Free

Quo Vadis

Text
iOSAndroidWindows Phone
Where should the link to the app be sent?
Do not close this window until you have entered the code on your mobile device
RetryLink sent

At the request of the copyright holder, this book is not available to be downloaded as a file.

However, you can read it in our mobile apps (even offline) and online on the LitRes website

Mark as finished
Quo vadis
Quo vadis
Free e-book
Details
Font:Smaller АаLarger Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'

Εις τον μικρόν κήπον ο Βινίκιος διηγείτο εις την νεάνιδα, με λέξεις προερχομένας από την καρδίαν, εκείνο το οποίον προ μιας στιγμής είχεν ομολογήσει εις τους Αποστόλους, την ταραχήν της ψυχής του, τας μεταμορφώσεις, τας οποίας αύτη είχεν υποστή και τέλος την άμετρον εκείνην θλίψιν, ήτις είχεν επισκιάσει την ζωήν του, αφ' ότου είχε καταλίπει την οικίαν της Μαριάμ. Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν, ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης του και ότε τον είχε καταλίπει. Τη είπε προσέτι ότι ο Χίλων είχεν ανακαλύψει την κατοικίαν της και τον είχε συμβουλεύσει να την αρπάση, αλλ' ούτος ετιμώρησε τον πανούργον, προτιμήσας να ζητήση από τους αποστόλους τον λόγον της αληθείας και αυτήν ως σύζυγον.. Ευλογημένη να είναι η στιγμή οπότε του ήλθεν η έμπνευσις αύτη, αφού ευρίσκεται τώρα πλησίον της και αυτή δεν θα τον αποφύγη πλέον.

– Δεν απέφευγα σε, είπεν η Λίγεια.

– Αλλά διατί έφυγες;

Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα την κεφαλήν, απήντησε:

– Το ηξεύρεις.

Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο.

Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν άγαλμα, αλλά μία ψυχή.

Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της.

– Ω Λίγεια! Λίγεια!

Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των.

– Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς. Όταν ούτος μου διδάξη την αλήθειάν σας, τότε θα βαπτισθώ και θα επιστρέψω εις την Ρώμην Χριστιανός πλέον, θα ανακτήσω την φιλίαν των Αούλων, οι οποίοι επανέρχονται εις την πόλιν μίαν των ημερών αυτών και δεν θα υπάρχουν πλέον εμπόδια. Τότε θα έλθω να σε λάβω και θα σε εγκαταστήσω εις τον οίκον μου. Ω! φιλτάτη! φιλτάτη!

Η Λίγεια ύψωσε προς αυτόν τους ακτινοβολούντας οφθαλμούς και απεκρίθη:

Τότε θα σοι είπω: «Όπου θα είσαι, Γάιε, θα είμαι και εγώ η Γαία».

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν:

– Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου.

Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη:

– Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη.

– Ηξεύρω, η παράνυμφος συνήθως τα φέρει όπισθεν της μνηστής, αλλά κάμε τούτο προς χάριν μου. Θα τα πάρω μαζί μου εις την εν Αντίω έπαυλίν μου και θα ομιλούν διά σε.

Και με τας χείρας ηνωμένας επανελάμβανε:

Η Πομπωνία θα επανέλθη μίαν των ημερών αυτών. Κάμε τούτο προς χάριν μου, θεσπεσία, κάμε το, προσφιλεστάτη.

– Ας κάμη η Πομπωνία ό,τι θελήση, απεκρίθη η Λίγεια επί μάλλον

ερυθριώσα, μόλις εσκέπτετο την παράνυμφον.

Αλλ' η Μαριάμ εφάνη εις την θύραν και τους προσεκάλεσε να έλθωσι να συγγευματίσωσιν. Εκείνοι εκάθησαν μεταξύ των αποστόλων, οίτινες τους παρετήρουν μετά θαυμασμού, βλέποντες εν αυτοίς την νέαν γενεάν, ήτις μετά τον θάνατον εκείνων θα εξηκολούθει να σπείρη τον σπόρον της διδασκαλίας των.

Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον.

Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.

Την στιγμήν εκείνην εφάνη ο Παύλος, όστις ιδών αυτούς ούτω συνηνωμένους και στραφείς προς τον Βινίκιον είπεν:

– Ιδέ λοιπόν, Βινίκιε, αν ημείς είμεθα εχθροί της ζωής και της

χαράς.

