Ελίζα, ευχαριστώντας τον στρατιώτη για την ευγένεια, βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο. Γύρισε το βλέμμα της ψηλά, και ενώ γέμιζε τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα, στάθηκε μια στιγμή, για να κοιτάξει το υπέροχο αυτό θέαμα, που μόνο ο έναστρος ουρανός της ερήμου ήξερε να προσφέρει.

Ο αξιωματικός παρέμεινε ένα λεπτό αναποφάσιστος, αν έπρεπε να βγει να την προϋπαντήσει, ή να μείνει μέσα περιμένοντάς την να μπει. Στο τέλος διάλεξε να μείνει καθισμένος, με την ελπίδα να κρύψει κάπως την νευρικότητά του. Έτσι, με αέρα αδιαφορίας, πλησίασε στο μπαλκόνι, κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό, ακούμπησε τον αριστερό αγκώνα στο πιάνο από σκούρο ξύλο, κούνησε κυκλικά στα χέρια του το ποτήρι του, κάνοντας το ποτό που είχε απομείνει να στριφογυρίσει , και έμεινε να κοιτάζει το κουκούτσι του λεμονιού που βρισκόταν στον πάτο του ποτηριού.

Η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο, και ο οδηγός του αυτοκινήτου, έσκυψε μέσα για να ελέγξει ότι όλα ήταν εντάξει. Ο συνταγματάρχης έκανε ένα ελαφρύ νεύμα με το κεφάλι και ο συνοδός οδήγησε την Ελίζα μέσα, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη με μια ευγενική χειρονομία.

«Καλησπέρα, κυρία Χάντερ» είπε ο αξιωματικός, ενώ σηκωνόταν από το σκαμπό, φορώντας το καλύτερό του χαμόγελο. «Ήταν καλή η διαδρομή;»

«Καλησπέρα, Συνταγματάρχα» απάντησε η Ελίζα, με ένα αντίστοιχο χαμόγελο «Όλα καλά, ευχαριστώ. Ο οδηγός σας ήταν ευγενέστατος.»

«Μπορείτε να πηγαίνετε, ευχαριστώ», είπε με αυταρχική φωνή ο συνταγματάρχης, γυρίζοντας προς το μέρος του συνοδού, που τον χαιρέτησε στρατιωτικά, έστρεψε το βλέμμα πίσω και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

«Θα πάρετε ένα ποτό;» ρώτησε ο αξιωματικός, φωνάζοντας με μια κίνηση του χεριού τον μπάρμαν με το μουστάκι.

«Ό,τι πήρατε και εσείς», απάντησε αμέσως η Ελίζα, δείχνοντας το ποτήρι με το Μαρτίνι, που ο αξιωματικός είχε ακόμα στο χέρι. Μετά πρόσθεσε «Να με λέτε απλά Ελίζα, Συνταγματάρχη, το προτιμώ.»

«Τέλεια. Και εσύ να με λες Τζακ, το “Συνταγματάρχης” ας το αφήσουμε για τους στρατιώτες μου.»

Είναι μια καλή αρχή, σκέφτηκε ο συνταγματάρχης.

Ο μπάρμαν ετοίμασε με προσοχή το δεύτερο μαρτίνι, και το σέρβιρε στην νεαρή πελάτισσα. Αυτή πλησίασε τον συνταγματάρχη με το ποτήρι της, για να τσουγκρίσουν.

«Στην υγειά μας» είπε χαρούμενα πίνοντας μια γερή γουλιά.

«Ελίζα, μπορώ να πω ότι απόψε είσαι πραγματικά υπέροχη», είπε ο συνταγματάρχης, παρατηρώντας την από πάνω μέχρι κάτω.

«Ναι αλλά και εσύ δεν πας πίσω. Η στολή έχει την χάρη της αλλά εγώ σε προτιμώ έτσι», είπε χαμογελώντας πονηρά και έγειρε λίγο το κεφάλι στο πλάι.

Ο Τζακ, κάπως αμήχανος, έστρεψε την προσοχή του στο περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσε στο χέρι του. Το κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα το ήπιε μονορούφι.

«Τι θα έλεγες να μεταφερθούμε στο τραπέζι μας;»

«Πολύ καλή ιδέα» είπε η Ελίζα με ενθουσιασμό. «Πεινάω σα λύκος.»

«Εχω παραγγείλει την σπεσιαλιτέ του εστιατορίου. Ελπίζω να σου αρέσει.»

«Μην μου πεις ότι κατάφερες να μας ετοιμάσουν Μασγκούφ» αναφώνησε με έκπληξη η Ελίζα, ανοίγοντας διάπλατα τα πράσινά της μάτια.

«Είναι πρακτικά αδύνατο να βρεθεί οξύρυγχος του Τίγρη αυτή την εποχή.»

«Για μια καλεσμένη όπως εσύ, δεν θα μπορούσα παρά να παραγγείλω το καλύτερο», είπε αυτάρεσκος ο συνταγματάρχης, βλέποντας πως η επιλογή του εκτιμήθηκε. Έτεινε απαλά το δεξί του χέρι προς το μέρος της και την προσκάλεσε να τον ακολουθήσει. Εκείνη, χαμογελώντας πονηρά, το έπιασε και αφέθηκε να τη συνοδεύσει στο τραπέζι.

Το μαγαζί ήταν επιπλωμένο με κομψότητα στο παραδοσιακό στιλ της περιοχής. Χαμηλός και ζεστός φωτισμός, πλούσιες κουρτίνες που κάλυπταν σχεδόν όλους τους τοίχους ή κρέμονταν από το ταβάνι. Ένα μεγάλο περσικό χαλί, κάλυπτε σχεδόν όλο τον διάδρομο, ενώ άλλα μικρότερα ήταν τοποθετημένα στις γωνιές του χώρου, πλαισιώνοντας το σύνολο του. Βέβαια, η παράδοση ήθελε τον κόσμο να τρώει στο πάτωμα, επάνω σε αναπαυτικά μαξιλάρια, αλλά ο συνταγματάρχης ως άνθρωπος του δυτικού κόσμου, προτίμησε ένα «κλασσικό» τραπέζι. Ήταν κι αυτό διακοσμημένο προσεκτικά και τα χρώματα του τραπεζομάντηλου ταίριαζαν με εκείνα του υπόλοιπου εστιατορίου. Στο βάθος μια Νταρμπούκα9 συνόδευε σε ρυθμό Maqsum10 ένα ούτι11 και η απαλή τους μελωδία κατέκλυζε όλο τον χώρο.

Ένα τέλειο βράδυ.