Ο Βινίκιος απεκρίθη:

– Ουδέποτε υπήρξα τόσον ευτυχής, όσον μεταξύ σας.

Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα.

– Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου.

– Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος.

– Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.

– Τι νέα;

– Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του Αντίου και περί άλλων ακόμη.

– Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον

φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος.

Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος το εσπερινόν δείπνον.

– Ναι, αγαπητέ μου, είπεν ο Βινίκιος, ο κόσμος μέλλει να αναπλασθή,

να αναγεννηθή.

– Θα μοι επιτρέψης, είπεν ο Πετρώνιος, να στείλω τους δούλους σου με έν φορείον να φέρουν εδώ την Ευνίκην; ξενύσταξα πλέον και θέλω να διασκεδάσωμεν απόψε. Προσκάλεσε και τον κιθαρωδόν σου και κατόπιν ομιλούμεν διά το Άντιον.

Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ' εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον. «Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν. Άκουσε με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας;

– Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν.

– Η Λίγεια είναι μνηστή μου.

– Ε;

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον.

– Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί.

– Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος.

Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Δημάν, τον απελεύθερον, και είπεν: «Όσοι έχουν υπηρετήσει εις την οικίαν μου επί είκοσιν έτη, ας παρουσιασθώσιν αύριον εις τον Πραίτορα, θα λάβουν την απελευθέρωσίν των. Οι άλλοι θα λάβουν έκαστος τρεις χρυσούς και διπλήν μερίδα τροφής επί μίαν εβδομάδα. Η ημέρα αύτη είναι ημέρα ευτυχίας δι' εμέ και θέλω η χαρά να βασιλεύση εις την οικίαν μου.

Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα τα στόματα ανέκραξαν:

– Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι!

Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή ψάλλοντες φαιδρά άσματα.

– Αύριον, είπεν ο Βινίκιος εις τον οικονόμον του, θα τους συναθροίσης εις τον κήπον και θα τους προστάξης να χαράξουν εμπρός των ό,τι σημείον θελήσουν. Όσοι χαράξουν ιχθύν, θα απελευθερωθούν υπό της Λιγείας.

Αλλ' ο Πετρώνιος, όστις επί μακρόν δεν εξεπλήσσετο διά τίποτε, είχεν ανακτήσει ήδη την ψυχραιμίαν του.

– Ιχθύν;.. είπεν. Α! ενθυμούμαι τι έλεγεν ο Χίλων· είναι σημείον των χριστιανών. Η ευδαιμονία είναι πάντοτε εκεί όπου έκαστος την βλέπει. Είθε επί μακρά έτη να είναι γεμάτος από τριαντάφυλλα ο δρόμος σας. Σου εύχομαι παν ό,τι επιθυμείς!

– Σε ευχαριστώ· ενόμιζα ότι θα με εμέμφεσο, και βλέπεις ότι θα ήτο

ματαιοπονία.

– Εγώ να σε μεμφθώ; Τουναντίον σου λέγω ότι καλώς πράττεις, θα σου

κάμω και μίαν ερώτησιν· είσαι χριστιανός;

– Όχι ακόμη, αλλ' ο απόστολος Παύλος έρχεται μαζί μου διά να μου διδάξη την διδασκαλίαν του Χριστού. Ακολούθως θα δεχθώ το βάπτισμα.. Διότι είναι ψεύδος, ότι εκείνοι είναι εχθροί της ζωής και της χαράς, όπως έλεγες.

– Τόσον το καλλίτερον διά σε και διά την Λίγειαν!

Έπειτα σείων τους ώμους, είπεν:

– Η ικανότης των ανθρώπων τούτων εις το να ελκύωσι προσηλύτους είναι μοναδική. Και πόσον διαδίδεται η αίρεσις αύτη! Ναι! είναι χιλιάδες και μυριάδες εν Ρώμη, εις τας πόλεις της Ιταλίας, ανά την Ελλάδα και την Ασίαν. Υπάρχουν χριστιανοί και μεταξύ των πραιτωριανών, υπάρχουν και εις αυτό το Παλάτιον του Καίσαρος. Δούλοι και πολίται, πτωχοί και πλούσιοι, όχλος καθώς και πατρίκιοι ασπάζονται το θρήσκευμα.

– Μη κινής τους ώμους, διότι ποίος ηξεύρει εάν μετά ένα μήνα ή μετά έν έτος το πολύ δεν θα γίνης και συ ο ίδιος.. χριστιανός;

– Εγώ; είπεν ο Πετρώνιος. Όχι δεν θα ασπασθώ το θρήσκευμα αυτό και αν εγκλείη την αλήθειαν και την σοφίαν, την ανθρωπίνην άμα και την θείαν.. Τούτο θα απήτει κόπον και εγώ δεν αγαπώ να κοπιάζω.

Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας.

Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον.

Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν του Χίλωνος.

– Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων. Όσον αφορά τον Χίλωνα, εγώ θα του έδιδα πέντε χρυσά· πλην αφού άπαξ διέταξες να τον μαστιγώσουν, έπρεπε να τον θανατώσουν διά της μάστιγος, διότι τις οίδεν αν μίαν ημέραν δεν γίνη και αυτός επίφοβος, αλλά νυστάζω και καλόν είναι να φεύγωμεν «καλήν νύκτα λοιπόν».

Ο Πετρώνιος και η Ευνίκη απήλθον.

Μετά την αναχώρησίν των ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην του και έγραψε προς την Λίγειαν την εξής επιστολήν:

«Θέλω, ανοίγουσα τους ωραίους σου οφθαλμούς, θεσπεσία μου, να εύρης μίαν καλημέραν εις την επιστολήν ταύτην. Διά τούτο σου γράφω απόψε, πριν κοιμηθώ, αν και θα σε ίδω αύριον. Ο Καίσαρ αναχωρεί εντός δύο ημερών εις Άντιον, και εγώ, φευ! είμαι ηναγκασμένος να τον συνοδεύσω. Ως σοι είπον ήδη, εάν δεν υπακούσω, θα εκθέσω την ζωήν μου και δεν θα είχον το θάρρος να αποθάνω.

»Εν τούτοις, εάν δεν θέλης να αναχωρήσω, απάντησον με μίαν λέξιν, και μένω· ας φροντίση τότε ο Πετρώνιος να αποτρέψη τον κίνδυνον απ' εμού. Την ημέραν ταύτην της χαράς έδωσα αμοιβάς εις όλους τους δούλους μου και όσοι υπηρέτησαν παρ' εμοί επί είκοσιν έτη θα μεταβώσιν αύριον εις τον πραίτωρα διά να απελευθερωθώσι. Συ, πολυαγαπημένη μου, θα με συγχαρής δι' αυτό, διότι νομίζω, ότι τούτο είναι σύμφωνον με το δόγμα το οποίον πρεσβεύεις· το έπραξα προς χάριν σου: θα τους είπω ότι εις σε οφείλουν την ελευθερίαν των διά να δοξάζουν το όνομά σου.

 

»Εγώ όμως, απ' εναντίας, θέλω να γίνω ο δούλος της ευτυχίας και δούλος ιδικός σου, και εύχομαι να μη ελευθερωθώ ποτέ. Κατηραμένον να είναι το Άντιον, το οποίον θα μας χωρίση προσωρινώς, κατηραμένα τα ταξείδια του Αενοβάρβου! Τρισμακάριστος διότι δεν είμαι τόσον πολυμαθής όσον ο Πετρώνιος, διότι τότε θα ήμην ίσως υποχρεωμένος να υπάγω εις την Ελλάδα. Αλλ' η ανάμνησίς σου θα γλυκάνη δι' εμέ τας ώρας του χωρισμού. Οσάκις θα δύναμαι να είμαι ελεύθερος, θα ιππεύω και θα έρχωμαι μέχρι της Ρώμης, διά να καταθέλγω τους οφθαλμούς μου με το να σε βλέπουν και τα ώτα μου με την γλυκύτητα της φωνής σου. Όταν θα μου είναι δυνατόν να έλθω, θα στέλλω ένα δούλον με επιστολήν να πληροφορήται περί σου.

» Σε ασπάζομαι, θεσπεσία μου, και πίπτω εις τους πόδας σου. Μη οργίζου, αν σε αποκαλώ θεσπεσίαν μου: εάν μου το απαγορεύσης, θα υπακούσω εις σε, αλλά σήμερον δεν ηξεύρω ακόμη να σε αποκαλέσω άλλως. Σε ασπάζομαι από το κατώφλιον της μελλούσης κατοικίας σου.

» Σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.»

Βινίκιος

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'

Ήτο γνωστόν εις την Ρώμην ότι ο Καίσαρ θα επεσκέπτετο κατά την διέλευσίν του την Ώστιαν, όπου είχε καταπλεύσει εξ Αλεξανδρείας το μέγιστον πλοίον του κόσμου με φορτίον σίτου και ότι εκείθεν διά της παραλιακής οδού θα μετέβαινεν εις το Άντιον. Ολίγας ημέρας πρότερον είχον δοθή διαταγαί· επίσης από πρωίας πλησίον της πύλης της Ωστίας, είχε συναθροισθή πλήθος περιέργων, εν τω οποίω ο ρωμαϊκός όχλος ανεμιγνύετο με αντιπροσώπους όλων των εθνών του κόσμου.

Ο Καίσαρ εσυνήθιζε να συναποκομίζη εις το ταξίδιον όλα τα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηρέσκετο να ζη, και εις τον παραμικρόν σταθμόν ηδύνατο να παραγγείλη να του εγκαθιστούν ένα προσφιλή διάκοσμον από αγάλματα και μωσαϊκά. Κατά τας μετατοπίσεις του ο Καίσαρ συνωδεύετο από ολόκληρον στρατόν υπηρετών, εκτός των ταγμάτων των πραιτωριανών, εκτός των αυγουστιανών και των συνοδειών του.

Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας αγρίας κραυγάς των βοσκών. Μετά την διέλευσιν των όνων, μία ομάς νεαρών δούλων ετέρπετο εις την οδόν, την οποίαν εσκούπιζον και έστρωνον με άνθη και κλάδους πεύκης. Η πρωία επροχώρει και το πλήθος εγένετο πυκνότερον.

Διήλθον οι Νουμηδοί ιππείς της πρωταιριανής φρουράς. Το μαύρον πρόσωπόν των εχρυσίζετο από την λάμψιν των κρανών, αι αιχμαί των δοράτων των έλαμπον ως σπινθήρες.. Και η παρέλασις ήρχισεν.

Ο κόσμος παρηκολούθει την παρέλασιν της συνοδείας.

Πρώτον προέβαινον οχήματα με σκηνάς ερυθράς, κυανάς και λευκάς, με τάπητας της Ανατολής, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, κλωβία με παντοειδή πτηνά, των οποίων οι μυελοί και τα εντόσθια θα παρετίθεντο εις την αυτοκρατορικήν τράπεζαν, αμφορείς οίνου και κάνιστρα οπωρικών. Αλλά τα αντικείμενα, τα οποία εκινδύνευον να υποστώσι βλάβην επάνω εις τα αμάξια, εφέροντο πεζή: υπήρχον όμιλοι αχθοφόρων διά τα εκ κορινθιακού ορειχάλκου αγαλμάτια, έτερος όμιλος διά τα τυρηννικά, άλλος διά τα ελληνικά αγγεία, άλλος διά τα χρυσά, τα αργυρά δοχεία και τα κατεσκευασμένα από ύελον της Αλεξανδρείας. Μικρά αποσπάσματα πραιτοριανών, πεζών ή ιππέων, εχώριζον τους ομίλους των αχθοφόρων και έκαστον όμιλον επέβλεπον φύλακες με μαστίγια φέροντα εις το άκρον μόλυβδον ή σίδηρον. Η συνοδεία εκείνη των δούλων, φερόντων μετ' επισημότητος τα πολύτιμα αντικείμενα, ωμοίαζε με πάνδημόν τινα θρησκευτικήν λιτανείαν και η αναλογία κατέστη ακόμη πλέον αισθητή, όταν εφάνησαν τα μουσικά όργανα, άρπαι, βάρειτοι ελληνικαί, βάρειτοι εβραϊκαί ή αιγυπτιακαί, λύραι, φόρμιγγες, κιθάραι, αυλοί, σύριγγες, κύμβαλα.

Έπειτα ήρχοντο επί λαμπρών αρμάτων οι σχοινοβάται, οι ορχησταί και αι ορχηστρίδες. Κατόπιν επί αρμάτων ηκολούθουν οι δούλοι, οι προωρισμένοι διά τους αγώνας, νεανίσκοι και νεάνιδες συλλεχθέντες εν Ελλάδι και Μικρά Ασία με μακράς βοστρυχώδεις κόμας αναδεδεμένας με ταινίας χρυσάς.

Λέοντες και τίγρεις τιθασσευμένοι από επιτηδείους δαμαστάς και χρησιμεύοντες εις τον Νέρωνα ως υποζύγια κτήνη, όταν όμως ήθελε να μιμηθή τον Διόνυσον, ηκολούθουν επί των επομένων αρμάτων.

Ινδοί και Άραβες εκράτουν το ζώα ταύτα διά χαλυβδίνων κρίκων καλυπτομένων εντελώς υπό τα άνθη. Και τα θηρία με τα άτονα γλαυκά βλέμματά των παρετήρουν εγείροντα ενίοτε τας κολοσσιαίας κεφαλάς των και ωσφραίνοντο την οσμήν του λαού.

Και πάλιν αυτοκρατορικά οχήματα, φορεία, μία σπείρα πραιτωριανών αποτελουμένη από εθελοντάς εξ Ιταλίας, πολυπληθές άθροισμα κομψοπρεπών δούλων και νεανίσκων και κατόπιν ο Καίσαρ.

Ο Απόστολος Πέτρος, θέλων να ίδη τον Νέρωνα, ήτο μεταξύ του πλήθους μετά της Λιγείας, καλυπτούσης το πρόσωπον διά πέπλου πυκνού, και του Ούρσου, του οποίου η ρωμαλαιότης παρείχεν εις την νεάνιδα προστασίαν ασφαλή.

Ο Λιγειεύς έλαβεν ογκώδη λίθον, προωρισμένον διά την κατασκευήν του ιερού της Δήμητρας, και τον έφερε προς τον Απόστολον, όστις ανέβη επ' αυτού διά να ίδη καλλίτερον την παρέλασιν.

Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν.

Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά τους πόδας του, ο Καίσαρ.

Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε παχυνθή απαισθητώς. Ο διπλούς πώγων του καθίστα το πρόσωπόν του πλατύτερον, ούτως ώστε τα χείλη του, ήδη πολύ πλησίον της ρινός, εφαίνοντο ότι ηνοίγοντο υπό τους ρώθωνας. Ο μέγας λαιμός του ήτο περιτετυλιγμένος εις μεταξωτόν μανδύλιον, το οποίον ανά πάσαν στιγμήν διηυθέτει με χείρα ευτραφή, της οποίας το ερυθρόχρουν τρίχωμα εσχημάτιζεν υπό τας παλάμας είδος αιματοβαφούς παρδαλώματος· δεν απεψίλωνε τας χείρας του, διότι τω είχον ειπή ότι τούτο δυνατόν να είχεν ως συνέπειαν τρόμον των δακτύλων, όστις θα τον ημπόδιζεν από του να παίζη βάρειτον.

Άπειρος κενοδοξία εικονίζετο επί του προσώπου του μετά κοπώσεως και ανίας. Το όλον του προσώπου του ήτο φρικώδες και βάναυσον.

Ο όχλος εκραύγαζε: Χαίρε, θεσπέσιε! χαίρε, νικηφόρε! χαίρε, ασύγκριτε! υιέ του Απόλλωνος! Άπολλον, χαίρε!

Εκείνος εμειδία. Πλην ενίοτε άνθρωποι οίτινες δεν εγνώριζον την προφητικήν αυτών αστειότητα, κρυμμένοι όπισθεν σωρών λίθων και όπισθεν των θεμελίων του ναού, ωρύοντο: Μητροκτόνε! Ορέστα! Αλκμαίων! Άλλοι πάλιν εφώναζον: Τέρας, θηρίον! Πού είναι η Οκταβία; Δος τον πορφυρούν μανδύαν σου!

Το οξύ ους του Νέρωνος αντελαμβάνετο τας ύβρεις ταύτας, και τότε επλησίαζεν εις το όμμα του τον κατειργασμένον σμάραγδόν του, ως διά να αναζητήση και να σημειώση τους υβριστάς. Ούτως είδε τον απόστολον μεταξύ του πλήθους, ιστάμενον επί του ογκώδους λίθου.

Τα βλέμματα των δύο εκείνων ανδρών διεσταυρώθησαν.

Κατά την ζοφεράν εκείνην στιγμήν ευρέθησαν αντιμέτωποι οι δύο κύριοι του σύμπαντος· ο είς αντιπρόσωπος του σκοτεινού παρελθόντος, όστις έμελλε να εκλίπη ως όνειρον αιματηρόν, και ο έτερος αντιπρόσωπος του φαεινού μέλλοντος, ο γέρων εκείνος, ο φέρων ταπεινόν χιτώνα, όστις διά της διδασκαλίας την οποίαν εκήρυττεν, έμελλε να υποτάξη πνευματικώς τον κόσμον ολόκληρον και την πόλιν εκείνην εις τους αιώνας των αιώνων.

Ο Καίσαρ είχε διέλθει. Αμέσως όπισθέν του εφάνησαν οκτώ Αφρικανοί φέροντες φορείον μεγαλοπρεπές, όπου εκάθητο η Ποππέα, εκείνη την οποίαν απηχθάνετο ο λαός, ενδεδυμένη ως ο Νέρων, εις χρώμα αμεθύστου, εψιμμυθιωμένη, σκεπτική και ακίνητος.

Ο ήλιος είχε προ πολλού αρχίσει να κλίνη, όταν ήρχισεν η παρέλασις των πιστών φίλων του Καίσαρος, των αυγουστιανών, πομπή εκτυλισσομένη ως μαρμαίρων όφις. Το πλήθος εμειδία μετ' ευμενείας εις την διέλευσιν του Πετρωνίου, καθημένου εν τω φορείω μετά της ευνοουμένης δούλης του. Ο Τιγγελίνος από καιρού εις καιρόν ανεσηκώνετο επάνω εις το άρμα του και ετέντωνε τον λαιμόν του διά να ίδη αν ο Καίσαρ τον εκάλει διά νεύματος. Το πλήθος εχαιρέτα τον Μηνιόν Πιπίνα δι' επευφημιών, τον Βιτέλλιον διά γελώτων, και τον Βατίνον διά συριγμών. Δεν έλειπον μεταξύ του πλήθους άνθρωποι άθλιοι με κενάς γαστέρας, και όμως το θέαμα εκείνο υπεδαύλιζε την επιθυμίαν των, παρέσχεν εις αυτούς αγέρωχον αίσθημα της ρωμαϊκής ισχύος και ατρωσίας, ως επρέσβευε το σύμπαν.

Ο Βινίκιος ήτο μετά των τελευταίων της πομπής. Εις την θέαν του Αποστόλου και της Λιγείας, την οποίαν δεν ήλπιζε να συναντήση, επήδησεν από το άρμα του.

– Ήλθες; Δεν ηξεύρω πώς να σε ευχαριστήσω, ω Λίγεια! Ο Θεός δεν ηδύνατο να μου στείλη καλλίτερον οιωνόν. Έσο ευλογημένη. Σε αποχαιρετώ, αλλά δι' ολίγον χρόνον. Εις τον δρόμον μου θα εγκαταστήσω σταθμούς παρθικών ίππων και θα διέρχωμαι πλησίον σου πάσαν ημέραν, κατά την οποίαν θα είμαι ελεύθερος, μέχρις ότου επιτύχω άδειαν διά να επανέλθω. Καλήν αντάμωσιν!

– Καλήν αντάμωσιν, Μάρκε, απήντησεν η Λίγεια. Είθε ο Χριστός να σε οδηγή και είθε να ανοίξη την ψυχήν σου εις τους λόγους του αποστόλου Παύλου!

– Θησαυρέ μου, ας γίνη ως λέγεις! Ο Παύλος προτιμά να συμπορεύεται μεταξύ των ανθρώπων μου, και να είναι μαζί μου και να είναι διδάσκαλός μου και σύντροφός μου. Χαίρε. Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη;

Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε:

– Είναι άσχημον;

Το μειδίαμά της ενείχε μικράν δόσιν νεανικής πονηρίας· ο Βινίκιος την παρετήρησε με θαυμασμόν και απεκρίθη:

– Είναι άσχημον διά τους οφθαλμούς μου, οι όποιοι θα ήθελον να

βλέπουν μόνον σε μέχρι θανάτου.

Και προς μεγάλην έκπληξιν του όχλου, ο ευγενής Αυγουστιανός έθεσε τα χείλη του επί των χειρών της ταπεινής νεάνιδος:

– Χαίρε..

Ανεχώρησε ταχέως, επειδή η αυτοκρατορική πομπή είχε προχωρήσει ήδη. Ο Απόστολος Παύλος τον ηυλόγησε δι' αοράτου σημείου του Σταυρού και κατόπιν μετά της Λιγείας διηυθύνθη προς την Τρανστιβέρην.

Καθ' οδόν έκαμε μυρίας σκέψεις: Η πόλις αύτη, διενοείτο, η διεφθαρμένη μέχρι μυελού οστέων και όμως αδιάσειστος· ο Καίσαρ εκείνος, ο φονεύς του αδελφού του, όπισθεν του οποίου συνέρρεε πολυάριθμος συνοδεία φασμάτων, όπως και η αυλή του· ο ακόλαστος, εκείνος και γελωτοποιός δεσπότης τριάκοντα λεγεωνών και δι' αυτών της οικουμένης όλης!

Και η αφελής καρδία του εξεπλάγη ότι ο Θεός είχεν εμπιστευθή την γην εις το τέρας εκείνο. «Ραβδί, είπεν εν τη ψυχή του, τι θα κάμω εντός της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν με έστειλες; Εις αυτήν ανήκουν ήπειροι και θάλασσαι, εις αυτήν όλα τα βασίλεια και αι πόλεις. Ραββί, είμαι αλιεύς λίμνης και βυθίζομαι. Τι θα κάμω; Και πώς θα δυνηθώ να νικήσω το κακόν;»

Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.

_«Σου γράφω εκ Λαυρέντου, όπου εσταθμεύσαμεν ένεκα του καύσωνος. Ο Καίσαρ ξενίζεται ενταύθα υπό της Ποππέας, ήτις είχε προετοιμάσει κρυφίως μεγαλοπρεπή δεξίωσιν. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ευρίσκονται ολίγοι αυλικοί, αλλ' ο Πετρώνιος και εγώ είμεθα προσκεκλημένοι. Μετά το δείπνον περιεπλεύσαμεν εντός επιχρύσων ακατίων επί της θαλάσσης της κυανής, ως οι οφθαλμοί σου, θεσπεσία μου! Εκωπηλατούμεν ημείς οι ίδιοι.

»Ο Καίσαρ, ιστάμενος παρά το πηδάλιον, έψαλλε προς τιμήν της θαλάσσης ύμνον συντεθέντα και τονισθέντα υπ' αυτού και του Διοδώρου. Και εγώ, δεν ηξεύρεις τι έκαμα; Εσκεπτόμην σε, εστέναζα διά σε και θα ήθελα να λάβω την θάλασσαν εκείνην, και όλα και να τα δώσω εις σε. Θέλεις μίαν ημέραν να υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις ακροθαλασσιάν, αγάπη μου, μακράν της Ρώμης; Έχω εις την Σικελίαν έν κτήμα μετά δάσους αμυγδαλεών, αι οποίαι την άνοιξιν καλύπτονται από ασπροκόκκινα άνθη. Εκεί θα σε αγαπώ, εκεί θα πρεσβεύω την θρησκείαν εκείνην, την οποίαν ο Παύλος θα με διδάξη.

» Γνωρίζω ήδη ότι δεν εναντιούται εις τον έρωτα και εις την ευτυχίαν. Θέλεις; Αλλά πριν ακούσω την απάντησίν σου από τα χείλη σου τα λατρευτά, εξακολουθώ να σου διηγούμαι ό,τι συνέβη εντός των ακατίων. Ηγέρθη συζήτησις περί έρωτος και η Ποππέα με ηρώτησεν αν ηγάπων και εγώ καμμίαν και ποίαν; Εγώ απήντησα αρνητικώς, αλλ' αυτή επρόφερε το όνομά σου, θέλουσα να μοι δείξη ότι γνωρίζει τον έρωτά μας. Ο Πετρώνιος μου είπεν επανειλημμένως να μη ερεθίσω την φιλαυτίαν της Αυγούστας. Αλλ' αυτός δεν καταλαμβάνει και δεν ηξεύρει ότι εκτός της Λιγείας μου δεν υπάρχει δι' εμέ ούτε ευχαρίστησις ούτε καλλονή ούτε έρως και ότι η Ποππέα δεν μου εμπνέει ειμή αποστροφήν και περιφρόνησιν. Πλην μη φοβήσαι δι' εμέ. Η Ποππέα δεν με αγαπά· είναι ανίκανος να αγαπήση τινά και αι ιδιοτροπίαι της προέρχονται μόνον από την οργήν της κατά του Καίσαρος.

 

»Την στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, ο Πέτρος μου είχεν είπη να μη φοβούμαι τον Καίσαρα, διότι ούτε μία τρίχα εκ της κεφαλής μου δεν θα πέση, και έχω πίστιν εις αυτόν. Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας, ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον. Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ. Σε χαιρετίζω συγχρόνως, ενώ χαιρετίζω την αυγήν, ω μνηστή μου.»

Βινίκιος.

Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.

«Αγαπητή μου, επήγες ποτέ εις Άντιον με τους Αούλους; Εάν όχι, θα είμαι, ευτυχής να σου δείξω αργότερα την πόλιν ταύτην. Ήδη από του Λαυρέντου κατά μήκος της ακτής υπάρχουν επαύλεις. Το Άντιον είναι μία αδιάκοπος σειρά μεγάρων και προπυλαίων. Έχω μίαν οικίαν εις την ακρογιαλιάν μετά ελαιών και δάσους κυπαρίσσων, εκτεινομένων όπισθεν της επαύλεως, και όταν συλλογίζωμαι ότι η κατοικία αύτη θα είναι μίαν ημέραν εδική σου, τα μάρμαρα της μου φαίνονται λευκότερα, οι κήποι της δροσερώτεροι και η θάλασσα κυανωτέρα· ω Λίγεια, πόσον είναι καλόν να ζη τις και να αγαπά! Από της αφίξεώς μας συνομιλούμεν πάντοτε ο Παύλος και εγώ. Ωμιλούσαμεν πρώτον περί σου, έπειτα ήρχισε να με κατηχή, και αν ακόμη ήξευρα να γράφω όπως ο Πετρώνιος, δεν θα ηδυνάμην να σου εκφράσω ό,τι εσκέπτετο το πνεύμά μου ή ό,τι ησθάνετο η καρδία μου.

» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ' αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην. Τότε ο Τίγγελίνος είπεν εις αυτόν:

» – Ειπέ μίαν λέξιν, δαιμόνιε, και προ του τέλους της νυκτός θα ίδης το Άντιον εις τας φλόγας.

» Ο Καίσαρ τον απεκάλεσεν ηλίθιον και προσέθεσε:

» – Πού θα πηγαίνω να αναπνέω την αύραν της θαλάσσης και να επιμελούμαι την φωνήν ταύτην, την οποίαν οι θεοί μου εχάρισαν διά την ευδαιμονίαν της ανθρωπότητος; Και η Ρώμη εις τας φλόγας δεν θα παρείχε θέαμα οπωσούν μεγαλοπρεπέστερον και τραγικώτερον από το Άντιον;

»Όλοι ήκουσαν εν εκστάσει την δικαιολογίαν ταύτην και μεθυσμένοι εφώναζαν:

» – Κάμε το! Κάμε το!

»Εκείνος απήντησε:

» – Θα μου εχρειάζοντο φίλοι πιστότεροι και πλέον αφοσιωμένοι.

»Ανησύχησα κατ' αρχάς ακούων τους λόγους τούτους, επειδή είσαι εις την Ρώμην, συ, φιλτάτη μου. Τώρα γελώ με τον φόβον μου εκείνον. Ο Καίσαρ και οι Αυγουστιανοί, όσον άφρονες και αν είναι, δεν θα πράξουν ποτέ τοιαύτην μωρίαν. Αλλ' ελπίζω ότι πριν η Ρώμη επανίδη τον Καίσαρα, συ, θεσπεσία μου, θα κατοικής εις την ιδίαν οικίαν μου εν Καρίναις.

»Ευλογημένη να είναι η ημέρα, η ώρα, η στιγμή, οπότε θα έλθης εις τον οίκον μου, και αν ο Χριστός, τον οποίον μανθάνω να γνωρίζω, με εισακούση, ευλογημένον το όνομά του! Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.»_

Βινίκιος